Ήδη εδώ και ένα χρόνο υπήρχαν
φήμες και υποψίες, ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν κάποια ένοπλη εξέγερση, ενάντια
της Αυτοκρατορίας. Είχαν, λέει, σχέδια να ιδρύσουν κράτος σε βάρος της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα έφτανε μέχρι την Σαμψούντα. Κάτι επεισόδια,
που έκαμαν οι Αρμένιοι στην περιοχή του Βαν, ήταν η αφορμή για τους
εκτοπισμούς, που άρχισαν τον Ιούνιο του 1915.
Η πορεία της εξορίας |
Στην Έσπιε δεν υπήρχαν Αρμένιοι,
αλλά οι φήμες για ό,τι συνέβαινε έφτανε μέχρι και την Έσπιε. Και τι φήμες; Οι
εκτοπισμοί στα ενδότερα κατέληγαν σε σφαγές και λεηλασίες, που όμοιες τους δεν
ξανάζησε ο τόπος. Ο Παπαγιάννης είχε μόνον ένα φίλο Αρμένη.
Αυτός ζούσε στην γειτονική Τρίπολη. Είχε μπακάλικο και διέθετε την πιο ονομαστή ποικιλία, από μπαχαρικά και βότανα, από διάφορα μέρη του κόσμου. Τον έλεγαν Κιρκόρ Κιρετσιάν.
Κάθε φορά που πήγαινε στην Τρίπολη, ο Παπαγιάννης και πήγαινε τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο, έπρεπε να περάσει από το μαγαζί του Κιρκόρ, να πιει μαζί του καφέ, να ψωνίσει μπαχαρικά, όχι μόνο για το σπίτι του, αλλά και για άλλους φίλους του στην Έσπιε, που του είχαν δώσει παραγγελίες. Ο νους και η ανησυχία του Παπαγιάννη για την τύχη του φίλου του Κιρκόρ και της οικογένειας του, ήταν μεγάλη. Οι ειδήσεις, που έφταναν από ταξιδιώτες, που έρχονταν από Σαμψούντα, Τρίπολη, Κερασούντα και Τραπεζούντα, μίλαγαν γι’ αγριότητες, που δεν μπορούσαν οι απλοί άνθρωποι της Έσπιε να τις πιστέψουν. Φόβος έπιασε με τον καιρό και τους Χριστιανούς Ρωμιούς της Μαύρης Θάλασσας. Η ανησυχία του Παπαγιάννη για τον Κιρκόρ με τον καιρό έσβησε, γιατί άρχισε στον παπά και σε όλους η ανησυχία για τους ίδιους του εαυτούς τους.
Όταν τον Σεπτέμβρη πήγε ο Παπαγιάννης στην Τρίπολη, για δουλειές, πέρασε και από το μαγαζί του Κιρκόρ. Τί να δει; Το μαγαζί έστεκε ανοικτό και έρμο, σαν ναυαγισμένο καράβι, που τα κύματα πέταξαν στην στεριά. Ούτε πόρτα έμεινε, ούτε ράφι. Ένας άδειος χώρος. Τρομαγμένος από το θέαμα ο Παπαγιάννης, τράβηξε τα γένια του, με τα χέρια του και αναστενάζοντας, είπε, εντελώς ασυναίσθητα και ψιθυριστά. Ω, βάί, βάϊ. Δεν τόλμησε καν να ρωτήσει τους γείτονες του Κιρκόρ, τι έγινε, ή πως έγιναν όλα αυτά. Με φόβο μεγάλο, απομακρύνθηκε από την περιοχή, χωρίς να κοιτάζει πίσω του.
Αυτός ζούσε στην γειτονική Τρίπολη. Είχε μπακάλικο και διέθετε την πιο ονομαστή ποικιλία, από μπαχαρικά και βότανα, από διάφορα μέρη του κόσμου. Τον έλεγαν Κιρκόρ Κιρετσιάν.
Κάθε φορά που πήγαινε στην Τρίπολη, ο Παπαγιάννης και πήγαινε τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο, έπρεπε να περάσει από το μαγαζί του Κιρκόρ, να πιει μαζί του καφέ, να ψωνίσει μπαχαρικά, όχι μόνο για το σπίτι του, αλλά και για άλλους φίλους του στην Έσπιε, που του είχαν δώσει παραγγελίες. Ο νους και η ανησυχία του Παπαγιάννη για την τύχη του φίλου του Κιρκόρ και της οικογένειας του, ήταν μεγάλη. Οι ειδήσεις, που έφταναν από ταξιδιώτες, που έρχονταν από Σαμψούντα, Τρίπολη, Κερασούντα και Τραπεζούντα, μίλαγαν γι’ αγριότητες, που δεν μπορούσαν οι απλοί άνθρωποι της Έσπιε να τις πιστέψουν. Φόβος έπιασε με τον καιρό και τους Χριστιανούς Ρωμιούς της Μαύρης Θάλασσας. Η ανησυχία του Παπαγιάννη για τον Κιρκόρ με τον καιρό έσβησε, γιατί άρχισε στον παπά και σε όλους η ανησυχία για τους ίδιους του εαυτούς τους.
Όταν τον Σεπτέμβρη πήγε ο Παπαγιάννης στην Τρίπολη, για δουλειές, πέρασε και από το μαγαζί του Κιρκόρ. Τί να δει; Το μαγαζί έστεκε ανοικτό και έρμο, σαν ναυαγισμένο καράβι, που τα κύματα πέταξαν στην στεριά. Ούτε πόρτα έμεινε, ούτε ράφι. Ένας άδειος χώρος. Τρομαγμένος από το θέαμα ο Παπαγιάννης, τράβηξε τα γένια του, με τα χέρια του και αναστενάζοντας, είπε, εντελώς ασυναίσθητα και ψιθυριστά. Ω, βάί, βάϊ. Δεν τόλμησε καν να ρωτήσει τους γείτονες του Κιρκόρ, τι έγινε, ή πως έγιναν όλα αυτά. Με φόβο μεγάλο, απομακρύνθηκε από την περιοχή, χωρίς να κοιτάζει πίσω του.
Ο Χειμώνας του 1915 με 1916 πέρασε βαρύς και
άραχνος. Μπορεί να μη ήταν βαρύ το κρύο, αλλά ήταν πολύ βαρύ το κλίμα.
Καταργήθηκαν τα πατροπαράδοτα παρακάθια, που ομόρφαιναν τις ατέλειωτες νύκτες
του χειμώνα. Και τι ωραία παρακάθια; Τι δεν έλεγαν και τί δεν μάθαιναν ο ένας
από τον άλλο, σ’ αυτά τα άγια παρακάθια. Δίστιχα, τραγούδια, θρύλοι και
παραμύθια.
Όλοι μαζεύονταν νωρίς-νωρίς σπίτια τους, μόλις
βράδιαζε, και τον χειμώνα βραδιάζει νωρίς. Έτσι νεκρώθηκε η Έσπιε, σαν σε κακό
προμήνυμα για ότι επρόκειτο να επέλθει. Και ό,τι επήλθε ήταν χειρότερο από
λαίλαπα.
Τα πρώτα κακά μαντάτα έφτασαν στην Έσπιε τον
Μάρτιο, προτού ακόμη αρχίσει η άνοιξη του 1916. Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην
Τουρκία. Ο Ρωσικός στρατός μπήκε στα εδάφη της α3ωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια
στρατιά από το Βατούμ, κατά μήκος των παραλίων, κατευθύνεται προς την
Τραπεζούντα και μια άλλη από το Καρς, βαδίζει προς τα ενδότερα. Χαλασμός
Κυρίου.
Οι πρώτοι πρόσφυγες, από τα ανατολικά παράλια, άρχισαν
να καταφθάνουν. Ήσαν οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι άνδρες, που έφευγαν από φόβο,
για την επέλαση των Ρώσων. Σε λίγο το κύμα των προσφύγων έγινε πραγματικός
χείμαρρος.
Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, με άγριες φυσιογνωμίες,
κατέφθαναν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του Δυτικού Πόντου. Φήμες υπήρχαν,
ότι μέσα στο ρωσικό στρατό υπηρετούσαν Αρμένιοι, οι οποίοι έρχονταν με άγριες
διαθέσεις, για αντίποινα. Αυτές οι διαδόσεις μεγάλωναν την αγωνία και την φυγή
των Μουσουλμάνων. Όσο προχωρούσε δυτικότερα ο ρωσικός στρατός, τόσο μεγάλωνε
το κύμα των προσφύγων. Η Έσπιε γέμισε με πρόσφυγες μουσουλμάνους. Οι πόρτες των
σπιτιών του Αδαμίδη, του Γραμματίδη και του Μποζατζίδη παραβιάστηκαν, για να
μπουν μέσα πρόσφυγες. Αυτή την φορά όλα έγιναν αυτόματα και κανείς δεν ρωτήθηκε
πια, αλλά και κανείς δεν τόλμησε να αντιδράσει.
Τραπεζούντα
Trapezunt,
طربزون, Trabzon, Trebizond
Xάρτης
της πόλης, 1914
|
Η μεγάλη είδηση, που τρόμαξε τους μουσουλμάνους
δεν άργησε να έλθει. Στις 16 Απρίλη 1916 μπήκε ο ρωσικός στρατός μέσα στην
πρωτεύουσα των Κομνηνών, στην Τραπεζούντα. Ο φόβος ήταν μεγαλύτερος εξ αιτίας
τις φήμες, που κυριαρχούσαν παντού, ότι μέσα στον στρατό τον ρωσικό υπάρχουν
πολλοί Αρμένιοι, που με μίσος ζητούσαν εκδίκηση, για ό,τι έγινε στο έθνος τους,
ένα χρόνο πριν, μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένοχοι και αθώοι
για το έγκλημα, που είχε γίνει, αισθανόταν, μεγάλο φόβο, γιατί ήσαν βέβαιοι,
ότι η εκδίκηση δεν κάνει διάκριση ανάμεσα, σε ενόχους και αθώους. Πίστευαν, ότι
όλοι οι μουσουλμάνοι, θα ήσαν στα χέρια των Αρμενίων, έρμαιοι για το κακό που
είχε γίνει.
Όταν ο ρωσικός στρατός έφτασε στην Γεμουρά, την
σημερινή Γιόμρα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Πυξίτη ποταμό, ανατολικά της
Τραπεζούντας, ήταν πια θέμα ωρών η πτώση της Τραπεζούντας.
Κάτω από την βεβαιότητα αυτή, η Τουρκική Διοίκηση κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους Έλληνες προύχοντες, στους οποίους παρέδωσε την πόλη και την τύχη των πτωχών κυρίως μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, που δεν είχαν τρόπο να φύγουν και θα έμεναν εκεί Χαρακτηριστική ιστορικά η ημέρα της παραδόσεως. Ο βαλής της Τραπεζούντας, Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή και ο αντιπρόσωπος της νεοτουρκικής κυβέρνησης στον Πόντο, Αλή Ριζά, άφησαν την πόλη, σε μια προσωρινή κυβέρνηση-Διοίκηση, μ’ επικεφαλής τον μητροπολίτη Χρύσανθο και μέλη τον διευθυντή της αστυνομίας, τον Διοικητή της Χωροφυλακής, τον Γ. Φωστηρόπουλο, τον Π. Γραμματικόπουλο και τον Γ. Κογκαλίδη.
Στην σύντομη τελετή παραδόσεως, ο Βαλής Αζμή, είπε στον Χρύσανθο: “Από τους Έλληνες πήραμε την χώρα αυτή και στους Έλληνες την επιστρέφουμε’’. Έτσι την ώρα, που στις 16 Απρίλη 1916 έμπαιναν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, δεν βρήκαν Διοίκηση Τουρκική, αλλά τους υποδέχτηκε ελληνική Διοίκηση και όχι μόνον. Όλος ο χριστιανικός λαός της Τραπεζούντας και των γύρω χωριών, χύθηκαν στους δρόμους με δάκρυα στα μάτια, πιστεύοντας όλοι, ότι το όνειρο γενεών, εκείνη τη στιγμή γινόταν πραγματικότητα. Μέσα σε 24 ώρες, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος έμαθε την λειτουργία ρωσικά και μέσα στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου έγινε λειτουργία και δοξολογία προς τιμήν του Ρωσικού Στρατού και των αξιωματικών, που είχαν μπει στην Τραπεζούντα.
Τέτοιος ήταν ο ζήλος των Τραπεζούντιων, ώστε σε σύντομο χρόνο, όλοι είχαν μάθει σχετικά ρωσικά, για να μπορούν να συνομιλούν με τους σωτήρες του Έθνους. Και ενώ εδώ ανατολικά, ο ελληνισμός πανηγύριζε, στα δυτικά του Πόντου το κακό μεγάλωνε. Ο ρωσικός στρατός προχωρούσε σχεδόν χωρίς αντίσταση, μέχρι τον ποταμό Χαρσίτ (Χαρσιώτη) κοντά στην Τρίπολη. Εκεί ο Τουρκικός στρατός προέταξε άμυνα, μετά την συνεχή οπισθοχώρηση, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί εκεί ο ρωσικός στρατός, μέχρι την στιγμή, που με την κήρυξη της Οκτωβριανής επανάστασης και την αλλαγή Πολιτικής και την δημιουργία των Σοβιέτ, να φύγει ο στρατός αυτός εν διαλύσει και να αφήσει έρημους τους Χριστιανούς και του Ανατολικού Πόντου, με γκρεμισμένα όλα τους τα όνειρα.
Κάτω από την βεβαιότητα αυτή, η Τουρκική Διοίκηση κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους Έλληνες προύχοντες, στους οποίους παρέδωσε την πόλη και την τύχη των πτωχών κυρίως μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, που δεν είχαν τρόπο να φύγουν και θα έμεναν εκεί Χαρακτηριστική ιστορικά η ημέρα της παραδόσεως. Ο βαλής της Τραπεζούντας, Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή και ο αντιπρόσωπος της νεοτουρκικής κυβέρνησης στον Πόντο, Αλή Ριζά, άφησαν την πόλη, σε μια προσωρινή κυβέρνηση-Διοίκηση, μ’ επικεφαλής τον μητροπολίτη Χρύσανθο και μέλη τον διευθυντή της αστυνομίας, τον Διοικητή της Χωροφυλακής, τον Γ. Φωστηρόπουλο, τον Π. Γραμματικόπουλο και τον Γ. Κογκαλίδη.
Στην σύντομη τελετή παραδόσεως, ο Βαλής Αζμή, είπε στον Χρύσανθο: “Από τους Έλληνες πήραμε την χώρα αυτή και στους Έλληνες την επιστρέφουμε’’. Έτσι την ώρα, που στις 16 Απρίλη 1916 έμπαιναν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, δεν βρήκαν Διοίκηση Τουρκική, αλλά τους υποδέχτηκε ελληνική Διοίκηση και όχι μόνον. Όλος ο χριστιανικός λαός της Τραπεζούντας και των γύρω χωριών, χύθηκαν στους δρόμους με δάκρυα στα μάτια, πιστεύοντας όλοι, ότι το όνειρο γενεών, εκείνη τη στιγμή γινόταν πραγματικότητα. Μέσα σε 24 ώρες, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος έμαθε την λειτουργία ρωσικά και μέσα στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου έγινε λειτουργία και δοξολογία προς τιμήν του Ρωσικού Στρατού και των αξιωματικών, που είχαν μπει στην Τραπεζούντα.
Τέτοιος ήταν ο ζήλος των Τραπεζούντιων, ώστε σε σύντομο χρόνο, όλοι είχαν μάθει σχετικά ρωσικά, για να μπορούν να συνομιλούν με τους σωτήρες του Έθνους. Και ενώ εδώ ανατολικά, ο ελληνισμός πανηγύριζε, στα δυτικά του Πόντου το κακό μεγάλωνε. Ο ρωσικός στρατός προχωρούσε σχεδόν χωρίς αντίσταση, μέχρι τον ποταμό Χαρσίτ (Χαρσιώτη) κοντά στην Τρίπολη. Εκεί ο Τουρκικός στρατός προέταξε άμυνα, μετά την συνεχή οπισθοχώρηση, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί εκεί ο ρωσικός στρατός, μέχρι την στιγμή, που με την κήρυξη της Οκτωβριανής επανάστασης και την αλλαγή Πολιτικής και την δημιουργία των Σοβιέτ, να φύγει ο στρατός αυτός εν διαλύσει και να αφήσει έρημους τους Χριστιανούς και του Ανατολικού Πόντου, με γκρεμισμένα όλα τους τα όνειρα.
Όσο καιρό όμως έμενε ο στρατός ο ρωσικός στον
ανατολικό Πόντο, ο ελληνισμός ζούσε σε ανάσταση. Τελετές, παρελάσεις και
εφημερίδες, μέσα στην μέθη της μεγάλης Ιδέας, κρατούσαν όλο τον λαό σε εθνική
ανάταση. Στον Δυτικό Πόντο, όμως το έγκλημα ανενόχλητο σάρωνε τους Χριστιανούς.
Ιδιαίτερα η ύπαρξη δύο εξουσιών στην Τουρκία την εποχή εκείνη, δημιουργούσε ένα
χάος, μέσα στο οποίο, εκινούντο όλοι οι Τυχοδιώκτες και οι εγκληματίες του
Κοινού Ποινικού Κώδικα. Σε ποια εξουσία να διαμαρτυρηθούν οι Χριστιανοί;
Κάθε εξουσία ήθελε να έχει καλές σχέσεις με τα κακοποιά αυτά στοιχεία, για την δική της, εν καιρώ επικράτηση. Οι Χριστιανοί διαμαρτύρονταν σε κουφά αυτιά.
Κάθε εξουσία ήθελε να έχει καλές σχέσεις με τα κακοποιά αυτά στοιχεία, για την δική της, εν καιρώ επικράτηση. Οι Χριστιανοί διαμαρτύρονταν σε κουφά αυτιά.
Όλη η παραλία της Μαύρης Θάλασσας, δυτικά του
Χαρσιώτη ποταμού, νεκρώθηκε. Τσετέδες έμπαιναν στα χωριά τα χριστιανικά, για να
πάρουν δήθεν εκδίκηση. Στην ουσία λήστευαν τους άμοιρους χωρικούς, έκαιγαν
σπίτια για εκφοβισμό και τσαμπουκά. Όποιος τολμούσε ν’ αντισταθεί, έβρισκε επί
τόπου τον θάνατο. Το καλοκαίρι εκείνο του 1916, ήταν το πιο ζεστό. Και ήταν το
μοναδικό καλοκαίρι, στην ιστορία της Έσπιε, που κανείς δεν ξεκίνησε να πάει στα
παρχάρια στα μέσα Ιουνίου, όπως γινόταν κάθε χρόνο. Δεν πήγαν ούτε οι
μουσουλμάνοι. Όλοι φοβόντουσαν ν’ αφήσουν τα σπίτια τους έρημα.
Πάλι μαζεύτηκαν οι χριστιανοί για να κόψουν τα χόρτα του Εμίρ Αγά. Αυτή την φορά οι μπράβοι του Αγά, έσπρωχναν τους Χριστιανούς προκλητικά, ζητώντας και επιζητώντας καυγά. Οι άμοιροι οι Χριστιανοί τα υπέφεραν όλα καρτερικά, ελπίζοντας, ότι δεν θα γίνουν χειρότερα και ότι γρήγορα θα διόρθωνε η κατάσταση στο όμορφο χωριό τους. Κανείς δεν συζητούσε τα γεγονότα, κανείς δεν έκαμε κριτική. Οι χρόνοι ήσαν πονηροί και η σιωπή ήταν το μόνον σίγουρο φάρμακο. Τα παιδιά δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους, για να παίξουν. Κάποτε αλώνιζαν όλη την Έσπιε. Φόβος έπιασε και τα παιδιά.
Η Ταμάμα, με τ’ αδέλφια της, έπαιζαν με τον μικρό αδελφό της Αλέκο, στην αυλή του σπιτιού της. Η μεγαλύτερη απόσταση και αλλαγή ήταν να πάνε μέχρι την αυλή της θείας της Ελένης και του θείου Κώστα. Το σπίτι του θείου Κώστα ήταν πολύ κοντά και οι αυλές τους δεν χώριζαν. Και τα δύο σπίτια είχαν κοινό ντουβάρι-χώρισμα, που δημιουργούσε ένα μεγάλο κύκλο, μέσα στον οποίο ήσαν τα σπίτια των δύο αδελφών, του Κωστή και του Παπαγιάννη. Όσο ασθενικός και αρρωστιάρης ήταν ο θείος Κώστας, τόσο ανδρογυναίκα ήταν η θεία Ελένη. Τα παιδιά του παπά ήταν η χαρά τους, μια και οι δυο τους έτυχε να μην αποκτήσουν ποτέ παιδιά. Με τις ώρες έπαιζαν μπροστά στην αυλή της θείας Ελένης. Τα γλυκά και οι περιποιήσεις της θείας Ελένης ήταν η αιτία, που τα παιδιά, τις πιο πολλές ώρες, ήσαν στην αυλή της θείας παρά στην δική τους. Εξάλλου στην δική τους αυλή πάντοτε τους περίμενε κάποια δουλειά του σπιτιού. Πολύ συχνά η Κερεκή φώναζε τις δύο μεγαλύτερες κόρες για δουλειές του σπιτιού της και τότε έμεναν στην θεία Ελένη μόνον η Ταμάμα με τον μικρό Αλέξανδρο. Η μεγαλύτερη χαρά όλων των παιδιών ήσαν τα παρχάρια. Κάθε χρόνο, μέσα Ιουνίου, ξεκινούσαν με πομπές, για τα παρχάρια της Έσπιε, που απέχουν γύρω στα 25 χιλιόμετρα....
Πάλι μαζεύτηκαν οι χριστιανοί για να κόψουν τα χόρτα του Εμίρ Αγά. Αυτή την φορά οι μπράβοι του Αγά, έσπρωχναν τους Χριστιανούς προκλητικά, ζητώντας και επιζητώντας καυγά. Οι άμοιροι οι Χριστιανοί τα υπέφεραν όλα καρτερικά, ελπίζοντας, ότι δεν θα γίνουν χειρότερα και ότι γρήγορα θα διόρθωνε η κατάσταση στο όμορφο χωριό τους. Κανείς δεν συζητούσε τα γεγονότα, κανείς δεν έκαμε κριτική. Οι χρόνοι ήσαν πονηροί και η σιωπή ήταν το μόνον σίγουρο φάρμακο. Τα παιδιά δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους, για να παίξουν. Κάποτε αλώνιζαν όλη την Έσπιε. Φόβος έπιασε και τα παιδιά.
Η Ταμάμα, με τ’ αδέλφια της, έπαιζαν με τον μικρό αδελφό της Αλέκο, στην αυλή του σπιτιού της. Η μεγαλύτερη απόσταση και αλλαγή ήταν να πάνε μέχρι την αυλή της θείας της Ελένης και του θείου Κώστα. Το σπίτι του θείου Κώστα ήταν πολύ κοντά και οι αυλές τους δεν χώριζαν. Και τα δύο σπίτια είχαν κοινό ντουβάρι-χώρισμα, που δημιουργούσε ένα μεγάλο κύκλο, μέσα στον οποίο ήσαν τα σπίτια των δύο αδελφών, του Κωστή και του Παπαγιάννη. Όσο ασθενικός και αρρωστιάρης ήταν ο θείος Κώστας, τόσο ανδρογυναίκα ήταν η θεία Ελένη. Τα παιδιά του παπά ήταν η χαρά τους, μια και οι δυο τους έτυχε να μην αποκτήσουν ποτέ παιδιά. Με τις ώρες έπαιζαν μπροστά στην αυλή της θείας Ελένης. Τα γλυκά και οι περιποιήσεις της θείας Ελένης ήταν η αιτία, που τα παιδιά, τις πιο πολλές ώρες, ήσαν στην αυλή της θείας παρά στην δική τους. Εξάλλου στην δική τους αυλή πάντοτε τους περίμενε κάποια δουλειά του σπιτιού. Πολύ συχνά η Κερεκή φώναζε τις δύο μεγαλύτερες κόρες για δουλειές του σπιτιού της και τότε έμεναν στην θεία Ελένη μόνον η Ταμάμα με τον μικρό Αλέξανδρο. Η μεγαλύτερη χαρά όλων των παιδιών ήσαν τα παρχάρια. Κάθε χρόνο, μέσα Ιουνίου, ξεκινούσαν με πομπές, για τα παρχάρια της Έσπιε, που απέχουν γύρω στα 25 χιλιόμετρα....
Γεώργιος Ανδρεάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου