Η ξαφνική νεροποντή, ανάγκασε τον κόσμο, να σταθεί
στις πόρτες και κάτω από τα υπόστεγα, για να μη γίνει μούσκεμα. Κάμποσοι
χώθηκαν μέσα στον καφενέ, απέναντι από το Διοικητήριο. Ο κυρ Αναστάσης, δεν
πρόφταινε να ετοιμάζει καφέδες και τσάι.
Ένα
μήνα στον καφενέ ο Μιχαλάκης και έμαθε την δουλειά στην εντέλεια. Τα πρόφταινε
όλα. Και τους πελάτες του καφενέ και τις παραγγελιές στα γύρω μαγαζιά και στα
γραφεία απέναντι στο Διοικητήριο. Το μόνο που τον δυσκόλευε ήταν ο κρεμαστός
δίσκος. Όσο και αν πάσκιζε να κρατά ισορροπία, πάντα κάτι γινόταν και ο καφές
χυνόταν. Στον δρόμο ακόμη πιο δύσκολα. Ένας θα σε σκουντήσει άθελα, άλλος
βιαστικός, θα πέσει απάνω σου. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο να έρχεται, πας να
τρέξεις και να ο καφές χύθηκε πάλι. Και καλά να είναι βολικός ο πελάτης. Άμα
είναι κανένας γουρσούζης, σαν κάποιο γέρο: «Πίσω τον καφέ. Καϊμακλίδικο τον
θέλω. Να φέρεις άλλον».
Η βροχή, χαλασμός Κυρίου. Βρύση το νερό τρέχει πάνω
από τις στέγες. Οι δρόμοι πλημμύρισαν και το νερό έτρεχε με ορμή προς την
θάλασσα.
Μόλις κόπιασε η βροχή να ξεθυμάνει, ο κόσμος πήρε
δρόμο για το σπίτι τους. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Ο τόπος σε λίγο ερήμωσε. Ένα
αγοράκι γύρω στα δέκα δεν το κουνά από την θέση του. Με τα μούτρα κολλημένα στα
θαμπωμένα τζάμια του καφενέ, κοιτάει μέσα. Τα παγωμένα νερά τρέχουν από τα
μπατζάκια του. Τα πόδια του κολυμπούν στο νερό, μέσα από τα χιλιοτρυπημένα
παπούτσια του. Τσούζουν τα δάχτυλα από το κρύο. Η παγωνιά έφτασε στο μεδούλι.
Τα δόντια χτυπούν. Τρέμει ολόκληρο το παιδί.
Ένας πελάτης από μέσα, άνοιξε την πόρτα του καφενέ.
Δοκιμάζει να μπει το αγόρι μέσα.
Όξω, όξω, αγρίεψε ο κυρ Αναστάσης, ο καφετζής.
Αστο. Έλα, κάνει νόημα στο παιδί, ένας πελάτης.
Τι το θες; Ζητιανάκι θάναι.
Δεν είμαι ζητιανάκι. Προσφυγόπουλο είμαι, ξεσπά στο
κλάμα, το παιδί.
«Τι ζητιανάκι, τι προσφυγάκι», μουρμουρίζει ο
καφετζής.
Έλα κάτσε κοντά μου, του λέει ο πελάτης. Φέρε ένα
ζεστό τσάι και δύο παξιμάδια, φωνάζει στον καφετζή.
Τον κακομαθαίνεις, τρίζει τα δόντια ο καφετζής.
Λοιπόν, πως σε λένε; ρωτάει ο πελάτης το
προσφυγόπουλο.
Μιχάλη.
Και γιατί βγήκες έξω, μ’ αυτήν την κακοκαιρία, Μιχάλη;
Πέθανε η γιαγιά μου και φοβάμαι να μείνω μόνος στο
υπογειάκι.
Πως πέθανε;
Δεν ξέρω.
Και η μαμά σου; Που είναι η μαμά σου;
Δεν έχω μάνα και πατέρα. Τους πήραν οι Τούρκοι εξορία,
στο χωριό μας έξω από την Ορντού και άλλο δεν ξαναγύρισαν.
Στην Ορντού, είπες; Άρα είμαστε συμπατριώτες.
Και εσύ Θείο, από την Ορντού είσαι;
Εγώ ήμουν με την γιαγιά μου, στην Ορντού, όταν μπήκαν
οι Τούρκοι στο χωριό μας. Τώρα που πέθανε η γιαγιά μου πού να πάω; Τι να γίνω;
κλαίει το παιδί. Τι να κάμω; πού θα πάω; καταπίνει το τσάι με τα δάκρυα.
Έλα
μη κλαις. Πιές το τσάι σου, μην κρυώσει. Για έλα εδώ,
κυρ Αναστάση, φωνάζει τον καφετζή.
Στους
ορισμούς σου, κυρ Κωστίκα.
Εσύ
δεν είπες, ότι χρειάζεσαι τσιράκι, να πηγαίνει τους καφέδες, στα γύρω μαγαζιά,
όταν πλακώνει πελατεία;
Ναι,
είπα.
Και
γιατί δεν κρατάς αυτό το αγοράκι, που δεν έχει κανένα; Θα κάνεις και ψυχικό.
Τι,
αυτό το ξενηστικομένο κολλητήρι;
Μην
μιλάς έτσι. Αμαρτία είναι.
Δεν
χρειάζομαι τσιράκι.
Εσύ
όλο παραπονιέσαι, ότι δεν τα προφταίνεις όλα μοναχός σου.
Ε,
και;
Για
δοκίμασε το. Το κρατάς δυό τρεις ημέρες κι αν δεν σου κάνει, το διώχνεις. Θα
κοιμάται σε μια γωνιά. Έτσι θα σου φυλάει και το μαγαζί. Δοκίμασε το, σου λέω.
Τι
να δοκιμάσω; ρίχνει μια ματιά περιφρονητική στο παιδί. Σήκω απάνω, ρε!
Πασκίζει
το παιδί να σταθεί όρθιο.
Δύο
καλαμένια πόδια, που στηρίζουν ένα λειψό κορμάκι. Στο ρουφηγμένο πρόσωπο,
ξεχωρίζουν δύο πελώρια μάτια. Δυο μάτια καστανά, όπου καθρεπτίζεται ο φόβος, το
παράπονο, ο πόνος.
Για
χατίρι σου θα το κρατήσω. Όμως με δοκιμή.
Δεν
μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη την νύχτα το παιδί. Έτρεμε από τον φόβο. Έτρεμε από
το κρύο. Κουβαριασμένο κάτω από τα παλιοτσούβαλα, όλο και ζαρώνει πιο πολύ. Η
γιαγιά δεν φεύγει από το μυαλό του. Ούτε στιγμή δεν τον είχε αφήσει μόνο. Πάντα
κοντά της πλάγιαζε. Ακόμη και όταν την έκαιγε ο πυρετός της ελονοσίας, αυτός
κοιμόταν δίπλα της. Μονάχα χτες την νύχτα, αισθάνθηκε παγωνιά δίπλα της και
ξύπνησε. Στις φωνές του τρέξανε οι γυναίκες της γειτονιάς. Βρήκαν την γριά
πεθαμένη. Μετά. ήρθε ο παπάς και την σηκώσανε και αυτός πήρε μετά τους δρόμους.
Τώρα πώς θα ζήσει χωρίς την γιαγιά; Με ποιόν θα κοιμάται; Ποιος θα νοιάζεται
γι’ αυτόν; Ποιος θα τον λούζει; Ποιος θα πλένει τα ρούχα του; Πόσο τον αγαπούσε
η γιαγιά του! Με την γιαγιά ήρθε προσφυγάκι στην Θεσσαλονίκη. Η γιαγιά
ξενόπλενε για να ζήσουν. Έννοια σου, αγόρι μου, του έλεγε, θα πας σχολείο κω θα
μάθεις γράμματα. Τώρα που πέθανε; Τι θα γίνει ο Μιχαλάκης; Παιδεύεται το
μυαλουδάκι του. Ξέχασε τον φόβο, ξέχασε το κρύο. Κατά τα ξημερώματα τον πήρε ο
ύπνος.
Όταν
άνοιξε ο καφετζής το μαγαζί, τον βρήκε κοιμισμένο.
Έτσι..ε..θα
σε ξυπνάμε κιόλας. Του δίνει μια κλωτσιά. μέρες ακόμη και θα πάρεις
δρόμο. Και ας λέει ο Κωστίκας, τα δικά του.
Τινάχτηκε
ο Μιχαλάκης απάνω. Έβαλε τα δυνατά, του, ν’ αρέσει στο αφεντικό.
φωτο: Άγγελος Οικονόμου |
Μόλις
το αφεντικό έβλεπε επιστροφή χυμένου καφέ, γινόταν θεριό. «Βρε πανάθλιε,
χαραμοφάη. Δεν προσέχεις, βρέ; Πού είχες το μυαλό σου; Εγώ φταίω που σε
κράτησα». Και δος του, να τον χτυπάει.
Το
χειρότερο, αν έσπαγε κανά ποτήρι, ή φλιτζάνι. Εκτός από το ξύλο, τον άφηνε και
νηστικό. Και όλο να τον απειλεί, ότι θα τον διώξει.
Ο
Μιχαλάκης τόβαλε, βαθιά στο μυαλό, να μη ξαναχυθεί ο καφές. Σηκωνόταν
ξημερώματα, πριν έρθει το αφεντικό και μέσα στο καφενείο έκαμε προπονήσεις
ισορροπίας με τον δίσκο. Έβαζε ποτήρια γεμάτα νερό και έτρεχε μέσα στο μαγαζί.
Ανέβαινε στις καρέκλες, στα τραπέζια, πηδούσε, καθόταν, σηκωνόταν απότομα.
Στριφογύριζε επί τόπου. Όλα πήγαιναν καλύτερα.
Μια
μέρα, τον τσάκωσε το αφεντικό με τον δίσκο πάνω στο τραπέζι. Τι σαλτιμπάγκος
πας να γίνεις, του φώναξε. Χυμάει να τον αρπάξει. Το τραπέζι αναποδογύρισε. Ο
Μιχαλάκης πρόφτασε να πηδήξει. Ο δίσκος στα χέρια του στέκεται ολόισια
απείρακτος. Στάλα νερό δεν χύθηκε.
Ποιόν
κοροϊδεύεις, βρε; φρένιασε ο καφετζής. Και δώστου ξύλο και βρισιές. Ούτε που
του ένοιαξε του Μιχαλάκη. Όλο χαρά ανοίγει τα κεπέγκια. Ετοιμάζει τα τραπέζια.
Την ημέρα εκείνη δεν χύθηκε στάλα νερό από τα ποτήρια. Ούτε και από τα
φλιτζάνια. Τώρα δεν υπάρχει φόβος να χύνει τους καφέδες. Δεν θα θυμώνουν άλλο
οι πελάτες μαζί του.
Ο
Βαρδάρης πάγωσε το χιόνι που είχε στρωθεί από βραδύς. Οι δρόμοι κρύσταλλο.
Δύσκολο και επικίνδυνο να γλιστρήσεις. Κάθε τόσο και κάποιος διαβάτης γλιστράει
και πέφτει. Αλλος σηκώνεται, με στραμπουλισμένο πόδι, ή με σπασμένα κόκαλα.
Ο
Μιχαλάκης τέλειωσε τις παραγγελιές, με τα διπλανά μαγαζιά. Τώρα ετοιμάζει τον
δίσκο, με τους πρωινούς καφέδες, για τα γραφεία του Διοικητηρίου. Τρεις
καφέδες, δύο τσάγια, ένα λουκούμι, τέσσερα νερά. Δύσκολα χώρεσαν στον κρεμαστό
δίσκο. Κολλητά τα ποτήρια, κολλητά τα φλιτζάνια. Το ένα σκουντάει το άλλο. Το
πιατάκι με το λουκούμι πάνω στο ποτήρι. Και ο κυρ Αναστάσης σήμερα στις κακίες
του. Από την ώρα που ήρθε στο μαγαζί βλαστημάει. Όλα του φταίνε. Καλά που
υπάρχει και ο Μιχαλάκης, για να ξεθυμάνει απάνω του.
Τρέχα,
βρε, γρήγορα. Μη χασομεράς στον δρόμο. Τρέχα, είπα.
Ο
Βαρδάρης σφυρίζει άγρια. Κρύσταλλο ο παγωμένος δρόμος. Ο κόσμος αγωνίζεται να
μη γλιστρήσει. Αγωνίζεται και ο Μιχαλάκης να κρατήσει ισορροπία με τον δίσκο.
Το μάτι καρφωμένο στο δίσκο και τους καφέδες. Μη χαλάσει το καϊμάκι. Μη
ταραχτεί ο καφές. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Χάθηκε, αν του
χυθούν οι καφέδες. Να, κοντεύει στην μέση του δρόμου. Ένας αραμπάς κατεβαίνει
εκείνη την στιγμή. Στριγγλίζουν οι ρόδες πάνω στο παγωμένο χιόνι. Πρέπει να
βιαστεί ο Μιχαλάκης να περάσει. Το άλογο με τον αραμπά τρέχει. Σηκώθηκε όρθιος
ο αραμπατζής και φωνάζει. Φύγε, φύγε από μπροστά. Εσένα μιλάω. Φύγε σου λέω και
τραβάει τα γκέμια.
Αλλά
ο Μιχαλάκης, πώς να φύγει, πιο γρήγορα. Και εάν χυθούν
οι καφέδες; Ο αραμπάς πλησιάζει, ο αραμπατζής ξεφωνίζει, φωνάζουν και οι
περαστικοί. Με δύο γρήγορες δρασκελιές ο Μιχαλάκης βρέθηκε στο πεζοδρόμιο. Ο
δίσκος σφιχτά στα χέρια του. Ούτε που κουνήθηκε ο καφές. Ούτε που τραντάχτηκε
το καϊμάκι.
Τραβήξου,
φύγε, ξεφωνίζει ο αραμπατζής. Του ξεφεύγουν τα γκέμα. Φρένιασε το άλογο.
Τρέχα,
τρέχα, φωνάζει ο κόσμος.
Όχι
δεν θα τρέξει άλλο. Δεν χρειάζεται. Έφτασε στο πεζοδρόμιο. Ο καφές δεν χύθηκε.
Το καϊμάκι δεν τραντάχτηκε. Απείραχτα και τα νερά μέσα στα ποτήρια. Ο ίδιος δεν
γλίστρησε. Να, να πατά στο πεζοδρόμιο...
Δεν
γλίστρησε ο Μιχαλάκης. Γλίστρησε όμως το άλογο. Μπερδεύτηκε στα πόδια του
αλόγου ο Μιχαλάκης, με τον δίσκο στα χέρια του. Σέρνεται το παιδί κάτω από τις
ρόδες του αραμπά. Σπάσανε τα ποτήρια. Τινάχτηκαν τα νερά, σπάσανε τα φλιτζάνια.
Χύθηκαν οι καφέδες. Μαύροι λεκέδες, πάνω στο γλιστερό παγωμένο λευκό δρόμο.
Σέρνει
για λίγο ο αραμπάς το κορμί του παιδιού στον κατήφορο. Ζεστό αίμα αυλάκωσε τον
πάγο.
Τρέχει
ο κόσμος.
Τι
είναι; τι είναι;
Ένα
παιδάκι σκοτώθηκε.
Ποιο
είναι; Ποιανού είναι; ρωτούν οι περίεργοι.
Α,
ένα προσφυγάκι ήταν, τους λέει το αφεντικό ο κυρ Αναστάσης, που έτρεξε να σώσει
τον δίσκο του. «Να πάρει ο διάβολος, τώρα βρήκε να σκοτωθεί, τώρα που είχε
μάθει καλά την δουλειά. μουρμουρίζει ανάμεσα στα δόντια του».
(Από
την σειρά των διηγημάτων του Γ. Ανδρεάδη: «Ξεχασμένες ιστορίες κι από τον Θεό
ακόμα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου