Οι Σταυριώτες («Σταυρέτ’») του Άκ νταγ Μαντέν Μέρος 1ο

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

α) Ο κρυπτοχριστιανισμός στον Πόντο
Χρύσανθος 
«Και εις όσα μεν χωρία κατώκουν αμειγείς οι κρυπτοχριστιανοί, εκεί  ολιγώτερον δυσχερής ήτο η μυστική άσκησις των καθηκόντων του Χριστιανού, ως ευχερής ήτο και η εν μέσω αυτών εν σχήματι σοφτά ή ντερβίση ή χότζα παρουσία ιερέως, όστις ετέλει τα της θείας λατρείας εν υπογείοις ναοίς. Εις όσα όμως χωρία οι κρυπτοχριστιανοί ήσαν σύμμεικτοι μετά μουσουλμάνων, εκεί δυσχερεστάτη και λίαν επικίνδυνος καθίστατο η άσκησις των καθηκόντων του χριστιανού, πας δε κρυπτοχριστιανός φωρώμενος εκτελών τα του Χριστιανού ετελειούτο».
Χρύσανθος Φιλιππίδης
 Μητροπολίτης Τραπεζούντος (Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ, σελ. 691) 

Οι βίαιοι εξισλαμισμοί των ελληνογενών Χριστιανών της Μικράς Ασίας και του Πόντου, άρχισαν επί ημερών του Ορχάν (1326-1359) προκειμένου να αυξηθεί ο μικρός οσμανομουσουλμανικός πληθυσμός, στοιχείο απαραίτητο για τη δημιουργία ενός μεγάλου κράτους με εσωτερική συνοχή, αλλά και να συγκροτηθεί ένα επίλεκτο σώμα φρουρών, τυφλά υποταγμένων στον σουλτάνο.
Κατ' αρχάς, λοιπόν, είναι το απάνθρωπο μέτρο του παιδομαζώματος, της αρπαγής, δηλαδή, αρσενικών παιδιών μέχρι 15 ετών από χριστιανικές οικογένειες (1 τουλάχιστον από κάθε σπίτι), προκειμένου να ανατραφούν μουσουλμανικά και να καταταγούν με την ενηλικίωσή τους στα γενιτσαρικά τάγματα. Υπολογίζεται ότι μέχρι τη διάλυση και εξολόθρευση των γενιτσάρων από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β', το 1826, είχαν στρατολογηθεί σε εκείνα τα τάγματα περίπου 1.000.000 Ελληνόπαιδες.

Ατομική και ομαδική προσχώρηση στο Ισλάμ — Οι λόγοι
Στη συνέχεια και καθ' όλη τη διάρκεια της δουλείας του Γένους στους Οθωμανούς, και πολλοί άλλοι Έλληνες ατομικά ή ομαδικά προσχώρησαν στο μουσουλμανισμό. Οι λόγοι διάφοροι: ο φόβος των σκληρών διωγμών, η βία με την απειλή της εξόντωσης, οι φόνοι από το φυλετικό μίσος και την ενθεομανία των μωαμεθανών, οικονομικά συμφέροντα, η κατάληψη ή διατήρηση θέσεων και προνομίων στην κρατική δομή., το ασθενές της πίστης στον Χριστό και ο αδύναμος χαρακτήρας.
Οι περισσότεροι από τους εξισλαμισθέντες παρέμειναν μέχρι τέλους πιστοί του Ισλάμ και πολλές άλλες γενιές μουσουλμάνων δημιουργήθηκαν από αυτούς, μπολιάζοντας έτσι με αίμα ελληνικό τα τουρανικά φύλα.

Κάποιοι επέστρεψαν στον χριστιανισμό
Κάποιοι όμως από όσους με τη βία εξισλαμίστηκαν έδειξαν μεταμέλεια και με ταπείνωση επέστρεψαν στη θρησκεία των πατέρων τους. Η Εκκλησία, μπροστά σε αυτό το πρόβλημα έδειξε κατανόηση, συγχώρεσε τους αποστάτες της πίστης μας και τους επανένταξε στους κόλπους της. Πρώτη εφαρμογή αυτού του μέτρου γίνεται το 1338 για τους «εξισλαμισμένους» κατοίκους της Νίκαιας της Βιθυνίας, επί πατριαρχίας Ιωάννη ΙΔ' του Καλέκα ή Απρηνού (1334-1347), καθώς ο πατριάρχης και η γύρω από αυτόν Σύνοδος δέχθηκαν κατ' οικονομίαν την ειλικρινή τους μετάνοια, και όπως, μεταξύ άλλων, λέει η πατριαρχική επιστολή με αποδέκτες τους προσωρινά αποστατήσαντες: «τη των Χριστιανών πάλιν μερίδι συναριθμήσει και ίάσεται και θεραπεύσει και ούδέ εύρήσουσιν έμπόδιόν τι προς την των ιδίων ψυχών σωτηρίαν...». (Χρύσανθος Φιλιππίδης, ό.π., σελ. 689-690).
Το παιδομάζωμα από τους Οθωμανούς

β) ΤΟ ΣΤΑΥΡΙΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ( 1828-1924)
Μετά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1828-1829), πολλοί Έλληνες μεταλλεργάτες από την περιφέρεια της Αργυρούπολης του Πόντου, μεταναστευσαν προς άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας για την αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Ένα από αυτά τα ρεύματα πορεύτηκε προς τη μεταλλοφόρα περιοχή του Άκνταγ Μαντέν του νομού Υοσγάτης και συγκρότησε εκεί μια ανθούσα ελληνική κοινότητα μεταλλωρύχων, αποτελούμενη από 30 οικισμούς.
Τους Κανιώτες (από την περιοχή του ποταμού Καν ή Κάνι) μετανάστες ακολούθησαν αρκετές οικογένειες κρυπτοχριστιανών από το χωριό Σταυρίν (και κάποιες από την ευρισκόμενη ανατολικότερα Κρώμνη), που πίστεψαν ότι στη νέα τους «πατρίδα» θα μπορούσαν να ζουν ελεύθερα και να ασκούν ανενόχλητα τις λατρευτικές τους συνήθειες και υποχρεώσεις ως χριστιανοί.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, όταν προσπάθησαν να εγγραφούν στα μητρώα του Άκνταγ Μαντέν ως χριστιανοί με τα ελληνοχριστιακά τους ονόματα μόνον, διαπίστωσαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ο τοπικός διοικητής ήταν ήδη καλά ενημερωμένος από τις αρχές της γενέτειράς τους και αρνήθηκε να τους καταγράψει ως χριστιανούς, μουσουλμάνους τους λογάριασε. Έτσι συνέχισαν να ζουν όπως και πριν, υποκρινόμενοι τους μουσουλμάνους για να μην αντιμετωπίσουν την αγριότητα των κρατικών οργάνων ή, το χειρότερο, για να μην κριθούν με τους κανόνες της σαρία (του ιερού νόμου των μουσουλμάνων). Δουλεύοντας όμως στα ορυχεία, απολάμβαναν και αυτοί, κάθε προνόμιο που είχαν και όλοι οι άλλοι μεταλλωρύχοι.
Έτσι, περνούσαν τα χρόνια και οι Σταυριώτες ζούσαν με την ελπίδα να βρουν κάποτε την κατάλληλη ευκαιρία και να διαδηλώσουν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους πιστεύω, τα πραγματικά τους φρονήματα.
Παρά την έκδοση του Χάττι Σερίφ του 1839, που άφηνε περιθώρια άσκησης των θρησκευτικών ελευθεριών από όλους τους υπηκόους, και του Χάττι Χουμαγιούν του 1856, για την ισότητα όλων απέναντι στον νόμο, οι Σταυριώτες δεν τόλμησαν να κάνουν το βήμα. Πίστευαν πως δεν έχουν στηρίγματα ικανά να τους υπερασπιστούν. Ουσιαστικά, λόγω του ιδιότυπου εκκλησιαστικού καθεστώτος, ένιωθαν απροστάτευτοι, χωρίς δικό τους πνευματικό ηγέτη, μιας και ο επίσκοπος της Χαλδίας έδρευε στην πολύ μακρινή τους Αργυρούπολη. Πιθανότατα, όμως, δεν είχαν καν ενημερωθεί για τις μεταρρυθμίσεις από τη μητρόπολη Χαλδίας, τη μόνη εντεταλμένη γι’ αυτό. Αντίθετα, πολλοί από τους κρυπτοχριστιανούς της Τραπεζούντας, οι λεγόμενοι από τους Τούρκους τενεσουρήδες, επωφελήθηκαν από τις προοδευτικές διατάξεις, φανερώθηκαν και πέτυχαν να δηλωθούν με τα χριστιανικά τους ονόματα και μόνον με αυτά. Αυτοί υπολογίζονται περί τις 20-25 χιλιάδες.
Το 1876, ο σουλτάνος Χαμίτ Χαν έδωσε στο λαό ένα φιλελεύθερο Σύνταγμα. Τότε οι Σταυριώτες θεώρησαν κατάλληλη την ώρα και κατά το Πάσχα, που ακολούθησε, προεστοί, νέοι, γέροι και γυναικόπαιδα (περίπου 150 οικογένειες), προσήλθαν ως ομάδα στη μητρόπολη για το «Χριστός Ανέστη», για να ομολογήσουν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους την πίστη τους στο Ναζωραίο.
Οι αρχές θορυβήθηκαν από τη μαζική και αυθόρμητη ομολογία των Σταυριωτών, από το μέγεθος και τον παλμό του νέου εκκλησιάσματος και προχώρησαν αμέσως στη σύλληψη και φυλάκιση των ηγετών τους. Η αυθαίρετη και βάναυση αυτή ενέργεια προκάλεσε την ομόθυμη αντίδραση και τις δυναμικές διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις όλων των μελών της σταυριώτικης ομάδας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την αποφυλάκιση των προεστών τους, οι οποίοι με γενναιότητα διακήρυξαν, για μια ακόμα φορά, τα πραγματικά τους θρησκευτικά φρονήματα. Αποφασιστική για το αίσιο τέλος αυτής της περιπέτειας ήταν η άμεση παρέμβαση του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ. Για λίγο οι Σταυριώτες ανέπνευσαν και ασκούσαν τα δικαιώματά τους, όπως και οι συμπατριώτες τους φανεροί χριστιανοί.
Abdul Hamid B'
Η θετική, όμως, αυτή εξέλιξη ήταν προσωρινή, αφού αναιρέθηκε από την αναστολή του Συντάγματος στις αρχές του 1878 και την τυραννική βασιλεία του Αμντούλ Χαμίτ Β’ (1876- 1909). Σιωπηρά όμως η Υψηλή Πύλη, μετά και τις νέες παραστάσεις προς αυτήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τα διαβήματα των πρεσβευτών των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, άφησε ανενόχλητους τους «κλωστούς» να εκτελούν ανεμπόδιστα τα της θρησκείας τους και να φοιτούν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία του Μεταλλείου.
Όμως, μετά τον ατυχή για την Ελλάδα ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Επαναλήφθηκαν οι πιέσεις, οι απειλές, οι εκβιασμοί και οι διώξεις κατά των Σταυριωτών, ενώ τα ανάλογα υπέστησαν και όλοι οι ομογενείς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μάλιστα, όταν το 1898 ο υπουργός των Εσωτερικών Μεμτούχ πασάς διόρισε μουτεσαρίφη της Υοσγάτης - όπου υπαγόταν διοικητικά το Άκνταγ Μαντέν — τον φανατικό μουσουλμάνο και κυνηγό χριστιανικών κεφαλών Καμπούρη, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Ο Καμπούρης τοποθέτησε γρήγορα στη θέση του καϊμακάμη του Άκνταγ Μαντέν ένα πειθήνιο όργανό του, τον Ισμαήλ Χακινή (ή Χακή), που διαπνεόταν από το ίδιο μίσος κατά των Ρωμιών.
Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Ισμαήλ, απαγόρευσε στους Σταυριώτες να παντρεύονται με τους φανερούς χριστιανούς, κήρυξε ανίσχυρους νομικά και άκυρους όλους τους γάμους, που εν τω μεταξύ είχαν γίνει, και, το χειρότερο, θεώρησε νόθα τα παιδιά που γεννήθηκαν μέσα από τέτοιους (μεικτούς κατά την άποψή του) γάμους. Και δεν έφτανε αυτό, προχώρησε και στη στρατολογία των νέων ανδρών και απαγόρευσε στα παιδιά τους να φοιτούν σε ελληνικά σχολεία.
Με πονηριά και τουρκική επιτηδειότητα, υπέδειξε με τα όργανά του στους Σταυριώτες να στείλουν στον υπουργό Εσωτερικών Μεμτούχ πασά το ποσό των 400 χρυσών λιρών για να παύσουν οι διώξεις τους. Χωρίς συζήτηση, όμως, οι Σταυριώτες απέρριψαν την πρόταση, γιατί θεώρησαν ότι ισοδυναμούσε με εξαγορά της θρησκευτικής τους ελευθερίας, και τότε ο Ισμαήλ Χακινή συνέλαβε 2 εύπορους εκπροσώπους τους, τον Χατζηισαάκ Κιουπτζίδη και τον ανεψιό του Νικόλαο Κιουπτζίδη, με το αιτιολογικό ότι υποκινούν τους ομοίους τους σε ανυπακοή και στάση, και τους οδήγησε υπό αυστηρή συνοδεία φρουρών στις φυλακές της Υοσγάτης.
Στην Υοσγάτη τους «υποδέχτηκε» ο ίδιος ο μουτεσαρίφης, ο γνωστός για την απανθρωπιά του Καμπούρης, που τους απείλησε, τους προπηλάκισε και τους βασάνισε με τα όργανά του, προκειμένου να καταβάλουν τα «λύτρα». Ακλόνητοι, όμως, στις θέσεις τους οι Κιουπτζίδηδες, παρά τα όσα πάθαιναν, διακήρυξαν για μια ακόμη φορά και με τον πιο επίσημο τρόπο (γραπτά) την αληθινή χριστιανική τους πίστη και, βέβαια, την ελληνική τους καταγωγή. Μπροστά στη γενναία αυτή στάση τους, ο Καμπούρης, σιδηροδέσμιους τους έστειλε - σαν να ήταν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου - κατ’ αρχάς στις φυλακές της Άγκυρας και από εκεί στις φυλακές της επαρχίας Τσορμπά, παρά τα έντονα διαβήματα του Γάλλου προξένου στην Πόλη, του μητροπολίτη Αγκύρας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, φάνηκε κάτι να αλλάζει. Ο μητροπολίτης Αργυρούπολης Γερβάσιος Σουμελίδης (1820-1906) ενημέρωσε τον στενό του φίλο, πρώην πατριάρχη Ιεροσολύμων Νικόδημο τον Κυζικηνό, και τον παρακάλεσε να ασκήσει όλη του την επιρροή και όση δύναμη διέθετε, στη ρωσική Αυλή, λόγω των άριστων σχέσεών του με τη Ρωσική Εκκλησία, προκειμένου να πάψει η δίωξη των Σταυριωτών. Πράγματι, δόθηκε εντολή στον Ρώσο πρεσβευτή να ενεργήσει για την προστασία των δικαιωμάτων των Σταυριωτών. Το θέμα πήρε διαστάσεις και οι πρεσβευτές των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων ανέθεσαν στον Ρώσο ομόλογό τους να το χειριστεί, χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο. Ο Ρώσος πρεσβευτής Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Ζηνόβιεφ, με διαβήματα διαμαρτυρήθηκε στην Υψηλή Πύλη, που όμως αντέκρουσε τα επιχειρήματά του, τονίζοντας προς αυτόν ότι δεν υπάρχει κανένα ζήτημα, γιατί πρόκειται για μουσουλμάνους υπηκόους του οθωμανικού κράτους. Μάλιστα έδωσε εντολή να καταγράφονται κανονικά οι Σταυριώτες του Άκνταγ Μαντέν ως μουσουλμάνοι στα βιβλία της κοινότητας.
Επειδή η κατάσταση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, ο τότε αρχιερατικός επίτροπος Χαλδίας στο Άκνταγ Μαντέν οικονόμος Κύριλλος Καρατζάς, προφανώς σε συνεννόηση με το δεσπότη Γερβάσιο, απηύθυνε επιστολή στο μητροπολίτη Καισαρείας Ιωάννη Αναστασιάδη, ζητώντας τη βοήθειά του στο κρίσιμο ζήτημα των Σταυριωτών. Η επιστολή έχει ημερομηνία 16-3-1899. Πράγματι ο Ιωάννης, ανταποκρίθηκε αμέσως και έστειλε ένα γράμμα (23 Μαρτίου 1899) στον πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, προτείνοντας να ζητηθεί οπωσδήποτε η βοήθεια της ομόδοξης Ρωσίας επίσημα από την Ελλάδα, προκειμένου να λυθεί το δράμα των Σταυριωτών. Η επιστολή φυλάσσεται στο τμήμα ιστορικών αρχείων και χειρογράφων του Μουσείου Μπενάκη, φάκελος 146/68 και έχει ήδη δημοσιευτεί από τον καθηγητή του Α.Π.Θ. Κωνσταντίνο Ε. Φωτιάδη, στο έργο του «Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου», σελ. 691.
Προηγουμένως, στις 15-2-1899, και ο οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’ (1897-1901) ο Βαλιάδης, ο από Εφέσου, διαμαρτυρήθηκε εντονότατα με επιστολή του προς την Υψηλή Πύλη (την οθωμανική κυβέρνηση) για το φλέγον αυτό ζήτημα.
Τελικά, η κινητοποίηση τόσο πολλών φορέων έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Η Υψηλή Πύλη κατάλαβε ότι η πολιτική της δεν οδηγεί πουθενά και αναγκάστηκε τον Απρίλιο του 1900, μετά και από νέο διάβημα του I. Ζηνόβιεφ, τους μεν φυλακισμένους και εξορίστους στο Τσορμπά (Μυρικών του Πόντου) να επαναπατρίσει, τους δε άλλους Σταυριώτες του Μεταλλείου να επιτρέψει να ασκούν ελεύθερα τα της θρησκείας τους, παρέχοντας και την άδεια να καταγράφονται με τα χριστιανικά τους ονόματα. Με την ευκαιρία δόθηκε για την ώρα λύση και σε ένα άλλο και πολύ οχληρό για τους Κλωστούς πρόβλημα. Στο εξής δε θα στρατεύονταν, αλλά θα πλήρωναν όπως και οι φανεροί το σχετικό αντισήκωμα.
Για ένα διάστημα, εκτός μικρών εξαιρέσεων, ηρέμησαν τα πράγματα και οι Σταυριώτες ζούσαν πιο άνετα από ό,τι πριν από λίγο καιρό, μέχρι το κρίσιμο έτος 1905, τότε που διενερ-γήθηκε σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια γενική απογραφή. Ευθύς πρόβαλε και πάλι το ζήτημα των Σταυριωτών. Μουσουλμάνοι ή χριστιανοί το ερώτημα! Ο καϊμακάμης του Άκνταγ Μαντέν απαίτησε να απογραφούν ως μουσουλμάνοι, και επειδή αυτοί αρνήθηκαν σθεναρά, αφού ήταν χριστιανοί και Έλληνες, συνέλαβε έξι προύχοντες Σταυριώτες (Τ. Βαλαβάνης, «Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου», σελ. 271) και τους μετέφερε αυστηρά φρουρούμενους στις φυλακές της Υοσγάτης για να επιληφθεί του θέματος προσωπικά ο ίδιος ο μουτεσαρίφης. 
Αργυρούπολη
Εκεί τους ζητήθηκε να εκφράσουν τη μετάνοιά τους για το σοβαρό ατόπημα της αρνησιθρησκείας και να ομολογήσουν τη μουσουλμανική τους ταυτότητα. Εκείνοι, αν και κακοποιήθηκαν, αν και υβρίστηκαν, αν και χλευάστηκαν ως αποστάτες του Ισλάμ, υπερασπζόμενοι την τιμή τους, διακήρυξαν σε όλους τους τόνους την πραγματική τους θρησκεία, τη χριστιανική, και την καταγωγή τους, την ελληνική. Στην ουσία, βέβαια, υπέστησαν τα όσα υπέστησαν, μόνο και μόνο για να δεχτούν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, πληρώνοντας με χρυσάφι τους διώκτες τους.
Μετά από αυτή τη στάση τους, δέσμιοι και πάλι οδηγήθηκαν στις σκληρές για τις επικρατούσες εκεί συνθήκες φυλακές της τουρκικής κωμόπολης Μακάλ, όπου οι ανακριτές πρότειναν στους Σταυριώτες αξιώματα και παράσημα, εάν ομολογούσαν ότι είναι μουσουλμάνοι. Και αυτή, όμως, η πρόταση απορρίφθηκε ως ατιμωτική από τους γενναίους μάρτυρες, οπότε και διατάχτηκε η μεταγωγή τους στις φυλακές της Σινώπης, τις πιο απάνθρωπες του οθωμανικού κράτους, εκεί όπου έστελναν μόνον τους ισοβίτες, τους μελλοθάνατους και τους άλλους κακούργους.



Κώστας Νικολαΐδης
Οικονομολόγος- Συγγραφέας




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah