Γεννήθηκα το 1911, στο χωριό Αχουρνού της Ορντού και
το όνομα μου είναι Χρήστος Ηλιάδης. Είχα εννέα αδέλφια και ο πατέρας μου λεγόταν
Παναγιώτης και η μάνα μου Πελαγία.
Όταν άρχισε το κακό και μάζευαν τους Έλληνες του τόπου
μας, εγώ ήμουν μόλις πέντε χρονών και περισσότερα δεν μπορώ να θυμηθώ. Ξέρω
όμως, ότι από την θύελλα εκείνη, επέζησα μόνον εγώ και η αδελφή μου η Ευρώπη.
Όλοι οι άλλοι χάθηκαν και κανείς δεν επέζησε.
Πολλές γυναίκες ακολουθούσαν τους εξόριστους, με την
ελπίδα, ότι θα μπορούσαν με το κλάμα και τις παρακλήσεις, να συγκινήσουν τους
συνοδούς Τούρκους στρατιώτες.
Όταν νύχτωσε την ημέρα εκείνη, μπορούσε να ακούσει
κανείς στο χωριό μας, σε κάθε σπίτι, το κλάμα των παιδιών και στους δρόμους το
γαύγισμα των σκύλων, που και αυτοί διαι-σθάνθηκαν το κακό και την συμφορά.
Στο σπίτι μας μείναμε 6 παιδιά. Oι τέσσερις αδελφές
μου, εγώ που ήμουν πέντε χρονών και ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος, που δεν ήταν
ακόμη δεκαπέντε χρονών. Περιμέναμε με αγωνία την επιστροφή και τον γυρισμό των
υπολοίπων. Η δυστυχισμένη μάνα μας, ακολούθησε τον πατέρα μας και τους τρεις
μεγαλύτερους γιους της. Του κάκου όμως.
Οι γυναίκες εγκατέλειψαν την άσκοπη προσπάθεια τους
και γύρισαν μισοπεθαμένες από την πορεία της νύχτας, το κρύο και την απελπισία.
Γύρισε και η μάνα μας, μόνη της. Μια ώρα μετά την επιστροφή, την χάσαμε. Πέθανε
και μας άφησε μόνους και απροστάτευτους. Μείναμε έξι απροστάτευτα ορφανά
παιδιά. Ήμουν πολύ μικρός, μόλις πέντε χρονών, για να καταλάβω και να νιώσω τον
θάνατο της μάνας μας.
Το χωριό μας διαλύθηκε και ερημώθηκε από άνδρες. Όλοι
κατέβαιναν στην Ορντού, τα γνωστά Κοτύωρα. Χωρίς καμιά προστασία κατεβαίναμε
και εμείς τα παιδιά, για την Ορντού. Έτσι μας είχε συμβουλέψει όλους η εκκλησία
μας. Να φύγουμε από τα χωριά και να έλθουμε στην Ορντού, όπου υπήρχε μεγαλύτερη
ασφάλεια, για όλους μας. Ευτυχώς οι κάτοικοι των Κοτυώρων μας βοήθησαν πολύ.
Μας φιλοξένησαν και μας έδωσαν φαγητό.
Σε λίγο όμως άλλη μεγάλη συμφορά μας περίμενε. Ήλθαν
οι Τούρκοι αστυνομικοί και πήραν όλα τα κορίτσια άνω των δεκαπέντε χρονών. Έτσι
πήραν και τις τρεις αδελφές μου. Μείναμε τρία παιδιά.
Πέρασε πολύς καιρός και δεν είχαμε είδηση, για όλα
αυτά τα κορίτσια. Αργότερα κάποιοι είπαν, ότι οι Τούρκοι τ’ ατίμασαν και μετά
τα έριξαν σε γκρεμό. Μόνον ένας Θεός ξέρει, τι ακριβώς έγινε.
Ορντού (Κοτύωρα) Ordu |
Πολλές οικογένειες, στα Κοτύωρα, υιοθέτησαν τα ορφανά.
Τον αδελφό μου, τον υιοθέτησε μια οικογένεια, ονόματι Γρηγοριάδου. Την αδελφή
μου, την υιοθέτησε η οικογένεια Σε-μερτζίδου. Εγώ μέσα σ’ αυτήν την θύελλα
έγινα 6 χρονών.
Εμένα με υιοθέτησε μια οικογένεια, αλλά μετά από τρεις
μέρες μ’ έδιωξαν και μ’ άφησαν στο έλεος του Θεού, επειδή ήμουν πολύ αδύνατος
από την πείνα, τις στερήσεις και την ταλαιπωρία. Όσα παιδιά, σαν εμένα, δεν τα
έπαιρνε κανείς, επειδή δεν ήσαν υγιή, τα έβαζαν σε ορφανοτροφείο και τα
συντηρούσαν εκεί με χρήματα των πλουσίων της Ορντού. Έτσι το πρώην σχολείο στην
ενορία της Υπαπαντής, έγινε το ορφανοτροφείο για όλους εμάς.
Μια μέρα του 1916, ή του 1917, δεν θυμάμαι καλά, έκαμε
την εμφάνιση του, στα Κοτύωρα, ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας. Οι Τούρκοι
πήραν τα βουνά και οι Ρώσοι έβγαζαν βάρκες στις αμμουδιές, να πάρουν χριστιανούς
και να τους μεταφέρουν στην Ρωσία. Οι δάσκαλοι και οι παιδονόμοι, μας
εγκατέλειψαν εμάς τα ορφανά, για να σωθούν οι ίδιοι.
Εμείς κλαίγοντας, φεύγαμε από το ορφανοτροφείο και
τρέχαμε προς την παραλία, για να σωθούμε μέσα στις ρωσικές βάρκες. Εγώ κατάφερα
και μπήκα μόνος μου σε μια βάρκα. Ήμουν εξήμισι χρονών και φρόντιζα μόνος μου,
για την σωτηρία της ζωής μου. Η βάρκα όμως γέμισε τόσο πολύ, που πάτωσε και δεν
μπορούσε ν’ απομακρυνθεί.
Δεν κατάλαβα πως βρέθηκα έξω από την βάρκα. Ένας
άνδρας μ’ άρπαξε και με πέταξε έξω. Άρχισα να κλαίω. Μόνο αυτό μπορούσα να
κάνω. Τα δύο μου αδέλφια έφυγαν με τους θετούς γονείς τους.
Μετά την απομάκρυνση των ρωσικών πλοίων, οι Τούρκοι
επέστρεψαν εξαγριωμένοι στην πόλη και ετοίμασαν σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων
που είχαν ξεμείνει.
Τοκάτη (Tokat) |
Ήρθαν Τούρκοι αστυνομικοί, περικύκλωσαν τα σπίτια και
το ορφανοτροφείο, όπου υπήρχαν 100 ορφανά και μας έσπρωχναν γρήγορα, γιατί θα
φεύγαμε εξορία. Μια εξορία, η περιγραφή της οποίας μόνον ανατριχίλα προκαλεί.
Θυμάμαι, ότι το μαρτύριο αυτής της εξορίας κράτησε δύο μήνες και ότι από τις
2.500 ψυχές που είμαστε αρχικά, μείναμε ζωντανοί μόνον 1.350 σκελετωμένα
ανθρώπινα ράκη.
Άλλους μας πήγαν στο Ερμπαά και άλλους, στην πόλη
Τοκάτ. Ζούσαμε με λίγο ψωμί και ελιές. Τα ρούχα μου ήσαν κουρέλια και για σωματική
μου ανάγκη, σήκωνα ένα μπάλωμα, που είχα ράψει πίσω στο παντελονάκι μου, μ’ ένα
σκουριασμένο σύρμα που βρήκα.
Ένα πρωί μας είπαν, ότι θα επιστρέψουμε στα Κοτύωρα. Η
χαρά μου ήταν μεγάλη, γιατί δεν ξέραμε την ερήμωση και τον αφανισμό που θ’
αντικρίζαμε.
Το Πατριαρχείο φρόντισε για όλους μας, να
μεταφερθούμε στην Πόλη. Με μάτια βουρκωμένα μπήκαμε στο πλοίο, με
προορισμό την Πριγκηπόνησο και στρέψαμε το βλέμμα μας, για ν’ αποχαιρετήσουμε,
για τελευταία φορά, την αγαπημένη μας πατρίδα.
Στο Οικοτροφείο μαζευτήκαμε 700 ορφανά περίπου, από
διάφορα μέρη. Μας εξέτασαν, μας κούρεψαν, μας έκαμαν μπάνιο και μας φορέσανε
καθαρά ρούχα και παπούτσια.
Εκεί έμαθα τα πρώτα γράμματα. Ερχόντουσαν και
αμερικανίδες γυναίκες και μας έφερναν διάφορα δώρα. Τότε έλαβα και το πρώτο
δώρο της ζωής μου, που το φύλαγα σαν φυλακτό. Ήταν ένα τόπι. Μια πρωτομαγιά,
μας πήγανε και εκδρομή.
Χρήστος Ηλιάδης 01.01.1926 (την μέρα της ορκωμοσίας του στον Πόρο) |
Εκεί στο Οικοτροφείο μείναμε τέσσερα χρόνια και μετά
φύγαμε για την Ελλάδα, όπως συμφώνησε το Πατριαρχείο με την Ελληνική Κυβέρνηση.
Στην Ελλάδα μας σκόρπισαν σε διάφορες σχολές της χώρας. Εγώ κατέληξα στην Σχολή
Υπαξιωματικών του Ναυτικού στον Πόρο.
Όταν πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, ή του
Πάσχα, οι συμμαθητές μας, που είχαν μάνα, ή συγγενικές οικογένειες, έπαιρναν
άδεια και πήγαιναν στους συγγενείς τους.
Εγώ, όπως και πολλά άλλα παιδιά δεν είχαμε που να πάμε
και μέναμε στην Σχολή.
Δεν λησμονώ ποτέ την συγκίνηση και την χαρά που
δοκίμαζα, όταν επιστρέφοντες συμμαθητές μας, μου έφερναν γλυκά και ξηρούς
καρπούς, από τα σπίτια τους, λέγοντας: Πάρτα αυτά, μου έλεγαν, τα έδωσε η
μάνα μου, για σένα. Τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα, που κάποιος στον κόσμο,
ενδιαφερόταν και για μένα.
Έτσι αποφοίτησα από την Σχολή και υπηρέτησα στο
Πολεμικό Ναυτικό, τριάντα επτά χρόνια. Τώρα στην δύση της ζωής μου, είμαι ευτυχισμένος
παππούς πια και δοξάζω τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο, που όλα είχαν ένα καλό
τέλος για μένα.
(Από τις συνεντεύξεις του Γ. Ανδρεάδη, της σειράς
«Ιστορίες ξεχασμένες κι από τον Θεό ακόμη»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου