Ο ρόλος της Ελλάδας στα χρόνια εκείνα καθορίστηκε από δύο παράγοντες: ο ένας ήταν ο βαθμός εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο και ο άλλος ο βαθμός αυτοδυναμίας του ελληνικού κεφαλαίου. Η ελληνική οικονομία και η ελληνική εξωτερική πολιτική ελέγχονταν από την Αγγλία η οποία είχε πολύ ισχυρές θέσεις στην Εθνική Τράπεζα και στενότατους δεσμούς με το ελληνικό εφοπλιστικό και παροικιακό κεφάλαιο.
Στην συγκεκριμένη στιγμή τα συμφέροντα του αγγλικού και του ελληνικού κεφαλαίου, συνέπεσαν, αλλά για διαφορετικούς λόγους, καθώς από τη μια η Αγγλία επιχειρεί να «κρατηθεί» στην Εγγύς Ανατολή, ενώ από την άλλη το αδύναμο ελληνικό κεφάλαιο προσπαθούσε να ενοποιήσει τις δυνάμεις του, μεγάλο και σημαντικό τμήμα των οποίων βρισκόταν εκτός του ελληνικού κράτους.
Οι πολιτικές επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου εκφράστηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τον Α. Ζαΐμη γενικό διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας στην ομιλία του προς τους μετόχους της Τράπεζας στις 12 Μάρτη 1920:
«Αθήνα, Πειραιάς, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη και Αλεξάνδρεια, είναι ο άξονας στον οποίο θα στηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομικής ζωής της Ελλάδας», είπε, καθορίζοντας έτσι τον οικονομικό χώρο που θα αποτελούσε την βάση της ελληνικής οικονομίας. Αυτή η υλική βάση συνέπιπτε με τις γενικότερες επιδιώξεις του ξένου κεφαλαίου στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής τότε. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η Ελλάδα επελέγη να διαδραματίσει συγκεκριμένο ρόλο στην περιοχή ήταν το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού ο οποίος πολεμούσε από το 1912, αλλά και η ύπαρξη σοβαρού ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία.
Ειδικά το δεύτερο είναι ένα από τα λεπτότερα σημεία γιατί έδωσε πρόσχημα στο ελληνικό κεφάλαιο να ταυτίσει μια ορισμένη πολιτική με την κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για το ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα της «Μεγάλης Ιδέας» η οποία τελικά διαδραμάτισε ολέθριο ρόλο στην νεότερη ελληνική ιστορία.
Η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών, ως αίτημα των παλαιών αστών δημοκρατών, βασιζόταν στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, η δημιουργία τώρα της «Μεγάλης Ελλάδας» βασιζόταν στην συμμετοχή της χώρας σε ιδιαίτερα επικίνδυνα παιχνίδια.
Στην συγκεκριμένη στιγμή τα συμφέροντα του αγγλικού και του ελληνικού κεφαλαίου, συνέπεσαν, αλλά για διαφορετικούς λόγους, καθώς από τη μια η Αγγλία επιχειρεί να «κρατηθεί» στην Εγγύς Ανατολή, ενώ από την άλλη το αδύναμο ελληνικό κεφάλαιο προσπαθούσε να ενοποιήσει τις δυνάμεις του, μεγάλο και σημαντικό τμήμα των οποίων βρισκόταν εκτός του ελληνικού κράτους.
Το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Αιόλου, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα |
Οι πολιτικές επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου εκφράστηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τον Α. Ζαΐμη γενικό διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας στην ομιλία του προς τους μετόχους της Τράπεζας στις 12 Μάρτη 1920:
«Αθήνα, Πειραιάς, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη και Αλεξάνδρεια, είναι ο άξονας στον οποίο θα στηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομικής ζωής της Ελλάδας», είπε, καθορίζοντας έτσι τον οικονομικό χώρο που θα αποτελούσε την βάση της ελληνικής οικονομίας. Αυτή η υλική βάση συνέπιπτε με τις γενικότερες επιδιώξεις του ξένου κεφαλαίου στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής τότε. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η Ελλάδα επελέγη να διαδραματίσει συγκεκριμένο ρόλο στην περιοχή ήταν το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού ο οποίος πολεμούσε από το 1912, αλλά και η ύπαρξη σοβαρού ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία.
Ειδικά το δεύτερο είναι ένα από τα λεπτότερα σημεία γιατί έδωσε πρόσχημα στο ελληνικό κεφάλαιο να ταυτίσει μια ορισμένη πολιτική με την κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για το ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα της «Μεγάλης Ιδέας» η οποία τελικά διαδραμάτισε ολέθριο ρόλο στην νεότερη ελληνική ιστορία.
Η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών, ως αίτημα των παλαιών αστών δημοκρατών, βασιζόταν στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, η δημιουργία τώρα της «Μεγάλης Ελλάδας» βασιζόταν στην συμμετοχή της χώρας σε ιδιαίτερα επικίνδυνα παιχνίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου