Θεωρείται από αρκετούς μελετητές βέβαιο ότι η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας διήρκεσε τόσο πολύ — από το 1204 που ιδρύθηκε από τους Κομνηνούς έως το 1461 που καταλύθηκε από τους Τούρκους — χάρη στα βουνά που την περιτριγύριζαν και τη θάλασσα που έβρεχε τα βόρεια εδάφη της και αποτελούσαν άπαρτα κάστρα για τους εχθρούς της.
Από τους Σκύθες που έκαναν επιδρομές από τον βορρά κάστρο της αυτοκρατορίας ήταν ο Εύξεινος Πόντος, ενώ τις υπόλοιπες πλευρές της τις προστάτευαν οι απότομες και δυσκολοδιάβατες οροσειρές, που τις χώριζαν βαθιές και απόκρημνες χαράδρες. Τα βουνά, στα ανατολικά, από όπου πηγάζουν πολλά ποτάμια, φτάνουν και ενώνονται με έναν βραχίονα του Καύκασου και με τα βραχώδη περάσματα προς τη Γεωργία. Πιο πέρα, ανάμεσα στον Πόντο και την Αρμενία, η οροσειρά του Παρυάδρη, που φτάνει μέχρι τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, κοντά στο Ιασώνιο, προστατεύοντας, έτσι, την περιοχή.
Στα νότια της Τραπεζούντας, ανάμεσα σε πύργους και οχυρωμένες κλεισούρες, βρίσκονται τα Σάταλα, η Κολώνια, η Νεοκαισάρεια και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά. Ο Γιάκομπ Φαλμεράιερ — που αγάπησε πολύ τον Πόντο και τους κατοίκους του — αναφέρει ότι στην περιοχή του σουλτανάτου της Κολώνιας βρήκε προστασία ο φυγάδας Ανδρόνικος Κομνηνός σε ένα σχεδόν απόρθητο ορεινό οχυρό, όταν τον καταδίωκε ο Μανουήλ Κομνηνός. Στις ίδιες περιοχές και σε διπλανές, ανάμεσα σε κάστρα και καστρόπυργα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' έκανε επιχειρήσεις εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων.
Και σύμφωνα με τον Γάλλο βοτανολόγο Ζοζέφ ντε Τουρνεφόρ, που επισκέφθηκε το 1700 -μεταξύ άλλων περιοχών- τον Πόντο, γράφει ότι ανάμεσα στην Τραπεζούντα και την κοιλάδα της Παϊπούρτης υπήρχε ένα κάστρο, που οι Τούρκοι ονόμαζαν Τέκε (ίσως Θήχης). Το κάστρο αυτό προστάτευε τον δρόμο που οδηγούσε στις περιοχές της Ανατολής, τον οποίο έπαιρναν, κατά τα ταξίδια τους εκεί οι Μινορίτες και άλλοι παπικοί καλόγεροι, αλλά και οι πρεσβευτές της Βενετίας.
Ο Τουρνεφόρ με τους συνταξιδιώτες του πέρασε και από ένα μοναστήρι - κάστρο στην Παλαιό Ματσούκα, που ήταν χτισμένο επάνω σε απόκρημνο βράχο και ανέβαινε κανείς μόνον από μια πέτρινη σκάλα. Επίσης, πάνω σε απόκρημνο βράχο, όπου ανέβαινε κανείς μόνον με μια ξύλινη γέφυρα, που κρεμόταν επάνω από έναν γκρεμό, ήταν χτισμένο, πιο κάτω, στη Χαλδία, το κάστρο Τζανίχ (Τζανικό). Στην ίδια περιοχή και λίγο παρακάτω, υπήρχε ένας πύργος, χτισμένος ψηλά, εκεί που στένευε πολύ ο δρόμος. Από τον πύργο αυτό, λίγοι οπλισμένοι μπορούσαν να αποκρούσουν πολυάριθμο στρατό. Οι άνθρωποι των καραβανιών, που περνούσαν, πλήρωναν υποχρεωτικά φόρο και πρόσφερναν πλούσια δώρα στους φύλακες του πύργου, για να τους προστατεύουν από τους ληστές στη διαδρομή τους. Κύριος του πύργου ήταν ο δούκας της Χαλδίας, από την οικογένεια των Καβασιτών.
Στην ίδια διαδρομή προς τα ανατολικά, υπήρχε ο όμορφος πύργος Ντορίλα (Τορούλ), απομονωμένος επάνω στα απότομα βράχια, που ήταν η έδρα του αρχηγού των Καβασιτών, οι οποίοι προστάτευαν τους κατοίκους από τους γείτονες μωαμεθανούς. Ακόμη μακρύτερα, σε μια κοιλάδα προς την πλευρά της Αρσίγγης (Ερζιγκιάν), προς την Αρμενία, υπήρχε άλλος ένας πύργος, πέρα από τον οποίο κυριαρχούσαν, γύρω στο 1700, οι Τουρκομάνοι.
Στο «Παλατινό Χρονικό» του Πανάρετου αναφέρονται ακόμη τα κάστρα Τζαντζίντζα, Τζάμπα, Ντοράν (ίσως Ντορούλ ή Τορούλ- Δορύλαιο), Καμάχη, Νεοματσούκα, Δικαίσιμο, Λαραχανή, Χασδενίζη, Κολάχ, Πέτρωμα και Κοτζάντα, όλα χτισμένα στις ορεινές περιοχές Τσαπνικής, Χερριάνων, Σορόχαινας, Χαλδίας, Χαλυβίας, Τρικωμίας και Δρυόνα.
Η μάχη στα Σάταλα
Η Ιωάννα Ζούλα έγραψε, το 2003, στην εφημερίδα «Το Βήμα», για τη μάχη στα Σάταλα:
Το φθινόπωρο του 622, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος ξεκίνησε με τον ετοιμοπόλεμο πλέον στρατό του εναντίον των Περσών. Κατευθύνθηκε ανατολικά και μετά έκανε στροφή προς Βορρά, «επί τα μέρη της Αρμενίας», όπως γράφει ο Πισίδης.
Στην πρώτη σύγκρουση με τους Πέρσες οι Βυζαντινοί αναδείχθηκαν νικητές. Αλλά όταν ο Ηράκλειος θέλησε να διασχίσει την ορεινή Αρμενία και να περάσει από εκεί στα περσικά εδάφη βρήκε όλα τα περάσματα αποκλεισμένα από τους Πέρσες. Με ένα ευφυές στρατηγικό σχέδιο, ο Ηράκλειος ξεγέλασε τους Πέρσες. Έστρεψε την πορεία του προς τα βόρεια, δίνοντας την εντύπωση ότι πήγαινε προς τον Πόντο για να ξεχειμωνιάσει. Ο Ηράκλειος, όμως, κάνοντας κύκλο, ξαναγύρισε στην Αρμενία, αλλά βορειότερα, και προχώρησε προς τα Σάταλα, πόλη μεγάλης στρατηγικής σημασίας, κοντά στις πηγές του ποταμού Λύκου.
Οι Πέρσες, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Βυζαντινοί τούς είχαν υπερκεράσει, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Ο Χοσρόης προσπάθησε να κάνει και αυτός ελιγμό και διέταξε τον στρατηγό του Σαρβαραζά να βαδίσει με μεγάλη δύναμη εναντίον της Καισάρειας ώστε να εξαναγκάσει τον Ηράκλειο να γυρίσει πίσω, Ο Ηράκλειος όμως δεν έδειξε διαθέσεις οπισθοχώρησης και έτσι ο Σαρβαραζάς, φοβούμενος ότι οι Βυζαντινοί θα προελάσουν στην Περσία, εγκατέλειψε το σχέδιο της Καισάρειας και γύρισε πίσω για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο.
Ο αγώνας δρόμου των δύο στρατών ήταν άνισος. Ο στρατός του Ηρακλείου βάδιζε προς τα Σάταλα μέσω της οδού Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ), δηλαδή ακολουθούσε τον κεντρικό δρόμο, ενώ τα στρατεύματα του Σαρβαραζά, ακολουθώντας τους Βυζαντινούς, ήταν υποχρεωμένα να σκαρφαλώνουν στα δύσβατα μονοπάτια της ορεινής Αρμενίας.
Ο Σαρβαραζάς καραδοκούσε για την ευκαιρία να επιτεθεί νύχτα. Αλλά οι νύχτες ήταν φεγγαρόλουστες και δεν προσφέρονταν για αιφνιδιασμό. Επιπλέον μια έκλειψη σελήνης επέτεινε τη δυσθυμία των στρατιωτών του Σαρβαραζά επειδή τη θεώρησαν κακό οιωνό. Αλλά όταν ο πέρσης στρατηγός αποφάσισε τελικά να αιφνιδιάσει τον βυζαντινό στρατό, βρήκε τους στρατιώτες του Ηρακλείου να τον περιμένουν, το σχέδιο του το είχαν πληροφορηθεί οι κατάσκοποι του αυτοκράτορα.
Η μάχη αυτή πρέπει να δόθηκε κάποια νύχτα ανάμεσα στις 7 και στις 12 Φεβρουάριου 623. Μόλις οι Πέρσες κατέβηκαν από τα βουνά για να επιτεθούν έπεσαν στην ενέδρα, οι Βυζαντινοί τους περίμεναν, τους περικύκλωσαν και τους σφαγίασαν κυριολεκτικά. Μόλις και μετά βίας σώθηκε ο Σαρβαραζάς με ελάχιστα υπολείμματα του στρατού του. Τα πλούσια εφόδια των Περσών έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών, οι οποίοι είδαν ότι οι Πέρσες δεν ήταν αήττητοι και ευχαριστούσαν τον Θεό για τη βοήθεια που τους προσέφερε και τον Ηράκλειο για την ιδιοφυή στρατηγική του και για το απαράμιλλο θάρρος του στο πεδίο της μάχης. Αφού στρατοπέδευσε στα Σάταλα με σκοπό προφανώς να ξεχειμωνιάσει εκεί, ο Ηράκλειος άλλαξε ξαφνικά γνώμη. Στο σημείο αυτό οι απόψεις των ιστορικών διίστανται, άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Ηράκλειος αναγκάστηκε να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη εξαιτίας των Αβάρων και άλλοι ότι απλώς ο αυτοκράτορας προτίμησε να περάσει τους υπόλοιπους μήνες του χειμώνα του 623 στην πρωτεύουσα.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας
Το λιμάνι και το κτίριο του τελωνείου Τραπεζούντας |
Στα νότια της Τραπεζούντας, ανάμεσα σε πύργους και οχυρωμένες κλεισούρες, βρίσκονται τα Σάταλα, η Κολώνια, η Νεοκαισάρεια και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά. Ο Γιάκομπ Φαλμεράιερ — που αγάπησε πολύ τον Πόντο και τους κατοίκους του — αναφέρει ότι στην περιοχή του σουλτανάτου της Κολώνιας βρήκε προστασία ο φυγάδας Ανδρόνικος Κομνηνός σε ένα σχεδόν απόρθητο ορεινό οχυρό, όταν τον καταδίωκε ο Μανουήλ Κομνηνός. Στις ίδιες περιοχές και σε διπλανές, ανάμεσα σε κάστρα και καστρόπυργα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' έκανε επιχειρήσεις εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων.
Και σύμφωνα με τον Γάλλο βοτανολόγο Ζοζέφ ντε Τουρνεφόρ, που επισκέφθηκε το 1700 -μεταξύ άλλων περιοχών- τον Πόντο, γράφει ότι ανάμεσα στην Τραπεζούντα και την κοιλάδα της Παϊπούρτης υπήρχε ένα κάστρο, που οι Τούρκοι ονόμαζαν Τέκε (ίσως Θήχης). Το κάστρο αυτό προστάτευε τον δρόμο που οδηγούσε στις περιοχές της Ανατολής, τον οποίο έπαιρναν, κατά τα ταξίδια τους εκεί οι Μινορίτες και άλλοι παπικοί καλόγεροι, αλλά και οι πρεσβευτές της Βενετίας.
Ο Τουρνεφόρ με τους συνταξιδιώτες του πέρασε και από ένα μοναστήρι - κάστρο στην Παλαιό Ματσούκα, που ήταν χτισμένο επάνω σε απόκρημνο βράχο και ανέβαινε κανείς μόνον από μια πέτρινη σκάλα. Επίσης, πάνω σε απόκρημνο βράχο, όπου ανέβαινε κανείς μόνον με μια ξύλινη γέφυρα, που κρεμόταν επάνω από έναν γκρεμό, ήταν χτισμένο, πιο κάτω, στη Χαλδία, το κάστρο Τζανίχ (Τζανικό). Στην ίδια περιοχή και λίγο παρακάτω, υπήρχε ένας πύργος, χτισμένος ψηλά, εκεί που στένευε πολύ ο δρόμος. Από τον πύργο αυτό, λίγοι οπλισμένοι μπορούσαν να αποκρούσουν πολυάριθμο στρατό. Οι άνθρωποι των καραβανιών, που περνούσαν, πλήρωναν υποχρεωτικά φόρο και πρόσφερναν πλούσια δώρα στους φύλακες του πύργου, για να τους προστατεύουν από τους ληστές στη διαδρομή τους. Κύριος του πύργου ήταν ο δούκας της Χαλδίας, από την οικογένεια των Καβασιτών.
Στην ίδια διαδρομή προς τα ανατολικά, υπήρχε ο όμορφος πύργος Ντορίλα (Τορούλ), απομονωμένος επάνω στα απότομα βράχια, που ήταν η έδρα του αρχηγού των Καβασιτών, οι οποίοι προστάτευαν τους κατοίκους από τους γείτονες μωαμεθανούς. Ακόμη μακρύτερα, σε μια κοιλάδα προς την πλευρά της Αρσίγγης (Ερζιγκιάν), προς την Αρμενία, υπήρχε άλλος ένας πύργος, πέρα από τον οποίο κυριαρχούσαν, γύρω στο 1700, οι Τουρκομάνοι.
Στο «Παλατινό Χρονικό» του Πανάρετου αναφέρονται ακόμη τα κάστρα Τζαντζίντζα, Τζάμπα, Ντοράν (ίσως Ντορούλ ή Τορούλ- Δορύλαιο), Καμάχη, Νεοματσούκα, Δικαίσιμο, Λαραχανή, Χασδενίζη, Κολάχ, Πέτρωμα και Κοτζάντα, όλα χτισμένα στις ορεινές περιοχές Τσαπνικής, Χερριάνων, Σορόχαινας, Χαλδίας, Χαλυβίας, Τρικωμίας και Δρυόνα.
Υδραγωγείο στα Σάταλα (Su Kemeri) |
Η μάχη στα Σάταλα
Η Ιωάννα Ζούλα έγραψε, το 2003, στην εφημερίδα «Το Βήμα», για τη μάχη στα Σάταλα:
Το φθινόπωρο του 622, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος ξεκίνησε με τον ετοιμοπόλεμο πλέον στρατό του εναντίον των Περσών. Κατευθύνθηκε ανατολικά και μετά έκανε στροφή προς Βορρά, «επί τα μέρη της Αρμενίας», όπως γράφει ο Πισίδης.
Στην πρώτη σύγκρουση με τους Πέρσες οι Βυζαντινοί αναδείχθηκαν νικητές. Αλλά όταν ο Ηράκλειος θέλησε να διασχίσει την ορεινή Αρμενία και να περάσει από εκεί στα περσικά εδάφη βρήκε όλα τα περάσματα αποκλεισμένα από τους Πέρσες. Με ένα ευφυές στρατηγικό σχέδιο, ο Ηράκλειος ξεγέλασε τους Πέρσες. Έστρεψε την πορεία του προς τα βόρεια, δίνοντας την εντύπωση ότι πήγαινε προς τον Πόντο για να ξεχειμωνιάσει. Ο Ηράκλειος, όμως, κάνοντας κύκλο, ξαναγύρισε στην Αρμενία, αλλά βορειότερα, και προχώρησε προς τα Σάταλα, πόλη μεγάλης στρατηγικής σημασίας, κοντά στις πηγές του ποταμού Λύκου.
Οι Πέρσες, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Βυζαντινοί τούς είχαν υπερκεράσει, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Ο Χοσρόης προσπάθησε να κάνει και αυτός ελιγμό και διέταξε τον στρατηγό του Σαρβαραζά να βαδίσει με μεγάλη δύναμη εναντίον της Καισάρειας ώστε να εξαναγκάσει τον Ηράκλειο να γυρίσει πίσω, Ο Ηράκλειος όμως δεν έδειξε διαθέσεις οπισθοχώρησης και έτσι ο Σαρβαραζάς, φοβούμενος ότι οι Βυζαντινοί θα προελάσουν στην Περσία, εγκατέλειψε το σχέδιο της Καισάρειας και γύρισε πίσω για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο.
Ο αγώνας δρόμου των δύο στρατών ήταν άνισος. Ο στρατός του Ηρακλείου βάδιζε προς τα Σάταλα μέσω της οδού Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ), δηλαδή ακολουθούσε τον κεντρικό δρόμο, ενώ τα στρατεύματα του Σαρβαραζά, ακολουθώντας τους Βυζαντινούς, ήταν υποχρεωμένα να σκαρφαλώνουν στα δύσβατα μονοπάτια της ορεινής Αρμενίας.
Ο Σαρβαραζάς καραδοκούσε για την ευκαιρία να επιτεθεί νύχτα. Αλλά οι νύχτες ήταν φεγγαρόλουστες και δεν προσφέρονταν για αιφνιδιασμό. Επιπλέον μια έκλειψη σελήνης επέτεινε τη δυσθυμία των στρατιωτών του Σαρβαραζά επειδή τη θεώρησαν κακό οιωνό. Αλλά όταν ο πέρσης στρατηγός αποφάσισε τελικά να αιφνιδιάσει τον βυζαντινό στρατό, βρήκε τους στρατιώτες του Ηρακλείου να τον περιμένουν, το σχέδιο του το είχαν πληροφορηθεί οι κατάσκοποι του αυτοκράτορα.
Υδραγωγείο στα Σάταλα |
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου