Όπως
όλοι, φυσικά είχαν και εδώ οι κάτοικοι τις γιορτές και τα πανηγύρια τους.
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"
Η
μεγαλύτερη γιορτή ήταν το Πάσχα. Η Ανάστασις εγίνετο τα μεσάνυχτα και όλοι οι
κάτοικοι ασπάζονταν ο ένας τον άλλον, εκτός μόνον των νέων που δεν είχαν
συγγένειαν από φόβο μην παρεξηγηθούν. Η δεύτερη Ανάστασις γίνονταν κατά το
μεσημέρι, ενώ χτυπούσαν τεχνικά και μελωδικά οι καμπάνες από ειδικούς - και του
μικρότερου χωριού οι εκκλησίες είχαν τρεις καμπάνες - που θαρρώ πως όλες, όπως
και οι επιτάφιοι με γαλανομάτην Χριστόν ήσαν ρωσικής προελεύσεως.
Ματσούκα (Maçka) |
Στην
δεύτερη Ανάσταση κάθε νοικοκυρά έφερνε διάφορα τρόφιμα και κόκκινα αυγά, τα
σπίτια δε που είχαν άνδρες έφερναν και από ένα μπουκάλι ρακί. Αμέσως δε μετά
την τελετή κάθονταν όλοι μικροί, μεγάλοι κατά γης και έτρωγαν σε κοινά
τραπέζια, ένα είδος «Αγάπης» των πρώτων χριστιανών και τσούγκριζαν με ένα
ιδιαίτερον ενδιαφέρον με μανία τα κόκκινα αυγά μικροί και μεγάλοι. Ήταν είδος
αυγομαχίας. Κατόπιν άρχιζε το γλέντι και χορός ως τα μεσάνυχτα για να συνεχίσει την δεύτερη μέρα, χωρίς καμία σοβαρή δαπάνη με μόνο το ούζο που έφερνε η
οικογένεια.
Εδώ πρέπει να σημειώσω, ότι σε χωριά που κατοικούσαν και Τούρκοι, όπως Χορτοκόπι ή Διβερά και εκείνοι έπαιρναν μέρος στο γλέντι της Αναστάσεως και χόρευαν μαζί με τους χριστιανούς άνδρες και γυναίκες, διότι οι Τουρκάλες μόνον απέναντι των Τούρκων άλλων χωριών σκέπαζαν, ψευτοσκέπαζαν το πρόσωπο. Απέναντι των χριστιανών ήταν πάντα ακάλυπτοι.
Ιδιαίτερα πρέπει να σημειώσω ότι σε πολλές περιπτώσεις, που υπήρχε συχνή επαφή και φιλία μεταξύ χριστιανών και Τούρκων, δημιουργούσαν ένα είδος, παράξενο είδος συγγένειας, που δεν ξέρω αν γινόταν σε άλλες περιφέρειες. Πάντων στην Ματσούκα συνέβαινε το εξής :
Μετά την βάπτιση του βρέφους, ανεπίσημα βέβαια, πήγαινε ο Τούρκος ή η Τουρκάλα στο σπίτι του παιδιού. Εκεί έπαιρνε η μητέρα το βρέφος της στην αγκαλιά και η Τουρκάλα με ένα ψαλίδι έκοβε σταυροειδώς - νομίζω - μερικά μαλλιά από το κεφάλι του παιδιού και ζύμωνε με αγιοκέρι και μαζί μητέρα και νουνά - ας το πω έτσι - κολλούσαν το κερί με τα μαλλάκια στο ψηλότερο δοκάρι του σπιτιού. Αυτό το έλεγαν «σκούλισμαν» και επό κείνη τώρα, οι γονείς αποκτούσαν ένα είδος παράξενης συγγένειας, παρεμφερή με την κουμπαριά και ένας τον άλλον τον προσαγόρευαν «κίρβα». Το σκούλισμα αυτό εγίνετο και μεταξύ των χριστιανών και είχε θέσιν αρραβώνα για το βάπτισμα του επόμενου παιδιού και εθεωρείτο και αυτό συγγένεια, αλλά οι χριστιανοί αναμεταξύ τους ελέγοντο κουμπάροι, σύντεκνοι παλαιότερα. Το «κίρβα» ήσαν μόνον μεταξύ χριστιανών και Τούρκων.
Ο γράφων είχε «κίρβα» τον Τοπάλογλου Οσμάν, από το χωρίον Χατζάβερα, τον οποίον οι Τούρκοι έλεγαν Βασίλ - Οσμάν, διότι προτιμούσε την συναναστροφήν των χριστιανών και μάλιστα ότι εβωράθη αγοράζον λαχεία του Ελληνικού Εθνικού Στόλου. Ο αγαθός εκείνος Οσμάν κατά την ανταλλαγήν του πληθυσμού και ενώ εγώ υπηρετούσα στον Τουρκικόν Στρατόν, όχι μόνον εβοήθησε και μετέφερε την απροστάτευτον οικογένειαν μου εις Τραπεζούντα αλλά και της έδωσε και γεναίον για την εποχήν χρηματικόν ποσόν 23 χαρτίνων λιρών αξίας τότε περίπου 5 χρυσών λιρών. Και ενώ μετά εξάμηνον απεστρατεύτηκα και έφευγα, τον αντάμωσα, ούτε καν απλήν μου έκαμε μνείαν της χριστιανικής εκείνης πράξεως του. Το έμαθα από γειτόνους μου, όταν έφθασα εις την Ελλάδα. Ας είναι λαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον αβάπτιστον εκείνον χριστιανόν και ο γλυκύς Ιησούς είθε να εισακούση την προσευχή μου, διά την ανάπαυσιν της ψυχής του.
Εδώ πρέπει να σημειώσω, ότι σε χωριά που κατοικούσαν και Τούρκοι, όπως Χορτοκόπι ή Διβερά και εκείνοι έπαιρναν μέρος στο γλέντι της Αναστάσεως και χόρευαν μαζί με τους χριστιανούς άνδρες και γυναίκες, διότι οι Τουρκάλες μόνον απέναντι των Τούρκων άλλων χωριών σκέπαζαν, ψευτοσκέπαζαν το πρόσωπο. Απέναντι των χριστιανών ήταν πάντα ακάλυπτοι.
Ιδιαίτερα πρέπει να σημειώσω ότι σε πολλές περιπτώσεις, που υπήρχε συχνή επαφή και φιλία μεταξύ χριστιανών και Τούρκων, δημιουργούσαν ένα είδος, παράξενο είδος συγγένειας, που δεν ξέρω αν γινόταν σε άλλες περιφέρειες. Πάντων στην Ματσούκα συνέβαινε το εξής :
Μετά την βάπτιση του βρέφους, ανεπίσημα βέβαια, πήγαινε ο Τούρκος ή η Τουρκάλα στο σπίτι του παιδιού. Εκεί έπαιρνε η μητέρα το βρέφος της στην αγκαλιά και η Τουρκάλα με ένα ψαλίδι έκοβε σταυροειδώς - νομίζω - μερικά μαλλιά από το κεφάλι του παιδιού και ζύμωνε με αγιοκέρι και μαζί μητέρα και νουνά - ας το πω έτσι - κολλούσαν το κερί με τα μαλλάκια στο ψηλότερο δοκάρι του σπιτιού. Αυτό το έλεγαν «σκούλισμαν» και επό κείνη τώρα, οι γονείς αποκτούσαν ένα είδος παράξενης συγγένειας, παρεμφερή με την κουμπαριά και ένας τον άλλον τον προσαγόρευαν «κίρβα». Το σκούλισμα αυτό εγίνετο και μεταξύ των χριστιανών και είχε θέσιν αρραβώνα για το βάπτισμα του επόμενου παιδιού και εθεωρείτο και αυτό συγγένεια, αλλά οι χριστιανοί αναμεταξύ τους ελέγοντο κουμπάροι, σύντεκνοι παλαιότερα. Το «κίρβα» ήσαν μόνον μεταξύ χριστιανών και Τούρκων.
Ο γράφων είχε «κίρβα» τον Τοπάλογλου Οσμάν, από το χωρίον Χατζάβερα, τον οποίον οι Τούρκοι έλεγαν Βασίλ - Οσμάν, διότι προτιμούσε την συναναστροφήν των χριστιανών και μάλιστα ότι εβωράθη αγοράζον λαχεία του Ελληνικού Εθνικού Στόλου. Ο αγαθός εκείνος Οσμάν κατά την ανταλλαγήν του πληθυσμού και ενώ εγώ υπηρετούσα στον Τουρκικόν Στρατόν, όχι μόνον εβοήθησε και μετέφερε την απροστάτευτον οικογένειαν μου εις Τραπεζούντα αλλά και της έδωσε και γεναίον για την εποχήν χρηματικόν ποσόν 23 χαρτίνων λιρών αξίας τότε περίπου 5 χρυσών λιρών. Και ενώ μετά εξάμηνον απεστρατεύτηκα και έφευγα, τον αντάμωσα, ούτε καν απλήν μου έκαμε μνείαν της χριστιανικής εκείνης πράξεως του. Το έμαθα από γειτόνους μου, όταν έφθασα εις την Ελλάδα. Ας είναι λαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον αβάπτιστον εκείνον χριστιανόν και ο γλυκύς Ιησούς είθε να εισακούση την προσευχή μου, διά την ανάπαυσιν της ψυχής του.
Μετά
το Πάσχα η κυριωτέρα εορτή ήτο του Αγίου Γεωργίου. Την εορτήν εώρταζαν μαζί
Τούρκοι και Χριστιανοί και μάλιστα οι Τούρκοι με περισσότερη όρεξι και πείσμα
τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά. Την εορτήν οι Τούρκοι την έλεγαν «χιτρελέζ»
πιθανότατα από «χιτρ-Ηλιάς», ιερός Ηλίας, όπως δε εξηγούσαν μερικοί την ημέραν
αυτήν την εθεωρούσαν εορτήν της ανοίξεως ή εαρινής ισημερίας, όπως την ημέραν του
Αγίου
Δημητρίου, την θεωρούσαν ημέραν της χειμερινής ισημερίας και την έλεγαν
«κασήμ».
Ύστερα
ερχόταν η εορτή του Αγίου Παύλου, την οποίαν εώρταζαν στις θερινές
κατασκηνώσεις ήτοι «Παρχάρια» όπου παρέμεινεν η αγέλη των αγελάδων προς βοσκήν.
Κατόπιν ήτο η εορτή της Παναγίας, την οποίαν εώρταζε όχι μόνο η περιφέρεια αλλά
όλος ο Νομός και στην οποίαν σύχναζαν και πολλοί Τούρκοι, απλός λαός και
αγάδες. Μεγαλοπρεπής εγίνετο η πανήγυρις της Παναγίας Σουμελά με άπειρον πλήθος
και πλούσια αφιερώματα, διαρκούσε δε περί τας 10 ημέρας..
Ερχόταν
κατόπιν οι εορτές του χειμώνα. Σχεδόν όλα τα χωριά αποτελούνταν από μικρούς
μαχαλάδες (συνοικίες) και σε κάθε συνοικία υπήρχε και ένα παρεκκλήσι Αγίου. Την
ημέρα της εορτής όλες οι οικογένειες της συνοικίας συνεκέντρωναν στο ευρυχωρότερο
σπίτι διάφορα τρόφιμα, φασόλια, γάλα, ρύζι, πληγούρι, τα οποία 2-3 οικοκυρές
μαγείρευαν σε καζάνια. Αμέσως μετά την θείαν λειτουργία, συγκεντρώνετο ο κόσμος
στο σπίτι, που εγίνετο το μαγείρεμα και αφού έτρωγαν όλοι καθήμενοι οκλαδόν την
λιτήν σούπαν άρχιζε η λύρα τους σκοπούς της. Οι άνθρωποι δεν ήσαν πότες με την
σημασίαν που δίνουμε σήμερα στη λέξι. Τα παλληκάρια έβαζαν από 1 - 1 1/2 γρόσι -
ευτελές ποσόν - και έπαιρναν δύο - τρεις οκάδες ούζο. Το ούζο είχε 2,5 - 3
γρόσια η οκά. Το πουλούσε όμως δια τα πανηγύρια η εκκλησία προς 8 γρόσια προς
όφελος του παγκαρίου και όπως δεν ήταν πότες οι άνθρωποι με 4-5 ούζα ευθυμούσαν
και αμέσως άρχιζε ο χορός και το γλέντι μέχρι τα μεσάνυχτα και πέρα μ' ένα κέφι
αδιάπτωτον, χωρίς στενοχώριες, χωρίς άγχος, χωρίς την αγωνίαν της επαύριον. Οι
μακάριοι εκείνοι πρωτόγονοι - ας μου επιτραπεί να επαναλάβω την λέξιν -
άνθρωποι, ουδεμίαν ανησυχίαν είχον. Ούτε εστρατεύοντο, ούτε πλούτη και τιμές
και λούσα ονειρεύονταν. Η καθημερινή τροφή τους, εφ' όσον περιορίζετο στο καλαμποκίσιο
ψωμί, τα φασόλια και τα λάχανα, κυρίως ως αγελαδοτρόφοι τα είχαν όλοι. Μακάριοι
άνθρωποι, μακάρια και ανεπίστρεπτη εποχή.
Τα
Χριστούγεννα και των Φώτων εορτάζονταν κάπως διαφορετικά. Κάθε σπίτι,
επρομηθεύετο και λίγο ούζο. Το κρασί ήτο σχεδόν άγνωστον και μόνον το όνομά του
εγνώριζαν. Μετά την λειτουργίαν οι νέοι ακόμα και οι μεσήλικες, παρέες-παρέες
επεσκέπτοντο τα διάφορα σπίτια και με τους ήχους της κεμεντζές άρχιζαν το
γλέντι συνήθως χωριστά οι άνδρες κάθε συνοικίας. Αφού δε ευθυμούσαν αρκετά,
τελείωναν δε και οι νοικοκυρές τις δουλειές του σπιτιού, συγκεντρώνονταν όλοι
σε ένα σπίτι στο κεντρικώτερο του χωριού και άρχιζαν τον χορό, μετά τα
μεσάνυχτα και πέρα. Οι χοροί ήσαν τρεις : Το «ομάλ» που χορευόταν σιγά-σιγά και
αγκαλιασμένοι άνδρες και γυναίκες. Απόφευγαν όμως οι γυναίκες να βρεθούν
αγκαλιασμένες με ξένους άνδρες, κυρίως νέους και ο χορός «από παν κεκά»,
γοργός, ζωηρός, από τον οποίον όταν εκουράζονταν τον γύριζαν στο «ομάλ» που ήτο
πολύ σιγανός και αναπαυτικός.
Συνήθως
στο τέλος του ομαδικού χορού, όταν αποχωρούσαν οι γυναίκες, οι άνδρες και μόνον
οι νέοι άνδρες εχόρευαν τον «τρομαχτόν» που λέγεται και «σέρα» και τον οποίον
χόρευαν και οι Τούρκοι. Ο χορός αυτός ήτο πολύ κουραστικός, θέλει μεγάλη τέχνη
και ευκινησία γι' αυτό και μόνον οι νέοι και όχι όλοι τον χόρευαν. Λέγεται ότι
είναι παραλλαγή του αρχαίου «πυρρίχιου». Μερικοί δε έχουν την γνώμην, ότι
αποτελεί χορόδραμα δια τας πολλάς μεταπτώσεις του.
Ματσούκα -Παρχάρ |
Μουσικά όργανα
ήσαν η «κεμεντζέ», τρίχορδος λύρα , «τ' αγγείον» άσκαυλος
και τα τουρκικά μουσικά όργανα, ο «ζουρνάς» και το «νταβούλι», που τα
χρησιμοποιούσαν σπάνια, κυρίως όταν πήγαιναν να πάρουν νύφη από ξένο χωριό δια
να κάνουν φαίνεται θόρυβον και να ακούονται από μακρυά και καμιά φορά όταν
χόρευαν σε ανοικτό χώρο.
Περικλής Τριανταφυλλίδης
Εκπαιδευτικός
Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου