Ήταν η εποχή που οι πρόσφυγες από την τότε Σοβιετική Ένωση έρχονταν στην Ελλάδα, τη «μητέρα πατρίδα», με όνειρα, ελπίδες και προσμονή καλύτερης ζωής. Στη χώρα που έζησαν έως τότε, είχαν την εντύπωση ότι στην Ελλάδα θα εύρισκαν τον παράδεισο! Δεν είναι μυστικό τι εστερούντο.
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα - κυρίως οι Πόντιοι - έμειναν άναυδοι. Περίμεναν ότι, πέραν της κρατικής υποστήριξης, θα εύρισκαν μια ζέστη αγκαλιά από τον ελληνικό λαό. Ίσως να τη βρήκαν μερικοί. Όμως, οι ηλικιωμένοι, αυτοί που δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους για οικονομική ή πνευματική καταξίωση στη χώρα όπου ζούσαν, ήρθαν χωρίς εφόδια. Πολλοί ήσαν αυτοί που για διάφορους λόγους έκαναν «εσωτερικό τουρισμό».
Ένας από αυτούς τους υπερήλικες, που δεν μπόρεσε να κάνει κάποια δουλειά, όταν ήρθε στην Ελλάδα, βρέθηκε να κάνει εμπόριο στις λαϊκές. Η γλώσσα δεν βοηθούσε, κι ας νόμιζαν ότι τα ποντιακά που μιλούσαν ήταν η κοινή ελληνική (Μήπως σωστά το νόμιζαν;).
Τον αντάμωσα σε μια λαϊκή. Είχε απλωμένο μπροστά του ένα χαρτόνι και μέσα σε νάιλον σακουλάκια πουλούσε ψωμάκια. Καθόταν σιωπηλός και περίμενε τους πελάτες!
Δίπλα του, μια κοπελίτσα γύρω στα δώδεκα - δεκατρία , πουλούσε μαϊντανό, που τον διαλαλούσε με όση δύναμη είχε η φωνή της.
Κοντοστάθηκα και ακούω τον ηλικιωμένο να λέει εκνευρισμένος στη μικρή.:
«Μώσε, μη τσερίεσαι! Ο λαόν ελέπ’ ντο πουλείς γάραμ’σον! Που θέλ’, θα παίρ’».
(σ.σ. Μη φωνάζεις!! Ο κόσμος βλέπει τι πουλάς, μη χαραμίζεσαι. Που θέλει θα πάρει)
Ο συμπατριώτης αυτός, στο τέλος των πωλήσεων στη λαϊκή, πήγε στην άκρη ενός αδιέξοδου δρόμου, όπου είχε από νωρίς συγκεντρώσει ό,τι βρήκε να είναι καλό από εκείνα που οι διάφοροι πωλητές εγκατέλειψαν. Όμως, η έκπληξή του ήταν αφόρητα σκληρή. Δεν υπήρχε τίποτε! Οδυρόμενος, άρχισε να φωνάζει:
«Κ’ επεκεί λέγ’νε, σην Ελλάδαν ’κι κλέφτ’νε. Άναβα ντο κλέφτ’νε, και τ’ αφ-κάτ’-ι-σ’ πα θα σύρ’νε και παίρνε!...».
( σ.σ. Και μετά λένε ότι στην Ελλάδα δεν κλέβουν. Όχι μόνο κλέβουν ,αλλά και τα ρούχα σου θα τραβήξουν και θα παρουν!)
Και συνέχισε να κλαίει. Για την ατυχία του!
Αμοιρε, δεν υπάρχει παράδεισος. Τον πέταξαν στον Καιάδα της πλεονεξίας σαν περιττό και ίσως σαν ουτοπία.
Υπήρξα αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας, γιατί ήμουν φιλοξενούμενη σε σπίτι δίπλα στον χώρο, όπου εξελίχθηκαν όσα αφηγούμαι.
Αφροδίτη Τελίδου
Εκπαιδευτικός
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα - κυρίως οι Πόντιοι - έμειναν άναυδοι. Περίμεναν ότι, πέραν της κρατικής υποστήριξης, θα εύρισκαν μια ζέστη αγκαλιά από τον ελληνικό λαό. Ίσως να τη βρήκαν μερικοί. Όμως, οι ηλικιωμένοι, αυτοί που δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους για οικονομική ή πνευματική καταξίωση στη χώρα όπου ζούσαν, ήρθαν χωρίς εφόδια. Πολλοί ήσαν αυτοί που για διάφορους λόγους έκαναν «εσωτερικό τουρισμό».
Ένας από αυτούς τους υπερήλικες, που δεν μπόρεσε να κάνει κάποια δουλειά, όταν ήρθε στην Ελλάδα, βρέθηκε να κάνει εμπόριο στις λαϊκές. Η γλώσσα δεν βοηθούσε, κι ας νόμιζαν ότι τα ποντιακά που μιλούσαν ήταν η κοινή ελληνική (Μήπως σωστά το νόμιζαν;).
Τον αντάμωσα σε μια λαϊκή. Είχε απλωμένο μπροστά του ένα χαρτόνι και μέσα σε νάιλον σακουλάκια πουλούσε ψωμάκια. Καθόταν σιωπηλός και περίμενε τους πελάτες!
Δίπλα του, μια κοπελίτσα γύρω στα δώδεκα - δεκατρία , πουλούσε μαϊντανό, που τον διαλαλούσε με όση δύναμη είχε η φωνή της.
Κοντοστάθηκα και ακούω τον ηλικιωμένο να λέει εκνευρισμένος στη μικρή.:
«Μώσε, μη τσερίεσαι! Ο λαόν ελέπ’ ντο πουλείς γάραμ’σον! Που θέλ’, θα παίρ’».
(σ.σ. Μη φωνάζεις!! Ο κόσμος βλέπει τι πουλάς, μη χαραμίζεσαι. Που θέλει θα πάρει)
Ο συμπατριώτης αυτός, στο τέλος των πωλήσεων στη λαϊκή, πήγε στην άκρη ενός αδιέξοδου δρόμου, όπου είχε από νωρίς συγκεντρώσει ό,τι βρήκε να είναι καλό από εκείνα που οι διάφοροι πωλητές εγκατέλειψαν. Όμως, η έκπληξή του ήταν αφόρητα σκληρή. Δεν υπήρχε τίποτε! Οδυρόμενος, άρχισε να φωνάζει:
«Κ’ επεκεί λέγ’νε, σην Ελλάδαν ’κι κλέφτ’νε. Άναβα ντο κλέφτ’νε, και τ’ αφ-κάτ’-ι-σ’ πα θα σύρ’νε και παίρνε!...».
( σ.σ. Και μετά λένε ότι στην Ελλάδα δεν κλέβουν. Όχι μόνο κλέβουν ,αλλά και τα ρούχα σου θα τραβήξουν και θα παρουν!)
Και συνέχισε να κλαίει. Για την ατυχία του!
Αμοιρε, δεν υπάρχει παράδεισος. Τον πέταξαν στον Καιάδα της πλεονεξίας σαν περιττό και ίσως σαν ουτοπία.
Υπήρξα αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας, γιατί ήμουν φιλοξενούμενη σε σπίτι δίπλα στον χώρο, όπου εξελίχθηκαν όσα αφηγούμαι.
Αφροδίτη Τελίδου
Εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου