Τα τμήματα του ελληνικού στρατού μετά την ήττα και την άτακτη υποχώρηση συγκεντρώθηκαν στην χερσόνησο της Μικρασιατικής Ερυθραίας και από κει, με την προστασία των τηλεβόλων των πολεμικών του ελληνικού στόλου, ο οποίος παρέπλεε συνεχώς τις μικρασιατικές ακτές, διαπεραιώθηκαν, κατά τον κύριο όγκο τους, στη Χίο και Μυτιλήνη. Πρέπει να σημειωθεί ότι μέσα στο χάος που επικρατούσε, ο μόνος που είχε κατορθώσει να μεθοδεύσει την υποχώρηση των τμημάτων του ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας.
Το μέγεθος της καταστροφής, καθώς και ενοχή του πολιτικού κόσμου στην καταβαράθρωση της Ελλάδας είχε εντυπωσιάσει ισχυρά το στρατό και ιδιαίτερα τους αξιωματικούς, οι οποίοι άρχισαν να βλέπουν όσα δεν τους επέτρεπε να δουν στο παρελθόν η στρατοκρατική τους νοοτροπία και η πολιτική τύφλωση που καλλιεργούνταν στα μυαλά τους από όσους είχαν συμφέρον να διατηρούν το σώμα των αξιωματικών σε επίπεδο πραιτωριανών. Οι αξιωματικοί της Μικρασίας είχαν πλέον συνειδητοποιήσει τον καταστροφικό ρόλο του στέμματος στη δημόσια ζωή της χώρας και είχαν πειστεί ότι τα βασιλικά ανάκτορα ήταν η φωλιά κάθε αντεθνικής συνωμοσίας και προδοσίας.
Στα νησιά, λοιπόν, του Βορειανατολικού Αιγαίου, όπου είχε καταφύγει διωκόμενο το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων του μικρασιατικού εκστρατευτικού σώματος που απέφυγε την αιχμαλωσία, προετοιμάστηκε η λεγόμενη «επανάσταση του 1922». Την πρωτοβουλία ανέλαβε επιτροπή αξιωματικών από τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά στην οποία προστέθηκαν αργότερα, ως εκπρόσωποι του πολεμικού ναυτικού, οι Δ. Φωκάς αντιπλοίαρχος και ο διοικητής του στόλου πλοίαρχος Αλεξ. Χατζηκυριάκος. Γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής τοποθετήθηκε ο ταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο μετέπειτα απότακτος του 1935, και πρώτος πρόεδρος της Προσωρινής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης στην Γερμανοϊταλική κατοχή που σχηματίστηκε το 1944 στα ελεύθερα ελληνικά βουνά.
Οι συσκέψεις της Επαναστατικής Επιτροπής και η λήψη των σχετικών αποφάσεων έγιναν στη Μυτιλήνη στο διήμερο 11-12 Σεπτέμβρη 1922. Οργανώθηκαν εν συνεχεία συσκέψεις των μελών της Επαναστατικής Επιτροπής με τη συμμετοχή των σωματαρχών και αποφασίστηκε να πλεύσει ο στόλος στον Πειραιά προστατεύοντας τα μεταγωγικά που θα μετέφεραν το στρατό και κατόπι να βαδίσουν τα στρατιωτικά τμήματα προς την Αθήνα και, αφού την καταλάβουν, να εκθρονίσουν το βασιλιά Κωνσταντίνο. Και, συλλαμβάνοντας τους κατά την κρίση του στρατού υπεύθυνους της Μικρασιατικής καταστροφής, να τους τιμωρήσουν σκληρά.
Οι αποφάσεις της Επαναστατικής Επιτροπής και των εκπροσώπων του στρατού διατυπώθηκαν σε προκήρυξη, την οποία υπέγραψε ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, που ρίχτηκε με αεροπλάνο πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα. Έλεγε η προκήρυξη εκείνη:
«Ελληνικόν Λαόν.
Πρόεδρον Εθνοσυνελεύσεως, Βασιλέα, Διάδοχον, Πρόεδρον Κυβερνήσεως.
Ο εν Μυτιλήνη και Χίω στρατός και στόλος μοι ανέθεσαν αυθορμήτως την ηγεσίαν αυτών, όπως διατυπώσω επ’ ονόματί των τας κάτωθι αξιώσεις,, εν τη απολύτω πεποιθήσει ότι εις ταύτας είναι σύμφωνος και ο λοιπός στρατός και στόλος και ιδία ολόκληρος ο ελληνικός λαός, πλήν ίσως ασημάντου μειοψηφίας ουχί εξ ευγενών ελατηρίων αντιφρονούσης.
Η σωτηρία της Πατρίδος και μόνη επιβάλλει τας αξιώσεις μας.
Το μέγεθος της καταστροφής, καθώς και ενοχή του πολιτικού κόσμου στην καταβαράθρωση της Ελλάδας είχε εντυπωσιάσει ισχυρά το στρατό και ιδιαίτερα τους αξιωματικούς, οι οποίοι άρχισαν να βλέπουν όσα δεν τους επέτρεπε να δουν στο παρελθόν η στρατοκρατική τους νοοτροπία και η πολιτική τύφλωση που καλλιεργούνταν στα μυαλά τους από όσους είχαν συμφέρον να διατηρούν το σώμα των αξιωματικών σε επίπεδο πραιτωριανών. Οι αξιωματικοί της Μικρασίας είχαν πλέον συνειδητοποιήσει τον καταστροφικό ρόλο του στέμματος στη δημόσια ζωή της χώρας και είχαν πειστεί ότι τα βασιλικά ανάκτορα ήταν η φωλιά κάθε αντεθνικής συνωμοσίας και προδοσίας.
Στα νησιά, λοιπόν, του Βορειανατολικού Αιγαίου, όπου είχε καταφύγει διωκόμενο το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων του μικρασιατικού εκστρατευτικού σώματος που απέφυγε την αιχμαλωσία, προετοιμάστηκε η λεγόμενη «επανάσταση του 1922». Την πρωτοβουλία ανέλαβε επιτροπή αξιωματικών από τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά στην οποία προστέθηκαν αργότερα, ως εκπρόσωποι του πολεμικού ναυτικού, οι Δ. Φωκάς αντιπλοίαρχος και ο διοικητής του στόλου πλοίαρχος Αλεξ. Χατζηκυριάκος. Γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής τοποθετήθηκε ο ταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο μετέπειτα απότακτος του 1935, και πρώτος πρόεδρος της Προσωρινής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης στην Γερμανοϊταλική κατοχή που σχηματίστηκε το 1944 στα ελεύθερα ελληνικά βουνά.
Οι συσκέψεις της Επαναστατικής Επιτροπής και η λήψη των σχετικών αποφάσεων έγιναν στη Μυτιλήνη στο διήμερο 11-12 Σεπτέμβρη 1922. Οργανώθηκαν εν συνεχεία συσκέψεις των μελών της Επαναστατικής Επιτροπής με τη συμμετοχή των σωματαρχών και αποφασίστηκε να πλεύσει ο στόλος στον Πειραιά προστατεύοντας τα μεταγωγικά που θα μετέφεραν το στρατό και κατόπι να βαδίσουν τα στρατιωτικά τμήματα προς την Αθήνα και, αφού την καταλάβουν, να εκθρονίσουν το βασιλιά Κωνσταντίνο. Και, συλλαμβάνοντας τους κατά την κρίση του στρατού υπεύθυνους της Μικρασιατικής καταστροφής, να τους τιμωρήσουν σκληρά.
Οι αποφάσεις της Επαναστατικής Επιτροπής και των εκπροσώπων του στρατού διατυπώθηκαν σε προκήρυξη, την οποία υπέγραψε ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, που ρίχτηκε με αεροπλάνο πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα. Έλεγε η προκήρυξη εκείνη:
«Ελληνικόν Λαόν.
Πρόεδρον Εθνοσυνελεύσεως, Βασιλέα, Διάδοχον, Πρόεδρον Κυβερνήσεως.
Ο εν Μυτιλήνη και Χίω στρατός και στόλος μοι ανέθεσαν αυθορμήτως την ηγεσίαν αυτών, όπως διατυπώσω επ’ ονόματί των τας κάτωθι αξιώσεις,, εν τη απολύτω πεποιθήσει ότι εις ταύτας είναι σύμφωνος και ο λοιπός στρατός και στόλος και ιδία ολόκληρος ο ελληνικός λαός, πλήν ίσως ασημάντου μειοψηφίας ουχί εξ ευγενών ελατηρίων αντιφρονούσης.
Η σωτηρία της Πατρίδος και μόνη επιβάλλει τας αξιώσεις μας.
1)Παραίτησις του Βασιλέως χάριν της πατρίδος υπέρ του Διαδόχου.
2)Άμεσος διάλυσις της Εθνοσυνελεύσεως.
3)Σχηματισμός κυβερνήσεως αχρόου και εμπνευούσης εμπιστοσύνης εις την Αντάντ διά την ταχίστην και αμερόληπτον ενέργειαν εκλογών Εθνοσυνελεύσεως και την διαχείρισιν των εξωτερικών ζητημάτων μέχρις ου ο λαός αποφασίση τελικώς διά των εκλογών περί της τύχης του.
4)Άμεσος ενίσχυσις του Θρακικού μετώπου.
Ας επικρατήση και παρ’ υμίν ο αγνός πατριωτισμός προς αποσόβησιν αλληλοσπαραγμού και ταχυτέραν έναρξιν του έργου της εθνικής παλινορθώσεως, δι ης θα ανασταλεί η πλήρης καταστροφή προς ην φερόμεθα και θα επιτευχθή η σωτηρία της πατρίδος.
Μυτιλήνη 11 Σεπτεμβρίου 1922.
Σ. ΓΟΝΑΤΑΣ Συνταγματάρχης
Μετά το τελεσίγραφο εκείνο, το οποίο έγινε γνωστό σε όλο τον ελληνικό λαό, ο στόλος, συνοδεύοντας έμφορτα στρατού μεταγωγικά πλοία εγκατέλειψε το Βόρειο Αιγαίο και έπλευσε στο Λαύριο. Τα γεγονότα από δω και πέρα έλαβαν ραγδαία τροπή: Η Επαναστατική Επιτροπή απαίτησε την άμεση αποχώρηση του Βασιλιά από το θρόνο και την φυγή του στο εξωτερικό. Στο μεταξύ ο Θ. Πάγκαλος άρχισε να ενεργεί σαν εκπρόσωπος της Επαναστατικής Επιτροπής στην Αθήνα και πριν ακόμη φθάσει ο στρατός στην Αττική, σχημάτισε μια ομάδα υπό την προεδρία του από τους Α. Μαζαράκη και Μελετόπουλο, ανώτατους απόστρατους αξιωματικούς και τον Αλέξανδρο Σβώλο, ως εκπρόσωπο του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου.
Με εντολή της Επαναστατικής Επιτροπής διορίστηκε φρούραρχος Αθηνών ο συνταγματάρχης του ιππικού Σκανδάλης, ο οποίος πήρε και την εντολή να προβεί σε συλλήψεις των υπευθύνων της ήττας, πολιτικών και στρατιωτικών. Συνελήφθησαν αμέσως οι Δημήτριος Γούναρης, πρωθυπουργός, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Μιχαήλ Γούδας, Ξενοφών Στρατηγός, μέλη της κυβέρνησης Γούναρη, ο στρατηγός Κων-σταντινόπουλος κ.ά.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, βλέποντας πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να διατηρήσει το θρόνο του, παραιτήθηκε στις 14 Σεπτέμβρη και την ίδια μέρα έφευγε για την Ιταλία, ενώ στο θρόνο ανέβαινε ο γιος του Γεώργιος ο Β'. Ταυτόχρονα με την αναχώρηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο στρατός άρχισε ν’ αποβιβάζεται σε διάφορα σημεία της Αττικής, και τον Πειραιά. Η ανατροπή του κοτζαμπασισμού ήταν πλέον γεγονός για την Ελλάδα, αλλά χρειάστηκε να ποτιστεί με το αίμα των τέκνων του ελληνικού λαού στη Μικρασία και να πληρωθεί με τον ξεριζωμό 1.500.000 Ελλήνων από τις εστίες τους δημιουργώντας στην τραυματισμένη Ελλάδα το μεγαλύτερο πρόβλημα της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της.
Ωστόσο, παρά τη δυσμένεια των συνθηκών και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ελάχιστα βοηθήθηκε στην αποκατάσταση των προσφύγων από τις διεθνείς οργανώσεις, κατόρθωσε να τους απορροφήσει και να τους αποκαταστήσει γεωργικά, κυρίως στις βόρειες περιοχές της. Η αποκατάσταση των προσφύγων ενέχει στοιχεία εθνικής εποποιίας που πρέπει κάποτε να μελετηθούν, όπως επίσης πρέπει να μελετηθεί και η αναμφισβήτητη παραγωγική συμβολή των προσφυγικών μαζών, οι οποίες έδωσαν ώθηση στην ελληνική οικονομία και εισήγαγαν την προηγμένη αγροτική μεθοδολογία και τεχνολογία στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου