Ο αυτόπτης μάρτυς Ιωάννης Εφραιμίδης για
την μάχη Κοπαλάντων, έγραψε στο 38-39 τεύχος της
«Ποντιακής Εστίας» τα παρακάτω:
«Ήτο η πρώτη φορά αν δεν απατώμαι
που συνεκρούσθησαν οι Σανταίοι κατά μέτωπον πλέον μέ τά γειτονικά τούρκικα
χωριά.
Οι Σανταίοι εγνώριζαν πολύ
καλά τις προθέσεις καί τό μίσος των γειτονικών χωρίων ότι μέ την πρώτη ευκαιρία
πού θά τους έδίδετο θά επετίθεντο εναντίον κυρίως των ακραίων χωρίων της
Σάντας, Κοπαλάντων, Φτελέν καί Χαρατσάντων μέ τον άντικειμενικόν σκοπόν την
λεηλασίαν των κατοίκων καί τήν έξόντωσιν των παληκαριών των.
Οι Πρόεδροι των χωριών μας
έχοντες συναίσθησιν του κινδύνου πού μάς περίμενε καί πρός ασφάλειαν των
κατοίκων ίνα μή μας καταλαμβάνουν οι εισβολείς εξ’ απήνης κατά τήν επίθεσιν
των, απεφάσισαν και ίδρυσαν εις τά
περισσότερα χωρία νυκτερινά φυλάκια (καραούλια). Ένα τέτοιο φυλάκιο ίδρύθη καί στό χωριά
Χαρατζάντων πλησίον του Φτελέν και σε
απόσταση 1 1)2 ώρας από το πρώτο
τουρκικό χωριό. Το φυλάκιον αυτό εφρουρούσε τον δημόσιο δρόμο από τα τούρκικα
χωριά προς τη Σάντα. Τα φυλάκιο αυτό από τα μέσα του Οκτωβρίου 1917 εφρουρείτο
τη νύκτα εναλλάξ από παλληκάρια των
χωρίων Ισχανάντων, Πινατάντων και Τερζάντων.
΄Ητο η 25 Ιανουαρίου του 1918 και ώρα 10 1)2
πμ. Αλησμόνητη θα μου μείνει η ημέρα αυτή. Ο ουρανός ήτο κατακάθαρος,
χιονισμένα τα πάντα, γαλήνη και ησυχία παρετηρείτο στα χωριό μας Ισχανάντων και ξαφνικά ηκούσθησαν oι πρώτοι πυροβολισμοί προερχόμενοι από το βάθος του
ποταμού.
Το χωριό μας ανεστατώθη, και οι
κάτοικοι έντρομοι ρωτούσαν τι συμβαίνει και συνεκεντρούντο στο καφενείο του
χωριού μας. Ο γράφων ευρίσκετο την στιγμήν εκείνην στο καφενείον του Χρυσίονος,
οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν να ακούονται.
Χωρίς να χάσω λεπτόν, και κατά καθήκον εφ'
όσον ήμουν οργανωμένος εις την άμυναν των χωρίων μας μπήκα σ' ένα
γειτονικό σπίτι (αν ενθυμούμαι καλώς στου Σπυριδόπουλου) ξεκρέμασα το μάλινχερ,
το πήρα και έφυγα προς την διεύθυνση του χωρίου Τερζάντων, όπου ήτο και η έδρα
του Γενικού Οπλαρχηγού Γιάννη Σπαθάρου.
Εκεί συνήντησα επάνω στον δημόσιο δρόμο τον Οπλαρχηγό,
τον Θεοδόσιο Χειμωνίδη με τον Γιάννη Τριανταφυλλίδη εκ Πινατάντων και δύο άλλα παλληκάρια
εκ του Τερζάντων, των οποίων τα ονόματα δεν ενθυμούμαι, που συζητούσαν πως
πρέπει να αντιμετωπισθή ή εκδηλωθείσα επίθεση των Τούρκων,
Χωρίς πολλάς συζητήσεις μαζί με
τον Σπαθάρο και τους άλλους εφύγαμε γραμμή δια το Φτελέν και σε χρονικά
διάστημα μιας ώρας (ρεκόρ ταχύτητας) ευρέθημεν αντιμέτωποι των Τούρκων έναντι
του χωρίου Κοπαλάντων, όπου έγινε και η επίθεσις.
Από το Φτελέν ενισχύθημεν και
με τρία άλλα παλληκάρια και εν όλω 8 πήραμε μέρος στη μάχη.
Οι Τούρκοι μόλις
επληροφορήθησαν την αφιξίν μας από τους πυροβολισμούς μας, ήρχισαν γρήγορα να
οπισθοχωρούν συναποκομίζοντες και τα
λεηλατηθέντα και κατευθύνονταν ταχέως προς την μεγάλη γέφυρα του Δημοσίου
δρόμου του ποταμού Γιάμπολη.
Εκεί εστράφησαν τα πυρά μας και εκεί υπήρξεν ο τάφος των εισβολέων. Εφονεύθησαν το όλον 14 Τούρκοι και αρκετοί ετραυματίσθησαν. Μετά την εκδίωξιν των Τούρκων εκ του
Κοπαλάντων διαταγή του Οπλαρχηγού εστράφησαν τα πυρά μας εναντίον των δύο
χωρίων Αγρίδ και Ισχάν, και από τις σφαίρες μας μετεβλήθησαν σε κόσκινα τα
ξύλινα σπίτια των Τούρκων και οι κάτοικοι διεσκορπίσθησαν.
Γέφυρα στον Γιάμπολη |
Έτσι εξελίχθη η μάχη του
Κοπαλάντων και οι Τούρκοι εν τω μεταξύ δεν τόλμησαν να κάμνουν νέας επιθέσεις
εναντίον μας παρά εκδικούμενοι την ήτταν των, έστησαν ενέδραν στις 9 Μαΐου του 1918 στις διαβάσεις του όρους Κιμισλή σε μιά πόστα
Σανταίων προερχομένων εκ Τραπεζούντος με προμήθειες και εκεί εφόνευσαν
11 πατριώτες μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου