ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Και ενώ η μικρασιατική καταστροφή κρεμόταν πάνω από την Ελλάδα, ο πολιτικός και κοινωνικός χώρος άρχισε να συγκλονίζεται από αλλεπάλληλες αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων και καταχρήσεων σε βάρος του δημοσίου πλούτου. 
Πέτρος Εμ. Πρωτοπαπαδάκης
1859 - 1922
Η μικρασιατική εκστρατεία υπήρξε πεδίο αχρείων επιχειρήσεων διαφόρων κερδοσκόπων, οι οποίοι εθησαύριζαν από τους ιδρώτες του λαού, με τη συνεργασία των κρατικών παραγόντων. Η οικονομική χρεωκοπία έκρουσε τη θύρα της Ελλάδας, οπότε ως σανίδα σωτηρίας της καταρρέουσας οικονομίας ο υπουργός των Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης επινόησε το απλοϊκό, αλλά και αυτόχρημα ληστρικό σύστημα, να βάλει χέρι το κράτος απ’ ευθείας στα θυλάκια των πολιτών: Το χαρτονόμισμα ψαλιδίστηκε κατά το ένα τέταρτο και έτσι έχασε τα 25% της αξίας του. Το ένα τέταρτο που αφαιρέθηκε κατετέθη στο δημόσιο ταμείο και ο ελληνικός λαός βρέθηκε αιφνιδιαστικά στερημένος από ένα μεγάλο μέρος του κατά κεφαλήν εισοδήματός του, το οποίο περιήλθε στο κράτος.
 Ο γενικός κλονισμός που επήλθε στον κρατικό μηχανισμό και την οικονομία, ήταν φυσικό να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη βασιλική κυβέρνηση Γούναρη, την οποία είχε αναδείξει το εκλογικό σώμα πανηγυρικά στην εξουσία κατά τις εκλογές του 1920, σε πολιτικό αντιπερισπασμό κατά του Βενιζέλου, κύριου, κατά την αντίληψή τους, υπεύθυνου της τυχοδιωκτικής μικρασιατικής επιχείρησης, η οποία όμως συνεχιζόταν τώρα με μεγαλύτερη σφοδρότητα από τους αντιπάλους του Βενιζέλου, πρώην αποφασιστικούς αρνητές της εκστρατείας. 
Ο Αγγλικός παράγοντας, ο οποίος είχε κατορθώσει να επανακτήσει τις θέσεις του στον ελληνικό χώρο μετά τον A' Παγκόσμιο πόλεμο, συνέχιζε να υπαγορεύει τις θελήσεις του προς όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις του ελληνικού κατεστημένου.
 Και ενώ το στέμμα και πολλοί παράγοντες του αντιβενιζελισμού είχαν συνειδητοποιήσει ότι η κυβέρνηση Γούναρη ήταν φορέας συμφορών για τον τόπο, δεν τολμούσαν να την απομακρύνουν επειδή διέθετε ισχυρό μηχανισμό και αριθμητική υπεροχή στη βουλή. Ωστόσο πολλοί παράγοντες τότε από την παράταξη των αντιβενιζελικών είχαν κινηθεί για την απομάκρυνση του Γούναρη. Η σπουδαιότερη κίνηση ήταν των Ν. Στράτου και του αρχιστρατήγου Αν. Παπούλα, η οποία είχε ως στόχο την ανατροπή της εξουσίας Γούναρη. Η κίνηση εκείνη απέτυχε και είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση του αρχιστρατήγου Παπούλα με τον Χατζανέστη, ενώ ο Ν. Στράτος, ο οποίος έλαβε το χρίσμα του πρωθυπουργού για μια εβδομάδα (3-11 Μαΐου 1922), αντικαταστάθηκε στην εξουσία από τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη για να παραδοθεί και πάλι η πρωθυπουργία στο Δημήτριο Γούναρη και να προκριθεί, μέσα σε εκείνο το στρατιωτικό και πολιτικό χάος που είχε ανοίξει η απειλή της μικρασιατικής καταστροφής η λύση της υπηρεσιακής κυβέρνησης υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο.
 Στο μεταξύ ο Μουσταφά Κεμάλ, εκμεταλλευόμενος επιδέξια την κατάσταση εξέλεξε ως πιο κατάλληλη στιγμή της αντεπίθεσής του τον Αύγουστο του 1922. Με ένα αξιόλογο στρατιωτικό χτύπημα δημιούργησε το ρήγμα του Αφιόν Καραχισάρ στο ασταθές ελληνικό μέτωπο και οι δυνάμεις του, ξεκούραστες και ορμητικές, έχοντας την πλήρη συμπαράσταση των ενόπλων Τούρκων αγροτών των μικρασιατικών υψιπέδων, άρχισαν να προελαύνουν προς δυσμάς, σαρώνοντας τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν ταλαιπωρημένες από τις μακρές πορείες και κυρίως στερούνταν τροφίμων και πολεμοφοδίων, αφού η μακρά γραμμή ανεφοδιασμού των βρισκόταν μόνιμα εκτεθειμένη στα πλήγματα του εχθρού.
 Πνεύμα εξ άλλου έντονης δυσαρέσκειας που έφτανε τα όρια του στασιαστικού, επικρατούσε στις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου. Οι αξιωματικοί είχαν μήνες ολόκληρους να πληρωθούν, ενώ ο στρατός υποσιτιζόταν κατά τρόπο αξιοθρήνητο. Το Μάιο του 1922 ο αρχιστράτηγος Παπούλας πληροφορεί εμπιστευτικά την κυβέρνηση ότι η στρατιά είχε χρέη υπέρ τις 120.000.000 δραχμές. Ανακεφαλαιώνοντας ο Γιάννης Κουχτσόγλου τα προηγηθέντα της Μικρασιατικής καταστροφής γράφει (ενθ. αν. σελ. 470 κ.ε.):
 «Η μεγάλη ευθύνη της καταστάσεως του στρατεύματος από απόψεως εφοδιασμού, ανήκει, βέβαια, εις την κυβέρνησιν. Ό,τι βαρύνει, όμως, την στρατιάν, είναι η παράλειψις να οχυρώσει τα πέριξ της Σμύρνης. Διότι και τον καιρόν είχε και την μελέτην ετοίμην εύρεν. Από των τελευταίων μαχών του Σεπτεμβρίου 1921 μέχρι του Μαΐου 1922, ημπορούσε να εκτελεσθή η οχύρωσις της Σμύρνης κατά μήκος των Φωκών, προς το Σίπυλον, το Νυμφαίον και την Έφεσον. Έτσι η Σμύρνη θα περιεφράσσετο κατά τρόπον απρόσβλητον, τουλάχιστον δια μερικούς μήνας. Το υλικόν της οχυρώσεως ήταν άφθονον και κοντά εις τας βάσεις της στρατιάς, η δε μεταφορά βαρέων πυροβόλων εύκολος από τας δημοσίας οδούς του Νυμφαίου.
 Μήπως το ίδιον δεν έκαμαν οι Τούρκοι εις την Άγκυραν και απέκρουσαν την απόπειραν ελληνικής εισβολής; Διότι, επιτέλους, ποιαν άλλην εργασίαν είχαν οι επιτελάρχαι και οι επιτελείς της στρατιάς από του Σεπτεμβρίου 1921 μέχρι του Μαΐου 1922; Εκ της όλης καταστάσεως - πολιτικής, διπλωματικής, στρατιωτικής - καθίστατο φανερόν, ότι η Σμύρνη, αργά ή γρήγορα, θα εγίνετο στόχος του εχθρού. Αφού η Ελλάς δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει τας εχθρικάς δυνάμεις, ώφειλε να δημιουργήσει εντεύθεν του μετώπου      βάσεις αμύνης οχυρωμένας.
 Δυστυχώς, καθ’ όλον αυτό το χρονικόν διάστημα (Σεπτέμβριος 1921 - Μάιος 1922) δεν ετοποθετήθη ούτε μία γραμμή συρματοπλέγματος και δεν ηνοίχθη ούτε μια τάφρος. Εχρειάζετο, όπως εκ των υστέρων διετύπωσεν ο στρατηγός Β. Δούσμανης, που παρ’ ολίγον να αναλάθη την διοίκησιν της στρατιάς, ενότης στρατηγικής αντιλήψεως και σύμπτυξις του μετώπου. Αντί της Νικομηδείας-Μαιάνδρου, το μέτωπον έπρεπε να περιορισθεί μεταξύ Πανόρμου και Μαιάνδρου. Έτσι θα εγκαταλείπετο το Εσκή-Σεχήρ, η Κιουτάχεια, το Αφιόν-Καραχισάρ και θα οχυρώνετο το Ουσάκ με τρία παράλληλα φυσικά στηρίγματα. Θα εξοικονομούντο, επί πλέον, δυνάμεις και το μέτωπον θα ευρίσκετο πλησιέστερα προς τας συγκοινωνίας με την Σμύρνην, ώστε να εφοδιάζεται άνετα ο στρατός. Η νέα γραμμή, ενώ θα ήτο ευνοϊκή διά τον ελληνικόν στρατόν, θα απεμάκρυνεν, αντιθέτως, τον τουρκικόν από τας βάσεις και τας συγκοινωνίας του και θα τον ηνάγκαζε να διαχειμάση εις τα μικρασιατικά οροπέδια.
 Διά την θέσιν του εχθρού, γενικώς, επικρατούσεν η γνώμη ότι δεν ήτο εις κατάστασιν να επιτεθή. Αι πληροφορίαι περί του εχθρού ελαμβάνοντο από αιχμαλώτους, αυτομόλους και Τούρκους χωρικούς, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, από σκοπού προσήρχοντο εις τας στρατιωτικός αρχάς, διά να μεταδίδουν ψευδείς ειδήσεις προς εξαπάτησιν των επιτελείων. Η στρατιά δεν είχε τοιαύτην οργάνωσιν, ώστε να γνωρίζει την πραγματικήν κατάστασιν του εχθρού. Εβασίζετο κατά μέγα μέρος, εις τας πληροφορίας του μετώπου και της αποστολής της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλ’ ο εχθρός είχεν αποκλείσει αυστηρώς τας γραμμάς του, και το μόνον γνωστόν έργον του ήτο ο διαρκής εφοδιασμός εκ των ευρωπαϊκών αγορών διά των λιμένων της Ατταλείας και της Αλεξανδρέττας. Η Ελληνική στρατιωτική και πολιτική διοίκησις είχον επαναπαυθεί, η μεν εις το σχέδιον της συμπτύξεως του μετώπου, η δε εις την δημιουργίαν αυτονομίας της Μικράς Ασίας, την οποίαν εμελέτα η κυβέρνησις μετά του υπάτου αρμοστού Στεργιάδου. Και ενώ ο ύπατος αρμοστής επανηγύριζε διά την αυτονομίαν, διά τας εξαπατητικάς δηλώσεις του Άγγλου υπουργού και διεσπάθιζε το χρήμα του δημοσίου προς δημιουργίαν ασκόπων διατυπώσεων, ο στρατός εξακολουθούσε στερούμενος των πάντων.
 Μεγίστην επιτυχίαν του τουρκικού στρατού απετέλεσεν η απόκρυψις των επιθετικών προετοιμασιών του. Αι κινήσεις του εγένοντο μόνον νύκτα. Την ημέραν τα στρατεύματα ανεπαύοντο. Εκτός τούτων, και το ηθικόν του τουρκικού στρατού είχεν αναπτερωθεί, με την διαρκή προπαγάνδαν περί ανακτήσεως της Μ. Ασίας περί τερματισμού του πολέμου και διανομής των περιουσιών των χριστιανών, ενώ αντιθέτως ο ελληνικός στρατός ήκουε από παντού να γίνεται λόγος μόνον περί προσεχούς εγκαταλείψεως της Μ. Ασίας.
 Ολόκληρος η ογκώδης συγκέντρωσις και μετακίνησις του εχθρού έγινεν αορίστως γνωστή ολίγας ημέρας προ της εχθρικής επιθέσεως. Η μεταφορά του πυροβολικού και του βαρέος ακόμη, προς σημεία δύσβατα, είχε παραμείνει κατά το πλείστον άγνωστος. Τα αναγνωριστικά αεροπλάνα μας είχαν σημειώσει μερικάς εχθρικάς κινήσεις, αλλ’ όχι μεγάλης εκτάσεως. Την νύκτα της 12ης προς την 13ην Αυγούστου, ο Κεμάλ, με τον γενικόν επιτελάρχην Φεθζή πασά, τον Ισμέτ, διοικητήν ολοκλήρου του μετώπου, και τον Νουρεντίν, διοικητήν της 1ης στρατιάς, εγκαθίστανται εις Κοτζά-Τεπέ, όπου ήτο το παρατηρητήριον της 1ης στρατιάς, οπόθεν διά γυμνού οφθαλμού ημπορούσαν να παρακολουθούν τας επιχειρήσεις. 
Γεώργιος Χατζανέστης
Αντιθέτους ο αρχηγός της ελληνικής στρατιάς Χατζανέστης ευρίσκετο εις την Σμύρνην, οι δε δύο διοικηταί του Α' και Β' Σώματος εξηρτώντο κεχωρισμένως από την στρατιάν, διότι τα συγκροτήματα είχον καταργηθή τον Ιούνιον και από εκεί όφειλαν να λαμβάνουν διαταγάς. Η αντίθεσις αυτή αποτελεί μοναδικόν και τραγικόν φαινόμενον εις την ιστορίαν των πολέμων διότι ο ελληνικός στρατός κατεδικάζετο, εις τας πρώτας επιθέσεις του εχθρού, να διοικήται από απόστασιν 600 χιλιομέτρων! Ο τουρκικός στρατός ανήρχετο, την ημέραν της επιθέσεως εις 21 μεραρχίας πεζικού και 5 ιππικού, δυνάμεως περίπου 120 χιλιάδων ανδρών. Η μεγαλυτέρα συγκέντρωσις του εχθρού έγινε επί της γραμμής νοτίως του Εσκή Σεχήρ και νοτιοδυτικώς του Αφιόν-Καραχισάρ, μήκους 140 χιλιομέτρων. Τας τελευταίας νύκτας της επιθέσεως εξετέλεσαν διαφόρους μυστικάς πορείας προς συμπύκνωσιν της 1ης και 2ας στρατιάς, ούτως ώστε ολόκληρος ο όγκος της επιθέσεως να επιπέση κατά του Αφιόν-Καραχισάρ και κατά της παρατάξεως των δύο ελληνικών Σωμάτων. Όλη η προσπάθεια του τουρκικού στρατηγείου εβασίζετο εις τον αιφνιδιασμόν της ελληνικής παρατάξεως διά να επέλθη αμέσως η ανατροπή της αμυντικής γραμμής, της οποίας η μη οχύρωσις ήτο γνωστή, όπως επίσης ήσαν γνωστά και τα κενά μεταξύ των διαφόρων μεραρχιών.
 Κατά την κρίσιμον και μεγάλην αυτήν ώραν, ενώ ο Κεμάλ ευρίσκετο μέσα εις το κέντρον των επιχειρήσεων και ερρύθμιζε, με τους επιτελάρχας και σωματάρχας του, και τας ελαχίστας κινήσεις της επιθέσεως, ο στρατηγός Τρικούπης, διοικητής του μετώπου Αφιόν-Καραχισάρ, ηναγκάζετο να απευθύνεται προς την στρατιάν Σμύρνης και να ζητή εκείθεν οδηγίας παρά του Χατζανέστη όπως δια-τάξη και τον ενισχύσει το Β' Σώμα στρατού. Έτσι αι ώραι παρήρχοντο εις συζητήσεις και συνεννοήσεις μεταξύ αυτού και του αρχιστρατήγου, ενώ οι
Τούρκοι, όλοι από κοινού ενεργούντες κατέφερον ισχυρά κτυπήματα εναντίον της ελληνικής παρατάξεως. Κατά το διάστημα αυτό ο Χατζανέστης ηγνόει την πραγματικήν κατάστασιν του μετώπου και αισιοδοξούσε με την ιδέαν της αντεπιθέσεως του Β' Σώματος στρατού προς Τσάι, μολονότι η στρατιά του Νουρεντίν από την πρώτην και δευτέραν ημέραν είχε διασπάσει το ελληνικόν μέτωπον. Η υπάτη αρμοστεία ήτο, επίσης, απληροφόρητος περί της πραγματικής καταστάσεως του μετώπου. Τας ημέρας εκείνος (18η Αυγούστου) κατέπλευσαν εις Σμύρνην οι υπουργοί Θεοτόκης και Στράτος, που τότε μόνον επληροφορήθησαν ότι ο αιφνιδιασμός του εχθρού επέφερε πραγματικήν συμφοράν. Ο αρχηγός του στρατού παρέμενεν αδρανής απέναντι του μεγάλου ολέθρου και δεν διέταξε την αποστολήν εις το μέτωπον ούτε των ελαχίστων ενισχύσεων, περιορίζετο μόνον εις το να υπογράφει τα δελτία της στρατιωτικής καταστάσεως. 
Την τελευταίαν στιγμήν ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης εμερίμνησε μόνον διά την διάσωσιν των δημοσίων υπαλλήλων. Αδιαφορούσε δια την τύχην των ελληνικών πληθυσμών».


Τάσου Βουρνά: Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah