«Τον Αύγουστο του 1910 ένας από τους ηγέτες των Νεότουρκων,
ο Ταλαάτ, απευθυνόμενος κατά τη διάρκεια μυστικής συνεδρίασης στην τοπική
επιτροπή "Ένωση και Πρόοδος" της Θεσσαλονίκης, αποκάλυψε τις προθέσεις του κινήματος:
" Γνωρίζετε ότι το Σύνταγμα διακηρύσσει την ισότητα μεταξύ μουσουλμάνων και γκιαούρηδων, αλλά αντιλαμβάνεστε και αισθάνεστε όλοι ότι αυτό είναι αδύνατον. Ο ιερός νόμος, όλο το παρελθόν μας και τα αισθήματα εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων, αλλά και των ίδιων των γκιαούρηδων, που πεισματικά αντιδρούν σε κάθε προσπάθειά μας να τους εξοθωμανίσουμε, αποτελούν αδιαπέραστο εμπόδιο για την επιβολή πραγματικής ισότητας. Προσπαθήσαμε, αλλά χωρίς επιτυχία, να μεταβάλλουμε τον γκιαούρη σε νομιμόφρονα Οθωμανό, και όλες οι σχετικές προσπάθειες δεν μπορούν παρά να αποτύχουν, εφόσον τα μικρά ανεξάρτητα βαλκανικά κράτη εξακολουθούν να είναι σε θέση να διαδίδουν διασπαστικές ιδέες μεταξύ των κατοίκων της Μακεδονίας. Επομένως δεν είναι δυνατόν να τίθεται θέμα ισότητας, ωσότου επιτύχουμε τον εξοθωμανισμό της αυτοκρατορίας ...», σελ. 72-73.
Γεννήθηκα στο Άδενδρο της Θεσσαλονίκης από Ανατολικοθρακιώτες γονείς. Φοίτησα στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., όπου και έκανα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία.
Δίδαξα για 31 χρόνια στην Ιδιωτική και Δημόσια Μέση
Εκπαίδευση, καθώς και για μια 5ετία σε ελληνικά σχολεία της Δυτ. Γερμανίας, με
ιδιαίτερη αγάπη για το μάθημα της Ιστορίας.
Έναυσμα για την εργασία αυτή, αποτέλεσε η καταγωγή μου
από τα μέρη της Ανατολικής Θράκης. Παιδικά ακούσματα από ορφανούς γιους και
κόρες και χήρες γιαγιάδες με συζύγους χαμένους στην αναμπουμπούλα του
πολέμου, για εξορίες στην “Αρμενία”, για το σεισμό του 1912, για χαμένες
πατρίδες μου είχαν γεννήσει πολλά ερωτηματικά για τις αλήθειες, που κρύβονταν
πίσω απ’ όλα αυτά.
Άκουγα ακόμα στις καθημερινές διηγήσεις των ηλικιωμένων
εκφράσεις όπως, “με την Ανταλλαγή”, “όταν μας έστειλαν εξορία στην Αρμενία”,
“στην εξορία πέθανε ο τάδε”, “όταν φυλακίστηκε ο τάδε’’, “στην Περίσταση
σκότωσαν οι Βούλγαροι τον πατέρα του Δημητριάδη το ’12”.
Ο πατέρας μου έλεγε:
“ο μπαμπάς μου πέθανε'το ’17 στη Βυσσώκα(σ.σ. Όσσα) του Λαγκαδά, όπου μας είχαν απελάσει
και εγώ τότε πήγαινα στην Α' Δημοτικού...”. Μνήμες χωρίς ιστορικό στίγμα. Η
λέξη “πατρίδα” ήταν σε καθημερινή χρήση στον περίγυρο μου. Κατά τα πρώτα μου
χρόνια έφθαναν στα αυτιά μου ot απόηχοι των συζητήσεων και των εξάρσεων στα καφενεία του
χωριού: “Θα γυρίσουμε στην πατρίδα!”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου