Aπό τον Μύθο στην Ιστορία.
Η αρχή του Ποντιακού Ελληνισμού παρουσιάζεται την εποχή των μύθων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Η αρχή της μυθολογίας είναι ο Φρίξος και η Έλλη, οι οποίοι ξεκίνησαν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, καβαλώντας ένα κριάρι και ταξίδεψαν για την Ανατολή. Ο Φρίξος μόνος του φτάνει στον Εύξεινο Πόντο, σε μια πόλη παραλιακή, την Κολχίδα, αφήνοντας πίσω την Έλλη, η οποία έπεσε στη θάλασσα. Αυτή η θάλασσα ονομάστηκε Ελλήσποντος. Αυτή είναι η πρώτη σύνδεση του μητροπολιτικού Ελληνισμού με τον Πόντο.
Η αρχή του Ποντιακού Ελληνισμού παρουσιάζεται την εποχή των μύθων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Η αρχή της μυθολογίας είναι ο Φρίξος και η Έλλη, οι οποίοι ξεκίνησαν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, καβαλώντας ένα κριάρι και ταξίδεψαν για την Ανατολή. Ο Φρίξος μόνος του φτάνει στον Εύξεινο Πόντο, σε μια πόλη παραλιακή, την Κολχίδα, αφήνοντας πίσω την Έλλη, η οποία έπεσε στη θάλασσα. Αυτή η θάλασσα ονομάστηκε Ελλήσποντος. Αυτή είναι η πρώτη σύνδεση του μητροπολιτικού Ελληνισμού με τον Πόντο.
Η δεύτερη σύνδεση με τον Πόντο, αλλά πιο δυναμική και προγραμματισμένη, έστω και μυθολογική, και όχι τυχαία, η πρώτη, έγινε με την Αργοναυτική Εκστρατεία. Πρόκειται για την πρώτη ομαδική ενέργεια των Ελλήνων πριν γίνει η αποικιστική εκστρατεία, ο Τρωικός πόλεμος. Ο στόχος ήταν η κατάκτηση της Ανατολής, ο αποικισμός και εποικισμός της.
Ο Εύξεινος Πόντος είχε μια παλιά ονομασία. Λεγόταν Άξενος Πόντος. Μερικοί το ερμηνεύουν αφιλόξενος, γιατί στη θάλασσα εκείνη επικρατούν συχνές θύελλες, ενώ άλλοι λένε ότι Άξενος σήμαινε μαύρος. Πόντος θα πει θάλασσα, άρα μαύρη θάλασσα. Το Εύξεινος Πόντος, αντί του Άξενος Πόντος, που επικράτησε στην αρχαιότητα, ερμηνεύτηκε πως την ονόμαζαν εύξηνη (φιλόξενη) θάλασσα, για να την καλoπάρουν.
Στον αποικισμό - εποικισμό του Εύξεινου Πόντου συνετέλεσαν δύο, κυρίως, λόγοι: Η αναζήτηση προϊόντων αλιείας, δημητριακών και μεταλλευμάτων, καθώς και ο έλεγχος των δρόμων που οδηγούσαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Έτσι, όταν οι Έλληνες πέτυχαν την εγκατάστασή τους στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, κατά τα μέσα του 8ου π. Χ. αιώνα, δημιουργήθηκε μια σειρά από ελληνικές αποικίες στις παραλίες του Πόντου. Πρώτη η Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων, έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, μετά τα Κοτύωρα (Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, αποικίες των Σινωπέων, δηλαδή ιωνικές και αυτές. Στη συνέχεια η Φάσις, η Διοσκουριάς, το Ποντικάπαιον, η Ολβία, η Θεοδοσία, η Οδησσός κ. τ. λ. Περίπου 75 αποικίσεις και εποικίσεις γύρω στον Εύξεινο Πόντο. Τέλος, το 562 π. Χ., οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα).
Στα κατοπινά χρόνια, οι άποικοι συνέχισαν να επικοινωνούν με τη μητροπολιτική Ελλάδα, ιδίως με το ιωνικό στοιχείο της Μιλήτου, από όπου κατάγονταν. Η νοσταλγία που έχουν όλοι οι ξενιτεμένοι, τους έφερνε νοερά πιο κοντά στην παλιά πατρίδα και έτσι δημιουργούσαν έντονη συνείδηση της ελληνικότητάς τους και της εθνικής τους ενότητας με τους ελλαδικούς κατοίκους, συνείδηση που παρέμεινε αναλλοίωτη, αν όχι μεγαλωμένη σε όλη τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων, ως τη στερνή ώρα του ξεριζωμού, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Μέσα από αυτά τα γεγονότα γεννήθηκαν οι Έλληνες του Πόντου. Έτσι δημιουργήθηκε ο Ποντιακός Ελληνισμός, ο οποίος έζησε και μεγαλούργησε επί πολλούς αιώνες στη βόρεια Μικρά Ασία. Έτσι, λοιπόν, ήρθαν στην Ανατολή, εκτός από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, το ελληνικό πνεύμα, η ελληνική σκέψη, η ελληνική δημοκρατική οργάνωση των πόλεων - κρατών, η ελληνική διοικητική μηχανή, οι ελληνικοί νόμοι, η ελληνική γλώσσα και η θρησκεία.
Για αιώνες ολόκληρους, οι ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο θα ακμάζουν και θα ανθούν, χωρίς να επηρεάζονται ακόμη και από την περσική κυριαρχία που επιβλήθηκε τον 6° π. Χ. αιώνα. Σε αυτή την κατάσταση θα τις συναντήσουν το 401 π. Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα. Εκεί, στην Τραπεζούντα, καθώς και στις άλλες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, θα δεχτούν την περιποίηση, για έναν μήνα, των πατριωτών τους και θα εφοδιαστούν με τρόφιμα και πλωτά μέσα για να γυρίσουν στη μητροπολιτική Ελλάδα.
Στην αρχαιότητα, στον χώρο του Πόντου, μαζί με άλλης Έλληνες αποίκους, που ζούσαν στα παράλια, μέσα άλλης οχυρωμένες πόλεις άλλης, υπήρχαν και άλλοι λαοί και φυλές ντόπιων, που ζούσαν στο εσωτερικό, άλλης οι Χάλυβες, οι Μοσσύνοικοι, οι Δρίλες, οι Μάκρωνες, οι Τζάνοι, οι Σκύνηθοι, οι Κερκίτες και οι Ταόχοι, άλλης τα μέρη άλλης χώρας των Καρδούχων (Κούρδων).
Όσο για τους Λαζούς ή Κόλχους, τους κατοίκους της Λαζικής (Κολχίδας), που ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Ριζούντας (ανατολικά από την Τραπεζούντα), όχι μόνον δεν είχαν καμιά σχέση με τους Έλληνες, αλλά ούτε και ντόπιοι ήταν. Πρόκειται για μια φυλή, που κατά τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο Σικελιώτη, αποτελούν υπολείμματα αιγυπτιακής καταγωγής. Νεότεροι ιστορικοί τους θεωρούν συγγενείς των Γεωργιανών, γιατί μιλούν μια γλώσσα που μοιάζει με τη γεωργιανική.
Στη δυτική περιοχή του Πόντου ζούσαν οι Τιβαρινοί και ακόμη πιο δυτικά οι Παφλαγόνες. Η Παφλαγονία, που στα αρχαία χρόνια κάλυπτε την περιοχή ανάμεσα στον Πόντο, τη Βιθυνία και Γαλατία, στα βυζαντινά χρόνια προσαρτήθηκε στον Πόντο, με τις πόλεις Σινώπη, Πάφρα κ. τ. λ.
Οι ελληνικές πόλεις που δημιουργήθηκαν με τον ερχομό των Ελλήνων στον Πόντο, στην αρχή ήταν ανεξάρτητες. Αργότερα αναγκάστηκαν να δεχθούν την επικυριαρχία των γύρω εθνών. Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξάλλου, οι Έλληνες άρχισαν να εξαπλώνονται προς τον νότο και έτσι ιδρύθηκαν, στα παράλια και στο εσωτερικό, και άλλες πόλεις, όπως η Αμάσεια, η Νικόπολη, η Νεοκαισάρεια κ. τ. λ.
Από τα παραπάνω συνοπτικά αναφερόμενα γίνεται φανερό ότι είχαν μπει τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας άλλης Ελλάδας, εκεί στην Ανατολή.
Ρωμαϊκή εποχή
Ρωμαϊκή εποχή
Μετά τον αποικισμό του Πόντου (τον 8ο αιώνα π. X.) από τους Έλληνες, οι κατοπινοί αιώνες θα κυλήσουν ομαλά. Ετσι όπως ήταν, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, θα αποτελέσουν μία καθαρή δεξαμενή της εθνικής μας πολιτιστικής και φυλετικής παράδοσης.
Στην αλεξανδρινή περίοδο, ο Πόντος θα επηρεάσει, με τον πολιτισμό του, αρκετά την εν-δοχώρα των παραλιακών πόλεων. Η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν έξω από τα τείχη των οχυρών και αυτόνομων πόλεων.
Παράλληλα με την ανάπτυξη της περιοχής, στον χώρο του Πόντου ιδρύεται και αναπτύσσεται ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος, ένα βασίλειο με ισχυρές ελληνικές επιρροές. Οι ιδρυτές αυτού του ποντιακού κράτους ήταν ο Αριοβαρζάνης (363-337 π. X.), που έγινε και ο πρώτος βασιλιάς του Πόντου και ο Μιθριδάτης ο A'(337-302 π. X.), σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που στέριωσε το ανεξάρτητο κράτος στην περιοχή της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι εξής βασιλιάδες: ο Αριοβαρζάνης Β’ (266-255 π. X.), ο Μιθριδάτης Ε', ο Ευεργέτης, όπως ονομάστηκε (157-120 π. X.), που συμμάχησε με τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία. Τέλος, το 120 π. X. ανέβηκε στον θρόνο ο τελευταίος και διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ΣΤ', ο Μεγάλος, επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), που αναστάτωσε με τη θεαματική πολεμική δράση του για πολλά χρόνια τη Ρώμη (σ. σ. Όλοι ήταν περσικής καταγωγής. Ο τελευταίος είχε Ελληνίδα μητέρα).
Περιληπτικά, οι επιχειρήσεις του Μιθριδάτη ΣΤ' εναντίον της Ρώμης, που κράτησαν 27 χρόνια, ήταν οι εξής:
Ο Μιθριδάτης άρχισε τις επιχειρήσεις του με την κατάκτηση της Γαλατίας, στη Μικρά Ασία, και της Καππαδοκίας.
Αμέσως μετά απέσπασε όλους τους συμμάχους της Ρώμης, στην περιοχή, και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τη ρωμαϊκή, πια, περιοχή της Μακεδονίας.
Στους Ρωμαίους απόμειναν μόνον τα νησιά Ρόδος και Χίος.
Ο Πόντιος βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την απελευθέρωση της Ελλάδας και των πόλεων της από τους Ρωμαίους καταχτητές. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκε πρώτη η Αθήνα.
Η Ρώμη αναστατώθηκε και, καταλαβαίνοντας τον επερχόμενο κίνδυνο, έστειλε εκ-στρατευτικό σώμα, με τον στρατηγό Σύλλα, να διώξει τον Μιθριδάτη. Ο αγώνας με τα ποντιακά στρατεύματα, που έστειλε εναντίον του Σύλλα ο Μιθριδάτης, κρίθηκε σε δύο μάχες στη Βοιωτία, το 86 π. X. Στη Χαιρώνια η πρώτη και στον Ορχομενό η δεύτερη. Η τελευταία, όμως, πράξη του πολέμου παίχτηκε στο Δάρδανο της Τρωάδας, όπου σε προσωπική σύγκρουση του Σύλλα με τον Μιθριδάτη, ο δεύτερος υποχρεώθηκε να υπογράψει ειρήνη (το 85 π. X.). Αυτός ήταν και ο πρώτος λεγόμενος μιθριδατικός πόλεμος. Στον δεύτερο μιθριδατικό πόλεμο δεν σημειώθηκαν θεαματικές επιχειρήσεις.
Ο τρίτος μιθριδατικός πόλεμος, το έτος 17 π. X., ήταν δραματικός και κράτησε οχτώ χρόνια. Ο Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, μετά από σκληρές μάχες, έδιωξε τον Μιθριδάτη από τον Πόντο. Αναλαμβάνοντας, πια, την αρχηγία των ρωμαϊκών στρατευμάτων, ο στρατηγός Πομπήιος υπέταξε όλη τη Μικρά Ασία. Ακόμη, κατόρθωσε, με μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες, να πάρει με το μέρος του και τον Φαρνάκη Β', γιο του Μιθριδάτη, που επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του. Ο Μιθριδάτης ετοίμαζε νέα εκστρατεία εναντίον των Ρωμαίων, αλλά απελπισμένος από την αποστασία του γιου του Φαρνάκη, διέταξε έναν υπασπιστή του να τον σκοτώσει. Αυτό ήταν το τέλος του Πόντιου βασιλιά, που έπεσε μετά από τριάντα χρόνια αγώνα εναντίον της Ρώμης, για την ανεξαρτησία της Μικράς Ασίας.
Στο μεταξύ, σε όλη την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, δεν ανακόπηκε η πρόοδος του ποντιακού Ελληνισμού. Οι Ρωμαίοι τοπάρχες και οι λεγεώνες της φρουράς τους μόνον επιφανειακή εξουσία ασκούσαν. Οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου συνέχισαν να διατηρούν το ελληνικό φρόνημα και τον πολιτισμό τους, την ελληνική γλώσσα και θρησκεία. Ιδιαίτερα η Τραπεζούντα εξακολουθούσε να αυτοδιοικείται και να προοδεύει ως πόλη αυτόνομη και ελεύθερη. Έτσι και επί Ρωμαίων, όπως και επί Μεγάλου Αλεξάνδρου και Μιθριδάτη, αναδείχνεται σε λαμπρή πόλη.
Η στρατηγική, εξάλλου, θέση της Τραπεζούντας συντελεί στο να προτιμηθεί από το ρωμαϊκό κράτος το λιμάνι της ως βάση για τα 40 πλοία του ποντιακού στόλου (classis pontica), που φρουρούν τις παραμεθόριες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Την πρόοδο αυτή, όμως, έρχονται να την ανακόψουν οι πρώτες επιδρομές εναντίον της. Το 257 μ. X., οι Γότθοι και οι Βορανοί ή Βοράδοι, εξορμώντας από την Κριμαία, κυριεύουν, σε μια νύχτα, την Τραπεζούντα, αν και την προστατεύουν δύο τείχη και μια πολυάριθμη ρωμαϊκή φρουρά.
Από τότε η Τραπεζούντα παρακμάζει σιγά σιγά και με δυσκολία κρατάει την προηγούμενη θέση της στον κόσμο. Μόνον τον 5ο αιώνα, όταν γίνεται σταθμός της πρώτης ρωμαϊκής λεγεώνας, και στους κατοπινούς βυζαντινούς, πια, αιώνες, τον 6ο και 7ο, αρχίζει να παίρνει ανοδική πορεία, όταν αποτελεί κέντρο στρατιωτικού εφοδιασμού των Βυζαντινών στους πολέμους εναντίον των Περσών, στην αρχή, και των Αράβων, αργότερα. Τότε γίνεται το κυριότερο και το ισχυρότερο φρούριο της βυζαντινής εξουσίας στη Μαύρη Θάλασσα, προπάντων όταν χάνονται για την αυτοκρατορία οι επαρχίες γύρω από τον Τίγρη και τον Ευφράτη, που κυριεύονται από τους Άραβες. Η Τραπεζούντα συγκεντρώνει, τότε, μετανάστες, που καταφεύγουν σε αυτήν από όλη την ανατολική Μαύρη θάλασσα και από τη Μεσοποταμία. Όλα αυτά την αναδείχνουν σε μητρόπολη του θέματος Χαλδίας, που μόλις είχε ιδρυθεί.
Παράλληλα με την ανάπτυξη της περιοχής, στον χώρο του Πόντου ιδρύεται και αναπτύσσεται ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος, ένα βασίλειο με ισχυρές ελληνικές επιρροές. Οι ιδρυτές αυτού του ποντιακού κράτους ήταν ο Αριοβαρζάνης (363-337 π. X.), που έγινε και ο πρώτος βασιλιάς του Πόντου και ο Μιθριδάτης ο A'(337-302 π. X.), σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που στέριωσε το ανεξάρτητο κράτος στην περιοχή της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι εξής βασιλιάδες: ο Αριοβαρζάνης Β’ (266-255 π. X.), ο Μιθριδάτης Ε', ο Ευεργέτης, όπως ονομάστηκε (157-120 π. X.), που συμμάχησε με τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία. Τέλος, το 120 π. X. ανέβηκε στον θρόνο ο τελευταίος και διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ΣΤ', ο Μεγάλος, επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), που αναστάτωσε με τη θεαματική πολεμική δράση του για πολλά χρόνια τη Ρώμη (σ. σ. Όλοι ήταν περσικής καταγωγής. Ο τελευταίος είχε Ελληνίδα μητέρα).
Περιληπτικά, οι επιχειρήσεις του Μιθριδάτη ΣΤ' εναντίον της Ρώμης, που κράτησαν 27 χρόνια, ήταν οι εξής:
Ο Μιθριδάτης άρχισε τις επιχειρήσεις του με την κατάκτηση της Γαλατίας, στη Μικρά Ασία, και της Καππαδοκίας.
Αμέσως μετά απέσπασε όλους τους συμμάχους της Ρώμης, στην περιοχή, και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τη ρωμαϊκή, πια, περιοχή της Μακεδονίας.
Στους Ρωμαίους απόμειναν μόνον τα νησιά Ρόδος και Χίος.
Ο Πόντιος βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την απελευθέρωση της Ελλάδας και των πόλεων της από τους Ρωμαίους καταχτητές. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκε πρώτη η Αθήνα.
Φαρνάκης Α' |
Η Ρώμη αναστατώθηκε και, καταλαβαίνοντας τον επερχόμενο κίνδυνο, έστειλε εκ-στρατευτικό σώμα, με τον στρατηγό Σύλλα, να διώξει τον Μιθριδάτη. Ο αγώνας με τα ποντιακά στρατεύματα, που έστειλε εναντίον του Σύλλα ο Μιθριδάτης, κρίθηκε σε δύο μάχες στη Βοιωτία, το 86 π. X. Στη Χαιρώνια η πρώτη και στον Ορχομενό η δεύτερη. Η τελευταία, όμως, πράξη του πολέμου παίχτηκε στο Δάρδανο της Τρωάδας, όπου σε προσωπική σύγκρουση του Σύλλα με τον Μιθριδάτη, ο δεύτερος υποχρεώθηκε να υπογράψει ειρήνη (το 85 π. X.). Αυτός ήταν και ο πρώτος λεγόμενος μιθριδατικός πόλεμος. Στον δεύτερο μιθριδατικό πόλεμο δεν σημειώθηκαν θεαματικές επιχειρήσεις.
Ο τρίτος μιθριδατικός πόλεμος, το έτος 17 π. X., ήταν δραματικός και κράτησε οχτώ χρόνια. Ο Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, μετά από σκληρές μάχες, έδιωξε τον Μιθριδάτη από τον Πόντο. Αναλαμβάνοντας, πια, την αρχηγία των ρωμαϊκών στρατευμάτων, ο στρατηγός Πομπήιος υπέταξε όλη τη Μικρά Ασία. Ακόμη, κατόρθωσε, με μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες, να πάρει με το μέρος του και τον Φαρνάκη Β', γιο του Μιθριδάτη, που επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του. Ο Μιθριδάτης ετοίμαζε νέα εκστρατεία εναντίον των Ρωμαίων, αλλά απελπισμένος από την αποστασία του γιου του Φαρνάκη, διέταξε έναν υπασπιστή του να τον σκοτώσει. Αυτό ήταν το τέλος του Πόντιου βασιλιά, που έπεσε μετά από τριάντα χρόνια αγώνα εναντίον της Ρώμης, για την ανεξαρτησία της Μικράς Ασίας.
Στο μεταξύ, σε όλη την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, δεν ανακόπηκε η πρόοδος του ποντιακού Ελληνισμού. Οι Ρωμαίοι τοπάρχες και οι λεγεώνες της φρουράς τους μόνον επιφανειακή εξουσία ασκούσαν. Οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου συνέχισαν να διατηρούν το ελληνικό φρόνημα και τον πολιτισμό τους, την ελληνική γλώσσα και θρησκεία. Ιδιαίτερα η Τραπεζούντα εξακολουθούσε να αυτοδιοικείται και να προοδεύει ως πόλη αυτόνομη και ελεύθερη. Έτσι και επί Ρωμαίων, όπως και επί Μεγάλου Αλεξάνδρου και Μιθριδάτη, αναδείχνεται σε λαμπρή πόλη.
Η στρατηγική, εξάλλου, θέση της Τραπεζούντας συντελεί στο να προτιμηθεί από το ρωμαϊκό κράτος το λιμάνι της ως βάση για τα 40 πλοία του ποντιακού στόλου (classis pontica), που φρουρούν τις παραμεθόριες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Την πρόοδο αυτή, όμως, έρχονται να την ανακόψουν οι πρώτες επιδρομές εναντίον της. Το 257 μ. X., οι Γότθοι και οι Βορανοί ή Βοράδοι, εξορμώντας από την Κριμαία, κυριεύουν, σε μια νύχτα, την Τραπεζούντα, αν και την προστατεύουν δύο τείχη και μια πολυάριθμη ρωμαϊκή φρουρά.
Από τότε η Τραπεζούντα παρακμάζει σιγά σιγά και με δυσκολία κρατάει την προηγούμενη θέση της στον κόσμο. Μόνον τον 5ο αιώνα, όταν γίνεται σταθμός της πρώτης ρωμαϊκής λεγεώνας, και στους κατοπινούς βυζαντινούς, πια, αιώνες, τον 6ο και 7ο, αρχίζει να παίρνει ανοδική πορεία, όταν αποτελεί κέντρο στρατιωτικού εφοδιασμού των Βυζαντινών στους πολέμους εναντίον των Περσών, στην αρχή, και των Αράβων, αργότερα. Τότε γίνεται το κυριότερο και το ισχυρότερο φρούριο της βυζαντινής εξουσίας στη Μαύρη Θάλασσα, προπάντων όταν χάνονται για την αυτοκρατορία οι επαρχίες γύρω από τον Τίγρη και τον Ευφράτη, που κυριεύονται από τους Άραβες. Η Τραπεζούντα συγκεντρώνει, τότε, μετανάστες, που καταφεύγουν σε αυτήν από όλη την ανατολική Μαύρη θάλασσα και από τη Μεσοποταμία. Όλα αυτά την αναδείχνουν σε μητρόπολη του θέματος Χαλδίας, που μόλις είχε ιδρυθεί.
Βυζαντινή εποχή
Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ακόμη, ο Πόντος αποχτάει ιδιαίτερη σημασία για το ανατολικό κράτος και για ολόκληρο τον ελληνισμό, παίζοντας τον ρόλο προπυργίου και του φάρου της Ανατολής.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, με τη φιλοχριστιανική του πολιτική, που υπαγορευόταν από την έγνοιά του για στερέωση του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, βοήθησε, γενικά, τον ελληνισμό και ειδικά τον Πόντο, για να αναδιπλωθεί. Η εξάπλωση του χριστιανισμού στον Πόντο βρήκε πρόσφορο έδαφος και έτσι οι ντόπιοι πληθυσμοί ασπάσθηκαν εύκολα τη νέα θρησκεία.
Ο χριστιανισμός, πάλι, από την πλευρά του πρόσθεσε ένα καινούργιο συνδετικό στοιχείο στην ελληνική παράδοση του τόπου, προωθώντας την αφομοίωση των ποντιακών πληθυσμών, ντόπιων και παλαιών αποίκων, σε μια εθνική ενότητα, σε έναν πολιτισμό με επένδυση το ορθόδοξο δόγμα.
Έτσι, η ελληνική πολιτιστική παράδοση στην περιοχή, μέσω και του χριστιανισμού, εδραιώθηκε περισσότερο και διατηρήθηκε για όλους τους κατοπινούς αιώνες, μέχρι τη βίαιη διακοπή της το 1922 και τον ξεριζωμό των ποντιακών πληθυσμών από την αρχέγονη πατρίδα τους.
Για να γυρίσουμε, όμως, πίσω, στον 3° και τις αρχές του 4ου αιώνα (310 μ. X.), στον Πόντο, αλλά και σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η πάλη του εθνικισμού και της ειδωλολατρείας με τον χριστιανισμό πήρε οξεία μορφή και προκάλεσε αναρίθμητα δεινά στους πιστούς της νέας θρησκείας. Με ξεχωριστή μανία επιδιώχθηκε η διάλυση των χριστιανικών κοινοτήτων του Πόντου.
Αρκετά χρόνια κράτησαν οι διωγμοί και οι θανατώσεις των πιστών. Μετά τους διωγμούς, ακολούθησε η αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Κατά την εξάπλωση του χριστιανισμού στον Πόντο δημιουργήθηκαν πολλά μοναστήρια, που, πέρα από τη θρησκευτική τους αποστολή, πρόσφεραν, πολλές φορές, στους ποντιακούς πληθυσμούς βοήθεια για να κρατήσουν την εθνική τους υπόσταση.
Επί Ιουστινιανού είχε συμπληρωθεί ο εκχριστιανισμός και ταυτόχρονα ο εξελληνισμός ολόκληρου του Πόντου και της Λαζικής χώρας και έτσι ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε σε όλη την περιοχή.
Η σημασία του Πόντου, ως κέντρου θρησκευτικού και εθνικού στη βόρεια Μικρά Ασία είχε αναδειχτεί από τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, καθώς και η στρατηγική σημασία του Πόντου ήταν μεγάλη κατά τη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα του Ανατολικού Πόντου. Ο Πόντος αποτελούσε για τους Βυζαντινούς βάση ανεφοδιασμού και ορμητήριο για τις πολεμικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Την αναντικατάστατη αυτή στρατηγική σημασία του Πόντου αντιλήφθηκε γρήγορα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, γιαυτό, με εντολή του, ανοικοδομήθηκαν όλα τα παραλιακά φρούρια των πόλεων και ιδιαίτερα τα ψηλά οχυρά τείχη της Τραπεζούντας.
Ιουστινιανός |
Την ίδια εποχή, η αυτοκρατορία χωρίζεται από τον Ιουστινιανό σε μεγάλες διοικητικές επαρχίες (τα «θέματα»). Το θέμα Χαλδίας, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του Πόντου και γίνεται προπύργιο του μεσαιωνικού ελληνισμού, ασπίδα και δόρυ για τις βυζαντινές στρατιές, όσες φορές απειλούνταν τα σύνορα του κράτους από τους επιδρομές των Περσών, των Αράβων και, αργότερα, των Τούρκων.
Τον 11° αιώνα, στον Πόντο συνέβη ανταρσία από τους δούκες του θέματος Χαλδίας, τους Γαβράδες, εναντίον του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Ονόμασαν τους εαυτούς τους άρχοντες και ηγεμόνες της Τραπεζούντας, ενώ την επαρχία τους την είπαν «Χώραν Τραπεζουσίαν». Ανεξάρτητα, πια, από το Βυζάντιο, συνέχισαν να βασιλεύουν μέχρι το 1074, που έπεσε η χώρα τους στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων. Αυτή η κατάσταση κράτησε πολύ λίγο καιρό, διότι ο διάσημος και ικανός δούκας της Χαλδίας Θεόδωρος Γαβράς, χωρίς την ενίσχυση από την Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια ντόπιων ποντιακών στρατευμάτων, έδιωξε τους Σελτζούκους από την Τραπεζούντα. Το 1098, όμως, τους αγώνες του για να επεκτείνει τα σύνορα του θέματος της χώρας, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και εκεί βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Μετά το γεγονός αυτό, η Τραπεζούντα αποδόθηκε πάλι στο Βυζάντιο, στις αρχές του 12ου αιώνα.
Δεκαεφτά χρόνια μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Γαβρά, ο ανεψιός του Κωνσταντίνος Γαβράς έγινε δούκας της Τραπεζούντας και ανακήρυξε πάλι την Τραπεζούντα ανεξάρτητη. Αυτή η δεύτερη ανταρσία κράτησε μέχρι το 1140. Ο νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Κομνηνός προσπάθησε, το 1139, να υποτάξει τον Κωνσταντίνο Γαβρά, αλλά απέτυχε. Τον επόμενο χρόνο (το 1140) έστειλε πιο ισχυρές δυνάμεις και κυρίεψε την Τραπεζούντα, αναγκάζοντας τον αντάρτη δούκα να φύγει μακριά της.
Από τότε, η πρωτεύουσα του Πόντου παρέμεινε κάτω από την εξουσία των Βυζαντινών, ώσπου οι σταυροφόροι, το 1204, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, οπότε ο Πόντος ανεξαρτητοποιήθηκε οριστικά, με την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Η Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας
Ιδρυτές της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ήταν οι Κομνηνοί Αλέξιος και Δαβίδ, οι οποίοι ήταν ανιψιοί της βασίλισσας των Ιβήρων (Γεωργίας) Θάμαρ (Θάμαρη). Τον Απρίλιο του 1204, όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Φράγκους, οι δύο νεαροί Κομνηνοί, με τη βοήθεια της θείας τους και των Γεωργιανών στρατιωτών, καθώς και με τη συνεργασία των σχολαρίων αρχόντων, που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και των ντόπιων Ποντίων τιμαριούχων (τσιφλικάδων) και στρατιωτικών αριστοκρατικών, κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν το μεσαιωνικό κράτος του Πόντου. Οι αυτοκράτορες Μεγάλοι Κομνηνοί, όπως ονομάστηκαν, από την αρχή της βασιλείας τους αισθάνονταν Έλληνες και συνεχιστές του βυζαντινού κράτους.
Τα σύνορα της ποντιακής αυτοκρατορίας, στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της, είχαν φτάσει δυτικά πέρα από τον Σαγγάριο ποταμό, μέχρι τη Νικομήδεια, αλλά αργότερα, μετά την ήττα του Δαβίδ Κομνηνού, αδελφού του Αλέξιου Α' από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη (1204-1222), τα σύνορα περιορίστηκαν ως τη Σινώπη. Μαζεύτηκαν, όμως, αυτά πιο πολύ το 1223 και έφταναν μόνον από τη Σεβαστούπολη ή Σωτηρούπολη (Σοχούμ) της σημερινής Γεωργίας και προς τα νοτιότερα. Αργότερα και μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (το 1461), τα σύνορα του ποντιακού κράτους περιορίζονταν από το Βατούμ μέχρι την Κερασούντα και το Ερζιγκιάν, νοτιότερα.
Το ποντιακό κράτος, αν και έζησε 257 χρόνια χωριστά από τα άλλα ελληνικά κρατίδια, αναδείχτηκε σε ένα ισχυρό προπύργιο του Ελληνισμού, που διατηρήθηκε ως το 1461, δηλαδή οχτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Η περιοχή της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, όπως ονομαζόταν και αλλιώς, περιελάμβανε, εκτός από την πρωτεύουσα Τραπεζούντα, πολλές άλλες πόλεις, όπως τα Σούρμενα, Ριζούντα, Πλάτανα, Τρίπολη, Κερασούντα, Οινόη, Αμισός (Σαμψούντα), Ινέπολη, Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), Ερζιγκιάν (Κελτζηνή), Νεοκαισάρεια, Τοκάτη, Αμάσεια, ενώ οι κτήσεις της έφταναν ως τον Καύκασο και την Κριμαία.
Το ποντιακό κράτος αποτελούσε έναν κλειστό και ασφαλισμένο, από ψηλά βουνά, γεωγραφικό χώρο, που είχε μεγάλη οικονομική και στρατηγική σημασία.
Η οικογένεια των Μεγάλων Κομνηνών, όπως αυτοονομάστηκε, κυβέρνησε, αξιοποιώντας αρκετά επωφελώς το ανθρώπινο δυναμικό και τον υλικό μεταλλευτικό και γεωργικό — κτηνοτροφικό πλούτο της χώρας.
Αλλά και οι τέχνες και οι επιστήμες και γενικά ο πολιτισμός άνθησαν στον Πόντο, κατά την περίοδο αυτή. Αξιόλογη είναι η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε στις διάφορες πόλεις, από αρχιτέκτονες πρακτικούς στην πλειοψηφία τους, των οποίων τα έργα θαυμάζουν μέχρι και σήμερα και οι καταρτισμένοι θεωρητικά επιστήμονες. Η ζωγραφική έφτασε σε μεγάλη ακμή, όπως δείχνουν, ιδιαίτερα, οι τοιχογραφίες στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας. Στις επιστήμες, μεγάλη ανάπτυξη σημείωσαν η αστρονομία, η φυσική και τα μαθηματικά.
Κατά την περίοδο της προόδου της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, έζησαν πολλοί Πόντιοι λόγιοι και διανοούμενοι. Ανάμεσά τους, ο ο Μεγάλος Βησσαρίων, η πιο επιβλητική πνευματική και θρησκευτική προσωπικότητα του Πόντου, αλλά και από τους πρωτεργάτες της Αναγέννησης στη Δύση. Σύγχρονος του Βησσαρίωνα, θεολόγος και φιλόσοφος ποντιακής καταγωγής, ήταν ο Γεώργιος Τραπεζούντιος. Μια άλλη πασίγνωστη μορφή λογίου και πολιτικού υπήρξε ο Γεώργιος Αμηρούτζης, που γεννήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, στην Τραπεζούντα,, και διακρίθηκε ως θεολόγος, φιλόσοφος και μαθηματικός. Σχετικά με την πτώση της Τραπεζούντας και τον ρόλο που έπαιξε ο Αμηρούτζης λέγονται διάφορα. Λέγεται ότι ήταν πρωτοεξάδελφος του Μαχμούτ πασά, στρατηγού του Μωάμεθ Β', και έτσι εξηγείται, ίσως, η υπόνοια ότι αυτός συμβούλεψε τον Δαβίδ Κομνηνό να συνθηκολογήσει με τους Τούρκους.
Ο μοιραίος αυτοκράτορας - όπως φαίνεται από τα παραπάνω - ήταν ο Δαβίδ Κομνηνός, που υπέκυψε στο τελεσίγραφο του Μωάμεθ Β', του Πορθητή, και παρέδωσε την Τραπεζούντα. Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Τραπεζούντα έπεσε περισσότερο από δόλο, παρά από τη διαφορά - υπέρ των Τούρκων - στη δύναμη των όπλων.
Οι αυτοκράτορες, που βασίλεψαν στα 258 χρόνια (1204-1461) στο κράτος των Κομνηνών της Τραπεζούντας, ήταν:
Αλέξιος Α' (1204-1222),
Ανδρόνικος Α'ο Γίδος ή Γίδωνας (1222-1235),
Ιωάννης Α’(1235-1241),
Μανουήλ Α' ο Μεγάλος (1241-1263),
Ανδρόνικος Β’ (1263-1266)
Γεώργιος Α' (1266-1280),
Ιωάννης Β' (1280-1297),
Αλέξιος Β' (1297-1330),
Ανδρόνικος Γ' (1330-1332),
Μανουήλ Β' (1332-1336),
Βασίλειος Α' (1336-1340),
Ειρήνη Παλαιολογίνα (1340-1341),
Άννα Κομνηνή (1341-1342),
Ιωάννης Γ' (1342-1344),
Μιχαήλ Α' (1344-1349),
Αλέξιος Γ' ο Μεγάλος (1349-1390),
Μανουήλ Γ’ (1390-1417),
Αλέξιος Δ' ο Μεγάλος (1417-1446),
Ιωάννης Δ’ ο Καλογιάννης (1446-1458),
Δαβίδ (1458-1461).
Νόμισμα με τον Αετό της Σινώπης στη μία όψη του και γυναικεία μορφή στην άλλη. |
Η τουρκοκρατία στον Πόντο
Το 1453, η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Τούρκους. Η Τραπεζούντα, παρ’ όλες τις δύσκολες στιγμές που περνούσε, κατόρθωσε να αντιστέκεται μέχρι το 1461, οπότε κατελήφθη και αυτή.
Η άλωση της Τραπεζούντας σήμαινε για τον Ελληνισμό του Πόντου το τέλος της πολιτικής ελευθερίας του και ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και της εθνικής του συνείδησης. Η Τραπεζούντα δεν χάθηκε, δεν έσβησε, γιαυτό και ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν εξαφανίστηκε, όπως συνέβη με πολλές φυλές και εθνότητες της Μικράς Ασίας, οι οποίες εξισλαμίστηκαν και τούρκεψαν, είτε ακούσια είτε εκούσια, προκειμένου να σώσουν τις ζωές και τις περιουσίες τους από την καταστροφική λαίλαπα των Τούρκων.
Έτσι, λοιπόν, κάτω από τις δύσκολες στιγμές που περνούσε ο Ελληνισμός του Πόντου, άρχισε να ελαττώνεται, διότι πολλοί έφευγαν προς τη νότια Ρωσία και τη Μολδοβλαχία.
Σύντομα οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι είχαν συμφέρον να ανέχονται τους Έλληνες, προκειμένου να έχουν φορολογία στους υπόδουλους και, κατά κύριο λόγο, την προσφορά τους στα διάφορα επαγγέλματα.
Με βάση αυτήν την ανοχή, άρχισε να ανθούν το εμπόριο, οι τέχνες και τα επαγγέλματα.
Αυτή η κατάσταση δεν κράτησε πολύ, γιατί δεν ήταν δυνατόν να δέχονται οι Τούρκοι να ευημερούν οι ραγιάδες (σκλάβοι) Έλληνες, και άρχισαν και πάλι οι διωγμοί, ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα, με την εμφάνιση των ντερεμπέηδων, οπότε οι διωγμοί και οι βίαιοι εξισλαμισμοί έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Το μεγαλύτερο μέρος του Ποντιακού Ελληνισμού, ιδιαίτερα κοντά στα μοναστήρια, κράτησε με πείσμα την θρησκεία των προγόνων του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες παρουσιάζεται το αξιοπρόσεκτο φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών. Εκτός από τους φανερούς Έλληνες χριστιανούς, υπήρχαν και οι κρυπτοχριστιανοί. Κατόρθωναν να κρύβονται, έχοντας δύο ονόματα, ένα μουσουλμανικό (το ψεύτικο) φανερά, και ένα χριστιανικό (το βαφτιστικό τους) κρυφά. Με τον τρόπο αυτόν διατήρησαν την ορθόδοξη χριστιανική τους θρησκεία, κατ’ επέκταση της ελληνικότητάς τους, για περισσότερο από δύο αιώνες.
Μετά από την πίεση, όμως, των χριστιανικών ευρωπαϊκών δυνάμεων και ιδίως της Ρωσίας, η Τουρκία αναγκάστηκε να κηρύξει την ανεξιθρησκία, με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που εξαγγέλθηκαν το 1856, με το αυτοκρατορικό διάγγελμα χάτι χουμαγιούν. Τότε, οι περισσότεροι κρυπτοχριστιανοί επωφελήθηκαν από την ευκαιρία για να διακηρύξουν την αληθινή τους πίστη. Η τουρκική κυβέρνηση, υπαναχωρώντας στο θέμα της ανεξιθρησκίας, εσκεμμένα δεν αναγνώρισε τους κρυπτοχριστιανούς ως Έλληνες, και τους κατέγραψε σε διπλούς καταλόγους, με τον χαρακτηρισμό «τενεσούρ» (κλωστοί, γυριστοί). Στη θρησκεία αρνησίθρηκους μουσουλμάνους και στην εθνικότητα Τούρκους, θέλοντας έτσι να τους υποχρεώσει να υπηρετούν στον στρατό τους. Το θέμα των κρυπτοχριστιανών έπαψε μετά από διαπραγμάτευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την καθιέρωση της θητείας στον τουρκικό στρατό για όλους τους χριστιανούς.
Ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου άρχισαν να προοδεύουν μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που εξαγγέλθηκαν το 1856.
Οι μεταρρυθμίσεις έδωσαν την ευκαιρία στον Ελληνισμό του Πόντου να οργανωθεί και να δημιουργήσει, πετυχαίνοντας να κατοχυρώσει τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. Γενικά, η δομή για το σύστημα της τοπικής αυτοδιοίκησης είχε ως κορυφή τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Κατόπιν ερχόταν ο μητροπολίτης, ύστερα ο πρωτόγερος, η εκκλησιαστική επιτροπή, η σχολική εφορία, η επιτροπή των σχολείων, η δημογεροντία, το κοινοτικό σώμα, με τρεις βάσεις' μεταλλεία, καθιδρύματα, ιερές μονές. Αυτή ήταν η δομή αυτοδιοίκησης στην οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία.
Οι τελευταίες στιγμές στη Μικρά Ασία
Σε αυτό το κεφάλαιο είναι επιτακτική και ιστορική ανάγκη να παρουσιάσουμε κατά λέξη τι είπε για τις τελευταίες στιγμές του Ελληνισμού του Ποντου και γενικότερα, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος: «Τη ενόχω συνεργία δύο μεγάλων χριστιανικών δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας, κατά τα έτη 1914-1918 εσφάγησαν υπό των Νεοτούρκων ολόκληρο το έθνος, το Αρμενικό και εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων βιαίως απεσπάσθησαν από των εστιών αυτών και απέθαναν εν Εξορία...» και συνεχίζει: «τη ενόχω συνεργία των ‘συμμάχων’ Χριστιανικών Δυνάμεων της δύσεως κατά τα έτη 1919-1922. Το εθνικό κίνημα των Τούρκων, του Μουσταφά Κεμάλ πασά συνεπλήρωσε το έργο των Νεοτούρκων. ..»
Χρύσανθος |
Βλέπουμε, λοιπόν από τα ίδια τα λόγια του μητροπολίτη Χρύσανθου, που δεν είναι λόγια μόνον δικά του, αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού, με πόση πίκρα παρουσιάζει την πραγματικότητα της τότε εποχής, της πιο δραματικής, όχι μόνον για του Έλληνες του Πόντου, αλλά και για ολόκληρο τον Ελληνισμό, στους τόσους αιώνες ζωής του στον χώρο της Μικράς Ασίας.
Οι Νεότουρκοι, με το κίνημά τους το 1908 κατά του σουλτάνου, ήθελαν να παρουσιάσουν μια δημοκρατική διακυβέρνηση ανάμεσα στους Τούρκους και τις μειονότητες, αλλά, στην πραγματικότητα, ήθελαν να τις αφομοιώσουν, και ιδιαίτερα τους Έλληνες και τους Αρμένιους, οι οποίοι είχαν μεγάλη οικονομική και κοινωνική δύναμη στον χώρο.
Αρχίζει ο βαλκανικός πόλεμος και η Τουρκία μπορεί να χάνει σε έκταση, αλλά δεν παύει να προωθεί τα μεγάλα της σχέδια, εξοντώνοντας τους Αρμένιους σε τρεις φάσεις, το 1908-1912, και στην τρίτη με τη γενοκτονία του 1915. Ταυτόχρονα, αρχίζουν οι διωγμοί κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα των Ελλήνων του Πόντου.
Αμέσως οι τουρκικές αρχές επιβάλλουν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στους χριστιανούς. Με το πρόσχημα, τις περισσότερες φορές, ότι υπάρχουν λιποτάκτες Έλληνες, καταδιώκουν και λεηλατούν ολόκληρα χωριά.
Οταν ξεσπάει ο α' παγκόσμιος πόλεμος το 1914, η Τουρκία, με κύριο υποκινητή τη Γερμανία επιταχύνει το πρόγραμμά της για εξόντωση των μειονοτήτων.
Αρχίζουν οι εξοντωτικές πορείες (1917-1917) των Ελλήνων του Πόντου (μετατόπιση πληθυσμών) από τα παράλια προς τα μεσόγεια μέσα στον χειμώνα.
Οι Έλληνες του Δυτικού Πόντου άρχισαν να καταφεύγουν στα βουνά και να δημιουργούν αμυντικά ανταρτικά σώματα.
Στον Ανατολικό Πόντο, τα πράγματα είναι διαφορετικά, διότι από τον Απρίλιο του 1916 βρισκόταν κάτω από την κατοχή των Ρώσων, που προστάτευαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Αυτή η κατοχή έδινε ελπίδες στον ποντιακό Ελληνισμό για ένα καλύτερο μέλλον. Οι ανταρτικές δυνάμεις άρχισαν να προμηθεύονται όπλα και ήταν πια πρόσφορο το έδαφος να παρενοχλούν τα τακτικά και άτακτα τμήματα του τουρκικού στρατού. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, οι Τούρκοι, με τη δικαιολογία της απομάκρυνσης από τις πολεμικές ζώνες, αύξησαν τις μετατοπίσεις (εξορίες) των χριστιανών Ελλήνων. Νέοι διωγμοί, καμιά κοινωνική πρόνοια για τους δυστυχείς εκτοπισμένους.
Σε χιλιάδες φτάνουν οι εκτοπισμένοι Έλληνες των περιοχών Τρίπολης, Κερασούντας, Κοτυώρων και Αμισού, που οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες στον σκληρό δρόμο της εξορίας.
Το δράμα των εκτοπισμένων είναι αδύνατον να παρουσιαστεί σε όλη του την έκταση συνοπτικά. Οι επιμέρους καταγραφές και αφηγήσεις, που έγιναν από ανθρώπους της πρώτης γενιάς του ξεςριζωμού, παρουσιάζουν την κόλαση των εξοριών.
Το 1919 αναλαμβάνει ο Κεμάλ την κυβέρνηση και κηρύσσει νέο αγώνα εξόντωσης των Ελλήνων. Ο Κεμάλ, βοηθούμενος από τους δικούς μας «συμμάχους», Γάλλους, Ιταλούς και Άγγλους και εκμεταλλευόμενος πια την απουσία των ρωσικών στρατευμάτων, που αποχώρησαν εξαιτίας των εσωτερικών γεγονότων στη Ρωσία, που προκλήθηκαν με την οκτωβριανή επανάσταση το 1917, οργάνωσε αρχικά τα άτακτα σώματα (τσέτες, που με αρχηγό τον Τοπάλ Οσμάν στην περιοχή του Πόντου, έκαιγαν και κατέστρεφαν τα πάντα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες του Πόντου έφευγαν, άλλοι στη Ρωσία (το μεγαλύτερο μέρος) και άλλοι με οποιοδήποτε πλωτό μέσο εύρισκαν, για την Ελλάδα. Η φυγή των Ελλήνων, όσων είχαν απομείνει, ολοκληρώθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με τη συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών, που ξερίζωσε τον Ελληνισμό, μετά από τόσους αιώνες, από τις αρχέγονες πατρίδες του. Δικαιολογημένα οι ιστορικοί, το γεγονός του ξεριζωμού των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, αναφέρουν ότι ήταν η δραματικότατη στιγμή για τον Ελληνισμό, ακόμη και από αυτήν της άλωσης της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, από το 1914 μέχρι το 1922, πρέπει να είχε πάνω από 200.000 νεκρούς, που ήταν μια θυσία στον βωμό των συμφερόντων των λεγόμενων συμμάχων της Ελλάδας, που οι μεγαλόστομες διακηρύξεις τους ήταν μια υποκρισία. Πολιτική υποκρισία των λεγομένων υπερασπιστών του ελεύθερου κόσμου, που κάτω από τα βλέμματά τους παραβιάστηκε κάθε αρχή της ελευθερίας και του πολιτισμού, με βάρβαρο τρόπο από τους φανατικούς Νεότουρκους, που προκάλεσε για τον Ελληνισμό Χαμένες Πατρίδες ελληνικές, πανάρχαιες, Πόντος, Καππαδοκία, Βιθυνία, Κιλικία, Λυδία, Ιωνία, αλλά όχι ξεχασμένες.
Σμύρνη: Πρόσφυγες |
Προσφυγιά μετά την καταστροφή
Πρόσφυγες, άγνωστη λέξη μέχρι το 1922 για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, αλλά και σκληρή πραγματικότητα.
Μετά τη συμφωνία της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ των μουσουλμάνων της Ελλάδας και των χριστιανών της Μικράς Ασίας, έμελλε οι πρόσφυγες Έλληνες να δοκιμάσουν νέες ταλαιπωρίες και κακουχίες, ιδιαίτερα οι Έλληνες του μακρινού Πόντου. Τα βρώμικα καράβια, που μετέφεραν τους Έλληνες του Πόντου, καθώς και από έλλειψη κανονικής σίτισης, έγιναν πλωτά φέρετρά τους.
Μετά από μερικές μέρες εφιαλτικού ταξιδιού προς την Ελλάδα, τους θέριζαν οι αρρώστιες, όπως εξανθηματικός τύφος και η ευλογιά, όσοι είχαν την τύχη να φτάσουν στην πληγωμένη μάνα Ελλάδα τους πήγαιναν κατευθείαν στις ήδη δημιουργημένες καραντίνες της Μακρονήσου, Αγίου Γεωργίου του Πειραιά, στο Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, Πρέβεζα, Χαλκίδα.
Μέσα στις τόσες κακουχίες που δημιουργούσαν οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στις καραντίνες που έφταναν ακόμη και μέχρι τον θάνατο, άκουγε κανείς και χαρούμενες φωνές από αυτούς που έβρισκαν τους δικούς τους, όσοι φυσικά είχαν απομείνει, που μέσα στη λαίλαπα του πολέμου, των εξοριών και της προσφυγιάς, έχασαν κάθε επαφή μεταξύ τους. Όμως, όλες αυτές οι αντίξοες συνθήκες δεν μπόρεσαν να κάμψουν την πεισματάρικη νοοτροπία των Ποντίων, για νέο στήσιμο του σπιτικού τους.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες από τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και άρχισαν τις εργασίες ανάπλασης της υπαίθρου, που παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης μετά την αποχώρηση των Τούρκων που ζούσαν εκεί μέχρι τότε.
Η Μακεδονία είχε πολλά έλη και οι νέοι κάτοικοί της έμελλε να γνωρίσουν τους πυρετούς και την ελονοσία, αλλά με το πείσμα και την εργατικότητά τους αποξηράνθηκε και έγινε υγιεινή. Δημιουργήθηκαν χωράφια, νέοι οικισμοί ξεφύτρωσαν,αμπέλια και οπωρώνες.
Οι πρόσφυγες δεν κατάφεραν μόνον να πραγματοποιήσουν το οικονομικό και πολιτιστικό θαύμα, αλλά και στη μετέπειτα ζωή τους σήκωσαν τη σημαία του αγώνα κατά των κατακτητών στον καιρό της Κατοχής, δίνοντας πάλι το παρών για την ανεξαρτησία της πατρίδας.
Πόντιοι πρόσφυγες. Φωτό: Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών |
Η εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα δεν τους ξέκοψε από τα ήθη και τα έθιμά τους. Αντίθετα, μέσα από τους συλλόγους που ίδρυσαν έβαλαν τους στόχους της συνέχισης της παράδοσης (δηλαδή τη συνέχεια των ηθών και των εθίμων των αλησμόνητων πατρίδων των προγόνων τους) στην πληγωμένη μάνα Ελλάδα, δεχόμενοι την πραγματικότητα σαν φυσιολογική εξέλιξη της μοίρας τους, και πραγματοποιώντας το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», αυτή τη φορά, όμως, στον χώρο της μητροπολιτικής Ελλάδας, αναγεννώντας την με τον ερχομό τους, που αυτή η αναγέννηση έρχεται να δικαιώσει έμμεσα το δημοτικό τραγούδι που μιλούσε για θρήνο και παράλληλα για νέα δημιουργία..
Μπορεί το τραγούδι αυτό με τα λόγια του να θρηνούσε και συγχρόνως να έδινε ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον της Ρωμιοσύνης στις τότε εποχές, αλλά έμελλε στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας να παρομοιάσει τις τότε εποχές με τις σύγχρονες, που με τον ερχομό του στη μητροπολιτική Ελλάδα έβαλε τις βάσεις για νέους ελεύθερους καιρούς.
Ένα απόσπασμα από το δημοτικό τραγούδι δικαιώνει, έμμεσα, όμως, τα παραπάνω λόγια που αναφέρονται στον θρήνο του Ποντιακού Ελληνισμού για την Άλωση της Πόλης «.. Ν’ αϊλί εμάς και βάι εμάς, οι Τούρκ’ την Πόλ’ επέραν.
Επέραν το βασιλοσκάμν’, ελάεν η αφεντία.
Μη κλαις, μη κλαις, Αι Γιάννε μου και μη δερνοσκοπισκάσαι.
Η Ρωμανία αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο...».
Με λίγα λόγια, το τραγούδι λέει ότι ο Ελληνισμός, τι κι αν χάθηκαν όλα, μπορεί αμέσως να δημιουργήσει άλλες νέες καταστάσεις, άλλα μεγαλεία, άλλα μεγάλα έργα.
Η φράση αυτή διαφέρει κάπως ως προς το μήνυμα από το πανελλήνιο τραγούδι, που καταλήγει με την μεγαλοϊδεάτικη ιδέα: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι».
Η ποντιακή διάλεκτος, λόγω της απόκεντρης γεωγραφικής θέσης του Πόντου, εξελίχθηκε ξεχωριστά, χωρίς να υποστεί αλλοιώσεις και παραλλαγές που μετέβαλαν
τη γλώσσα του υπόλοιπου Ελληνισμού.
Η ποντιακή διάλεκτος είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της ελληνικής γλώσσας, η οποία έγινε σοβαρό αντικείμενο μελέτης των γλωσσολόγων.
Υπάρχει μεγάλη σχέση της ποντιακής διαλέκτου με τις αρχαίες ελληνικές, την ιωνική, τη δωρική, την αιολική.
Όλες οι αρχαίες διάλεκτοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη δύναμη της κοινής ελληνικής, συγχωνεύτηκαν και έδωσαν, με βάση την αττική διάλεκτο, τον κοινό γλωσσικό τύπο, που εμφανίστηκε πρώτα στην αρχαιοελληνική και ύστερα στη βυζαντινή περίοδο.
Και η ποντιακή διάλεκτος κατάγεται από την ελληνική κοινή δια μέσου της βυζαντινής. Όμως η ελληνική κοινή δεν εξαφάνισε τελείως τις αρχαίες διαλέκτους.
Αρκετά στοιχεία τους κατόρθωσαν να επιβιώσουν στη σημερινή ποντιακή, η οποία δέχτηκε μερικές λέξεις από τους Γενουάτες και τους Βενετσιάνους της Τραπεζούντας, που ήταν εμπορικό τους κέντρο, και από τους γείτονες των Ποντίων, Πέρσες και Γεωργιανούς.
Πήρε, επίσης, αρκετές τουρκικές λέξεις, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, άλλες όπως ήταν και άλλες προσθέτοντας ελληνικές καταλήξεις.
Η ποντιακή διάλεκτος διατήρησε πολλά αρχαϊκά στοιχεία, από τα οποία παραθέτουμε τα παρακάτω:
-Διατήρησε την προφορά του —η ως —ε, π.χ. η νύφε,το μένεμαν, τίμεσον (τίμησε).
-Διατήρησε το -ω, όπου η κοινή νεοελληνική το έτρεψε σε -ου, π.χ. το καρβών, το κωδών, το ρωθών, το σαπών.
-Διατήρησε τα ασυνίζητα σε —ια, -ιον, π. χ. η καρδία, η ποπαδία, το χωρίον.
-Διατήρησε το ιωνικό συμφωνικό σύμπλεγμα -σπ, ενώ η νεοελληνική κοινή το μετέτρεψε σε —σφ, π. χ. σπάζω, σπίγγω, σποντύλ’.
-Διατήρησε τα θηλυκά επίθετα σε —ος, π. χ. η άλαλος, η έμορφος, η άσκεμος, η έμνοστος.
-Διατήρησε τον αόριστο της προστακτικής της ενεργητικής φωνής σε -σον, π.χ.ποί’σον, κόψον, ρά-ψον, μείνον, ανάμνον, σβήσον.
-Διατήρησε τα μέσα ρήματα σε -ουμαι, π. χ. σκοτούμαι, στεφανούμαι.
-Διατήρησε τον παθητικό αόριστο σε —θα αρχ. —θην, π.χ. εγαπέθα, εκοιμέθα, εστάθα.
-Διατήρησε τον παθητικό αόριστο της προστακτικής σε —θετε, π. χ. κοιμεθέτε, αγαπεθέτε.
-Διατήρησε τα απαρέμφατα σε —ναι, π.χ. κόφναι, χαρίζ’ναι, μαθάν’ναι.
-Κράτησε την αιτιατική πληθυντικού των ονομάτων σε -ας, ενώ η νεοελληνική το έκανε -ες, π.χ. κλεφτάντας, τα ημέρας, τα ώρας.
Όπως και σε άλλες διαλέκτους, ακόμη και στη νεοελληνική γλώσσα, υπάρχουν νεοτερισμοί, έτσι και στην ποντιακή διάλεκτο καθιερώθηκαν μερικοί, όπως βοτρύδ’(ιν), χάταλον (αταλός), γναθίν (γνάθος,) σέφτελος (τεύτλο), ιχώρ (μεδούλι, λιμός (πείνα), μοθόπωρον(φθινόπωρο), στούδ’ (οστό), ωβόν (ωόν), πυρρίφτε (φτυάρι φούρνου), ωτίν (ους, αφτί), άβρωτος, χαλεπός, όνειδος, ομνύω, υλάζω, κείμαι, λείχω, ψαλαφώ, τ’εμέτερον, τ’εσέτερον, τ’ εμόν, τ’εσόν, άναυα κ.τ.λ.
Αναστάσιος Ν. Τροχόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου