Έρχουμαι

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Πολλές ποντιακές λέξεις, εκτός από την πρώτη τους σημασία, έχουν και άλλες διαφορετικές σημασίες. Η αιτία είναι φυσική. Ο λόγος, γραπτός ή προφορικός, από τη μια γίνεται πιο σαφής και κατανοητός και από την άλλη πιο όμορφος, πιο «καλλιεπής». Το γλωσσικό αυτό φαινόμενο παρουσιάζεται και στην ποντιακή διάλεκτο, σε πολλές  περιπτώσεις, και σε βαθμό, μάλιστα, κάποιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας. Κάθε της λέξη έχει μια, δυο σημασίες, αλλά υπάρχουν και μερικές που έχουν πάρα πολλές. Έτσι, το νόημα της πρότασης γίνεται πιο κατανοητό.
Η μεταφορά, η αλληγορία, η υπερβολή, η παρομοίωση και όλα τα σχήματα λόγου «παίρνουν και δίνουν», για να γίνει ο λόγος όμορφος και χαϊδεμένος.
Μια από αυτές τις λέξεις είναι και το ρήμα έρχουμαι = έρχομαι. Η πρώτη και κύρια σημασία του είναι βαδίζω, περπατώ, προχωρώ. Π. χ. έρχουνταν καλατσευτά = βαδίζουν κουβεντιάζοντας. 
Σαν δεύτερη σημασία είναι φθάνω, ενσκήπτω, προέρχομαι: έρθεν ο μοθόπωρον, κατήβα ’ς σο χωρίον = έφτασε το φθινόπωρο, έλα στο χωριό, έρθεν έναν ανεμοκαλή = ενέσκηψε ένας ανεμοστρόβιλος, εκ θεού έρθεν ατον = από τον Θεό του ήρθε.
Αλλά με το ρήμα έρχουμαι σχηματίζονται πάρα πολλές άλλες φράσεις, που παίρνουν κάποιον ιδιωματικό χαρακτήρα. Έτσι:
Έρχουμαι’ς σο τσεπίρ = αντέχω στις ταλαιπωρίες,
 έρχουμαι ’ς ση μασχαρίαν = δέχομαι τα αστεία, δεν πειράζομαι,
 έρχουμαι 'ς σο μεϊτάν = εμφανίζομαι,
 έρχουμαι ‘ς σο κεϊφ = μεθάω ελαφρά, ευθυμώ,
 έρχουμαι ’ς σον κόσμον = γεννιέμαι,
έρχουμαι κι εβγαίνω = βγαίνω αυτόματα,
 έρχουμαι δαβαίνω = περνάω,
 έρχουμαι κατηβαίνω= καταφθάνω,
έρχουμαι κι απομένω= εκπλήσσομαι, τα χάνω,
έρχουμαι επεκέσ’ = καταλαβαίνω,
 έρχουμαι ’ς σον ηαυτό μ’ = σωφρονίζομαι, βάζω μυαλό,
έρχουμαι ’ς σα λόγια = λογοφέρνω,
 έρχουμαι οπίσ’ = επιστρέφω,
έρχουμαι τ’ απαφκά = αναποδογυρίζομαι,
έρχουμαι αναναγκαικά=αγανακτώ,
έρχουμαι απάν ’ς σην καϊτέν = συμφωνώ,
έρχουμαι απάν’ ’ς σα τέσσερα = μετανοώ, είμαι υποφερτός,
 έρχουμαι ράστα= τυχαίνω,
έρχουμα ’ς σο ζόρ’ = αντέχω,
έρχουμαι ‘ς σο δίκαιο σ’ = ξέρω και σε κανονίζω,
 έρχουμαι απάν' 'ς  σο κιφάλ’ = εξαντλούμαι,
 έρχουμαι 'ς σα συγκαλά μ’ = συνέρχομαι.

Και σε τρίτο πρόσωπο:

Έρ’ται η ψη 'ς σα καλ άθα μ’ = αναρρώνω, γίνομαι καλά,
 έρ'ται ’ς σο κιφάλ’ ι-μ', κιφάλ’ ι-σ’, κιφάλ'ν ατ' = μου συμβαίνει, σου συμβαίνει, του συμβαίνει,
έρ'ται ’ς σο νου μ’ = Θυμάμαι,
έρ’ται με πολλά = μου κακοφαίνεται,
 έρ'ται με άσκεμα = ντρέπομαι,
έρ’ ται με να = μου έρχεται να,
έρ'ται 'ς σο λογαριασμόν = ταιριάζει,
 έρ’ται ο λόγος αθε = δίνεται αφορμή να λεχθεί,
 έρ’ται 'ς σο πιτσίμ’ =ταιριάζει,
 έρ’ται 'ς σο μαχπούλ = έχει εκτίμηση,
 έρ’ται 'ς σα βούδα (για αγελάδα) = έχει οργασμό,
 έρ’ται 'ς σ' αλάπ’ (για φοράδα) = έχει οργασμό,
έρ’ται ’ς σ’ άλας (για γυναίκα, πειραχτικά) = έχει οργασμό.



Νίκος Λαπαρίδης
Φιλόλογος- Συγγραφέας

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah