Είχε μεγάλη σημασία το προσκύνημα στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Κάθε χρόνο πολλές χιλιάδες προσκυνητών έρχονταν απ' όλα τα σημεία του Πόντου και του Καυκάσου, κάθε Δεκαπενταύγουστο και κάθε εννεαήμερο της Παναγίας για να προσκυνήσουν τη χάρη της.
Πάνοπλοι στην ψυχή και στο σώμα ανεβήκαμε στα βουνά της Σαντάς, κατεβήκαμε στο παρχάρι Κοβλακά* περάσαμε κάτω από το φρούριο του Ακρίτα, τραβήξαμε ένα μικρό ανηφοράκι όπου είδαμε τ' Ακρίτα το λιθάρ**, φθάσαμε στο παρχάρι Μονενέ, όπου ήπιαμε καθαρό και κρύο νερό.
Λίγο παρακάτω από το Μονενέ φτάσαμε στην τοποθεσία Καταρράχτες εκεί μας φάνηκε το πανόραμα του μοναστηριού της Παναγίας με τον πανύψηλο βράχο του που η κορφή του ανέβαινε στα σύννεφα, με το πολύτοξο υδραγωγείο του και με τα πολυώροφα του κτίρια. Εκεί ήσαν κάτω από τα πόδια μας απέραντα δάση έλατων με κάτι φαράγγια σαν της Αγίας Βαρβάρας, άγρια και απειλητικά και εκεί ακουγόταν φοβερός ο ρόχθος του ποταμού πυξίτη. Από εκεί ακούσθηκαν οι καμπάνες του μοναστηριού που σήμαιναν για χάρη των προσκυνητών Σανταίων.
Τραγουδώντας κατεβαίναμε και μετά μισή ώρα αντικρίσαμε τον ποταμό Πυξίτη που κατέβαζε μπόλικο νερό μ' όλο το μεγαλείο του. Ήταν πολύ γραφικό το θέαμα! Ούτε και στις Άλπεις σου παρουσιάζονται τέτοια καταρρακτώδη και θορυβώδη ποτάμια. Τ' ασημένια νερά του Πυξίτη κυλούσαν ορμητικά μ' αφρούς και με λύσσα, αγκάλιαζαν τις ολοστρόγγυλες πέτρες της κοίτης του, κρύβονταν ανάμεσα στα έλατα και στους θάμνους ουρλιάζοντας άγρια και ξαναφαίνονταν με μεγαλύτερη ορμή και μανία από πριν. Περάσαμε το ξύλινο γεφύρι της Αγίας Βαρβάρας, ανεβήκαμε ένα ανηφοράκι κάτω απ' την ευχάριστη σκιά των ελάτων που μας περιστοίχιζαν και φτάσαμε στην Αγία Βαρβάρα.
Εκεί μας περίμεναν εκπλήξεις, εκεί είδαμε το ωραίο εκκλησάκι της Αγίας ν' ασπρίζει πάνω σε μεμονωμένο βράχο και να κρέμεται πάνω από την άβυσσο. Είδαμε γύρω από το εκκλησάκι πολλές εξοχικές επαύλεις των καλόγερων περιποιημένες και καλλωπισμένες, είδαμε και πολλές άλλες εκκλησίτσες κάτασπρες και πανώριες , είδαμε και κήπους καλλιεργημένους με μεγάλη επιμέλεια και ένα κοπάδι αγελάδες του μοναστηριού.
Καθήσαμε δίπλα στην κρύα βρύση της Αγίας Βαρβάρας, ξεκουραστήκαμε και μετά μισή ώρα ξεκινήσαμε όλοι για το μοναστήρι. Φτάσαμε στην πλατεία του μοναστηριού και σταματήσαμε κάτω από τα εξωτερικά σκαλοπάτια. Είδαμε στην πλατεία πλήθος προσκυνητών απ' όλα τα χωριά και τις πολιτείες του Πόντου να καμαρώνουν τα παλληκάρια μας για τον οπλισμό και τη λεβεντιά τους.
Ένας Τούρκος μάλιστα από τη Γεμουρά ενθουσιάστηκε κι αυτός από τη λεβέντικη εμφάνιση των παλικαριών μας και φώναξε: Γαισασήν Σάνταληλαρ, ο δε Συμεών Γαρατσάλ έταξε τα παλληκάρια στη γραμμή κατά τα σκαλοπάτια και διέταξε πυρ. Σε κάθε δευτερόλεπτο βροντούσαν 25 Γκρά και Μάουζερ και τα γύρω του μοναστηριού βουνά, δάση και σπήλαια αντιλαλούσαν τον βρόντο. Τα παλληκάρια μας όλο πυροβολούσαν κι όλο ανέβαιναν τα σκαλοπάτια του μοναστηριού. Το κάθε παλικάρι άδειασε 2 και 3 δεκάδες φυσίγγια προς μεγάλη ικανοποίηση του εθνικού εγωισμού των προσκυνητών. Τότε ακούστηκε μια γριούλα από το Αγουρζενό να λέει: ¨Αφερουμ ση Σαντάς τα παληκάρια. Ατοίν τυφέκια μοναχόν κ' έχνε, έχνε και κανόνια***. Η στιγμή των αθρόων πυροβολισμών των παλικαριών μας ήταν στιγμή ιερή. Συγκίνηση απερίγραπτη κατείχε όλους μας. Τα μάτια πολλών προσκυνητών υγράνθηκαν , οι καρδιές σκίρτησαν. Τη στιγμή εκείνη πετούσε η ψυχή μας εδώ κάτω στην αθάνατη Ελλάδα μας. Πιο ισχυρός συνδυασμός θρησκείας και εθνισμού δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει σε καμιά εθνική μας γωνία εκτός στην Παναγία Σουμελά.
Μπήκαμε στο μοναστήρι. Πολλές συγκινήσεις μας ανέμεναν. Κατεβήκαμε εσωτερικά 120 σκαλοπάτια. Από παντού μας ερχόταν μυρωδιά κεριών, λιβανωτού και καντήλας. Παντού βλέπαμε παρεκκλήσια, κτίρια επιβλητικά κλπ. Το κάθε τι μας ενθουσίαζε, μας ύψωνε το νου και την διάνοια προς την Παναγιά και προς το γιο της. Άθελα σηκώσαμε τα μάτια μας στον ουρανό και αντί για ουρανό είδαμε σκαρφαλωμένη στον βράχο την θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς και χοντρές σταλαματιές που κατέβαιναν από την οροφή της σπηλιάς και μαζεύονταν σε μια μεγάλη δεξαμενή, όπου κατέβαινε και το νερό του υδραγωγείου. Αυτό ήταν το προαιώνιο, το ιερό αγίασμα της Παναγίας που έσωσε το μοναστήρι σε πολλές δύσκολες περιστάσεις.
Δύο βήματα ακόμη και βρεθήκαμε στο προαύλιο του ναού. Ο ναός ήταν χωρισμένος στο βάθος της μεγάλης σπηλιάς και το Άγιο Βήμα βρισκόταν πλάι στο προαύλιο κατά την Ανατολή. Επάνω στους τοίχους του ναού και του Αγίου Βήματος βρισκόταν χαραγμένα τα ονόματα πολλών προσκυνητών απ' τα παλιά χρόνια.
Άρχισε ο Εσπερινός κι όλοι οι Σανταίοι μαζί μπήκαμε στον ναό, προσκυνήσαμε την εικόνα της Παναγιάς,που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ανάψαμε λαμπάδες, πιάσαμε κάποια θέση κι από εκεί παρακολουθούσαμε την τελετή του Εσπερινού. Πολλές γυναίκες προσκυνήτριες κολλούσαν νομίσματα στην εικόνα της Παναγιάς, μερικές κουνούσαν και μια μικρή ασημένια κούνια του μοναστηριού, για να αποκτήσουν τάχα παιδί όσες ήσαν στείρες. Την κούνια εκείνη την έφερε εδώ στην Ελλάδα ο Σουμελιώτης καλόγερος Πολύκαρπος. Μόλις τελείωσε ο εσπερινός, εγώ μαζί με τον Συμεών Γαρατσάλ και τον Χριστόφορο Τσουμπάν παρακαλέσαμε τον ηγούμενο να μας δείξει τα ανεκτίμητα κειμήλια του μοναστηριού. Μας έδειξε αυτός εκτός από το Βαγγέλιο του οσίου Χριστόφορου και τον τίμιο Σταυρό σκεπασμένο με ασημένιο κάλυμμα και μας είπε πως 30 χρόνια κι εδώ έπαψε το μοναστήρι να δίνει τεμάχια ή φλούδα του τίμιου Σταυρού στο πλήθος.Το τίμιο ξύλο του Σταυρού το διακρίναμε πολύ δύσκολα, γιατί μονάχα μια μικρή γωνίτσα φαινόταν στο πόδι του Σταυρού. Επάνω στη θήκη διαβάσαμε την παρακάτω επιγραφή του δωρητή Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας:
"Ενθάδε κείται το τρισόβλιον ξύλον, εν ω ο Χριστός ηγίασε την κτίσιν. Ο Εμμανουήλ του Αλεξίου , γόνος Κομνηνός, Άναξ ευσεβής, Αυτοκράτωρ, ως δώρον αγνόν τη Πανάγνω προσφέρει, εν τω τάδε Ναώ τούδε του Μελά όρος".
Ακόμα μας έδειξε ο ηγούμενος μερικά ιερά λείψανα φυλαγμένα σε ασημένιες θήκες και το αγιασμένο χέρι του οσίου Χριστόφορου. Η συγκίνηση μας δεν είχε όρια σαν βλέπαμε τα ιερά λείψανα των ιδρυτών του μοναστηριού μας. Σαν βγήκαμε από την Εκκλησία περάσαμε απ' έξω από το κτίριο που βρισκόταν η βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Ο καλός ηγούμενος μας παρακίνησε να επισκεφτούμε τη βιβλιοθήκη, όπου μείναμε κατενθουσιασμένοι με τον πλούτο των αρχαίων χειρογράφων.
Κατά τα μεσάνυχτα σήμανε η καμπάνα το όρθρου και όλοι ετοιμαστήκαμε για την εκκλησία. Είδαμε ολόκληρο το ναό να πλέει μέσα στο εκτυφλωτικό φως των πολυέλαιων, των μανουαλιών, των λαμπάδων και των καντηλιών. Νομίζαμε τη στιγμή εκείνη πως χίλιοι ήλιοι λάμπουν την ώρα εκείνη στο στερέωμα της Παναγιάς και πως το κέντρο όλης της πλάσης είναι ο βράχος αυτός της Θεομήτορος, ο βράχος που συγκράτησε τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό στον πολύπαθο Πόντο για 15 αιώνες! Τις ψαλμωδίες του όρθρου τις ακούσαμε με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια. Ξημέρωσε τελείωσε η λειτουργία κι αποτραβηχτήκαμε στην κάμαρα μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι επιστάτες του μοναστηριού μας πρόσφεραν τσάι, γαλέτες και μυζήθρα άφθονη. Μετά το πρόγευμα επισκεφθήκαμε όλα τα διαμερίσματα του μοναστηριού. Πρώτα περάσαμε απ' το υπόγειο του ναού όπου βρισκόταν μια κρύπτη γεμάτη κόκαλα αγίων αντρών, εκείνων που υπηρέτησαν την Παναγιά και ταλαιπωρήθηκαν για χάρη της. Στην είσοδο της κρύπτης έκαιγε μια καντήλα ακοίμητη. Από κει περάσαμε στο μεγάλο πολυώροφο κτίριο και προχωρήσαμε στην άκρη του εξώστη του. Βλέπαμε στο βάθος και μας έπιανε ίλιγγος. Κατεβήκαμε στα κατώτατα πατώματα του κτιρίου και ανεβήκαμε στα ανώτατα. Ύστερα ανεβήκαμε και κατεβήκαμε πολλές σκαλωσιές, πολλά σοκάκια για να δούμε και να χορτάσουμε εκκλησάκια, κτίρια μικρά και μεγάλα, παλιά και νέα και γενικά να μην αφήσουμε καμιά γωνία ανεξιχνίαστη. Σαν φτάσαμε στην εξώπορτα του μοναστηριού είδαμε κάτι σκάλες ξύλινες ακανόνιστες, σκαρφαλώσαμε σ' αυτές και φτάσαμε στο μοναδικό παράθυρο της εξώπορτας που βρισκόταν σε ύψος 4 μέτρων και χρησίμευε για παρατηρητήριο.
Το απόγευμα ανεβήκαμε εγώ και ο Χρ. Τσουμπάν με τις γυναίκες μας στην κορφή του βράχου, ακριβώς από πάνω από το μοναστήρι κατακόρυφα. Είδαμε το ταπεινό και άσημο μα μεγάλο στη συνείδηση των Χριστιανών κελί του Βαρνάβα του ιδρυτή του μοναστηριού, αναπολήσαμε την σκληρή ζωή των ασκητών εκείνων Βαρνάβα και Σωφρόνιου που άφησαν τα πλούτη και τις ανέσεις της Αθήνας και σκαρφάλωσαν σ' ένα βράχο του αφιλόξενου Πόντου για δόξα της θρησκείας μας και η συγκίνηση μας ήταν απερίγραπτη. Λίγα βήματα παρέκει ανάμεσα στα έλατα ξετρυπώσαμε μια σπηλιά. Στη μέση της σπηλιάς ήταν μια λακκούβα όπου μαζευόταν νερό όλο το χρόνο και το νερό αυτό το τιμούσαν σαν αγίασμα οι προσκυνητές. Πέρα από την σπηλιά αυτή αλίμονο!!!Ούτε βήμα παραπέρα. Γκρεμός, άβυσσος! Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς το μεγαλείο του γκρεμού αν δεν το δει.
Μια στιγμή τολμήσαμε να ατενίσουμε στο βάθος της αβύσσου και ζαλιστήκαμε.Σε βάθος πολλών εκατοντάδων μέτρων άφριζε και βροντούσε ο τρελός Πυξίτης, πέρα από τον ποταμό τα παρθένα δάση κι οι εγκατεσπαρμένες στα δάση σπηλιές μας κρατούσαν σε έκσταση , πίσω από το βράχο του μοναστηριού κατά τη δύση άλλα δάση, άλλοι βράχοι, άλλοι γκρεμοί, άλλα φαράγγια, άλλη άβυσσος. Παντού η φύση μας έδειχνε το άφθαστο μεγαλείο της. Δεν μπορέσαμε μα την αλήθεια να χορτάσουμε το μεγαλείο αυτό γιατί τρέμαμε μπροστά στ' ανεξερεύνητα μυστήρια του απείρου. Δεν τολμούσαμε να κινηθούμε, νομίζαμε πως βρεθήκαμε κατά λάθος σε άλλον πλανήτη, πως από κει επισκοπούμε την γη και πως από κει κάποια μυστική δύναμη θα μας εκσφενδονίσει στη γη μας , στην Άβυσσο...Χριστέ και Παναγιά. Θα τρελαθούμε.
Πως θα ξεμπλέξομε; Σκεφτόμαστε τότε: Μήπως έφτασε το τέλος μας; Μήπως ζούμε την αιώνια ζωή του βαγγέλιου και δεν το ξέρουμε; Μα τότε έπρεπε να δούμε τον Χριστό και την Παναγιά ολοζώντανους και περικυκλωμένους από τάγματα Αγγέλων.
Ύστερα από μισή ώρα, αφού η φαντασία μας κατέβασε τα πανιά γυρίσαμε στο μοναστήρι και κατά το βράδυ μας κάλεσαν στο κοινοβιακό τραπέζι, όπου παρακάθισαν ο ηγούμενος και όλοι οι ξένοι. Φάγαμε φασόλια σούπα και λίγη μυζήθρα με μια τάξη παραδειγματική. Τρώγοντας θυμηθήκαμε την λαϊκή ρήση:Τη Μοναστηρί τα παρδία τρώγνε και παρά λίγο να γελάσουμε. Το πρωί της άλλης μέρας φύγαμε για τη Σαντά αφού αποχαιρετήσαμε την ηγούμενο και τους καλόγερους με συγκίνηση
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
*Οι Σανταίοι προσκυνητές της Παναγίας Σουμελά κατεβαίνοντας από το Κερβάν-γιολ στο Κοβλακά έχαναν τον δρόμο τους το9ν καιρό που σκέπαζε η καταχνιά τα οροπέδια μας και για την εξουδετέρωση του κακού αυτού πήρε ο Δημήτριο Κωφιάδης μαζί του από τις αρχές του σημερινού αιώνα μερικούς εργάτες, τους οποίους πλήρωσε ο ίδιος και τους έβαλε να σκάψουν ένα χαντάκι στενό μεταξύ Κοβλακά και Κερβάν-γιολ και να τοποθετήσουν εκεί κατά διαστήματα μακρουλές πέτρες σαν ορόσημα. Το ίδιο έκανε και στο Μονενέ.
** Την πέτρα αυτή κατά την παράδοση την άρπαξε στα χέρια του ο Ακρίτας και την εκσφενδόνισε ενάντια στους εχθρούς του
*** Και είχε δίκαιο να το πει αυτό η γριούλα, γιατί αλήθεια στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827, όταν ο Ρωσικός στρατός κατέβηκε στην Αργυρούπολη, μερικοί Σανταίοι έκλεψαν απ' την Αργυρούπολη ένα ορεινό πυροβόλο των Ρώσων και το έφεραν στη Σαντά μυστικά.
Το πυροβόλο αυτό δεν ωφέλησε καθόλου τους Σανταίους, γιατί απ' το φόβο μήπως κατασχεθεί απ' την Τούρκικη κυβέρνηση και τιμωρηθούν οι κάτοχοι του, παραχωρήθηκε σε κάποιο υπόγειο των Λαμπριανάντων(Ισχανανταίοι) πιθανόν στο γιάν αχουρί της καλογριάς Καλλινίκης Λαμπριανίδου, χωρίς να το δει κανένας εκτός από κείνους που το μετέφεραν απο την Αργυρούπολη. Δύο γέροι Ισχανανταίοι, ο Γεώργιος Χαρατσής και ο Χαράλαμπος Παρμαξούζ μου είπαν κάποτε πως οι Σανταίοι κατά το Πάσχα της χρονιάς που έκλεψαν το κανόνο έριξαν μ' αυτό μόνο μια φορά στο βρόντο και για πολλή ώρα ακουγόταν ο αντίλαλος του κανονιου στα βουνά και στις χαράδρες της Σαντάς
(Δημοσιεύτηκε στο υπ' αρ. 9 τεύχος του περιοδικού "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ" τον Σεπτέμβρη του 1950)
Σαντά |
Ήταν 22 Αυγούστου του 1911. Πρωί- πρωί μαζευτήκαμε πολλά παλληκάρια του Ισχανάντων και του Ζουρνατσάντων στην πλατεία Ισχανάντων κι' αποφασίσαμε να πάμε οπλισμένοι στο πανηγύρι του μοναστηριού.
Ήμασταν εγώ και η γυναίκα μου Ελένη, ο Χριστόφορος Τσουμπάν και η γυναίκα του Παρθένα, ο Κοσμάς Λιανίδης, ο Συμεών Γαρατσάλ, ο Ιωάννης Κουρτίδης, ο Αλέξης Γιαμάκ, ο Μιχάλης Λιάν, ο Γεώργιος Πηλείδης, ο Κώστας Παροτσής και άλλοι. Όλοι μας είμαστε νέοι με ζωή και σφρίγος, είχαμε επίγνωση της λεβεντιάς μας και την εθνική υπερηφάνεια μας στο ζενίθ.Πάνοπλοι στην ψυχή και στο σώμα ανεβήκαμε στα βουνά της Σαντάς, κατεβήκαμε στο παρχάρι Κοβλακά* περάσαμε κάτω από το φρούριο του Ακρίτα, τραβήξαμε ένα μικρό ανηφοράκι όπου είδαμε τ' Ακρίτα το λιθάρ**, φθάσαμε στο παρχάρι Μονενέ, όπου ήπιαμε καθαρό και κρύο νερό.
Πυξίτης ποταμός |
Τραγουδώντας κατεβαίναμε και μετά μισή ώρα αντικρίσαμε τον ποταμό Πυξίτη που κατέβαζε μπόλικο νερό μ' όλο το μεγαλείο του. Ήταν πολύ γραφικό το θέαμα! Ούτε και στις Άλπεις σου παρουσιάζονται τέτοια καταρρακτώδη και θορυβώδη ποτάμια. Τ' ασημένια νερά του Πυξίτη κυλούσαν ορμητικά μ' αφρούς και με λύσσα, αγκάλιαζαν τις ολοστρόγγυλες πέτρες της κοίτης του, κρύβονταν ανάμεσα στα έλατα και στους θάμνους ουρλιάζοντας άγρια και ξαναφαίνονταν με μεγαλύτερη ορμή και μανία από πριν. Περάσαμε το ξύλινο γεφύρι της Αγίας Βαρβάρας, ανεβήκαμε ένα ανηφοράκι κάτω απ' την ευχάριστη σκιά των ελάτων που μας περιστοίχιζαν και φτάσαμε στην Αγία Βαρβάρα.
Εκεί μας περίμεναν εκπλήξεις, εκεί είδαμε το ωραίο εκκλησάκι της Αγίας ν' ασπρίζει πάνω σε μεμονωμένο βράχο και να κρέμεται πάνω από την άβυσσο. Είδαμε γύρω από το εκκλησάκι πολλές εξοχικές επαύλεις των καλόγερων περιποιημένες και καλλωπισμένες, είδαμε και πολλές άλλες εκκλησίτσες κάτασπρες και πανώριες , είδαμε και κήπους καλλιεργημένους με μεγάλη επιμέλεια και ένα κοπάδι αγελάδες του μοναστηριού.
Καθήσαμε δίπλα στην κρύα βρύση της Αγίας Βαρβάρας, ξεκουραστήκαμε και μετά μισή ώρα ξεκινήσαμε όλοι για το μοναστήρι. Φτάσαμε στην πλατεία του μοναστηριού και σταματήσαμε κάτω από τα εξωτερικά σκαλοπάτια. Είδαμε στην πλατεία πλήθος προσκυνητών απ' όλα τα χωριά και τις πολιτείες του Πόντου να καμαρώνουν τα παλληκάρια μας για τον οπλισμό και τη λεβεντιά τους.
Ένας Τούρκος μάλιστα από τη Γεμουρά ενθουσιάστηκε κι αυτός από τη λεβέντικη εμφάνιση των παλικαριών μας και φώναξε: Γαισασήν Σάνταληλαρ, ο δε Συμεών Γαρατσάλ έταξε τα παλληκάρια στη γραμμή κατά τα σκαλοπάτια και διέταξε πυρ. Σε κάθε δευτερόλεπτο βροντούσαν 25 Γκρά και Μάουζερ και τα γύρω του μοναστηριού βουνά, δάση και σπήλαια αντιλαλούσαν τον βρόντο. Τα παλληκάρια μας όλο πυροβολούσαν κι όλο ανέβαιναν τα σκαλοπάτια του μοναστηριού. Το κάθε παλικάρι άδειασε 2 και 3 δεκάδες φυσίγγια προς μεγάλη ικανοποίηση του εθνικού εγωισμού των προσκυνητών. Τότε ακούστηκε μια γριούλα από το Αγουρζενό να λέει: ¨Αφερουμ ση Σαντάς τα παληκάρια. Ατοίν τυφέκια μοναχόν κ' έχνε, έχνε και κανόνια***. Η στιγμή των αθρόων πυροβολισμών των παλικαριών μας ήταν στιγμή ιερή. Συγκίνηση απερίγραπτη κατείχε όλους μας. Τα μάτια πολλών προσκυνητών υγράνθηκαν , οι καρδιές σκίρτησαν. Τη στιγμή εκείνη πετούσε η ψυχή μας εδώ κάτω στην αθάνατη Ελλάδα μας. Πιο ισχυρός συνδυασμός θρησκείας και εθνισμού δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει σε καμιά εθνική μας γωνία εκτός στην Παναγία Σουμελά.
Μπήκαμε στο μοναστήρι. Πολλές συγκινήσεις μας ανέμεναν. Κατεβήκαμε εσωτερικά 120 σκαλοπάτια. Από παντού μας ερχόταν μυρωδιά κεριών, λιβανωτού και καντήλας. Παντού βλέπαμε παρεκκλήσια, κτίρια επιβλητικά κλπ. Το κάθε τι μας ενθουσίαζε, μας ύψωνε το νου και την διάνοια προς την Παναγιά και προς το γιο της. Άθελα σηκώσαμε τα μάτια μας στον ουρανό και αντί για ουρανό είδαμε σκαρφαλωμένη στον βράχο την θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς και χοντρές σταλαματιές που κατέβαιναν από την οροφή της σπηλιάς και μαζεύονταν σε μια μεγάλη δεξαμενή, όπου κατέβαινε και το νερό του υδραγωγείου. Αυτό ήταν το προαιώνιο, το ιερό αγίασμα της Παναγίας που έσωσε το μοναστήρι σε πολλές δύσκολες περιστάσεις.
Δύο βήματα ακόμη και βρεθήκαμε στο προαύλιο του ναού. Ο ναός ήταν χωρισμένος στο βάθος της μεγάλης σπηλιάς και το Άγιο Βήμα βρισκόταν πλάι στο προαύλιο κατά την Ανατολή. Επάνω στους τοίχους του ναού και του Αγίου Βήματος βρισκόταν χαραγμένα τα ονόματα πολλών προσκυνητών απ' τα παλιά χρόνια.
Άρχισε ο Εσπερινός κι όλοι οι Σανταίοι μαζί μπήκαμε στον ναό, προσκυνήσαμε την εικόνα της Παναγιάς,που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ανάψαμε λαμπάδες, πιάσαμε κάποια θέση κι από εκεί παρακολουθούσαμε την τελετή του Εσπερινού. Πολλές γυναίκες προσκυνήτριες κολλούσαν νομίσματα στην εικόνα της Παναγιάς, μερικές κουνούσαν και μια μικρή ασημένια κούνια του μοναστηριού, για να αποκτήσουν τάχα παιδί όσες ήσαν στείρες. Την κούνια εκείνη την έφερε εδώ στην Ελλάδα ο Σουμελιώτης καλόγερος Πολύκαρπος. Μόλις τελείωσε ο εσπερινός, εγώ μαζί με τον Συμεών Γαρατσάλ και τον Χριστόφορο Τσουμπάν παρακαλέσαμε τον ηγούμενο να μας δείξει τα ανεκτίμητα κειμήλια του μοναστηριού. Μας έδειξε αυτός εκτός από το Βαγγέλιο του οσίου Χριστόφορου και τον τίμιο Σταυρό σκεπασμένο με ασημένιο κάλυμμα και μας είπε πως 30 χρόνια κι εδώ έπαψε το μοναστήρι να δίνει τεμάχια ή φλούδα του τίμιου Σταυρού στο πλήθος.Το τίμιο ξύλο του Σταυρού το διακρίναμε πολύ δύσκολα, γιατί μονάχα μια μικρή γωνίτσα φαινόταν στο πόδι του Σταυρού. Επάνω στη θήκη διαβάσαμε την παρακάτω επιγραφή του δωρητή Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας:
"Ενθάδε κείται το τρισόβλιον ξύλον, εν ω ο Χριστός ηγίασε την κτίσιν. Ο Εμμανουήλ του Αλεξίου , γόνος Κομνηνός, Άναξ ευσεβής, Αυτοκράτωρ, ως δώρον αγνόν τη Πανάγνω προσφέρει, εν τω τάδε Ναώ τούδε του Μελά όρος".
Ακόμα μας έδειξε ο ηγούμενος μερικά ιερά λείψανα φυλαγμένα σε ασημένιες θήκες και το αγιασμένο χέρι του οσίου Χριστόφορου. Η συγκίνηση μας δεν είχε όρια σαν βλέπαμε τα ιερά λείψανα των ιδρυτών του μοναστηριού μας. Σαν βγήκαμε από την Εκκλησία περάσαμε απ' έξω από το κτίριο που βρισκόταν η βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Ο καλός ηγούμενος μας παρακίνησε να επισκεφτούμε τη βιβλιοθήκη, όπου μείναμε κατενθουσιασμένοι με τον πλούτο των αρχαίων χειρογράφων.
Κατά τα μεσάνυχτα σήμανε η καμπάνα το όρθρου και όλοι ετοιμαστήκαμε για την εκκλησία. Είδαμε ολόκληρο το ναό να πλέει μέσα στο εκτυφλωτικό φως των πολυέλαιων, των μανουαλιών, των λαμπάδων και των καντηλιών. Νομίζαμε τη στιγμή εκείνη πως χίλιοι ήλιοι λάμπουν την ώρα εκείνη στο στερέωμα της Παναγιάς και πως το κέντρο όλης της πλάσης είναι ο βράχος αυτός της Θεομήτορος, ο βράχος που συγκράτησε τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό στον πολύπαθο Πόντο για 15 αιώνες! Τις ψαλμωδίες του όρθρου τις ακούσαμε με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια. Ξημέρωσε τελείωσε η λειτουργία κι αποτραβηχτήκαμε στην κάμαρα μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι επιστάτες του μοναστηριού μας πρόσφεραν τσάι, γαλέτες και μυζήθρα άφθονη. Μετά το πρόγευμα επισκεφθήκαμε όλα τα διαμερίσματα του μοναστηριού. Πρώτα περάσαμε απ' το υπόγειο του ναού όπου βρισκόταν μια κρύπτη γεμάτη κόκαλα αγίων αντρών, εκείνων που υπηρέτησαν την Παναγιά και ταλαιπωρήθηκαν για χάρη της. Στην είσοδο της κρύπτης έκαιγε μια καντήλα ακοίμητη. Από κει περάσαμε στο μεγάλο πολυώροφο κτίριο και προχωρήσαμε στην άκρη του εξώστη του. Βλέπαμε στο βάθος και μας έπιανε ίλιγγος. Κατεβήκαμε στα κατώτατα πατώματα του κτιρίου και ανεβήκαμε στα ανώτατα. Ύστερα ανεβήκαμε και κατεβήκαμε πολλές σκαλωσιές, πολλά σοκάκια για να δούμε και να χορτάσουμε εκκλησάκια, κτίρια μικρά και μεγάλα, παλιά και νέα και γενικά να μην αφήσουμε καμιά γωνία ανεξιχνίαστη. Σαν φτάσαμε στην εξώπορτα του μοναστηριού είδαμε κάτι σκάλες ξύλινες ακανόνιστες, σκαρφαλώσαμε σ' αυτές και φτάσαμε στο μοναδικό παράθυρο της εξώπορτας που βρισκόταν σε ύψος 4 μέτρων και χρησίμευε για παρατηρητήριο.
Το απόγευμα ανεβήκαμε εγώ και ο Χρ. Τσουμπάν με τις γυναίκες μας στην κορφή του βράχου, ακριβώς από πάνω από το μοναστήρι κατακόρυφα. Είδαμε το ταπεινό και άσημο μα μεγάλο στη συνείδηση των Χριστιανών κελί του Βαρνάβα του ιδρυτή του μοναστηριού, αναπολήσαμε την σκληρή ζωή των ασκητών εκείνων Βαρνάβα και Σωφρόνιου που άφησαν τα πλούτη και τις ανέσεις της Αθήνας και σκαρφάλωσαν σ' ένα βράχο του αφιλόξενου Πόντου για δόξα της θρησκείας μας και η συγκίνηση μας ήταν απερίγραπτη. Λίγα βήματα παρέκει ανάμεσα στα έλατα ξετρυπώσαμε μια σπηλιά. Στη μέση της σπηλιάς ήταν μια λακκούβα όπου μαζευόταν νερό όλο το χρόνο και το νερό αυτό το τιμούσαν σαν αγίασμα οι προσκυνητές. Πέρα από την σπηλιά αυτή αλίμονο!!!Ούτε βήμα παραπέρα. Γκρεμός, άβυσσος! Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς το μεγαλείο του γκρεμού αν δεν το δει.
Μια στιγμή τολμήσαμε να ατενίσουμε στο βάθος της αβύσσου και ζαλιστήκαμε.Σε βάθος πολλών εκατοντάδων μέτρων άφριζε και βροντούσε ο τρελός Πυξίτης, πέρα από τον ποταμό τα παρθένα δάση κι οι εγκατεσπαρμένες στα δάση σπηλιές μας κρατούσαν σε έκσταση , πίσω από το βράχο του μοναστηριού κατά τη δύση άλλα δάση, άλλοι βράχοι, άλλοι γκρεμοί, άλλα φαράγγια, άλλη άβυσσος. Παντού η φύση μας έδειχνε το άφθαστο μεγαλείο της. Δεν μπορέσαμε μα την αλήθεια να χορτάσουμε το μεγαλείο αυτό γιατί τρέμαμε μπροστά στ' ανεξερεύνητα μυστήρια του απείρου. Δεν τολμούσαμε να κινηθούμε, νομίζαμε πως βρεθήκαμε κατά λάθος σε άλλον πλανήτη, πως από κει επισκοπούμε την γη και πως από κει κάποια μυστική δύναμη θα μας εκσφενδονίσει στη γη μας , στην Άβυσσο...Χριστέ και Παναγιά. Θα τρελαθούμε.
Πως θα ξεμπλέξομε; Σκεφτόμαστε τότε: Μήπως έφτασε το τέλος μας; Μήπως ζούμε την αιώνια ζωή του βαγγέλιου και δεν το ξέρουμε; Μα τότε έπρεπε να δούμε τον Χριστό και την Παναγιά ολοζώντανους και περικυκλωμένους από τάγματα Αγγέλων.
Ύστερα από μισή ώρα, αφού η φαντασία μας κατέβασε τα πανιά γυρίσαμε στο μοναστήρι και κατά το βράδυ μας κάλεσαν στο κοινοβιακό τραπέζι, όπου παρακάθισαν ο ηγούμενος και όλοι οι ξένοι. Φάγαμε φασόλια σούπα και λίγη μυζήθρα με μια τάξη παραδειγματική. Τρώγοντας θυμηθήκαμε την λαϊκή ρήση:Τη Μοναστηρί τα παρδία τρώγνε και παρά λίγο να γελάσουμε. Το πρωί της άλλης μέρας φύγαμε για τη Σαντά αφού αποχαιρετήσαμε την ηγούμενο και τους καλόγερους με συγκίνηση
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
*Οι Σανταίοι προσκυνητές της Παναγίας Σουμελά κατεβαίνοντας από το Κερβάν-γιολ στο Κοβλακά έχαναν τον δρόμο τους το9ν καιρό που σκέπαζε η καταχνιά τα οροπέδια μας και για την εξουδετέρωση του κακού αυτού πήρε ο Δημήτριο Κωφιάδης μαζί του από τις αρχές του σημερινού αιώνα μερικούς εργάτες, τους οποίους πλήρωσε ο ίδιος και τους έβαλε να σκάψουν ένα χαντάκι στενό μεταξύ Κοβλακά και Κερβάν-γιολ και να τοποθετήσουν εκεί κατά διαστήματα μακρουλές πέτρες σαν ορόσημα. Το ίδιο έκανε και στο Μονενέ.
** Την πέτρα αυτή κατά την παράδοση την άρπαξε στα χέρια του ο Ακρίτας και την εκσφενδόνισε ενάντια στους εχθρούς του
*** Και είχε δίκαιο να το πει αυτό η γριούλα, γιατί αλήθεια στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827, όταν ο Ρωσικός στρατός κατέβηκε στην Αργυρούπολη, μερικοί Σανταίοι έκλεψαν απ' την Αργυρούπολη ένα ορεινό πυροβόλο των Ρώσων και το έφεραν στη Σαντά μυστικά.
Το πυροβόλο αυτό δεν ωφέλησε καθόλου τους Σανταίους, γιατί απ' το φόβο μήπως κατασχεθεί απ' την Τούρκικη κυβέρνηση και τιμωρηθούν οι κάτοχοι του, παραχωρήθηκε σε κάποιο υπόγειο των Λαμπριανάντων(Ισχανανταίοι) πιθανόν στο γιάν αχουρί της καλογριάς Καλλινίκης Λαμπριανίδου, χωρίς να το δει κανένας εκτός από κείνους που το μετέφεραν απο την Αργυρούπολη. Δύο γέροι Ισχανανταίοι, ο Γεώργιος Χαρατσής και ο Χαράλαμπος Παρμαξούζ μου είπαν κάποτε πως οι Σανταίοι κατά το Πάσχα της χρονιάς που έκλεψαν το κανόνο έριξαν μ' αυτό μόνο μια φορά στο βρόντο και για πολλή ώρα ακουγόταν ο αντίλαλος του κανονιου στα βουνά και στις χαράδρες της Σαντάς
(Δημοσιεύτηκε στο υπ' αρ. 9 τεύχος του περιοδικού "ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ" τον Σεπτέμβρη του 1950)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου