«Λίγες μέρες μετά τον εκτοπισμό των γυναικόπαιδων της Σαντάς, ο Πολίτας Τσουμπάν ανέβαινε απ' το Φτελέν για τα χωριά με μερικούς αντάρτες συντρόφους του. Όταν φτάσανε στο δίστρατο του Αϊ Γιάννη βρεθήκανε μπροστά σε αποτρόπαιο θέαμα.
Οι Τούρκοι κόψανε το σώμα του αντάρτη Τσιλίκ σε δύο και το μεν κεφάλι με τον κορμό άφησαν στον επάνω δρόμο που κατευθύνεται στο Τερζάντων, τα δε άκρα στον κάτω δρόμο. Η αγανάκτηση των ανταρτών κορυφώθηκε όταν είδαν και το φοβερό ανοσιούργημα, όμοιο του οποίου μπορούσαν να διαπράξουν μόνο οι Ζουλού της Αφρικής:
Κομμένα τα γεννητικά όργανα του σκοτωμένου και βαλμένα στο στόμα του. Επί πλέον σήκωσαν επάνω το δεξί του χέρι και βάλαν το γεννητικό του μόριο ανάμεσα στα δάχτυλά του, για να δώσουν την εντύπωση ότι κάπνιζε το τσιγάρο του. Αμέσως σκάψαν με τις κάμες τους το χώμα και τον παράχωσαν πρόχειρα, ορκίστηκαν δε εκδίκηση εναντίον των Τούρκων, και τηρήσανε τον όρκο τους».
Με τέτοια προηγούμενα και τόσο φαρμακερή πείρα οι αντάρτες δεν μπορούσαν βέβαια να φυλάξουν τώρα πια ούτε ίχνος οίκτου στην ψυχή τους για τους Τούρκους. Αποτραβηγμένοι στα λημέρια τους άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους παρά πως να εκδικηθούν. Έτσι, λίγες μέρες μετά την καταστροφή, στήνοντας καρτέρι στα σύνορα της Σαντάς, κατάφεραν να πιάσουν 5 Τούρκους, ανάμεσα στους οποίους και τον χωροφύλακα Σιαμπάν. Ήταν αυτός που συνοδεύοντας για λίγο τα γυναικόπαιδα στον δρόμο της εξορίας είχε χτυπήσει με τον υποκόπανο του όπλου του τη γριά μητέρα του Πολυχρόνη Τσουμπάν την στιγμή που έπινε νερό.
Στον δρόμο οι τρεις απ' τούς Τούρκους κατάφεραν να φύγουν, άλλα έμειναν αιχμάλωτοι ο Σιαμπάν μαζί με έναν άλλον σύντροφό του, που λεγόταν Χαμζάς. Οι αντάρτες τους οδήγησαν μέσα στην ερειπωμένη Σαντά, όπου είχε μπει ο καπετάν Ευκλείδης με λίγους άντρες του για να ψάξουν μήπως τυχόν έβρισκαν κρυμμένα τρόφιμα και να κάψουν όσα μεγάλα σπίτια μέναν, που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι για οχυρά σε περίπτωση που θα ξανανέβαιναν στη Σάντα.
Εκεί, μπροστά σ' ένα σπίτι που καιγόταν, της Ισχανανταίας Χάρης Τεσέρ, οδήγησε ο καπετάν Ευκλείδης τους δύο Τούρκους και είπε στον χωροφύλακα:
- Σιαμπάν εφέντη, έφτασε η ώρα να πληρώσεις όλες τις ατιμίες και τα εγκλήματα που έκανες σε βάρος των Χριστιανών. Πες μου ποιό θάνατο προτιμάς; Το τουφέκι, το μαχαίρι ή την φωτιά;
Kι' επειδή εκείνος δεν μιλούσε, μ' ένα νόημα του καπετάνιου άρπαξαν οι οπλίτες τους δύο Τούρκους και τους έριξαν μέσα στη φωτιά, όπου και κάηκαν.
Ύστερα γυρίζοντας μέσα στην ερειπωμένη Σάντα οι αντάρτες κάναν έρευνες, μάζεψαν όσα τρόφιμα βρήκαν, τα φόρτωσαν στους «σελεκτσήδες*» κι αποτελειώνοντας με την φωτιά όσα μεγάλα σπίτια μέναν όρθια, τράβηξαν πάλι για τα λημέρια τους. Από εκεί κατέβαιναν μόνο για κανένα γιουρούσι στα τουρκοχώρια ή για τους λαχανόκηπους της Σαντάς απ' όπου προμηθεύονταν προ πάντων τις πατάτες, που δίχως καλλιέργεια και φροντίδα φύτρωναν, για να κρατάνε στη ζωή τους πολεμιστές στις γύρω ερημιές και τους αγριότοπους.
Μια μέρα κάτω στο χωριό Παϊράμ πιάσαν 7 Τούρκους που κλέβανε λάχανα και πατάτες για να τα μεταφέρουν στα χωριά τους. Τους φέρανε στο «Βαθύν τ' ορμίν» και τους σκοτώσανε με μαχαιριές. Το βράδυ της ίδιας μέρας έστησαν ενέδρα σε μια σπηλιά έξω απ' το Ζουρντατσάντων και περιμένανε ως το πρωί. Μόλις ξημέρωσε είδαν πολλούς Τούρκους φορτωμένους με κλοπιμαία και άλλους να κατεβαίνουν απ' το Κωφολείβαδο για να μπουν στα χωριά και να ρημάξουν πάλι τους λαχανόκηπους. Ανοίξανε φωτιά και σκότωσαν 32. Έτσι σε μια μέρα ο αριθμός των σκοτωμένων έφτασε τούς 39.
Ασταμάτητη από δω και πέρα είναι η δράση των ανταρτών, που είχαν πολύτιμο βοηθό τους κι' ένα Τούρκο φιλέλληνα, τον Αλή Ουζούν Χαλήλ ογλού, κάτοικο του κοντινού χωριού Ισχάν.
Αυτός ανέβαινε πολλές φορές τη νύχτα στα λημέρια τους και τους έδινε πληροφορίες για τις κινήσεις και τις διαθέσεις του τούρκικου στρατού. Κι' όταν δεν μπορούσε, τότε μεταχειριζόταν μέσα συνθηματικά. Καθώς το σπίτι του βρισκόταν στην άκρη του χωριού, κρεμούσε στο μπαλκόνι του πότε ένα κόκκινο πάπλωμα και πότε ένα άσπρο σεντόνι. Οι αντάρτες που βλέπαν με τα κιάλια, καταλάβαιναν: Το κόκκινο πάπλωμα σήμαινε κίνδυνο, ενώ το άσπρο σεντόνι ησυχία και ασφάλεια. Έτσι κανόνιζαν ανάλογα τις κινήσεις τους και έπαιρναν τα μέτρα τους.
Από τις πολλές συγκρούσεις των ανταρτών με τους Τούρκους που αναφέρει ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, μεταφέρω μερικές χαρακτηριστικές:
«Αρχές Ιουνίου του 1922, οι αντάρτες ειδοποιήθηκαν ότι 30 οπλοφόροι Τούρκοι με 50 άλογα φορτωμένα τρόφιμα ανέβαιναν στο παρχάρι του Καράτερε. Αμέσως συνεννοήθηκαν οι οπλαρχηγοί Ευκλείδης Κουρτίδης και Δαμιανός Τσιρίπ να δράσουν μαζί εναντίον της συνοδείας. Ανέβηκαν, λοιπόν, στο Κωφολείβαδο και από εκεί πιάσαν όλη την υπεράνω των Ζουρνατσάντων κορυφογραμμή, κάτω από την οποία επρόκειτο να περάσει ή συνοδεία.
Ο Ευκλείδης συνεννοήθηκε με τον Δαμιανό και τον Πολίταν Τσουμπάνο να θέσουν τους Τούρκους μεταξύ δύο πυρών και τότε ο μεν Ευκλείδης με τα παλικάρια του έπιασε τα ενδότερα του βουνού και σχημάτισε την εμπροσθοφυλακή, ο δε Τσουμπάνος σχημάτισε την οπισθοφυλακή των ανταρτών. Η απόσταση μεταξύ των δυο άκρων ήταν αρκετά μεγάλη. Ολόκληρη η συνοδεία των Τούρκων έφτασε κάποτε μέσα στη γραμμή και τότε ο Ευκλείδης έριξε για σύνθημα δύο πυροβολισμούς. Ευθύς άρχισαν να ρίχνουν όλοι της οπισθοφυλακής και το πυρ γενικεύθηκε αμέσως σε όλη τη γραμμή.
Οι οπλοφόροι Τούρκοι έριξαν μερικούς πυροβολισμούς, αλλά βλέποντας ότι η θέση τους ήταν απελπιστική, πέταξαν τα όπλα και παραδόθηκαν. Μαζί τους παραδόθηκαν πολλοί αγωγιάτες άοπλοι, τους οποίους αγγάρεψαν οι αντάρτες να μεταφέρουν όλα τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα που πιάσαν».
Σαν κύριος της περιοχής φέρεται όλο τούτο το διάστημα ο οπλαρχηγός της Σαντάς. Να μερικές χαρακτηριστικές γραμμές ακόμα:
«Το καλοκαίρι του 1922, ο καπετάν Ευκλείδης ειδοποίησε τους περιοίκους Τούρκους να πάνε στα παρχάρια τους — ορεινούς τόπους παραθερισμού όπου μετέφεραν και τα ζώα τους — και τους υποσχέθηκε ότι δεν θα τους πειράξει αν του προμήθευαν τρόφιμα. Οι Τούρκοι δέχτηκαν. Στο μεταξύ, όμως, οι αντάρτες έστειλαν στο τουρκοχώρι Άσια για κάποια υπόθεση τους, τους Γαβριήλ Πασαλίδη και Ισαάκ Σιαμανίδη.
Ένας Τούρκος, Καμπούρ Σαλέχ, μόλις είδε τους δύο Σανταίους, έξαλλος από το μίσος, τους σκότωσε. Ο Ευκλείδης τότε διέταξε ανταπόδοση του φόνου και τότε οι Τούρκοι θρήνησαν πολλά θύματα, κυρίως οπλοφόρους, που αποτολμούσαν να περάσουν απ' τα βουνά της Σάντας. Λίγες μέρες αργότερα, 20 Τούρκοι αγωγιάτες με 30 άλογα φορτωμένα τρόφιμα, περνούσαν απ' τη Λαραχανή, πηγαίνοντας προς τα παρχάρια τους. Μόλις τόμαθε ο Ευκλείδης, διέταξε τα παλικάρια του να πιάσουν τον δρόμο και να αιχμαλωτίσουν τους αγωγιάτες ή να τους σκοτώσουν αν αρνηθούν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν και οι αντάρτες πήραν τα όπλα τους, όπως και τα τρόφιμα που μετέφεραν, στα κρησφύγετά τους».
Σαντα
|
Μάταια οι τούρκικες αρχές προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να σταματήσουν την δράση των ανταρτών που εξακολουθούσαν να τρομοκρατούν τους γύρω τούρκικους πληθυσμούς επί δύο ή τρία χρόνια ακόμα, μέχρι και πέρα απ' τη Μικρασιατική καταστροφή: «Τέλη Αυγούστου του 1923 κατέβηκαν 20 Τούρκοι του χωριού Άσια στο Ζουρνατσάντων για να λαφυραγωγήσουν. Πολλοί αντάρτες με τον Ευκλείδη κρύφτηκαν, περίμεναν, κι' όταν οι Τούρκοι πέρασαν το γεφύρι, πέσαν στην ενέδρα κι' αιχμαλωτίστηκαν. Ο Ευκλείδης διέταξε να εκτελεστούν αμέσως. Οι άλλοι που έφτασαν στους Κερχανάδες έκαναν να γυρίσουν πίσω, μα τους έριξαν οι αντάρτες της δεύτερης ενέδρας και σκότωσαν 5 απ' αυτούς».
Τον Αύγουστο του 1922 σκοτώθηκε ο οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ σε μια συμπλοκή του με τους Τούρκους των χωριών απ' όπου αποπειράθηκε να περάσει με μερικά παλικάρια του. Αλλά οι άλλοι αντάρτες συνέχιζαν πάντα τη δράση τους αλύγιστοι.
Παρά τις προτάσεις που κάθε τόσο τους γινόντουσαν — ότι δεν θα τους πειράξουν αν καταθέσουν τα όπλα — εκείνοι μέναν αμετάπειστοι γιατί ξέροντας καλά τους Τούρκους ήσαν σίγουροι ότι μόλις κατάθεταν τα όπλα θα βρισκόντουσαν στο έλεος και το εκδικητικό μίσος των ύπουλων εχθρών τους.
Τρεις φορές μέσα στο 1922 ανέβηκε στη Σαντά με χίλιους κινδύνους ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος για να συναντήσει τον καπεταν Ευκλείδη και τα παλικάρια του και να τους μεταφέρει τα γράμματα του μητροπολίτη Ροδοπόλεως, που οι τούρκικες αρχές τον πίεζαν να γράφει. Δίναν, μάλιστα, στον μεταφορέα και χωροφύλακα γι' ασφάλεια του — επειδή απ' τα τουρκοχώρια που θα περνούσε, θα τον σκότωναν αν μάθαιναν ότι ήταν Σανταίος — αλλά ο χωροφύλακας δεν τολμούσε ν' ανέβει στη Σαντά και τον περίμενε, καθώς έπαιρνε μόνος του τον δρόμο προς το βασίλειο των ανταρτών.
* άοπλους αντάρτες που χρησιμοποιούσαν για μεταφορές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου