Mε βάση το
γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιούν, οι Πόντιοι συγγραφείς είναι δυνατόν να
διακριθούν σε εκείνους που γράφουν στην καθαρεύουσα ή σε μια αρχαιοπρεπή γλώσσα
(Περικλής Τριανταφυλλίδης, Ιωάννης Παρχαρίδης κ. ά.), στους άλλους, που εκφράζονται
στη δημοτική και σε εκείνους που γράφουν στην ποντιακή διάλεκτο.
Με βάση την ύπαρξη δυναμικών στοιχείων στα πρόσωπα και στα
κείμενα, ξεχωρίζουν οι συγγραφείς που έζησαν και έγραψαν στη νότια Ρωσία, την
Ουκρανία και τη Γεωργία.
Το θέμα, όμως, είναι πολύπλοκο, γιαυτό δεν είναι δυνατόν να
εξεταστούν όλες οι πλευρές του, παρά μόνον εκείνες που θεωρούνται σημαντικές.
Για να διευκολυνθεί η εξέταση αυτού του μεγάλου θέματος, είναι απαραίτητο να
χωριστεί η νεότερη ποντιακή γραμματεία στην περίοδο μετά τον 14ο αιώνα, για την
οποία δίνονται στοιχεία μέσα από τα δημοτικά τραγούδια, για εκείνη που έρχεται
αρκετά αργότερα, λόγω της κατάστασης σκοταδισμού που επικρατεί στον Πόντο και
που μπορεί να οριοθετηθεί ανάμεσα στους 17ο και 19ο αιώνες και, τέλος, την
περίοδο του διαφωτισμού στον Πόντο, δηλαδή ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Συνέχεια
αυτής της περιόδου μπορεί να θεωρηθεί η γραμματεία του 20ού αιώνα, οπότε
υπάρχουν και τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα. Αυτήν την τελευταία περίοδο, που
συνεχίζεται και σήμερα, μπορεί να την ονομάσει κανείς «Νέα ποντιακή
λογοτεχνία».
Η παραπάνω διάκριση είναι, βέβαια, αυθαίρετη, αλλά μπορεί να
στηριχτεί σε μια σειρά πηγών, με τα ανάλογα επιχειρήματα, που σταχυολογούνται από
την ιστορία των Ποντίων Ελλήνων. Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς με βεβαιότητα για
περιόδους, που συχνά καλύπτονται από το βυζαντινό σκοτάδι και την τουρκική
βαρβαρότητα. Εκείνο που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι το γεγονός ότι στον
Πόντο επιβιώνουν αρχαίες ελληνικές παραδόσεις, χωρίς ουσιαστική διακοπή.
Μπορεί με την έκλειψη του βυζαντινού Πόντου, μετά την άλωση της Τραπεζούντας το
1461, να απαλλάχτηκε ο Ελληνισμός από το μεσαιωνικό σκοτάδι, γνώρισε, όμως, με
την τουρκική κατάκτηση, μακραίωνη περίοδο πραγματικού ζόφου, που υπήρξε και η
αιτία της πολιτισμικής καθυστέρησης των Ελλήνων.
Τον 17ο αιώνα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος διαπιστώνει,
κατά την περιοδεία του στον Πόντο, ότι ελάχιστα πνευματικά ιδρύματα λειτουργούν
και ότι ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου, στη συντριπτική του πλειοψηφία,
χαρακτηρίζεται για την καθυστέρηση και την αμάθειά του.
Το ελληνικό πνεύμα, ωστόσο, συνεχίζει να διατηρείται ζωντανό
μόνον μέσα στα μοναστήρια, όπου ζουν κάποιες πραγματικά πνευματικές μορφές,
μέσα στο μεγάλο σύνολο των φυγόπονων μοναχών, που γεμίζουν, συνήθως, τα
μοναστήρια στον Πόντο και παντού στον κόσμο.
Η ανυπαρξία καινούργιων δεδομένων στην ποντιακή γραμματεία,
εφόσον δεν προβάλλεται η συγγραφική δραστηριότητα μέσα στις μονές, δεν
επιτρέπει την αρχή μιας νέας περιόδου.
Οι λόγιοι του Πόντου του τέλους του 19ου αιώνα ερευνούν ή και
θυμούνται με νοσταλγία την ελληνική αρχαιότητα, όπως διαπιστώνει κανείς από τα
δημοσιεύματα των περιοδικών «Εύξεινος Πόντος» (1880-1882) και «Αστήρ του
Πόντου» (1884-1886). Η ελληνική κλασική αρχαιότητα, που χαρακτηρίζεται για τον
ανθρωπισμό της, αποτελεί για τον διαφωτισμό στον Πόντο, που άρχισε την ίδια εκείνη
περίοδο, το πρώτο στοιχείο για το ξύπνημα των Ελλήνων που ζουν σχεδόν στο
σκοτάδι. Αργότερα ξυπνάει μέσα τους η επιθυμία για τη μελέτη του ίδιου του
ανθρώπου και του γύρω κόσμου. Ξυπνάει ο λυρισμός που δίνει αρκετά ποιητικά έργα
— στίχους καλύτερα — και αργότερα, στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του
20ού, ξεκινά τη μεγάλη πορεία της η πεζογραφία, με μεταφράσεις ξένων, στην
αρχή, αποδόσεις λαϊκών διηγήσεων και παραμυθιών και, τέλος, πεζογραφημάτων.
Οι
περισσότεροι αρκέστηκαν στην ερευνητική εργασία, στο στάδιο της έρευνας μόνον,
και δεν προχώρησαν στην κριτική σύνθεση των αποτελεσμάτων των ερευνών τους.
Κάποιες αιχμές που κάνουν ορισμένοι, δεν μπορούν να εξηγήσουν γεγονότα και
σκέψεις, φαινόμενα κοινωνικά και οικονομικά,
τον ρόλο που έπαιξαν κάποιες προσωπικότητες και τη στάση των απλών ανθρώπων
απέναντι σε πολιτικές — έστω και υποτυπώδεις — που εφαρμόστηκαν, προκειμένου
να πάρουν αυτήν ή την άλλη μορφή δραστηριότητες των φορέων της ελληνικής κοινοτικής
εξουσίας, π. χ., ή της κεντρικής τουρκικής εξουσίας.
Ίσως
να πιστεύουν κάποιοι ότι οι απλοί άνθρωποι δεν συμμετείχαν ή δεν επιθυμούσαν
να συμμετάσχουν στα κοινά. Υπάρχουν μαρτυρίες γραπτές που υπογραμμίζουν ακριβώς
το αντίθετο. Ο Νίκος
Καπετανίδης, π. χ., έγραψε στην εφημερίδα «Εποχή»
ότι και οι «κυράτσες» μιλούσαν πολιτικά μέσα στις εκκλησίες, την ώρα της
λειτουργίας.
Βέβαια, ο Θεόδωρος Γραμματικόπουλος και ο
ωάννης Παρχαρίδης,
μαζί με τους άλλους λόγιους των δύο «κύκλων» των περιοδικών «Εύξεινος Πόντος»
και «Αστήρ του Πόντου», έδωσαν ότι είχαν να δώσουν μέχρι το τέλος, περίπου, του
19ου αιώνα. Από εκεί και πέρα, οι άλλοι δύο «κύκλοι» των περιοδικών
«Επιθεώρησις της Τραπεζούντας» (1910-1911) και «Πόντος» της Μερζιφούντας (επίσης
1910-1911), μπαίνουν στην τροχιά της πνευματικής ανάπτυξης από το 1910 και
έρχονται σε σύγκρουση με το ποντιακό πνευματικό κατεστημένο, αποτυγχάνοντας, όμως, να
νικήσουν. Αλλά και δεν ηττώνται. Την παραπέρα προσπάθειά τους ανακόπτουν οι
Νεότουρκοι, που σκληραίνουν τη στάση τους απέναντι στους χριστιανούς, μετά τις
πρώτες φιλελεύθερες διακηρύξεις του 1908. Η κάποια ανάσα που πήραν οι Έλληνες
του Πόντου με τον ερχομό των Ρώσων στην περιοχή της Τραπεζούντας, το 1916,
έφερε κάποιους καρπούς με το περιοδικό «Οι Κομνηνοί» του Θεοφύλακτου
Θεοφύλακτου και με τις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν από το 1916, περίπου, έως το
1921, οπότε και πάλι, τον Σεπτέμβριο εκείνου του χρόνου, σταμάτησαν την προς τα
εμπρός πνευματική πορεία των Ποντίων οι κρεμάλες που στήθηκαν
στην Αμάσεια και αλλού και εξόντωσαν τον πνευματικό ανθό των Ποντίων.
Αντίθετα, στη νότια Ρωσία, όπου άρχισε έντονος επαναστατικός
αναβρασμός ήδη από το 1905, η πνευματική ζωή ανάμεσα στους Πόντιους άρχισε να
κάνει άλματα θετικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμφανίστηκαν και αρκετά
αρνητικά φαινόμενα.
Οι λίγοι μελετητές της ποντιακής γραμματείας δεν εμβάθυναν στα
έργα του Σάββα Ιωαννίδη και του Περικλή Τριανταφυλλίδη,
με αποτέλεσμα να τα βλέπουν επιδερμικά και να τα θεωρούν ιστορικά ή λαογραφικά
και όχι ως τις πρώτες προσπάθειες έκφρασης λογοτεχνικού λόγου των Ποντίων. Αυτό
το λάθος γίνεται γιατί τα πρώτα βήματα της ποντιακής λογοτεχνίας δεν
συγκρίθηκαν με τα ανάλογα άλλων λαών και ιδιαίτερα εκείνων με τους οποίους
συμβίωσαν οι Έλληνες στον Πόντο.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου