Όταν λέμε τρόπο ζωής των Σανταίων εννοούμε κυρίως τον αναγκαστικό ξενιτεμό
των ανδρών που σημάδεψε καταλυτικά την ζωή των γυναικών που
ήσαν αναγκασμένες να ζουν χωρίς την παρουσία του άντρα.
Πληγή αγιάτρευτη ο ξενιτεμός, μισός θάνατος, άφησε στην ψυχή της Σανταίας ένα
αίσθημα βαθιάς θλίψης και πικρού πόνου,
ενώ παράλληλα την έκανε ανθεκτική, καρτερική,
με χαλύβδινη ψυχική αντοχή!
Κάρβουνο αναμμένο στην καρδιά της
ο ξενιτεμός που της έκαιγε τα σωθικά, όμως
αναγκαστικός δυστυχώς και αναπόφευκτος.
Η όμορφη και περήφανη βουνίσια πολιτεία, η αδούλωτη , ηρωική, λεβεντογέννα Σαντά,
είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα: Δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της!!
Το έδαφος της άγονο, το κλίμα της ψυχρό,
αδύνατη επομένως η καλλιέργεια της γης. Τα
ελάχιστα δημητριακά και η κτηνοτροφία δεν
ήσαν αρκετά. Δεν έμενε παρά μόνο ο δρόμος
της σκληρής ξενιτιάς. Δρόμος πικρός
οδυνηρός και κάποτε μοιραίος!!
"Θα ξενιτεύ'νε οι πεκιάρ' και κλαίγ'νε τα κορτσόπα
Θα ξενιτεύ'νε οι παντεμέν'και κλαίνε οι νυφάδες
Θα ξενιτεύ'νε μικρόπουλα και κλαίγ'νε οι μανάδες."
Μάτωνε η καρδιά
της Σανταίας μάνας σαν αποχαιρετούσε το σπλάχνο της
που παιδόπουλο ακόμη παιδί στα δεκατέσσερα, το έστελνε στην ξενιτιά
,"για γαζάνεμαν", να εξοικονομήσει δηλαδή μερικά
χρήματα που θα τον βοηθούσαν στην αποκατάσταση του.
Κρυφό κλαίγαν απελπισμένα τα
κοριτσόπουλα της Σαντάς για τον ξενιτεμό
των παλικαριών που ήταν ο αρραβωνιαστικός ,
ο αγαπημένος , ο αφανέρωτος καμιά φορά έρωτας.
Οι νυφοπούλες δεν προλάβαιναν να χαρούν την αγάπη,την στοργή,τη συντροφιά
του άντρα. Πριν ακόμη γνωριστούν καλά - καλά
πριν προλάβουν να ζήσουν τις χαρές της συζυγικής
ζωής τις άφηναν στην βασανιστική τους μοναξιά , για
να φύγουν στην μακρινή ξενιτιά.
Και φεύγανε . Πάντα φεύγανε , για να ξανάρθουν
ύστερα από μερικά χρόνια , να σκαρώσουν κανένα παιδί ακόμη
, να ξαναφύγουν πάλι και πάλι και πάντα η
ίδια θλιβερή ιστορία.
Φεύγανε συνήθως την άνοιξη μετά το Πάσχα
,στην πιο όμορφη , πιο μαγευτική εποχή. Τα χιόνια
έλιωναν στα βουνά και η άνοιξη έντυνε το χωριό με τα πιο
όμορφα, τα πιο ευωδιαστά λουλούδια. Η
γη γέμιζε με καταπράσινη χλόη και τα πουλιά
έψελναν τον ερχομό της άνοιξης.
Η φύση ανανεωμένη και παραδεισένια ,
έδινε την εντύπωση πως ήταν η πρώτη μέρα της
δημιουργίας. Και ο πόνος του χωρισμού
γινόταν πιο βαρύς , πιο αβάσταχτος. Την εποχή που
"έστηνε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη», την
ώρα που όλα καλούσαν για μια ήρεμη και όμορφη ζωή
,γεμάτη αγάπη και χαρά , οι νέοι άντρες του χωριού
ήσαν αναγκασμένοι να φεύγουν , να ξενιτεύονται...
Η ώρα του χωρισμού σκληρή! Ράγιζε η
γης από τον πόνο, έκλαιγαν και
οι πέτρες της ακόμη.
Μια μέρα βουτηγμένη στο δάκρυ και τον πόνο. Κι
ο πόνος γινότανε καημός και ο καημός
τραγούδι λυπητερό , πικρό και παραπονεμένο.
"Νασάν εσάς ψηλά ραχία,
σην ξενιτάν 'κι πάτεν
σεβτάν' κι αποχωρίεσ'νε σ
'έναν τόπον γεράτεν"
Χαρά σ ‘εσάς ψηλά βουνά , στην ξενιτιά δεν πάτε
με την αγάπη σας δεν χωρίζεται
,στον τόπο σας γερνάτε.
"Σην ξενιτάν αχπάσκουμαι,
θα πάω σην Ρουσίαν
να βοηθά μας ο θεόν, να 'λέπω
σε αλλομίαν"
Ξεκινώ για την ξενιτιά , θα πάω στη Ρωσία
ν ‘αξιώσει ο θεός να ξαναϊδωθούμε!!
Ίδιος ο πόνος του χωρισμού και
γι αυτούς που έφευγαν και γι ‘αυτούς που έμεναν. Η
Δευτέρα , μετά την Κυριακή του Θωμά , ήταν συνηθισμένη ημέρα αναχώρησης.
Ύστερα από τα γλέντια , τις χαρούμενες
μέρες της Λαμπρής , έρχονταν και το πικρό
ποτήρι του χωρισμού:
"Του Θωμά την Κυριακην, πουρνόν την Δευτέραν
τα δάκρυα ντο θα ξύουνταν, εκείνον την ημέραν!"
Την Κυριακή του Θωμά ,την επομένη της Δευτέρα
δάκρυα που έχουν να χυθούν ,εκείνη την μέρα!
"Τη Λαμπρής τα τριήμερα θ' άφτω εγώ λαμπάδας
ξενιτεύ΄νε νεόπαντροι και κλαίγ'νε οι νιφάδες"
Στης Λαμπρής τα τριήμερα, θ' ανάψω 'γω λαμπάδες
ξενιτεύονται οι νιόπαντροι και κλαίνε οι νιφάδες.
Φεύγανε οι ξενιτεμένοι. Γέμιζε ο κόσμος μοιρολόγια και δάκρυα. Δάκρυα πνιχτά-βουβά, πικρά φαρμακωμένα. Με δακρυσμένα μάτια και σφιγμένη την καρδιά, άφηναν οι άντρες πατρίδα , σπίτι και δικούς τους και κινούσαν για μέρη μακρινά, ξένα και αφιλόξενα, όπως Ρωσία , Περσία και Κίνα ακόμη.
Στο σπίτι όλοι βυθίζονταν στη θλίψη και στην απελπισία . Αγωνία ,φόβος και αμφιβολία φώλιαζε στην ψυχή τους.
Ποιος ξέρει πότε θα γύριζαν και αν θα ξαναγύριζαν. Οι νιόπαντρες, οι νέες γυναίκες που τις κατάτρωγε τα σωθικά το σαράκι του χωρισμού τραγουδούσαν με πόνο και απελπισία:
"Του Θωμά την Κυριακην, πουρνόν την Δευτέραν
τα δάκρυα ντο θα ξύουνταν, εκείνον την ημέραν!"
Την Κυριακή του Θωμά ,την επομένη της Δευτέρα
δάκρυα που έχουν να χυθούν ,εκείνη την μέρα!
"Τη Λαμπρής τα τριήμερα θ' άφτω εγώ λαμπάδας
ξενιτεύ΄νε νεόπαντροι και κλαίγ'νε οι νιφάδες"
Στης Λαμπρής τα τριήμερα, θ' ανάψω 'γω λαμπάδες
ξενιτεύονται οι νιόπαντροι και κλαίνε οι νιφάδες.
Φεύγανε οι ξενιτεμένοι. Γέμιζε ο κόσμος μοιρολόγια και δάκρυα. Δάκρυα πνιχτά-βουβά, πικρά φαρμακωμένα. Με δακρυσμένα μάτια και σφιγμένη την καρδιά, άφηναν οι άντρες πατρίδα , σπίτι και δικούς τους και κινούσαν για μέρη μακρινά, ξένα και αφιλόξενα, όπως Ρωσία , Περσία και Κίνα ακόμη.
Στο σπίτι όλοι βυθίζονταν στη θλίψη και στην απελπισία . Αγωνία ,φόβος και αμφιβολία φώλιαζε στην ψυχή τους.
Ποιος ξέρει πότε θα γύριζαν και αν θα ξαναγύριζαν. Οι νιόπαντρες, οι νέες γυναίκες που τις κατάτρωγε τα σωθικά το σαράκι του χωρισμού τραγουδούσαν με πόνο και απελπισία:
"Σην Περσίαν αχπάσκεσαι, τρία
χρόνα αράμι,
καρδίαν θελ' να ταγιανεύ' και να μη φερ' βαράμι"
καρδίαν θελ' να ταγιανεύ' και να μη φερ' βαράμι"
Για την Περσία ξεκινάς ,
για τρία χρόνια στη σειρά
θέλει καρδιά ν' αντέξει για να μην πάθει φυματίωση.
θέλει καρδιά ν' αντέξει για να μην πάθει φυματίωση.
Σαντά: Θερισμός |
Από τη στιγμή της αναχώρησης άρχιζαν τα βάσανα της Σανταίας γυναίκας . Στο χωριό μένανε μόνο οι γέροι, τα παιδιά και οι γυναίκες. Όλο το βάρος όπως ήταν φυσικό, έπεφτε στις γυναικείες πλάτες.
Αυτή άντρας , αυτή γυναίκα. Αυτή πατέρας , μάνα και αδελφή και νύφη και κόρη. Ο στυλοβάτης του σπιτιού!
Φρόντιζε τα παιδιά , τους γέρους , το σπίτι. Περιποιότανε τα ζώα , τους κήπους. Κουβαλούσε ξύλα και χόρτα από τα βουνά κι έπαιρνε πάνω της όλη την ευθύνη και το βάρος του σπιτιού.
Δούλευαν ακατάπαυστα . Ακόμη και έγκυες δούλευαν ως την ώρα της γέννας τους. Χαρακτηριστική ήταν η έκφραση:
"Η κοιλία σο στόμαν, το σαλάκ'ς σην ράχιαν και τ'ορτάρ' σα χέρα 'τς"
Η κοιλιά στο στόμα , φορτωμένη ξύλα και πλέκει και τη κάλτσα της.
Στιγμή δεν έμενε χωρίς δουλειά....
Πόπη Τσακμακίδου- Κωτίδου
Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου