Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΣ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Η εκστρατεία στη Μικρασία που άρχισε με την αποστολή της Α' Ελληνικής μεραρχίας στη Σμύρνη το Μάιο του 1919 έχει τα ίδια ιμπεριαλιστικά κίνητρα με την Ουκρανική, με τη διαφορά ότι καλύπτονταν με όλα τα επιχειρήματα του νεοελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, αρχίζοντας από το αλυτρωτικό και τελειώνοντας στο φρούδο όνειρο της ανασύστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Και αυτά μεν ήταν τα επιχειρήματα του πεζοδρομίου, τα οποία χρησιμοποίησε η βενιζελική προπαγάνδα για να φανατίσει τις μάζες. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια υπερπόντια επιχείρηση που ανέλαβε η χώρα μας παίζοντας το ρόλο του χωροφύλακα των Δυτικών ιμπεριαλιστών, οι οποίοι και την προέτρεψαν να την επιχειρήσει προκειμένου, αφ’ ενός μεν να εγκαταστήσουν φίλια φυλάκια στο δρόμο του πετρελαίου της Μ. Ανατολής και ιδιαίτερα της περιοχής Μοσούλης, και αφ’ ετέρου να φενακίσουν την Ελλάδα προσφέροντάς της μια περιοχή η οποία όχι μόνο ήταν αδύνατο να κρατηθεί με τα μέσα που διέθετε ο στρατιωτικός μηχανισμός της, αλλά και που αργά ή γρήγορα θα είχε ν’ αντιμετωπίσει τη συμπαγή τουρκική μάζα του εσωτερικού της Μ. Ασίας, η οποία είχε ξυπνήσει από τη χειμέρια εθνική και πολιτική νάρκη της, υπό την ηγεσία ενός δυναμικού ηγέτη της, του Μουσταφά Κεμάλ, σφοδρού αντίπαλου του σουλτανικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης και φορέως ενός μεταρρυθμιστικού πνεύματος που ήταν πολύ πιο προχωρημένο από το κίνημα των Νεοτούρκων του 1908 και με κάποιες συνδέσεις προς το καθεστώς των Μπολσεβίκων, που πάλευε τότε απεγνωσμένα αλλά και νικηφόρα για την επιβίωσή του στον απέραντο ρωσικό χώρο.
 Ήδη από το 1915 οι Αγγλογάλλοι, προκειμένου να παρασύρουν την χώρα στον πόλεμο, είχαν υποσχεθεί να προσαρτήσουν στην Ελλάδα την περιοχή της Σμύρνης, κέντρο ελληνικό με υπέρ τις 300.000 πληθυσμό (όταν η ελληνική πρωτεύουσα δεν υπερέβαινε τις 120.000). Και ενώ η υπόσχεση είχε ατονίσει, ευθύς μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών (και ιδίως όταν φάνηκε πως οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειμένοι να εφαρμόσουν πιστά τους όρους της) οι Άγγλοι επανέλαβαν τις προτάσεις τους και έπεισαν τον Βενιζέλο να στείλει δυνάμεις κατοχής στα μικρασιατικά παράλια της περιοχής Σμύρνης για να αστυνομεύσει η Ελλάδα τα αγγλικά συμφέροντα.
Η κατοχή όμως μιας περιοχής η οποία δεχόταν το θανάσιμο εναγκαλισμό της συμπαγούς τουρκικής ενδοχώρας δεν ήταν εύκολη υπόθεση και ιδιαίτερα για ένα στρατό όπως ο ελληνικός, ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή πολεμικό συναγερμό επί μία συναπτή δεκαετία και επιπροσθέτως ήταν εφοδιασμένος κατά τον χειρότερο τρόπο, τόσο από πλευράς εφοδίων συντήρησης μεγάλων μονάδων σε υπερπόντια εκστρατεία, όσο και από πλευράς πολεμοφοδίων.
Μουσταφά  Κεμάλ
Η ελληνική κατοχή έφερε μοιραίως και την έντονη τουρκική αντίσταση. Ο αγροτικός πληθυσμός της τουρκικής υπαίθρου, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη του Τουρκικού στρατού και αντάρτη εναντίον της σουλτανικής εξουσίας Μουσταφά Κεμάλ , έλαβε τα όπλα και ανέπτυξε ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης που εκδηλωνόταν με συνεχείς επιθέσεις φθοράς εναντίον των παρυφών των ελληνικών δυνάμεων κατοχής.
Οι συνεχείς αυτές επιθέσεις φθοράς εναντίον του ελληνικού στρατού υποχρέωσαν τον Βενιζέλο να ζητήσει από τους Αγγλογάλλους αλλαγή των όρων της κατοχής και να επιτραπεί στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει και νέα στρατεύματα - όπως και έγινε. Η Μικρασία άρχισε να γίνεται για την Ελλάδα ο καιάδας που καταβρόχθιζε τους εθνικούς της πόρους και εξέθετε σε κίνδυνο τη ζωή των στρατευμένων παιδιών της κατά τρόπο που δεν ήταν δυνατό να τον φανταστούν αυτοί που θεώρησαν τη Μικρασιατική εκστρατεία σαν υπόθεση που έδινε αλυτρωτικές και οικονομικές λύσεις στα χρονίζοντα νεοελληνικά προβλήματα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντιπολιτευόμενοι τον Βενιζέλο, όχι μόνο διαφωνούσαν για τη Μικρασιατική εκστρατεία, αλλά και επέχαιραν για τις ατυχίες του ελληνικού στρατού στα άξενα μικρασιατικά χώματα. Και όταν άρχισε η προέλαση του ελληνικού στρατού στο εσωτερικό της Μικρασίας (η οποία χωρίς σοβαρά εμπόδια έφθασε ως τον ποταμό   Σαγγάριο και τα υψίπεδα της Άγκυρας για να καταρρεύσει σα χάρτινος πύργος στην πρώτη σοβαρή αντεπίθεση του Κεμάλ), η αντιπολίτευση στην Αθήνα υποκίνησε με κάθε τρόπο τις αντιτιθέμενες δυνάμεις στην εκστρατεία. Αντίθεση εξέφρασαν επίσης και οι κομμουνιστές, αλλά για λόγους αρχών ιδεολογικών, αφού η κοσμοθεωρία τους δεν δεχόταν τις ιμπεριαλιστικές πέραν των ορίων της Ελλάδας, επιχειρήσεις.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η εκστρατεία της Μικράς Ασίας δεν είχε καμιά σχέση με τις ελληνικές αλυτρωτικές διεκδικήσεις με τον τρόπο που υποκινήθηκε από τους ξένους, οι οποίοι σε μια φάση που έβλεπαν σαφή τον κίνδυνο να χαθεί γι’ αυτούς η περιοχή της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής με τα πλούσια πετρελαιοφόρα τότε κοιτάσματα της περιοχής   Μοσούλης, προώθησαν την Ελλάδα στο ρόλο του χωροφύλακα των συμφερόντων τους, υποσχόμενοι την πραγμάτωση των μεγαλοϊδεατικών ονείρων τεσσάρων   μεταπελευθερωτικών γενεών. 
Η μικρασιατική υπόθεση ήταν για τους ξένους ένα ακροβατικό παιχνίδι σε βάρος της Ελλάδας, που ρυθμιζόταν από το κατά πόσο το εσωτερικό καθεστώς της χώρας ήταν φιλικό ή όχι έναντι της Αντάντ. Και όταν μετά το θάνατο του βασιλέως Αλεξάνδρου (στις 12 Σεπτεμβρίου 1920 από δάγκωμα πιθήκου στο ανάκτορο Τατοΐου) η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές της 1 Νοεμβρίου 1920, κατά τις οποίες συνετρίβη    κυριολεκτικά ο Βενιζέλος εξ αιτίας της αντιδημοφιλούς Μικρασιατικής εκστρατείας και εξελέγησαν στην κυβέρνηση οι αντίπαλοί του, ετέθη αμέσως το ζήτημα επαναφοράς του εξορίστου βασιλέως Κωνσταντίνου, η οποία και πραγματώθηκε στις αρχές του 1921 με δημοψήφισμα που   διεξήχθη υπό συνθήκες αφόρητης τρομοκρατίας. Και τότε παρουσιάστηκε το παράδοξο φαινόμενο, το οποίο δεν είναι άσχετο με τα ήθη της   ξενοκρατούμενης πολιτικής στην Ελλάδα.
 Η αντιβενιζελική παράταξη, η οποία αγωνιζόταν με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της να σταματήσει την μικρασιατική επιχείρηση, ευθύς ως έγινε εξουσία άρχισε να ενεργεί πιο δραστήρια από τους αντιπάλους της για τη συνέχιση της εκστρατείας,   υπακούοντας σε αγγλικά κελεύσματα, που βρήκαν πρόθυμο αποδέκτη τον Δημήτριο Γούναρη και την κυβέρνησή του. Και όχι μόνο δεν σταμάτησε την επιχείρηση, αλλά αντίθετα την ενίσχυσε επιστρατεύοντας και νέες κλάσεις, τις οποίες έστειλε στο μέτωπο, ενώ το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο θέλοντας να κατασιγάσει τους φόβους των Άγγλων για το ενδεχόμενο να περιέλθει η περιοχή της Μοσούλης στον Μουσταφά Κεμάλ, κατάρτισε σχέδιο επιθετικής επιχείρησης του ελληνικού στρατού, παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις του Κεμάλ είχαν ενισχυθεί σε υψηλό βαθμό, τόσο από τους Γάλλους και τους Ιταλούς (οι οποίοι του   παρεχώρησαν με μεγάλες ευκολίες το πολεμικό υλικό που διέθεταν αποθηκευμένο στην Κιλικία) όσο και από τη νεαρή Σοβιετική Ένωση, η οποία από λόγους ιδεολογικών αρχών έβλεπε στο πρόσωπο του Τούρκου ηγέτη τον επαναστάτη ο οποίος όρθωνε το ανάστημά του στους δυτικούς ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες που ανέλαβαν το βάρος μιας υπερπόντιας εισβολής στα Τουρκικά εδάφη και συνήγειρε τους Τούρκους αγρότες σε ένα δίκαιο   εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο, ο οποίος στρεφόταν ταυτόχρονα και εναντίον του τουρκικού τιμαριωτισμού της Κωνσταντινούπολης, που θεωρούσε τον Κεμάλ αποστάτη και εχθρό του σουλτάνου.
Οι πρώτες επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού τον Ιούνιο του 1921 στη μικρασιατική ενδοχώρα σημείωσαν επιτυχίες απρόβλεπτες και για τους σχεδιαστές της εκστρατείας επιτελικούς και σχηματίστηκε ανάμεσα στους υπεύθυνους του Επιτελείου η εντύπωση, ότι ο αντίπαλος ήταν ανίσχυρος και ανοργάνωτος ουσιαστικά. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Ο Κεμάλ, προικισμένος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης, διαθέτοντας την απόλυτη υποστήριξη ομάδων ατάκτων του αγροτικού πληθυσμού της Μικρασιατικής ενδοχώρας, μεταχειρίστηκε την πανάρχαια παγίδα του να παρασύρει τον αντίπαλο μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και κατόπι να τον πλήξει αποφασιστικά.
Αναστάσιος Παπούλας
Ο μόνος ο οποίος είχε αντιληφθεί την τακτική του Κεμάλ ήταν ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας και εξέφρασε σχετικές αντιρρήσεις. Στη σύσκεψη της Κιουτάχειας, που έγινε στο τέλος του Ιουλίου 1921, και στην οποία συμμετείχαν ο τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης, ο υπουργός των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκης, ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχης Κ. Πάλλης και ο στρατηγός Δούσμανης αποφασίστηκε η συνέχιση της επίθεσης. Το τραγικό όμως είναι ότι όλα όσα ειπώθηκαν στη σύσκεψη εκείνη ο Κεμάλ τα πληροφορήθηκε λεπτομερέστατα όπως μαρτυρεί ένας υπεύθυνος στρατιωτικός της εποχής (Σπυρίδωνος, Πόλεμος και ελευθερία, σ. 163) γεγονός που έδειχνε πόσο βαθιά είχε εισχωρήσει η προδοσία στις τάξεις του ελληνικού κατεστημένου. 
Η επίθεση του ελληνικού στρατού άρχισε τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου 1921 και οι δυνάμεις του εκστρατευτικού σώματος προωθήθηκαν ως τις όχθες του ποταμού της μικρασιατικής ενδοχώρας Σαγγάριου. Το επόμενο βήμα ήταν η προέλαση του υπό τον πρίγκιπα Ανδρέα Σώματος Στρατού(σ.σ. είχε πάρει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως υποστράτηγος, διοικώντας την ΧΙΙ Μεραρχία και στη συνέχεια προήχθη σε αντιστράτηγο και ανέλαβε τη διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού) στην άξενη και αυχμηρή Αλμυρά Έρημο. Ήταν το τελευταίο σημείο της ελληνικής προέλασης και η απαρχή της μικρασιατικής συμφοράς. Το Σώμα του πρίγκιπα Ανδρέα υπέστη τρομακτικές απώλειες και υποχρεώθηκε να οπισθοχωρήσει.
Η ελληνική προέλαση προς το Σαγγάριο και την Αλμυρά Έρημο συνετρίβη και ο στρατός υποχρεώθηκε να οπισθοχωρήσει στις αρχικές του θέσεις εξόρμησης, που είχαν σχήμα ριπιδίου γύρω από την περιοχή Σμύρνης. Η εκστρατεία εκείνη του θέρους του 1921 κόστισε στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις 25.000 περίπου νεκρούς και τραυματίες και τεράστιες απώλειες σε πολεμικό υλικό.

Τάσου Βουρνά: Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah