ΠΑΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΠΑΛΙΟΙ ΗΡΩΕΣ. ΝΕΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΜΕΡΟΣ 2

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Είναι αυτονόητο ότι το γενικό «ακριτικό» πλαίσιο αναφοράς ρυθμίζει και τη αντίστοιχη θεματολογία των τραγουδιών. Θα φέρω μερικά παραδείγματα.
Όπως είναι φυσικό, σε ένα χώρο όπως η Θράκη, με μνήμες απότοκες μιας μακρόχρονης και πιεστικής πολιτικής εξισλαμισμού, αλλά και περιοχή όπου αλλόθρησκες ομάδες αλλοεθνών ή εξ αίματος συγγενών συμβίωσαν επί μακρόν, το θέμα της θρησκευτικής πίστης και αντιπαράθεσης, ως πρωταγωνιστικό ή δευτερεύον, είναι κυρίαρχο. Οι αναπαραστάσεις της αντιπαράθεσης αυτής μέσα στα τραγούδια εμφανίζουν κλιμακούμενη βαρύτητα, από την απλή ανταγωνιστική προβολή των αρετών της κάθε θρησκείας και μια ήπια μορφή παρότρυνσης, μέχρι τον εξαναγκασμό σε αλλαγή της πίστης. Λειτουργώντας διδακτικά και επιδιώκοντας να αποτρέψουν τη διολίσθηση μελών της κοινότητας προς το επέκεινα κάθε ορίου, τα τραγούδια χρησιμοποιούν τόσο θετικά όσο και αρνητικά εκφερόμενα ποιητικά παραδείγματα, ανάγοντας πάντα την αλλαξοπιστία σε υπερφυσικά κολάσιμο ηθικό παράπτωμα, ένα «κρίμα».
Ωστόσο, το κρίμα αυτό, παρόλο που πρωταγωνιστεί ως θέμα, δεν αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Δείχνει να είναι μόνο η αρχή του φόβου. Κι αυτός αφορά τη διασάλευση, τη διάλυση τις κοινότητας, αρχής γενομένης από το βασικό της κύτταρο, την οικογένεια. Κλασικές «ακριτικές» καταστάσεις, εξανδραποδισμοί, βίαιες επιστρατεύσεις, αρπαγές γυναικών, βίαιοι γάμοι, παιδομαζώματα και «γενιτσαρισμοί» αποτελούν την απόλυτη απειλή Πολλά τραγούδια αναφέρονται στον κίνδυνο ανίερης διάλυσης του γάμου, λόγω μακρόχρονης απουσίας του συζύγου, άλλα και στην αποξένωση των μελών της οικογένειας, και κυρίως των αδερφιών, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστούν άγνωρα -«ανεγνώριμα» κατά την ποιητική έκφραση- μεταξύ τους, αν κάποτε τυχαία ξανασυναντηθούν. Το ενδεχόμενο αυτό, που σύμφωνα με τον παραμυθιακό χαρακτήρα των τραγουδιών είναι αναπόφευκτο -ενώ ρεαλιστικά θα ήταν μάλλον απίθανο-, εγκυμονεί δυο κινδύνους που αναπτύσσονται ποιητικά σε ευρηματικότατα σενάρια.
Η πρώτη ενδεχόμενη περίπτωση συνάντησης αφορά αδέρφια του ίδιου φύλου, οπότε απειλούνται από τον κίνδυνο να αλληλοσκοτωθούν και η αναγνώριση να γίνει καθυστερημένα, επιφέροντας συχνά και την αυτοκτονία του ακούσιου αδελφοκτόνου. Η δεύτερη περίπτωση αφορά ετερόφυλα αδέλφια, οπότε απειλή είναι η ενδεχόμενη αιμομιξία. Η αμαρτία αυτή φαίνεται να θεωρείται τόσο βαριά, που πάντα μια θεοσημία την αποτρέπει την τελευταία στιγμή.
Θα προχωρήσω σ' ένα πιο συγκεκριμένο, ολοκληρωμένο και αναλυτικό παράδειγμα: τα αφηγηματικά «Ακριτικά» και ακριτικά τραγούδια, που , ως απαράβατο και απαράλλακτο σύνολο, λέγονται στο τελετουργικό πλαίσιο των αναστενάρικων πανηγυριών.


Τα ακριτικά των περιθωρίων. Το περιθώριο ως «άκρες».
Τα Αναστενάρια, ως γνωστό, είναι ένα ιδιότυπο λαϊκό θρησκευτικό δρώμενο, με χριστιανική επίφαση, συνεχώς προσαρμοζόμενο στις ιστορικές περιπέτειες των φορέων του, που από τη θρακική Ανατολική Ρωμυλία -στη σημερινή ΝΑ Βουλγαρία- μεταφυτεύθηκε το 1923 μαζί με τους πρόσφυγες Ρωμιούς κατοίκους της περιοχής σε συγκεκριμένα χωριά της ελληνικής Μακεδονίας, όπως τουλάχιστον ξέραμε μέχρι πρόσφατα, ενώ από το 1997 γνωρίζουμε ότι η διασπορά του φτάνει μέχρι την Κριμαία της Ουκρανίας, μέσω μιας απομονωμένης και άγνωστης θρακιώτικης κοινότητας με την ίδια καταγωγή, που κινήθηκε όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση έναν περίπου αιώνα νωρίτερα. Η μυστικιστική αυτή θρησκευτική κοινότητα, από ένα σημείο της ιστορίας της παίρνει το χαρακτήρα εθνοθρησκευτικής ομάδας, όσο δηλαδή ακόμη βρίσκεται στο συγκρουσιακό περιβάλλον της Βουλγαρίας του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αι., με τις βίαιες εθνικές και δογματικές αντιπαλότητες, και εν συνεχεία ως κλειστή μεταναστευτική κοινότητα στην Ελλάδα, ή ως ακόμη πιο κλειστή και απομονωμένη, μεταξύ αλλόφυλων και αλλόθρησκων πληθυσμών, προσφυγική κοινότητα στην Κριμαία. Η πολλαπλή ετερόττητα  των αναστενάρηδων ως προς τα κυρίαρχα εθνικά και θρησκευτικά πρότυπα (πρόσφυγες, μυστικιστές, παγανιστές, ερμηνευτές ονείρων, πυρολάτρες σε διαρκή σύγκρουση με την Ορθόδοξη Εκκλησία ή με τους μπολσεβίκους και τον Στάλιν), που τους εξώθησε για πολλές δεκαετίες σε ουσιαστική περιθωριοποίηση, είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη για να γίνουν κατανοητά τα επιμέρους στοιχεία της πολιτισμικής τους φυσιογνωμίας, τα τραγούδια και οι ιδιότυπες λατρευτικές πρακτικές, που υπερβαίνουν τους ορισμούς και τα όρια της κυρίαρχης θρησκείας και που αποκαλύπτουν συσκοτισμένες -επειδή απαγορευμένες, άρα παραβατικές σε επίπεδο κοινωνικό και όχι μόνο συμβολικό- όψεις της ανθρώπινης υπόστασης.
Η ανάλυση των πολλαπλών επιπέδων της συμβολικής γλώσσας του σημαντικού αυτού κοινωνικοθρησκευτικού θεσμού αποκαλύπτει τις λογικές που διέπουν συνολικά τη συγκεκριμένη κουλτούρα, όπου το πανηγύρι παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «πλήρους κοινωνικού γεγονότος». Δηλαδή δίνει στην κοινότητα την ευκαιρία όχι μόνο να επαναβεβαιώσει τη συλλογική της ταυτότητα μέσα από τις τελετουργικές δράσεις, αλλά και να επαναπροσδιορίσει το περίγραμμα που κάθε φορά ορίζει και χωρίζει την έννοια και το χώρο του «εμείς» από το χώρο και την έννοια «οι άλλοι».
Το Αναστενάρι, πιο γνωστή και πλήρης μάλλον εκδοχή του εκχριστιανισμένου  σαμανισμού στην Ευρώπη, διέπεται από μια ιδιαίτερη κοσμοαντίληψη που αφορά τους ανθρώπους, τις δυνάμεις της φύσης και τις μεταξύ τους σχέσεις, οικοδομείται πάνω σ' ένα ποιητικό μύθο και εκδηλώνεται με ένα σύνολο λατρευτικών πράξεων, μέσα από τις οποίες τα μέλη της ομάδας εκφράζουν την αντίληψή τους για το ρόλο που οι ίδιοι παίζουν στη διάδρασή τους με το σύμπαν.
Η αναστενάρικη θρησκεία στηρίζεται σ' έναν όγκο παραδοσιακών γνώσεων που μεταδίδονται προφορικά ως κανονιστικές αφηγήσεις. Στις αφηγήσεις αυτές συσσωματώνονται και αντιλήψεις για θέματα που αφορούν τη συλλογική ταυτότητα, όπως είναι η γλώσσα, η ιστορική μνήμη, η διατροφή, οι γαμήλιες στρατηγικές οι πολιτικές επιλογές, οι δημόσιες σχέσεις και άλλα, τα οποία συνεχώς διευρύνονται, ενώ ο βαθύτερος πυρήνας -που αποτελεί και το συνεκτικό τους στοιχείο- παραμένει εντυπωσιακά σταθερός.
Οι αφηγήσεις αυτές επιδέχονται, ή μάλλον απαιτούν, πολλαπλές ακροάσεις, ώστε να βρεθούν οι κρυμμένες αλήθειες που οδηγούν στη σωστή ερμηνεία της «θείας βούλησης» περί των κρίσιμων θεμάτων, να εκτονωθούν οι εντάσεις και να διευκολυνθεί η τελετουργία να ανταποκριθεί στην πληθώρα των συγκεκριμένων κάθε φορά καταστάσεων και αναγκών της ομάδας. Αφομοιωμένες και αποδεκτές από όλα τα μέλη της ομάδας, οι αφηγήσεις με τις απόκρυφες διδαχές τους δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αναστενάρηδες αναβαπτίζονται στη θρησκευτική εμπειρία, ενδυναμώνουν τους κοινοτικούς δεσμούς, επιβεβαιώνουν τη συλλογική τους ταυτότητα. Κυρίως, όμως, συγκροτούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η επικοθρησκευτική λογοτεχνία που εκείνες τροφοδότησαν εντάσσεται στο θρησκευτικό πεδίο, συναρθρώνεται με το θείο και το αναπαριστά.
Κυρίαρχη σ' όλες τις δράσεις του αναστενάρικου «πανηγυριού», η ιερή ολιστική μουσική έκφραση (μουσική-χορός-λόγος) γίνεται η «μνήμη όπου οι ακροατές της εγγράφουν τις ίδιες τους τις αισθήσεις, προσωποποιημένες διευκρινισμένες, αναπλασμένες, επιβεβαιωμένες απ' το χρόνο» (Z. Attali, Θόρυβοι).
Οι εικόνες και τα ιεροτελεστικά χορευόμενα τραγούδια,  κύρια χαρακτηριστικά  της  αναστενάρικης λατρείας, προεκτάσεις και μετασχηματισμοί μιας πανάρχαιας  προφορικής παράδοσης, υποδηλώνουν καλύτερα το μυθολογικό - συμβολικό υπόβαθρο του  Αναστεναριού, και μάλιστα με έναν ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο, αφού και τα δύο είναι από τα νεότερα στοιχεία της εκχριστιανισμένης και εξελληνισμένης ιεροτελεστίας,  ταίριασαν όμως εκπληκτικά με τον πυρηνικό μύθο και  επανανοηματοδοτήθηκαν μέσα στο συγκεκριμένο λατρευτικό πλαίσιο, εξεικονίζοντας την τελευταία -ηλικίας κάποιων αιώνων- εκδοχή του και εκφράζοντας μια άλλοτε κρυφή, ίσως πια λησμονημένη, ψυχική διάσταση, και το θρησκευτικό, αλλά και κοινωνικό, αίτημα των πανηγυριστών.
Έχει επισημανθεί από τους μελετητές ότι στις καθαγιασμένες ιστορικές μορφές του  λατρευόμενου ως Ήλιου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και της αυτοκρατορικής μητέρας Ελένης, που ούτως ή άλλως ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του αρχετυπικού λατρευτικού ζευγαριού μάνας-γιου, έχουμε μια εκχριστιανισμένη εκδοχή των συμβόλων της αγροτικής θρησκείας: της αναβλαστικής Μεγάλης Μητέρας, της σεληνιακής θεάς τύπου Κυβέλης ή Άρτεμης, στις οποίες ανήκει και η Ελένη, προς την οποία, κάτω απ' όλες τις μορφές που προσέλαβε διαχρονικά, απευθύνονται οι αναρίθμητες τελετουργίες που απαιτούν τη σωματική μέθεξη των πιστών. 
Η Μητέρα των Θεών Κυβέλη

Και ότι ο λατρευόμενος άγιος ντύνει με βυζαντινή τήβεννο τον πασίγνωστο, μέλλοντα να πεθάνει βίαια μέσα στη νιότη του, βλαστικό θεό, αειθαλή συνοδό της Μεγάλης Θεάς που εναλλακτικά γεννάει, αγαπάει και καταστρέφει, και η οποία θεωρήθηκε προστάτιδα της αναπαραγωγικής δύναμης και του τοκετού. Πιστεύω ότι τα χαρακτηριστικά των μυθικών αυτών ιερών προσώπων, που υπόκεινται στους λατρευόμενους σήμερα αγίους, έχουν σφραγίσει και ως εκ τούτου ερμηνεύουν πολλές πλευρές του Αναστεναριού, κάνοντας κατανοητό το αποδιδόμενο νόημα, άρα και τα κριτήρια επιλογής των τελετουργικών τραγουδιών.
Στο πλαίσιο της αναστενάρικης θρησκείας, ο άγιος γίνεται μια δύναμη που αγγίζει πραγματικότητες φυσικές, ψυχολογικές, ηθικές ή θεσμικές. Μια τέτοια αντίληψη αίρει τα όρια ανάμεσα στο θρησκευτικό και το κοσμικό, το πολιτικό και το ιδιωτικό, όπως και ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό. Καθιστά, επομένως, ικανό το αρχετυπικό σύστημα μύθων και λατρευτικών πρακτικών να αναδιαμορφώνεται, να προσαρμόζεται, να επηρεάζεται από κάθε είδους εξωγενείς παράγοντες, τους οποίους αφομοιώνει και τελετουργοποιεί. 
Κι όλα αυτά, στο βαθμό που οι ενδιαφερόμενοι πιστοί θεωρούν ότι τόσο οι μύθοι όσο και οι λατρευτικές πρακτικές συνιστούν στοιχεία που τους χρειάζονται, κάτι που εξαρτάται από το κατά πόσο αντιλαμβάνονται τη θρησκευτική τους ιδιαιτερότητα ως το κύριο θετικό επιχείρημα διαπραγμάτευσης της εθνοπολιτισμικής τους ταυτότητας.
Τα αναστενάρικα τραγούδια που λέγονται κατά τη διάρκεια του πανηγυριού είναι άγνωστο και αδιερεύνητο πότε και πώς εντάχτηκαν στην τελετουργία. Το πρώτο, το Αγίτικο, το τραγούδι του Αγίου και «απολυτίκιο» των αναστενάρηδων, που συνοδεύει τον εκστατικό χορό, είναι αρθρωτό, αποτελούμενο από τρία γνωστά πολύστιχα χαρακτηρισμένα ως ακριτικά ή ως σχετιζόμενα με τον ακριτικό κύκλο τραγούδια: το τραγούδι του Μικροκωσταντίνου, του Λύκου εκδικητή και της Μάνας φόνισσας. Η σύνθεσή τους αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την εξιστόρηση του αρχικού μύθου, την συμβολική ιστορία των λατρευόμενων θεών, εκπροσωπούμενων από τους συγκεκριμένους αγίους, που η ιστορική τους υπόσταση δεν θα ήταν κανονικά εύκολο να παραβιαστεί, αλλά που δεν κατόρθωσε να αντισταθεί στη μυθοποιητική δύναμη της λαϊκής δημιουργικότητας, μια που προσφερόταν τόσο αποτελεσματικά στο χαρακτήρα και τους στόχους του συγκεκριμένου πανηγυριού.
Όπως όλα τα τελεστικά τραγούδια, μπορούμε να πούμε πως και αυτά έχουν ένα φανερό και ένα κρυφό νόημα. Το πρώτο και φανερό κριτήριο για την επιλογή των τραγουδιών ήταν προφανώς το ότι αναφέρονται σε κάποιον ήρωα με το όνομα Κωνσταντίνος, έναν ήρωα του οποίου ο βιολογικός κύκλος συμπυνώνεται στα όρια μιας αιώνιας νεότητας, που είτε είναι μικρός είτε περιγράφεται ως μικρός (Μικροκωσταντίνος), ακόμη κι αν έχει το κοινωνικό status και τη δράση ενός ενήλικου. Και στα τρία τραγούδια οι περιπέτειες του ήρωα αφορούν πάντα στη σχέση του με τη μάνα του, σχέση που ανάγεται στο στερεότυπο του ιερού φονικού ζευγαριού μάνα-γιος. Εδώ περνάμε στο συγκαλυμμένο -ή και λησμονημένο στην Ελλάδα, αλλά όχι στην Κριμαία- νόημα του τραγουδιού και της ιερουργίας. Με μια υπόγεια ταύτιση μύθου και τελετουργίας, μιας τελετουργίας που αφορούσε την τεκνοποίηση και τη θεραπεία των προβλημάτων της, τα τραγούδια, αναφερόμενα στη δαιμονοποιημένη αυτή σχέση, αναπτύσσονται, και τα τρία, πάνω στο μοτίβο της κακιάς μάνας -εκφράζοντας, ίσως, με ψυχαναλυτικά σημαίνοντες όρους, την αμφιθυμία των γυναικών απέναντι στο βασανιστικό αίτημα του κοινωνικά  υποχρεωτικού προορισμού τους στο πλαίσιο της δυναστικής  πατριαρχικής  οικογένειας και κοινωνίας.
Μπορούμε να πούμε πως τα παιδολατρικά στοιχεία, που αναφέρονται στα πάθη του νεαρού θεού-αγίου-ήρωα, στον αναγεννητικό πρόωρο θάνατο και διαμελισμό του, στις μαγικά «παραβατικές» και ψυχαναλυτικά σημαίνουσες συμπεριφορές της μάνας, αποκαλύπτουν όχι μόνο το γονιμικό χαρακτήρα του εθίμου, αλλά κυρίως τη μυητική διάδραση ανάμεσα στις προσφεύγουσες και τις αναπαραστάσεις τους σχετικά με τη μητρότητα: τη μητρότητα ως επιθυμία και ως πραγμάτωση, ως ιδιότητα της λατρευόμενης θηλυκής μορφής και ως αίτημα των προσερχόμενων και προσευχόμενων γυναικών, ως έννοια δηλαδή που ενώνει το κάτω με το επάνω, το έξω με το μέσα, τις επίγειες γυναίκες με το υπερβατικό πρότυπό τους, αλλά και με το ίδιο τους το σώμα, τις επιθυμίες και τις απωθήσεις τους, τις επιταγές, τις υποταγές και τις υπερβάσεις, τις οποίες ζητούν να εκφράσουν -και να αναιρέσουν- συμβολικά; λεκτικά μέσω των τραγουδιών, και σωματικά μέσω του εκστατικού χορού και της πυροβασίας. Πολιτισμικά στοιχεία αμφότερα, σφραγισμένα από την άφευκτη νομοτέλεια μιας σκληρής κοινωνικής εμπειρίας και από τους γρίφους των ψυχικών ταυτίσεων.
Πα σε πράσινο λιβάδι/ κάθ'νταν τρία παλικάρια
την ημέρα τρών και πίνουν/ και το βράδυ κάνουν βίγλα
και το βράδυ κάνουν βίγλα/ και βιγλίζουν τους διαβάτες
νά' βρουν τούρκο να σκοτώσουν/ και ρωμιό να ξεσκλαβώσουν.
Κει που βίγλιζαν τις στράτες/ να και ένας γέρο τούρκος
να και ένας γέρο τούρκος/ πό 'σερνε μια ρωμιοπούλα
Δεν μας λές βρε γέρο τούρκε/ πού τη βρήκες τη ρωμιοπούλα.
Έδωκα άσπρα και την πήρα/ και φλουριά την αγοράσα.
Μη γελά σας παλικάρια/ απ' το σπίτι μου με πήρε
το ψωμί μου μες στο φούρνο/ και στη γούρνα μου τα ρούχα
και στην κούνια το παιδί μου.
Πλώστρα στέγνω μου τα ρούχα/ φούρνε ψήσε το ψωμί μου
κούνα κούνια το παιδί μου/ ώσπου ν' ακουστεί η φωνή μου.
Το δεύτερο τραγούδι του πανηγυριού είναι καθιστικό και λέγεται είτε στην αρχή, σαν άνοιγμα-κάλεσμα του πανηγυριού, είτε κατά τη διάρκεια του κοινού γεύματος. Είναι ένα αρκετά διαδεδομένο τραγούδι που, σε αντίθεση με το πρώτο και εκτός από τα συμβολικά στοιχεία που επίσης περιλαμβάνει, βάζει στην τελετουργική μνημόνευση τη διάσταση της ιστορίας, εκφράζοντας, πιστεύω, τα νεότερα ιδεολογικά στοιχεία του Αναστεναριού, ή μάλλον των αναστενάρηδων, δηλαδή την προβολή της χριστιανικής και της εθνικής τους ταυτότητας. Τραγουδισμένο αργά και μακρόσυρτα στις κορυφαίες στιγμές της αρχής και του τραπεζιού, έχει μια έντονα διεισδυτική δύναμη, λειτουργεί σαν «εθνικός ύμνος» της ομάδας. Εδώ οι λέξεις-κλειδιά είναι «Παλικάρια» που φυλάνε «να βρουν Τούρκο να σκοτώσουν και Ρωμιό να ξεσκλαβώσουν». 
Βρισκόμαστε πια σε ένα αναγνωρίσιμο , χρονολογήσιμο ιστορικό πλαίσιο, την περίοδο της εμφάνισης των εθνικών αντιπαλοτήτων στην περιοχή καταγωγής -άκρως εύγλωττη η απουσία του συγκεκριμένου τραγουδιού από τους αναστενάρηδες της Κριμαίας, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει νωρίτερα και διαπραγματεύονται άλλες ταυτότητες. Τα παλικάρια, πράγματι, συναντούν έναν Τούρκο που έχει απαγάγει μια Ρωμιοπούλα απ' το σπίτι της, όπου άφησε «το παιδί της μες στην κούνια, το ψωμί μες στο φούρνο, το πανί μες στη σκάφη». Η νεαρή μάνα, σε μια ύστατη αποστροφή προς τα μαγικά εργαλεία της θηλύτητάς της-την κούνια, το φούρνο και τη σκάφη-, ζητά να την υποκαταστήσουν στα έργα που εγκατέλειψε, ευαγγελιζόμενη την ώρα της δικαίωσης: «ώσπου ν’ ακουστεί η φωνή μου». Έχοντας ήδη περάσει ξανά στο μυθολογικό επίπεδο με το αρχετυπικό αναγεννητικό μοτίβο της φεύγουσας ή αρπαγείσας κόρης, ο τελευταίος αυτός στίχος λειτουργεί σαν σύνθημα μουσικού πατριωτισμού για τους αναστενάρηδες Η θνησιγενής ιστορική μνήμη βυθίζεται πάλι στο αθάνατο νερό της άτρωτης παγανιστικής σκέψης.

Η ομάδα και με τα δύο τραγούδια διαχειρίζεται οριοθετήσεις. Ο τρόπος επιτέλεσης είναι σημαντικός και θέτει επί τάπητος το επίμαχο θέμα της ταξινόμησης. Το πρώτο τραγούδι οδηγεί στην έκσταση και στο χορό πάνω στη φωτιά. Η παραβατική ομάδα μέσα απ' την πυροβασία, μέσα δηλαδή από μια θρησκευτική ανταρσία, δηλώνοντας με την πανίσχυρη σωματική γλώσσα τη διαφορετικότητά της, θέτει, αναιρεί και ξανααποδέχεται τα όρια που της επιβάλλουν οι εις βάρος της συσσωρευμένες διακρίσεις και η αδικία, εκτονώνοντας τα αρνητικά συναισθήματα από την περιθωριοποίησή της. Αν, όπως παραδέχεται η ψυχανάλυση, η έκσταση είναι ένα είδος επανάστασης, η επανάσταση αυτή μέσω των ακριτικών τραγουδιών ακροβολίζεται στις άκρες της ψυχής και του νου. Αντίθετα το ησυχαστικού ήθους, ήρεμα γύρω από το ιερό κοινό γεύμα επιτελούμενο δεύτερο τραγούδι, εμπεριέχει όλες τις ακριτικές -χωρίς εισαγωγικά- αξίες, έστω και αν ταξινομικά δεν θα υπάγονταν ποτέ σ' αυτήν την κατηγορία. 
Μεταφέροντας τελεστές και ακροατές σ' έναν συγκεκριμένο, αναγνωρίσιμο χώρο διαφορών και συγκρούσεων, και θέτοντας σαφή τη διαχωριστική γραμμή απέναντι στον στερεότυπο εχθρό, τον Τούρκο, αναλαμβάνει να καταστήσει την ομάδα υπερασπιστή των εθνικών και θρησκευτικών προταγμάτων, διαπραγματευόμενο έτσι την εξαίρεσή της από την παραβατική υπερορία και την ένταξή της εντεύθεν των ορίων της κοινής νομιμότητας.


Μιράντα Τερζοπούλου





  










Το κείμενο δημοσιεύεται με την προφορική μορφή της ανακοίνωσης που έγινε στην Επιστημονική Συνάντηση για τα Ακριτικά στην Ευρώπη, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 2425 Νοεμβρίου 2002.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah