Ματσούκα (Οι κατοικίες & η Διοίκηση του τόπου)

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

 Οι κατοικίες
Τα σπίτια ήταν πολύ απλά. Αποτελούνταν από το ημιϋπόγειον, που εχρησιμοποιείτο ως στάβλος των αγελάδων, διότι όλοι οι κάτοικοι ήσαν αγελαδοτρόφοι, το ισόγειον, του οποίου το άνω μέρος του στάβλου απετελείτο από πάτωμα και το υπόλοιπον από χώμα με ένα τζάκι στην μέση, τον «χωνόν», η δε σκεπή ήτο από σανίδια από έλατα, τα χαρτώματα. Στο επάνω μέρος του στάβλου, το σκεπασμένον με σανίδια ήταν το αμπάρι από χοντρά και πολύ σκληρά σανίδια από δρυν και ένα ή δύο πρόχειρα δωμάτια για τον αρχηγόν της οικογενείας. Τα άλλα μέλη της οικογενείας εκοιμούντο γύρω στο τζάκι σε στρώμα από ψάθαν και κατσήν (!!!) με πάπλωμα. Κατά τας ώρας της βροχής ο ύπνος κάτω από τα χαρτώματα ήτο γλυκός και ρομαντικός.
Η κατασκευή του σπιτιού ήτο πολυδάπανος και δύσκολος. Πέτρες και ξυλεία άφθονος υπήρχε. Ο νοικοκύρης έσκαβε μόνος του τα θεμέλια και έβγαζε από τα λατομεία (ταχανάν !!!) τις πέτρες. Ειδικοί τεχνίται έκοβαν τα δέντρα και έκαμναν τα σανίδια. Τους δοκούς τους έκαμνε ο ίδιος ο οικοδεσπότης.
Όταν πια ήταν έτοιμες οι πέτρες, μια Κυριακή μετά την λειτουργίαν ο παπάς του χωριού έλεγε : «Ευλογημένοι χριστιανοί, σήμερα θα πάμε να κοβαλούμε τα λιθάρια του δείνα». Όλο το εκκλησίασμα με τον παπά επικεφαλής και όσοι ακόμα δεν ήσαν στην εκκλησία ξεκινούσαν για το καινούργιο σπίτι. Εκεί ο παπάς κάθονταν σε μια άκρη και οι άλλοι σαν μελίσσι κουβαλούσαν τις πέτρες. Σε δύο τρεις Κυριακές, όλες οι πέτρες ήταν στον τόπο. Αν ο νοικοκύρης ήταν κάπως εύπορος, τους ετοίμαζε έναν «τσορβάν», σούπα με φασόλια και καλαμπόκι φουρνισμένο, για το μεσημεριανό γεύμα. Αν δεν ήταν εύπορος, οι άνθρωποι αφού τελείωναν τη δουλειά τους με διακριτικότητα έφευγαν ένας-ένας, χωρίς να το αντιληφθή ο νοικοκύρης. Το ίδιο εγίνετο και για το κουβάλημα της ξυλείας. Ο νοικοκύρης πλήρωνε μόνο τους χτίστες, τους πριονιστές και σε λίγο διάστημα με μια δαπάνη 10-12 λιρών το σπίτι ήταν έτοιμο. Εννοείται ότι και οι λίρες ήταν ακριβές και κάθε μια στοίχιζε 20 περίπου μεροκάματα απλού εργάτη.
Η Διοίκηση του τόπου
Υπό την έννοιαν που γνωρίζομε σήμερα την Διοίκηση, στην Ματσούκα και μέχρι του 1912 η Διοίκησις ήτο ανύπαρκτος και η περιφέρεια είχε τελεία αυτοδιοίκηση στηριζομένην στα παραγγέλματα της Χριστιανικής Θρησκείας, και στους άγραφους νόμους, που διείπον τις σχέσεις των ατόμων προς άλληλα δηλαδή στην παράδοση. Διοικητική αρχή κάθε τόπου ήτο η Δημογεροντία με επικεφαλής τον ιερέα και ανωτάτη το Ηγουμενικό συμβούλιο με επί κεφαλής τον Ηγούμενον, «τον γούμενον» τον οποίον εσέβοντο και ετιμούσαν ιδιαιτέρως και αυταί αι Τουρκικαί αρχαί. Από δε του 1902 μέχρι του 1914 ήτο ο Μητροπολίτης του τόπου.
Ο λόγος της σκιώδους και σχεδόν ανυπάρκτου αυτής τουρκικής Διοικήσεως ήτο ότι οι χριστιανοί ποτέ δεν κατέφευγαν εις τα τουρκικά δικαστήρια.
Τας μεταξύ των διαφοράς έλυον στο υπαίθριον δικαστήριον της αυλής της εκκλησίας και σε σοβαρότερες περιπτώσεις ενώπιον του Ηγούμενου, του οποίου η απόφασις ήτο ανέκλητος και σεβαστή.
Με την τουρκικήν εξουσίαν ήρχετο εις επαφήν ο μουχτάρης - είδος προέδρου του χωριού - ο οποίος εισέπραττε τους φόρους και τους παρέδιδε στον εισπράκτορα τον «Ταχσιζλαρη!!!».
Οι φόροι δε ήσαν το «!!!έλη» για τους άρρενας εφ' όσον δεν εστρατεύοντο το «εμλάκ» μικρός κτηματικός φόρος και το «γιολ παρασί» φόρος δια κατασκευήν και συντήρησιν οδών οι οποίοι ήσαν σχεδόν ανύπαρκτοι. Όλοι δε οι φόροι αυτοί σπανίως υπερέβαιναν την μίαν χρυσήν λίραν κατά οικογένειαν, αλλά ο τόπος ήτο πτωχότατος και ο φόρος ήτο πάλιν βαρύς. Κυρίως επαχθής ήτο ο φόρος της γεωργικής παραγωγής το «ασλαρη» που ενώ ονομάζετο δέκατον, στην πραγματικότητα ήτο το 1/8 της παραγωγής, ο οποίος εγίνετο ακόμα επαχθέστερος όταν παρεχωρείτο εις ιδιώτας ενοικιαστάς, οι οποίοι τον ανεβίβαζαν στα 2/3 της παραγωγής, διότι τα σπαρτά κατεμετρούντο αθέριστα και η αυθαιρεσία των ενοικιαστών εγένετο αφόρητος.
Αυτή και μόνον σχεδόν ήτο η επικοινωνία των κατοίκων της περιφερείας με την τουρκικήν εξουσίαν. Όλα τα άλλα αναφυόμενα αναμεταξύ των ζητημάτων έλυον όπως είπαμε μόνοι τους και επειδή εκτός δύο- τριών όλα τα χωριά είχαν αμιγή χριστιανικόν πληθυσμόν καθ' όλα τα άλλα αγνοούσαν την τουρκικήν εξουσίαν.
Κάθε χωριό αποτελούσε ελεύθερη και ανεξάρτητη αυτοδιοικούμενη Χριστιανική Δημοκρατία.
Χρησιμοποιώ την λέξιν Χριστιανική αντί Ελληνική, διότι οι άνθρωποι εκείνοι μόνον δύο εθνότητας και δύο θρησκείας εγνώριζαν. Ρωμαίους και Τούρκους ή Χριστιανούς  και Τούρκους. Πάντα δε μη Τούρκον εθεωρούσαν Ρωμαίον ως π.χ. τους Ρώσους, τους μόνους που ήξεραν από όλους τους Ευρωπαίους, τους οποίους μ' ένα όνομα έλεγαν Φράγκους και «κατσολίκ !!!»,!!! και τους οποίους όπως και τους Τούρκους εθεωρούσαν απίστους μέχρι τελευταία, οπότε με την ίδρυσιν των σχολείων, άρχισαν να τους ξεχωρίζουν από τους Τούρκους.
Πρέπει να σημειώσωμεν όμως ότι αν και ο λαός απέφευγε την τουρκικήν εξουσίαν, την οποίαν εμισούσε, οι σχέσεις Τούρκων και Χριστιανών ήσαν αρμονικαί και σπάνια εδημιουργούντο ζητήματα μεταξύ των και κυρίως στα χωριά, που υπήρχαν ελάχιστοι Τούρκοι ή ακόμα στα χωριά που εγειτόνευαν με Τούρκους, όπως στην Λιβεράν, το Καπή-κιοϊ, την Λαραχανήν και το Χορτοκόπι κλπ οι δύο λαοί συζούσαν σε πλήρη αρμονία ιδίως δε εις τας πανηγύρεις έβλεπε κανείς να συνδιασκεδάζουν Έλληνες και Τούρκοι με αδελφικήν σύμπνοια, διότι μέχρι του 1912 η φυλετική διάκρισις ήτο αδιάφορος και μόνον η θρησκευτική διάκρισις ήτο αισθητή και αποτελούσε «μέγα χάσμα».
Περικλής  Τριανταφυλλίδης
Εκπαιδευτικός

Σ.Σ. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah