ΤΟΥΡΚΙΚΑ
alisveris:
αλισβερίσι= δούναι και λαβείν.
bahsis:
μπαξίσι, φιλοδώρημα, εξαγορά.
bey:
Μπέης, αξιωματούχος της οθωμανικής
αυτοκρατορίας.
buyrultu:
μπουγιουρντί, διαταγή με δυσάρεστο
περιεχόμενο.
boluk:
μπουλούκι, πλήθος ατάκτων.
carik:
τσαρούχι, ελαφρό παπούτσι από ακατέργαστο
δέρμα.
cubuk:
τσιμπούκι, πίπα.
caus:
τσαούσης, υπαξιωματικός (λοχίας) του τούρκικου
στρατού.
cift-lik:
τσιφλίκι, μεγάλο αγρόκτημα.
cemi:
τζαμί, μουσουλμανικός ναός.
develt:
δοβλέτι, η κυβέρνηση.
deli:
ντελής, τούρκος ιππέας, τρελός.
dervent:
δερβένια, στενές διαβάσεις στα βουνά.
derbentagasi:
δερβεναγάς, ο επικεφαλής της φρουράς
των
περασμάτων των δερβενιών.
fes: φέσι,
κάλυμμα της κεφαλής,
fetva:
ιερονομική ρήτρα, φετβάς, διάταγμα,
fikcan:
φλιτζάνι.
giaur:
γκιαούρης, άπιστος.
halal:
χαλάλι, δεν πειράζει, σου αξίζει.
hen: χάνι,
πανδοχείο.
hoca:
χότζας, μουσουλμάνος κληρικός.
insaf:
νισάφι, έλεος.
koca-basi:
κοτσαμπάσης, προεστώς, κοινοτάρχης,
kemer: κεμέρι, δερμάτινη ή υφασμάτινη ζώνη φύλαξης
χρημάτων, πορτοφόλι,
mahalle: μαχαλάς, συνοικία του χωριού,
minare: μιναρές, ο πύργος μουσουλμανικού ναού.
oda: οντάς, δωμάτιο,
ocak: τζάκι.
palaska: παλάσκα, φυσιγγιοθήκη,
peskes: πεσκέσι, φιλοδώρημα.
paranga: παράγκα, πρόχειρο παράπηγμα,
pazar: παζάρι, υπαίθρια αγορά.
raya: ραγιάς, ο χριστιανός υπήκοος της οθωμανικής
αυτοκρατορίας,
saray: σεράϊ, σαράϊ, παλάτι,
saric: σαρίκι, λεπτό ύφασμα καφαλής.
serbet: σερμπέτι, γλυκό ποτό.
silah: σελάχι, δερμάτινη ζώνη για τα όπλα.
sofa: σοφάς, χαμηλό κρεβάτι,
surtuk: σουρτούκι, σουρτούκο, κοντό ή μακρύ πανωφόρι.
tatar: ταχυδρόμος.
tefarik: τεφαρίκι, εξαιρετικό, εξαιρετική ποιότητα,
torba: ντορβάς, σακίδιο,
tufek: τουφέκι ή ντουφέκι.
ulufe: λουφές, μισθός.
vakif: βακούφ, φακούφι = αφιερωμένος, ιερός,
vilayet: βιλαέτι, επαρχία, διοικητική περιοχή.
yatagan: Γιαταγάνι, μακρύ, πλατύ καμπύλο στην άκρη
σπαθί.
yayat: χαγιάτι, σκεπαστή βεράντα,
yagma: διαγουμίζω, λεηλατώ,
yenigeri: γενίτσαρος, εξισλαμισμένος δια της βίας,
Τούρκος στρατιώτης.
zapti: ζάφτι, υποταγή.
zurna:
ζουρνάς, είδος ξύλινου κλαρίνου.
zorba: ζορμπάς, φυγόδικος, ληστής.
ΙΤΑΛΙΚΑ
barbiere:
μπαρμπέρης, κουρέας.
birbante:
μπερμπάντης, άστατος, γλετζές, γυναικάς.
fregata:
φρεγάτα, πολεμικό πλοίο της εποχής με τρία κατάρτια.
piastra:
νομισματική μονάδα εποχής, ίση με το 1 % της αιγυπτιακής λίρας,
pistola:
πιστόλι, καλάμι, πίπα.
sala:
σαλόνι, χώρος υποδοχής.
salta-banko:
σαλτιμπάγκος, ακροβάτης, διασκεδαστής.
bracae:
βράκα, βρακί.
floccus:
φλοκάτη, πανωφόρι με πολλά χνούδια και χαλί.
mulus:
μούλος, νόθος,
rasum: ράσο, τραχύ ύφασμα.
bobota:
μπομπότα, ψωμί από καλαμπόκι.
dragomano:
δραγουμάνος, διερμηνέας.
moscheto:
μουσκέτο, μύγα.
bese:
μπέσα, λόγος τιμής.
cupe: τσιούπα ή τσούπρα, κοπέλα.
fara:
φάρα, γένος, πατριά.
plajatska:
πλιάτσικο, αρπαγή, λεηλασία,
pebese:
μπαμπεσιά, ύπουλα,
kilim: κιλίμι, χαλί.
perxsarapa: σατράπης, επικεφαλής μιας
σατραπείας,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου