Η ανάθεση της εντολής για το σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» στον I. Μεταξά, έναν άνθρωπο με διαβλημένο πολιτικό παρελθόν, ο οποίος θέλησε να παγιδεύσει στις ευθύνες και την Αριστερά που μόλις εμφανιζόταν στο πολιτικό προσκήνιο και εγκαινίαζε το καθεστώς του διωγμού της, δείχνει πόσο το κατεστημένο προσπαθούσε να διατηρήσει τις θέσεις του ενώ το παν γύρω κατέρρεε.
Διδακτικό για την περιφρόνηση που αισθανόταν στο πρόσωπο του Μεταξά και ο ίδιος ο πολιτικός κόσμος που τον εξέθρεψε είναι το άρθρο του Γεωργίου Βλάχου στην «Καθημερινή» όταν ο Μεταξάς τορπίλιζε τη Μικρασιατική εκστρατεία. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της 25 Αυγούστου 1922 και αναδημοσιεύτηκε στις 27 Νοεμβρίου 1934 στην εφημερίδα «Πατρίς» της Αθήνας. Γράφει ο Γεώργιος Βλάχος:
«Ένας κύριος εισέρχεται εις την Σχολήν των ευελπίδων, τρέφεται εκεί και εκπαιδεύεται, όπως όλοι οι μαθηταί, δι’ εξόδων σχεδόν του Κράτους. Γίνεται ανθυπολοχαγός, φορεί γαλόνια, του κάμουν σχήματα οι στρατιώται, παραμερίζουν οι πολίται όταν περνά, είναι αξιωματικός, παίρνει μισθόν. Προάγεται. Σήμερον λοχαγός, αύριον ταγματάρχης, μεθαύριον συνταγματάρχης, έπειτα αντιστράτηγος. Και τα έτη αυτά πληρώνεται, είναι σεβαστός, είναι σπουδαίος. Το Κράτος εις το οποίον εστοίχισε τόσα, γυρίζει τον βλέπει, τον καμαρώνει:
- Ιδού ένας κύριος, τον οποίον ανέθρεψα, εμεγάλωσα, ετίμησα, επλήρωσα, δια να τον έχω την στιγμήν της ανάγκης. Οιασδήποτε ανάγκης· αυτής την οποίαν κρίνω εγώ και υπέρ ης θα θυσιασθή ασυζητητί αυτός. Διότι θυσιάζονται άλλοι: χωρικοί, εργάται, άνθρωποι του γραφείου, πολίται και πολίται μηδεμίαν πραγματικήν έχοντες προς εμέ υποχρέωσιν, όταν εγώ το ζητήσω.
Αυτά σκέπτεται το Κράτος. Και η στιγμή έρχεται: Μία εκστρατεία και το Κράτος καλεί δεξιά και αριστερά τους Έλληνας· παιδιά δεκαοκτώ ετών, αφήνουν τα θρανία, άνθρωποι οικογενειάρχαι κλείνουν το σπίτι, το μαγαζί, ζώνονται τις παλάσκες, τον γυλιόν, τα φυσέκια, αποχαιρετούν άλλοι με ενθουσιασμόν, άλλοι με δάκρυα και στενοχώριαν, και τρέχουν εκεί που τους στέλλει το Κράτος. Πού πηγαίνουν; Δεν ερωτούν! Τι θα γίνει, δεν ξεύρουν. Εμπρός παιδιά! Και πηγαίνουν εμπρός. Σκοτωθήτε παιδιά! Και σκοτώνονται. Και όλοι είναι παιδιά; Όχι. Είναι και άνθρωποι προ πολλού καταβαλόντες βαρύν τον φόρον των θυσιών προς την πατρίδα, άνθρωποι κουρασθέντες από τα πολεμικά, άνθρωποι ξένοι και προς της νίκης τα αγαθά και προς της δόξης τα κέρδη. Εν τούτοις πηγαίνουν. Διότι έτσι είναι, διότι έτσι γίνεται. Διότι ο πολίτης δεν παζαρεύει με την Πατρίδα.
Τότε έρχεται και η σειρά του κ. Αντιστράτηγου:
- Περάστε, κ. Αντιστράτηγε. Σας χρειαζόμεθα. Αρχηγόν του στρατού. Αρχηγόν του Επιτελείου, αυτό ή εκείνο..., λέγει πνιγμένον από την ανάγκην το Κράτος.
- Δεν πάω, λέγει ο κ. Αντιστράτηγος.
- Διατί;
- Διότι η εκστρατεία αυτή δεν μου αρέσει. Διότι θα αποβή ολεθρία, διότι τα πράγματα θα πάνε έτσι κι έτσι...
Και ο κ. Αντιστράτηγος προμαντεύει την καταστροφήν. Και το Κράτος; Το Κράτος το οποίον εφήρμοσε τον νόμον περί ληστείας δια να συλλάβει τους ανυποτάκτους της υπαίθρου της χώρας, το οποίον εφάνη αμείλικτον όταν κανείς τσοπάνης, πατήρ τεσσάρων ή πέντε τέκνων, δεν προσήλθεν εν καιρώ, κουνεί το κεφάλι του, μετρά τα έξοδα και τους μισθούς που επλήρωσε, καμαρώνει τα γαλόνια και τους βαθμούς και τον αφήνει και φεύγει.
- Κύριε Αντιστράτηγε, κάτι εκρυφάκουσα από την πόρτα: Θεωρείτε την εκστρατείαν καταστρεπτικήν; Έτσι την νομίζω και εγώ. Έρχεσθε σεις με το κύρος σας και εγώ με την πένναν μου, να το ειπούμε εις τον κόσμον; Διότι είναι φοβερόν, να ξέρετε ότι θα επέλθη μία καταστροφή και ούτε να πηγαίνετε να την καταστήσετε ίσως μικροτέραν, ούτε να επι-χειρήτε να την σταματήσετε, εκ φόβου ότι θα χάσετε αγαθά της προφητείας.
Αλλ’ ο κ. Αντιστράτηγος θεωρεί τούτο καταστρεπτικόν. Και σιωπά και πηγαίνει εις το Φάληρον και κλειδώνεται και περιμένει. Τι περιμένει. Περιμένει ως κόραξ την καταστροφήν, τον θάνατον, από τον οποίον πρόκειται να τραφή η φιλοδοξία του. Κάτω εις τα πεδία των μαχών γίνονται λάθη. Ο Αντιστράτηγος τα γνωρίζει και σιωπά. Γίνονται επιχειρήσεις μέλλουσαι να φέρουν την προφητευθείσαν καταστροφήν. Ο κ. Αντιστράτηγος τας γνωρίζει και σιωπά.
Και όταν η καταστροφή επήλθε, όταν κλαίουν όλα γύρω του όταν ο οίκος της Ελλάδος επληρώθη από τραυματίας, νεκρούς, πρόσφυγας, δυστυχίαν, ο κ. Αντιστράτηγος φορεί το φράκο του και της κτυπά την θύραν.
- Τι θέλετε;
- Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός. Έχω τα χαρτιά μου εν τάξει: «Τα έχω ειπεί».
Αλλ’ η Ελλάς έχει εργασίαν, μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε, θα έπαιρνε την σκούπαν και θα του έλεγε εκεί, εις την οδόν:
- Φύγε, απ’ εδώ. Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φυγ’ απ’ εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμών της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν.
Αυτά θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα».
Αυτά θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου