Το κατηγορητήριο, βάσει του οποίου οι Εξ παραπέμφθηκαν ενώπιον του εκτάκτου στρατοδικείου, έχει το χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου. Δεν είναι έργο δικαστικού καλάμου, αλλά σαφώς πολιτικού. Κατά πληροφορία του παλαιού αγωνιστή της δημοκρατίας δικηγόρου Κώστα Δεσποτόπουλου, πολιτικού συμβούλου της ΠΕΕΑ κατά την κατοχή και κατόπι βουλευτή Χίου της ΕΔΑ, το κατηγορητήριο συνέταξε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Την πληροφορία ο Κ. Δεσποτόπουλος την είχε από τους κύκλους της Επαναστατικής Επιτροπής, στα γραφεία της οποίας είχε εγκατασταθεί και εκείνος, νεαρός τότε δικηγόρος και οπαδός της επαναστατικής κίνησης. Μεταφέρω εδώ ολόκληρο το κείμενο, όπως δημοσιεύθηκε τότε στον τύπο γιατί πρόκειται περί ιστορικού ντοκουμέντου:
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
Ίνα κατανοηθή εν όλη αυτής τη ευρύτητι η παρούσα υπόθεσις και καταστή δυνατόν να καταμερισθώσιν αι ποικίλαι ευθύναι των κατηγορουμένων αναλόγως της δράσεως έκαστου, παρίσταται ανάγκη συντόμου ιστορικής ανασκοπήσεως των λαβόντων χώραν εν Ελλάδι κατά την τελευταίαν από της εκρήξεως του ευρωπαϊκού πολέμου πολιτικήν περίοδον.
Άμα τη εκρήξει του μεγάλου πολέμου ως ήτο φυσικόν εδημιουργήθησαν εις πάντα τα κράτη, μικρά ή μεγάλα, δύο αντίθετα ρεύματα αναλόγως των συμπαθειών και των προβλέψεων επί της τελικής εκβάσεως της τρομεράς συρράξεως, ήτις συνεκλόνισε την οικονομικήν και πολιτικήν ζωήν των ευρωπαϊκών κρατών.
Εν Ελλάδι κατά τους πρώτους μήνας του πολέμου, ισχυροί δεσμοί αίματος και ευγνωμοσύνη και αρχαίαι φυλετικοί συμπάθειαι έφερον εν παμψηφία σχεδόν την λαϊκήν ψυχήν προς το μέρος των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Ο Ελληνικός λαός δεν ήτο δυνατόν να λησμονήση το Ναυαρίνον και τον Μαιζώνα, ούτε τας εκατόμβας των γενναίων τέκνων της Γαλλίας και της Αγγλίας των πεσόντων κατά τον υπέρ της ανεξαρτησίας ημών αγώνα. Αλλ’ εκτός των ιστορικών και αισθηματικών λόγων, σοβαρώτατα επίσης συμφέροντα κατηύθυνον το πολιτικόν ένστικτον του νοήμονος ελληνικού λαού προς τον συνασπισμόν των Δυτικών Δυνάμεων.
Πάντες άλλως τε οι διαπρεπείς πολιτικοί άνδρες της Ελλάδος διείδον ότι η μικρά και ναυτική Ελλάς έδει πάντοτε να ευρίσκεται παρά το πλευράν της θαλασσοκράτειρας Αλβιόνος.
Κατά την έκρηξιν του πολέμου εκυβέρνα την χώραν το μέγα πολιτικόν κόμμα όπερ κατείχε την αρχήν από εποχής της Στρατιωτικής επαναστάσεως του 1909 και δι’ ου εγένοντο αι δύο ένδοξοι εκστρατείαι του 1912 και 1913. Τω 1915 ο επικεφαλής αυτού ισχυρός πολιτικός ανήρ, κρίνων ότι τα ποικίλα και ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος δεν επέτρεπον αυτή να παραμείνη διαρκώς ουδετέρα απεφάσισεν εν δοθείση ευκαιρία να εξέλθη της ουδετερότητος όπως τασσόμενος εις το πλευρόν των φυσικών μεγάλων Συμμάχων και της Σερβίας, προς ήν η Ελλάς συνεδέετο διά συμμαχίας, διεκδικήση τα εθνικά ημών δίκαια.
Αλλ’ εν τη αποφάσει ταύτη ο τότε Πρωθυπουργός, ευρέθη αντιμέτωπος του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο Βασιλεύς εκείνος, τον οποίον ταπεινωμένον υπό της Επαναστάσεως και φέροντα επί των ώμων του την καταισχύνην της ήττης του '97 επανέφερεν εις το στράτευμα και εκάλυψεν ο Βενιζέλος με την αίγλην και την δόξαν διά της αρχηγείας των ενδόξων Βαλκανικών εκστρατειών, εξήλθεν αίφνης διά πρώτην φοράν των Συνταγματικών επιφυλάξεων και ωρθώθη αποφασιστικός έναντι των αποφάσεων του Πρωθυπουργού του, απολαύοντος πλήρους της εμπιστοσύνης της Λαϊκής αντιπροσωπείας. Επηκολούθησε διάλυσις της Βουλής και νέαι εκλογαί, οίτινες όμως επανέφερον εις την Αρχήν με μεγάλην πλειοψηφίαν τον αυτόν διαφωνήσαντα πολιτικόν Αρχηγόν.
Ολίγον χρόνον μετά ταύτα η απειλητική επιστράτευσις της Βουλγαρίας κατά της Συμμάχου Σερβίας προκάλεσε την άμεσον γενικήν επιστράτευσιν της Ελλάδος, ήτις δεν ηδύνατο να μείνει απλούς θεατής της επιθέσεως κατά της Συμμάχου Σερβίας, ης η συντριβή θα εξέθετεν εις άμεσον κίνδυνον τα ζωτικότατα εν τη Βαλκανική εθνικά συμφέροντα.
Ο ανεύθυνος παράγων παρά την προηγηθείσαν λαϊκήν ετυμηγορίαν, διαφωνεί και πάλιν και εξαναγκάζει εις νέαν παραίτησιν την Κυθέρνησιν εκείνην. Η Σερβία πληγείσα εκ των νώτων συντρίβεται και συν αυτή κατασπιλούται η τιμή της Ελλάδος, ανάνδρως εγκαταλιπούσης την Σύμμαχον αυτής. Επωφελούμενοι των γεγονότων συσπειρούνται περί τον Βασιλέα πάντες οι καταλυθέντες υπό της Επαναστάσεως παλαιοί πολιτικοί, οίτινες, μη δυνάμενοι να αντιμετωπίσωσι τον γίγαντα αντίπαλον αυτών, υψούσιν ως κομματικόν των λάβαρον τον απολυταρχικόν Ηγεμόνα, όστις αδυνατεί να διίδη το βάραθρον προς ο φέρουσιν αυτόν και την πατρίδα.
Τα έκφυλα μορμολύκεια, άτινα περιστοιχούσι συνήθως τους θρόνους, συμμαχούσι μετά των ηγετών της καταλυθείσης φαυλοκρατίας, ενώ εκ παραλλήλου η ισχυρά υπό τον περίφημον βαρώνον Σεγκ γερμανική προπαγάνδα δρα ενεργητικώς υπό την προστασίαν αυτής της Βασιλίσσης. Το άφθονον χρήμα, τα επιτήδεια κομματικά στελέχη και η αυλική προστασία ευοδούσι το έργον και ολίγον κατ’ ολίγον αναφαίνονται Γερμανόφιλοι τάσεις εις μεγάλην μερίδα του ευπίστου ελληνικού λαού.
Ο απολυταρχισμός κατακτά την χώραν. Βασιλεύς δε και αυλικοί Κυβερνήσεις ποδοπατούν το πολίτευμα, δημιουργούντες αληθή δικτατορίαν και επανάστασιν. Συνεπεία της τοιαύτης καταστάσεως, ο Βενιζέλος αποφασίζει αντεπανάστασιν υπέρ των λαϊκών ελευθεριών και εκρήγνυται το κίνημα του 1916, όπερ μόλις προφθάνει να σώση τότε και αυτήν την Θεσσαλονίκην, διατρέξασαν τον έσχατον κίνδυνον. Η επανάστασις εκείνη δημιουργεί εκλεκτόν στράτευμα 80.000 ανδρών, το οποίον ταχθέν εις το πλευρόν των Συμμάχων μάχεται εν Μακεδονία κατά των προαιωνίων εχθρών, ενώ το αυλικόν πολιτικόν συγκρότημα των Αθηνών δημιουργεί τα νοεμβριανά αίσχη και φονεύει δι’ ελληνικών σφαιρών τους αδελφούς των φιλελλήνων του Πέτα και του Ναυαρίνου. Οι Σύμμαχοι, προασπίζοντες τα ύψιστα αυτών συμφέροντα, αναγκάζονται να λάβωσιν αυστηρά μέτρα κατά του κράτους των Αθηνών και η επανάστασις υπερισχύουσα ενώνει το Κράτος τον Ιούνιον του 1917, εκθρονιζομένου του Κωνσταντίνου. Ηνωμένη πλέον η Ελλάς τάσσεται πανστρατιά εις το πλευρόν των εν Μακεδονία Συμμάχων και συμβάλλει κατά μέγα μέρος εις την διάρρηξιν του Βαλκανικού μετώπου των Κεντρικών Δυνάμεων και την συντριβήν των Βουλγάρων.
Άμεσον αποτέλεσμα της δράσεως ταύτης ήτο τότε η απελευθέρωσις της Ανατολικής Μακεδονίας, την οποίαν προδοτικώς είχε παραδώσει εις την βουλγαρικήν θηριωδίαν η γνωστή αυλικογερμανική κλίκα του Γενικού Επιτελείου, ης κύριος πυρήν ήσαν οι Δούσμανης, I. Μεταξάς, Στρατηγός και λοιποί άλλοι συνεργάται του Γερμανικού στρατιωτικού ακολούθου Φαλκενχάουζεν.
Η νικήτρια ομάς των μεγάλων Συμμάχων, αμείβουσα την αφοσίωσιν και συνδρομήν ημών εις τον σκληρόν αγώνα, ανταπέδωσε πολλαπλασίως ταύτην. Ούτω αι εθνικαί διεκδικήσεις ικανοποιήθησαν μέχρις ορίου, το οποίον και η μάλλον αισιόδοξος φαντασία ηδυνάτει να φθάσει πρότερον.
Αι αποφάσεις του Ανωτέρου Συμβουλίου των Συμμάχων της 13ης Ιανουαρίου 1920 και αι συνθήκαι του Νεϊγύ και των Σεβρών εδημιούργησαν την Μεγίστη ν Ελλάδα του 1920, την πλουσίαν και ισχυράν και ένδοξον Ελλάδα, ην εκληρονόμησαν οι κατηγορούμενοι την Ιην Νοεμβρίου του έτους εκείνου.
Η ούτω εκδηλωθείσα υπερβολική προς την Ελλάδα εύνοια ωφείλετο βεβαίως εις τας θυσίας και την δράσιν του Εθνικού Στρατού, αλλ’ ωφείλετο επίσης και εις την ευμενή συμπάθειαν των ισχυρών προς το καθεστώς εκείνο, όπερ μετά πείσματος και πεποιθήσεως και παλαίον προς τας εσωτερικός αντιδράσεις της φιλογερμανικής ομάδος ωδήγησε το Έθνος εις το πλευράν αυτών και δη εν στιγμαίς σοθαράς κρίσεως και κινδύνων του όλου ανταντικού αγώνος.
Υπό τας συνθήκας ταύτας ευκόλως ήτο δυνατόν να συμπεράνη πας μη συνεσκοτισμένας έχων τας φρένας, τι έμελλε να συμβή μετά την ανατροπήν της Κυβερνήσεως Βενιζέλου και την επαναφοράν εις την αρχήν Βασιλέως και Κυβερνητών, των οποίων αι πράξεις και ενέργειαι είχον τοιαύτην δημιουργήσει εχθρότητα των ισχυρών Συμμάχων μας. Η διακοίνωσις της 20ης Νοεμβρίου απαντά ευγλώττως εις την ανωτέρω υπόθεσιν.
Και όμως καίτοι οι κατηγορούμενοι δεν ήτο δυνατόν να αγνοώσιν, ό,τι και ο κοινότερος ιδιώτης θα διέβλεπε, μετεχειρίσθησαν παν μέτρον θεμιτόν ή αθέμιτον, όπως παραπλανήσωσι τον λαόν και επιτύχωσι το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου. Βοηθούμενοι παρά της δημαγωγικής των ικανότητος και μερίδος διαφθαρέντος τύπου εδηλητηρίασαν διά του ψεύδους και της συκοφαντίας την ψυχήν του λαού, όστις παρασυρθείς παρ’ αυτών εγένετο ο ακούσιος μητραλοίας της Μεγίστης Ελλάδος.
Από του σημείου τούτου άρχεται το θεμελιώδες, το πρώτον αδίκημα της δευτέρας εγκληματικής περιόδου των κατηγορουμένων, όπερ μετά πλείστων και ποικίλων άλλων, συνεχώς επί ολόκληρον διετίαν διαπραττομένων, αποτελεί το μέγα έγκλημα το οποίον ωδήγησε την Πατρίδα εις την καταστροφήν και την καταισχύνην.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
Ίνα κατανοηθή εν όλη αυτής τη ευρύτητι η παρούσα υπόθεσις και καταστή δυνατόν να καταμερισθώσιν αι ποικίλαι ευθύναι των κατηγορουμένων αναλόγως της δράσεως έκαστου, παρίσταται ανάγκη συντόμου ιστορικής ανασκοπήσεως των λαβόντων χώραν εν Ελλάδι κατά την τελευταίαν από της εκρήξεως του ευρωπαϊκού πολέμου πολιτικήν περίοδον.
Άμα τη εκρήξει του μεγάλου πολέμου ως ήτο φυσικόν εδημιουργήθησαν εις πάντα τα κράτη, μικρά ή μεγάλα, δύο αντίθετα ρεύματα αναλόγως των συμπαθειών και των προβλέψεων επί της τελικής εκβάσεως της τρομεράς συρράξεως, ήτις συνεκλόνισε την οικονομικήν και πολιτικήν ζωήν των ευρωπαϊκών κρατών.
Εν Ελλάδι κατά τους πρώτους μήνας του πολέμου, ισχυροί δεσμοί αίματος και ευγνωμοσύνη και αρχαίαι φυλετικοί συμπάθειαι έφερον εν παμψηφία σχεδόν την λαϊκήν ψυχήν προς το μέρος των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Ο Ελληνικός λαός δεν ήτο δυνατόν να λησμονήση το Ναυαρίνον και τον Μαιζώνα, ούτε τας εκατόμβας των γενναίων τέκνων της Γαλλίας και της Αγγλίας των πεσόντων κατά τον υπέρ της ανεξαρτησίας ημών αγώνα. Αλλ’ εκτός των ιστορικών και αισθηματικών λόγων, σοβαρώτατα επίσης συμφέροντα κατηύθυνον το πολιτικόν ένστικτον του νοήμονος ελληνικού λαού προς τον συνασπισμόν των Δυτικών Δυνάμεων.
Πάντες άλλως τε οι διαπρεπείς πολιτικοί άνδρες της Ελλάδος διείδον ότι η μικρά και ναυτική Ελλάς έδει πάντοτε να ευρίσκεται παρά το πλευράν της θαλασσοκράτειρας Αλβιόνος.
Κατά την έκρηξιν του πολέμου εκυβέρνα την χώραν το μέγα πολιτικόν κόμμα όπερ κατείχε την αρχήν από εποχής της Στρατιωτικής επαναστάσεως του 1909 και δι’ ου εγένοντο αι δύο ένδοξοι εκστρατείαι του 1912 και 1913. Τω 1915 ο επικεφαλής αυτού ισχυρός πολιτικός ανήρ, κρίνων ότι τα ποικίλα και ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος δεν επέτρεπον αυτή να παραμείνη διαρκώς ουδετέρα απεφάσισεν εν δοθείση ευκαιρία να εξέλθη της ουδετερότητος όπως τασσόμενος εις το πλευρόν των φυσικών μεγάλων Συμμάχων και της Σερβίας, προς ήν η Ελλάς συνεδέετο διά συμμαχίας, διεκδικήση τα εθνικά ημών δίκαια.
Αλλ’ εν τη αποφάσει ταύτη ο τότε Πρωθυπουργός, ευρέθη αντιμέτωπος του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο Βασιλεύς εκείνος, τον οποίον ταπεινωμένον υπό της Επαναστάσεως και φέροντα επί των ώμων του την καταισχύνην της ήττης του '97 επανέφερεν εις το στράτευμα και εκάλυψεν ο Βενιζέλος με την αίγλην και την δόξαν διά της αρχηγείας των ενδόξων Βαλκανικών εκστρατειών, εξήλθεν αίφνης διά πρώτην φοράν των Συνταγματικών επιφυλάξεων και ωρθώθη αποφασιστικός έναντι των αποφάσεων του Πρωθυπουργού του, απολαύοντος πλήρους της εμπιστοσύνης της Λαϊκής αντιπροσωπείας. Επηκολούθησε διάλυσις της Βουλής και νέαι εκλογαί, οίτινες όμως επανέφερον εις την Αρχήν με μεγάλην πλειοψηφίαν τον αυτόν διαφωνήσαντα πολιτικόν Αρχηγόν.
Ολίγον χρόνον μετά ταύτα η απειλητική επιστράτευσις της Βουλγαρίας κατά της Συμμάχου Σερβίας προκάλεσε την άμεσον γενικήν επιστράτευσιν της Ελλάδος, ήτις δεν ηδύνατο να μείνει απλούς θεατής της επιθέσεως κατά της Συμμάχου Σερβίας, ης η συντριβή θα εξέθετεν εις άμεσον κίνδυνον τα ζωτικότατα εν τη Βαλκανική εθνικά συμφέροντα.
Ο ανεύθυνος παράγων παρά την προηγηθείσαν λαϊκήν ετυμηγορίαν, διαφωνεί και πάλιν και εξαναγκάζει εις νέαν παραίτησιν την Κυθέρνησιν εκείνην. Η Σερβία πληγείσα εκ των νώτων συντρίβεται και συν αυτή κατασπιλούται η τιμή της Ελλάδος, ανάνδρως εγκαταλιπούσης την Σύμμαχον αυτής. Επωφελούμενοι των γεγονότων συσπειρούνται περί τον Βασιλέα πάντες οι καταλυθέντες υπό της Επαναστάσεως παλαιοί πολιτικοί, οίτινες, μη δυνάμενοι να αντιμετωπίσωσι τον γίγαντα αντίπαλον αυτών, υψούσιν ως κομματικόν των λάβαρον τον απολυταρχικόν Ηγεμόνα, όστις αδυνατεί να διίδη το βάραθρον προς ο φέρουσιν αυτόν και την πατρίδα.
Τα έκφυλα μορμολύκεια, άτινα περιστοιχούσι συνήθως τους θρόνους, συμμαχούσι μετά των ηγετών της καταλυθείσης φαυλοκρατίας, ενώ εκ παραλλήλου η ισχυρά υπό τον περίφημον βαρώνον Σεγκ γερμανική προπαγάνδα δρα ενεργητικώς υπό την προστασίαν αυτής της Βασιλίσσης. Το άφθονον χρήμα, τα επιτήδεια κομματικά στελέχη και η αυλική προστασία ευοδούσι το έργον και ολίγον κατ’ ολίγον αναφαίνονται Γερμανόφιλοι τάσεις εις μεγάλην μερίδα του ευπίστου ελληνικού λαού.
Ο απολυταρχισμός κατακτά την χώραν. Βασιλεύς δε και αυλικοί Κυβερνήσεις ποδοπατούν το πολίτευμα, δημιουργούντες αληθή δικτατορίαν και επανάστασιν. Συνεπεία της τοιαύτης καταστάσεως, ο Βενιζέλος αποφασίζει αντεπανάστασιν υπέρ των λαϊκών ελευθεριών και εκρήγνυται το κίνημα του 1916, όπερ μόλις προφθάνει να σώση τότε και αυτήν την Θεσσαλονίκην, διατρέξασαν τον έσχατον κίνδυνον. Η επανάστασις εκείνη δημιουργεί εκλεκτόν στράτευμα 80.000 ανδρών, το οποίον ταχθέν εις το πλευρόν των Συμμάχων μάχεται εν Μακεδονία κατά των προαιωνίων εχθρών, ενώ το αυλικόν πολιτικόν συγκρότημα των Αθηνών δημιουργεί τα νοεμβριανά αίσχη και φονεύει δι’ ελληνικών σφαιρών τους αδελφούς των φιλελλήνων του Πέτα και του Ναυαρίνου. Οι Σύμμαχοι, προασπίζοντες τα ύψιστα αυτών συμφέροντα, αναγκάζονται να λάβωσιν αυστηρά μέτρα κατά του κράτους των Αθηνών και η επανάστασις υπερισχύουσα ενώνει το Κράτος τον Ιούνιον του 1917, εκθρονιζομένου του Κωνσταντίνου. Ηνωμένη πλέον η Ελλάς τάσσεται πανστρατιά εις το πλευρόν των εν Μακεδονία Συμμάχων και συμβάλλει κατά μέγα μέρος εις την διάρρηξιν του Βαλκανικού μετώπου των Κεντρικών Δυνάμεων και την συντριβήν των Βουλγάρων.
Άμεσον αποτέλεσμα της δράσεως ταύτης ήτο τότε η απελευθέρωσις της Ανατολικής Μακεδονίας, την οποίαν προδοτικώς είχε παραδώσει εις την βουλγαρικήν θηριωδίαν η γνωστή αυλικογερμανική κλίκα του Γενικού Επιτελείου, ης κύριος πυρήν ήσαν οι Δούσμανης, I. Μεταξάς, Στρατηγός και λοιποί άλλοι συνεργάται του Γερμανικού στρατιωτικού ακολούθου Φαλκενχάουζεν.
Η νικήτρια ομάς των μεγάλων Συμμάχων, αμείβουσα την αφοσίωσιν και συνδρομήν ημών εις τον σκληρόν αγώνα, ανταπέδωσε πολλαπλασίως ταύτην. Ούτω αι εθνικαί διεκδικήσεις ικανοποιήθησαν μέχρις ορίου, το οποίον και η μάλλον αισιόδοξος φαντασία ηδυνάτει να φθάσει πρότερον.
Αι αποφάσεις του Ανωτέρου Συμβουλίου των Συμμάχων της 13ης Ιανουαρίου 1920 και αι συνθήκαι του Νεϊγύ και των Σεβρών εδημιούργησαν την Μεγίστη ν Ελλάδα του 1920, την πλουσίαν και ισχυράν και ένδοξον Ελλάδα, ην εκληρονόμησαν οι κατηγορούμενοι την Ιην Νοεμβρίου του έτους εκείνου.
Η ούτω εκδηλωθείσα υπερβολική προς την Ελλάδα εύνοια ωφείλετο βεβαίως εις τας θυσίας και την δράσιν του Εθνικού Στρατού, αλλ’ ωφείλετο επίσης και εις την ευμενή συμπάθειαν των ισχυρών προς το καθεστώς εκείνο, όπερ μετά πείσματος και πεποιθήσεως και παλαίον προς τας εσωτερικός αντιδράσεις της φιλογερμανικής ομάδος ωδήγησε το Έθνος εις το πλευράν αυτών και δη εν στιγμαίς σοθαράς κρίσεως και κινδύνων του όλου ανταντικού αγώνος.
Υπό τας συνθήκας ταύτας ευκόλως ήτο δυνατόν να συμπεράνη πας μη συνεσκοτισμένας έχων τας φρένας, τι έμελλε να συμβή μετά την ανατροπήν της Κυβερνήσεως Βενιζέλου και την επαναφοράν εις την αρχήν Βασιλέως και Κυβερνητών, των οποίων αι πράξεις και ενέργειαι είχον τοιαύτην δημιουργήσει εχθρότητα των ισχυρών Συμμάχων μας. Η διακοίνωσις της 20ης Νοεμβρίου απαντά ευγλώττως εις την ανωτέρω υπόθεσιν.
Και όμως καίτοι οι κατηγορούμενοι δεν ήτο δυνατόν να αγνοώσιν, ό,τι και ο κοινότερος ιδιώτης θα διέβλεπε, μετεχειρίσθησαν παν μέτρον θεμιτόν ή αθέμιτον, όπως παραπλανήσωσι τον λαόν και επιτύχωσι το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου. Βοηθούμενοι παρά της δημαγωγικής των ικανότητος και μερίδος διαφθαρέντος τύπου εδηλητηρίασαν διά του ψεύδους και της συκοφαντίας την ψυχήν του λαού, όστις παρασυρθείς παρ’ αυτών εγένετο ο ακούσιος μητραλοίας της Μεγίστης Ελλάδος.
Από του σημείου τούτου άρχεται το θεμελιώδες, το πρώτον αδίκημα της δευτέρας εγκληματικής περιόδου των κατηγορουμένων, όπερ μετά πλείστων και ποικίλων άλλων, συνεχώς επί ολόκληρον διετίαν διαπραττομένων, αποτελεί το μέγα έγκλημα το οποίον ωδήγησε την Πατρίδα εις την καταστροφήν και την καταισχύνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου