Από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας άρχισε να περιορίζεται η χρήση των οικογενειακών επωνύμων, για να φθάσουμε σταδιακά στην πλήρη σχεδόν εγκατάλειψή τους.
Τη θέση του επωνύμου, πήρε το πατρώνυμο σε πτώση γενική. Και αυτός ο τύπος επωνύμου ήταν αρκετός για τις τουρκικές αρχές, αφού και οι Τούρκοι μέχρι το 1934 δεν είχαν επώνυμα.
Στη Χαλδία, όπως προκύπτει από παλιούς εκκλησιαστικούς καταλόγους, από πίνακες ιδρυμάτων, από μαθητολόγια του Φροντιστηρίου Αργυρούπολης και κυρίως από τους Κώδικες των Ιερών Ναών Αγίου Γεωργίου (Αρχείο Πόντου, τεύχος 8, Αθήνα 1938) και Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Αρχείο Πόντου, τεύχος 24, Αθήνα 1961) συναντούμε, πριν από την καθιέρωση των επωνύμων, τους εξής τύπους οικογενειακών ονομάτων, των διακριτικών δηλαδή του γένους, που επείχαν και θέση επωνύμου:
Κοντά στο βαπτιστικό υπάρχει και το όνομα του πατέρα αλλά με άρθρο, π. χ. Δημήτριος του Αναστασίου, Ιωσήφ του Γεωργίου. Συχνά μεταξύ του βαπτιστικού και του πατρώνυμου, παρεμβάλλεται η λέξη υιός π. χ. Θεολόγος υιός Ιωάννου, Χαράλαμπος υιός Ματθαίου.
Μαζί με το κύριο όνομα, έχουμε συχνά, αντί του πατρώνυμου, ένα προσδιοριστικό του τόπου καταγωγής του προσώπου, π. χ. Αθανάσιος Φυτιάνος (από τα Φυτΐανα), Δαμιανός Κοροξενός (από την Κορόξενα), Κωνσταντίνος Νιβαινίτης (από τη Νίβαινα), Ευστάθιος Ατρενός (από την Ατρα), Χαράλαμπος εκ χώρας Παρτίου (από το Παρτίν), Βασίλειος εκ χώρας Λερίου (από το Λερί Κοασίου), Θεόδωρος εκ χώρας Αδύσσης ή Θεόδωρος Αδυσσηνός (από την Άδυσσα).
Το βαπτιστικό όνομα, με τα προσηγορικά Χατζής ή Προσκυνητής. Και τούτο γιατί η μετάβαση εκείνα τα δύσκολα χρόνια για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους αποτελούσε γεγονός μεγάλης σημασίας, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το υψηλό κόστος και τους κινδύνους ενός τέτοιου ταξιδιού. Έτσι, ο καθένας ήταν πολύ περήφανος και ευτυχής να φέρει αυτόν τον άκρως τιμητικό τίτλο στο όνομά του, π. χ. Χατζή Φώτιος Αθανασίου, Κωνσταντίνος του Χατζη-Φώτ’, Χατζή Μουράτ’ του Γεωργίου, Πέτρος Προσκυνητής του Ιακώβου, Χαρίτων Προσκυνητής. Το Χατζής έμπαινε πάντα προ του ονόματος, ενώ το Προσκυνητής μετά από αυτό.
Χρήση εκκλησιαστικών τίτλων, βαθμών και οφικίων, π. χ. Γρηγόριος, Ιερεύς, Οικονόμος Βασίλειος, Ιερεύς, Ο Εφημέριος Παύλος, Αρχιμανδρίτης Θεόληπτος, Καθηγούμενος Ιγνάτιος, Κύριλλος Μοναχός, Περιστεριώτης (δηλαδή της μονής Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα), Πολύκαρπος Ιερομόναχος, ο Σουμελιώτης (της μονής Παναγίας Σουμελά), Θεόδωρος Ιερομόναχος, ο Βαζελιώτης (της μονής Αγ. Ιωάννου Βαζελώνος), Διονύσιος Λογοθέτης, Μιχαήλ Πρωτέκδικος, Χριστόφορος Πρωτονοτάριος: εκκλησιαστικά οφίκκια όλα.
Επώνυμα, με χρήση ονομάτων μεγάλων και γνωστών οικογενειών, λόγω των σημαντικών υπηρεσιών και προσφοράς τους προς το Γένος π. χ. οικογένεια των Σαρασιτών, οικογένεια των Καστελιωτών, οικογένεια των Μιχαλάντων, οικογένεια των Εφραιμάντων, οικογένεια των Συμενών, οικογένεια του Ζαβεριώτου κλπ.
Επώνυμα «εξ επαγγελματικών», π. χ. Ιωάννης του Χρυσοχόου, Αμανάτιος Ωρολογάς,, Νικηφόρος Κερχανατζής (εργοστασιάρχης, αλλά και κατεργάρης), Βασίλειος, ο Ρώσος, ο Μυλωνάριος (εδώ έχουμε και καταγωγή και επάγγελμα), Λουκάς ο Ταλαδώρος (ξυλογλύπτης).
Χρήση του ονόματος της μητέρας. Αυτό γινόταν όταν από πολλών ετών δεν υπήρχε ο πατέρας ή όταν επρόκειτο για σημαντική γυναικεία προσωπικότητα· χ. χ. Κωνσταντίνος υιός της Ζιλφής, Ασλάνιος υιός της Σώνας, Γιαννούλ’ υιός Χριστοφόρου της Αρσινόης (εδώ συναντιόνται το πατρώνυμο και το όνομα της γιαγιάς), Ο Παναγιώτης της Πιπέρας.
Διαφορετικό για τους εσώγαμπρους, χ. χ. ο Δημήτριος ο γαμβρός του Κεσίμ (το Κεσίμ παρωνύμιο), ο Αθανάσιος ο γαμβρός του Κοσμά, ο Γεώργιος ο γαμβρός της Αγγελης.
Πάντως, η συνήθης κατάληξη των οικογενειακών ονομάτων στην καθομιλουμένη ήταν —αντ’, που αποτελεί συγκεκομμένο τύπο της κατάληξης —άντοι. π. χ. οι Φωτάντ’ (Φωτάντοι), γενική τοι Φωτάντων ή τη Φωτάντων (η οικογένεια του πατέρα μου), οι Τσοπουράντ’ (Τσοπουράντοι), γενική τοι Τσοπουράντων, οι Τοπαλάντ’ (Τοπαλάντοι), οι Καραγιαννάντ’ (Καραγιαννάντοι), οι Θεοδωράντ’ (θεοδωράντοι), οι Χ’Τεωργάντ’ (Χ’Τεωργάντοι) κ.ο.κ.
Ανάλογες καταλήξεις συναντώνται και στη νεοελληνική, που διαφέρουν κατά περιοχή π.χ. Λέμε: οι Παπακωσταίοι, οι Κατσαντωναίοι, οι Γιαννοπουλαίοι (κατάληξη —αίοι) ή Πα-παγιαννάκηδες, Ζυμβρακάκηδες, Ανδριανάκηδες (κατάλ. -άκηδες) κλπ., και για να επανέλθω στα του Πόντου, αυτά τα οικογενειακά προδιοριστικά που χαρακτήριζαν κάθε μέλος της οικογένειας, μπορεί να προέρχονταν από επώνυμα, παρωνύμια, επαγγέλματα, τοπωνύμια. Για παράδειγμα έλεγαν: Ο Νικόλας τοι Φωτάντων, ο Ανέστης τοι Κουλλάντων, ο Πρόδρομον τοι Τσαχουράντων κλπ.
Με τον ίδιο τρόπο αναφερόντουσαν και σε περιουσιακά ή άλλα στοιχεία των οικογενειών Π. χ. Τοι Κετικάντων το πεγάδ’ (βρύση), Τοι Παυλάντων η Χαμαιλέτε (Μύλος), Τοι Ποπαδάντων το γεφύρ'.
Τέλος, εκτός της κατάληξης —αντ’ (άντοι), σπανιότερα συναντούμε και την κατάληξη —εντ’ (έντοι), π.χ. για το γένος της μητέρας μου έλεγαν οι Φελεκέντ’ και όχι οι Φελεκάντ’ (Φελέκης το επώνυμο).
Κώστας Νικολαΐδης
Οικονομολόγος- Συγγραφέας
Τη θέση του επωνύμου, πήρε το πατρώνυμο σε πτώση γενική. Και αυτός ο τύπος επωνύμου ήταν αρκετός για τις τουρκικές αρχές, αφού και οι Τούρκοι μέχρι το 1934 δεν είχαν επώνυμα.
Ερείπια φροντιστηρίου Αργυρούπολης |
Στη Χαλδία, όπως προκύπτει από παλιούς εκκλησιαστικούς καταλόγους, από πίνακες ιδρυμάτων, από μαθητολόγια του Φροντιστηρίου Αργυρούπολης και κυρίως από τους Κώδικες των Ιερών Ναών Αγίου Γεωργίου (Αρχείο Πόντου, τεύχος 8, Αθήνα 1938) και Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Αρχείο Πόντου, τεύχος 24, Αθήνα 1961) συναντούμε, πριν από την καθιέρωση των επωνύμων, τους εξής τύπους οικογενειακών ονομάτων, των διακριτικών δηλαδή του γένους, που επείχαν και θέση επωνύμου:
Κοντά στο βαπτιστικό υπάρχει και το όνομα του πατέρα αλλά με άρθρο, π. χ. Δημήτριος του Αναστασίου, Ιωσήφ του Γεωργίου. Συχνά μεταξύ του βαπτιστικού και του πατρώνυμου, παρεμβάλλεται η λέξη υιός π. χ. Θεολόγος υιός Ιωάννου, Χαράλαμπος υιός Ματθαίου.
Μαζί με το κύριο όνομα, έχουμε συχνά, αντί του πατρώνυμου, ένα προσδιοριστικό του τόπου καταγωγής του προσώπου, π. χ. Αθανάσιος Φυτιάνος (από τα Φυτΐανα), Δαμιανός Κοροξενός (από την Κορόξενα), Κωνσταντίνος Νιβαινίτης (από τη Νίβαινα), Ευστάθιος Ατρενός (από την Ατρα), Χαράλαμπος εκ χώρας Παρτίου (από το Παρτίν), Βασίλειος εκ χώρας Λερίου (από το Λερί Κοασίου), Θεόδωρος εκ χώρας Αδύσσης ή Θεόδωρος Αδυσσηνός (από την Άδυσσα).
Το βαπτιστικό όνομα, με τα προσηγορικά Χατζής ή Προσκυνητής. Και τούτο γιατί η μετάβαση εκείνα τα δύσκολα χρόνια για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους αποτελούσε γεγονός μεγάλης σημασίας, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το υψηλό κόστος και τους κινδύνους ενός τέτοιου ταξιδιού. Έτσι, ο καθένας ήταν πολύ περήφανος και ευτυχής να φέρει αυτόν τον άκρως τιμητικό τίτλο στο όνομά του, π. χ. Χατζή Φώτιος Αθανασίου, Κωνσταντίνος του Χατζη-Φώτ’, Χατζή Μουράτ’ του Γεωργίου, Πέτρος Προσκυνητής του Ιακώβου, Χαρίτων Προσκυνητής. Το Χατζής έμπαινε πάντα προ του ονόματος, ενώ το Προσκυνητής μετά από αυτό.
Χρήση εκκλησιαστικών τίτλων, βαθμών και οφικίων, π. χ. Γρηγόριος, Ιερεύς, Οικονόμος Βασίλειος, Ιερεύς, Ο Εφημέριος Παύλος, Αρχιμανδρίτης Θεόληπτος, Καθηγούμενος Ιγνάτιος, Κύριλλος Μοναχός, Περιστεριώτης (δηλαδή της μονής Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα), Πολύκαρπος Ιερομόναχος, ο Σουμελιώτης (της μονής Παναγίας Σουμελά), Θεόδωρος Ιερομόναχος, ο Βαζελιώτης (της μονής Αγ. Ιωάννου Βαζελώνος), Διονύσιος Λογοθέτης, Μιχαήλ Πρωτέκδικος, Χριστόφορος Πρωτονοτάριος: εκκλησιαστικά οφίκκια όλα.
Επώνυμα, με χρήση ονομάτων μεγάλων και γνωστών οικογενειών, λόγω των σημαντικών υπηρεσιών και προσφοράς τους προς το Γένος π. χ. οικογένεια των Σαρασιτών, οικογένεια των Καστελιωτών, οικογένεια των Μιχαλάντων, οικογένεια των Εφραιμάντων, οικογένεια των Συμενών, οικογένεια του Ζαβεριώτου κλπ.
Επώνυμα «εξ επαγγελματικών», π. χ. Ιωάννης του Χρυσοχόου, Αμανάτιος Ωρολογάς,, Νικηφόρος Κερχανατζής (εργοστασιάρχης, αλλά και κατεργάρης), Βασίλειος, ο Ρώσος, ο Μυλωνάριος (εδώ έχουμε και καταγωγή και επάγγελμα), Λουκάς ο Ταλαδώρος (ξυλογλύπτης).
Χρήση του ονόματος της μητέρας. Αυτό γινόταν όταν από πολλών ετών δεν υπήρχε ο πατέρας ή όταν επρόκειτο για σημαντική γυναικεία προσωπικότητα· χ. χ. Κωνσταντίνος υιός της Ζιλφής, Ασλάνιος υιός της Σώνας, Γιαννούλ’ υιός Χριστοφόρου της Αρσινόης (εδώ συναντιόνται το πατρώνυμο και το όνομα της γιαγιάς), Ο Παναγιώτης της Πιπέρας.
Διαφορετικό για τους εσώγαμπρους, χ. χ. ο Δημήτριος ο γαμβρός του Κεσίμ (το Κεσίμ παρωνύμιο), ο Αθανάσιος ο γαμβρός του Κοσμά, ο Γεώργιος ο γαμβρός της Αγγελης.
Ερείπια Αργυρούπολης |
Ανάλογες καταλήξεις συναντώνται και στη νεοελληνική, που διαφέρουν κατά περιοχή π.χ. Λέμε: οι Παπακωσταίοι, οι Κατσαντωναίοι, οι Γιαννοπουλαίοι (κατάληξη —αίοι) ή Πα-παγιαννάκηδες, Ζυμβρακάκηδες, Ανδριανάκηδες (κατάλ. -άκηδες) κλπ., και για να επανέλθω στα του Πόντου, αυτά τα οικογενειακά προδιοριστικά που χαρακτήριζαν κάθε μέλος της οικογένειας, μπορεί να προέρχονταν από επώνυμα, παρωνύμια, επαγγέλματα, τοπωνύμια. Για παράδειγμα έλεγαν: Ο Νικόλας τοι Φωτάντων, ο Ανέστης τοι Κουλλάντων, ο Πρόδρομον τοι Τσαχουράντων κλπ.
Με τον ίδιο τρόπο αναφερόντουσαν και σε περιουσιακά ή άλλα στοιχεία των οικογενειών Π. χ. Τοι Κετικάντων το πεγάδ’ (βρύση), Τοι Παυλάντων η Χαμαιλέτε (Μύλος), Τοι Ποπαδάντων το γεφύρ'.
Τέλος, εκτός της κατάληξης —αντ’ (άντοι), σπανιότερα συναντούμε και την κατάληξη —εντ’ (έντοι), π.χ. για το γένος της μητέρας μου έλεγαν οι Φελεκέντ’ και όχι οι Φελεκάντ’ (Φελέκης το επώνυμο).
Κώστας Νικολαΐδης
Οικονομολόγος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου