(α)
Διαλεκτικός πλουραλισμός της ελληνικής από τον 8ο ως τον 3ο αιώνα π.Χ.
Κατά τη διάρκεια της 1ης χιλιετίας και ως τα
ελληνιστικά χρόνια η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από διαλεκτική
διαφοροποίηση. Μάλιστα, οι μελετητές επισημαίνουν ως αξιοσημείωτο τον
διαλεκτικό πλουραλισμό που επιδεικνύει η ελληνική αναλογικά με τον περιορισμένο
γεωγραφικά ελληνόφωνο χώρο. Διαλεκτική ποικιλία εξακολουθεί να εντοπίζεται
ακόμα και σήμερα, στο πλαίσιο της Κοινής Νέας Ελληνικής, μολονότι οι τοπικές
παραλλαγές τείνουν προς εξασθένηση. Ωστόσο, στην αρχαία Ελλάδα μέχρι και την
κλασική περίοδο διαμορφώθηκαν επιχώριες διάλεκτοι χωρίς την παράλληλη ανάπτυξη
μιας κυρίαρχης γλωσσικής μορφής. Φαινόμενο που μάλλον ξενίζει στη σύγχρονη
αντίληψη, η απουσία κοινής γλώσσας χαρακτηρίζει αυτή τη μακρά περίοδο που
ξεκινά από τον 8ο αιώνα π.Χ., οπότε μαρτυρούνται τα πρώτα αλφαβητικά δεδομένα
και καταλήγει στη σταδιακή διαμόρφωση της ελληνιστικής κοινής από τον 3ο αιώνα
π.Χ. και εξής. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η εποχή του διαλεκτικού
κατακερματισμού συνιστά και μια εποχή εξαιρετικής και πλούσιας πνευματικής
παραγωγής του ελληνισμού.
Οι φυσικοί ομιλητές των διαλέκτων είχαν βέβαια
επίγνωση της διαλεκτικής διάσπασης, αλλά και των διαλεκτικών σταθερών, των
γνωρισμάτων εκείνων που καθιστούσαν τις υπάρχουσες διαλεκτικές εκδοχές ως μέρος
της κοινής ελληνικής γλώσσας. Όπως επισημαίνει άλλωστε ο Ηρόδοτος (8.144), το
Έλληνικόν συνίστατο στο όμόγλωσσον (αλλά και στο όμαιμον, στα ομότροπα ήθη και
θρησκευτικά έθιμα). Ειδικά όσοι ζούσαν σε όμορους τόπους δεν είχαν προβλήματα
επικοινωνίας, τα οποία ενδεχομένως προέκυπταν, εφόσον έρχονταν σε επαφή
ομιλητές απομακρυσμένων μεταξύ τους περιοχών.
Στράβωνας |
Ο διαλεκτικός αυτός πλουραλισμός ήταν απόρροια της
πολιτικής και πολιτειακής δομής της πόλης-κράτους. Η πόλη-κράτος συνιστούσε μια
αυτόνομη γλωσσική κοινότητα που είχε ως επίσημη γλώσσα την εντόπια διάλεκτο. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η κατάσταση αυτή θα αρχίσει σταδιακά να ανατρέπεται
με τη δημιουργία ευρύτερων πολιτικών συνασπισμών.
Οι αρχαίοι θεωρητικοί συνήθιζαν να προσεγγίζουν τη
διαλεκτική διαφοροποίηση με κριτήριο είτε την πόλη είτε το έθνος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας οπτικής είναι ένα χωρίο του Στράβωνα,
ο οποίος με τη διεισδυτική, αλλά και απομακρυσμένη ματιά του 1ου αιώνα π.Χ.,
μιας εποχής δηλαδή κατά την οποία κυριαρχεί η κοινή, παραθέτει στο Η' βιβλίο
του (8.1.2) τη διαδεδομένη κατά την εποχή του διαλεκτική ταξινόμηση: Οι Ελληνίδες
διάλεκτοι αντιστοιχούν προς τα ελληνικά έθνη και είναι τέσσερις: η ιωνική
(Ιάς), η αττική (Ατθίς), η δωρική (Δωρίς) και η αιολική (Αιολίς). Ο Στράβων
αναγνωρίζει τα κοινά στοιχεία μεταξύ της ιωνικής και της αττικής, από τη μια
μεριά, και της δωρικής και της αιολικής από την άλλη και συσχετίζει τις
γλωσσικές ομοιότητες με την κοινή εθνική καταγωγή και άλλους ιστορικούς
παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν ή απέτρεψαν τη γλωσσική διαφοροποίηση.
Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν προτείνει πολλαπλές
ταξινομήσεις των αρχαίων διαλέκτων. Εδώ θα παρουσιάσουμε την ταξινόμηση που
προτείνει ο C. D. Buck (1955, 9). Ο σημαντικός αυτός διαλεκτολόγος διακρίνει
τρεις διαλεκτικές ομάδες: τις δυτικές, τις ανατολικές και τις κεντρικές. Η
Δυτική Ομάδα συγκροτείται από τις βορειοδυτικές διαλέκτους (Ηπείρου, φωκική,
λοκρική, βορειοδυτική κοινή, ηλειακή) και τις δωρικές (λακωνική, κρητική,
μεσσηνιακή, δωδεκανησιακή, αργολική, κορινθιακή, μεγαρική). Η Ανατολική Ομάδα
απαρτίζεται από την αττική ιωνική, την αιολική (αιολική Μ. Ασίας, Λέσβου,
Τενέδου) και την αρκαδο-κυπριακή. Τέλος, διακρίνει και μια Κεντρική διαλεκτική
Ομάδα, στην οποία ανήκουν η θεσσαλική, η βοιωτική, η μακεδονική και η
παμφυλιακή και διατηρούν χαρακτηριστικά τόσο των Δυτικών όσο και των Ανατολικών
διαλέκτων.
Η ομαδοποίηση, είτε κατά τον αρχαίο είτε κατά τους
σύγχρονους τρόπους, βασίζεται στα λεγόμενα ισόγλωσσα, δηλαδή στα κοινά
χαρακτηριστικά που έχουν ορισμένες γλωσσικές μορφές και σημειώνονται στις ίδιες
περιοχές του γλωσσικού χάρτη. Τα κοινά γνωρίσματα, ενδεικτικά είτε μιας
απώτερης κοινής καταγωγής είτε δανεισμού μέσω της πολιτισμικής συνδιαλλαγής,
αποτελούν δείκτες ομαδοποίησης και συγχρόνως διαφοροποίησης σε σχέση με άλλες
διαλεκτικές ομάδες.
(β) Προβλήματα των πηγών
Για καμία διάλεκτο της ελληνικής δεν έχουμε πλήρη
γνώση όλων των φάσεων της ανάπτυξής της. Εξαίρεση αποτελεί η αττική διάλεκτος,
οι μαρτυρίες για την οποία πολλαπλασιάζονται από τη στιγμή που η Αθήνα ενισχύει
το οικονομικό της μέγεθος και αναδεικνύεται σε εξέχον πνευματικό κέντρο της
Ελλάδας.
Οι σωζόμενες λογοτεχνικές μαρτυρίες αναμφισβήτητα
φωτίζουν ορισμένες όψεις της διαλεκτικής ιστορίας. Έτσι, στους ιαμβογράφους του
7ου και του 6ου αιώνα π.Χ. εντοπίζονται σημαντικές εξελικτικές φάσεις της
ιωνικής διαλέκτου. Ωστόσο, επειδή σε πολλές περιπτώσεις η λογοτεχνική γλώσσα
προσαρμόζεται σε ορισμένες φόρμουλες και αποκτά στιλιζαρισμένη μορφή (προπαντός
η γλώσσα των επών η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό λογοτυπική) κι ακόμα επειδή η
ορθογραφία ή η σύνταξη έχουν υποστεί επεξεργασία από τους γραμματικούς των ελληνιστικών
χρόνων, η ιστορική διαδρομή των διαλέκτων δεν διαγράφεται πάντοτε με σαφήνεια.
Εξάλλου, πολλές ελληνικές διάλεκτοι, όπως η θηραϊκή, η λοκρική, η ηλειακή, δεν
καταγράφηκαν ποτέ σε λογοτεχνικά κείμενα.
Η καθομιλουμένη απεικονίζεται σε μεγάλο βαθμό σας
επιγραφικές μαρτυρίες. Δυστυχώς, όμως, τα επιγραφικά δεδομένα είναι εξαιρετικά
ελλιπή. Ορισμένες διάλεκτοι καταγράφονται επιγραφικά μόλις κατά τον 5ο αιώνα
π.Χ., δηλαδή αιώνες μετά τη χρήση και εξέλιξή τους ως ζωντανών γλωσσών, ενώ
άλλες δεν καταγράφονται ποτέ.
Ελένη Φασσά
υποψήφια διδάκτορας αρχαίας ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου