Γιατί αυτό το σοβαρό λάθος; Ο Διονής

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Μετά από δημοσίευμά μας το 1991 στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία» για τους Πόντιους που γράφουν «Ο Διγενής Ακρίτας», αντί του ορθού «Ο Ακρίτας», νέο κρούσμα σημειώθηκε τον Δεκέμβριο του 1992 στο Ζ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, που διοργανώνει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τον δήμο Θεσσαλονίκης.

 Συγκεκριμένα, γνωστός Πόντιος δημιουργός, με πολύ αξιόλογο έργο, έκανε παρέμβαση και μίλησε και αυτός για «Διγενή Ακρίτα» του Πόντου! Αποτέλεσμα ήταν να σηκωθώ και να του υπενθυμίσω ότι ο Ακρίτας του Πόντου είναι Έλλενας Ακρίτας, από πατέρα και μάνα Έλληνες, και όχι Διγενής, δηλαδή από Σαρακηνό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα.
Γιατί, όμως, γίνεται αυτό το σοβαρό λάθος, αφού σε κανένα από τα ακριτικά τραγούδια του Πόντου δεν αναφέρεται η λέξη Διγενής, ενώ αναφέρεται σε αυτά ότι ο Ακρίτας είναι Έλληνας; Το μοναδικό όνομα σε δημοτικό τραγούδι του Πόντου, που θυμίζει κάπως το Διγενής, είναι το Διονής στο τραπεζουντιακό τραγούδι, που δεν έχει, όμως, καμία σχέση με τον Ακρίτα. Παρασυρμένοι από το όνομα Διονής, κάποιοι μελετητές το ταύτισαν με το Διγενής κι έτσι, ενώ το δημοτικό τραγούδι δεν έχει καμία σχέση με τον ακριτικό κύκλο, αφού είναι τραγούδι ερωτικό, το τιτλοφόρησαν «Διγενής», και αυτό παρά το γεγονός ότι ο ήρωας του τραγουδιού αναφέρεται τρεις φορές ως Διονής και καμία ως Διγενής. Το τραγούδι, όπως το κατέγραψε ο Σάββας Ιωαννίδης (1829-1910), αναφέρει:
Παλλήκαρον ο Διονής ο Διονής αφέντης
Εβάλλ’νεν κόπον ’ς σ’ άρμενα κι άνεμον ’ς σα καράβö
και πήγαν όλ’ οι άρχοντες, πήγανε να τερούνε,
πήγεν εκεί κ’ η Ρουδανή να λέπ’ και να μαθάνη.
Ελέπ’ ατεν ο Διονής, λιγοθυμά και πέφτει
κ’ εφτά σταμνô ροδόσταμον κ’ εξήντα ξάγια μούσκον
έξαν απάν’ ατ’ κ’ εγύρ’σεν κι απολογά και λέγει,
-Πώς να ευτάγω, πώς να ποίγω την Ρουδανήν να παίρω;
-Έλα, υιέ μ’, ας λέγω σε μεγάλον δöρμενείαν,
έλα φόρει γυναίκικα, σκεπάγ’ τραπεζουνταίικα,
την ρόκαν αναμάσκαλα και το πλουμίν ’ς σο üέρι σ’
δέβα μαθέτρα χτύπεσον ’ς ση Ρουδανής την πόρταν
κι απού βραδής μη κάθεσαι κι απού πουρνού μη σ’κούσαι.
Επήγεν κ’ επεκούμπηξεν ’ς ση Ρουδανής την πόρταν.
-Ανοίξ΄ανοίξον, Ρουδανή,, εγώ ’ρθα αδά μαθέτρα.
-Καλώς τεν την μαθέτρα μου και ντο μεγάλ’σσα είσαι!
-Εμέν η μάνα μ’ είπε με μεγάλον διαφήκεν,
απού βραδής μη κάθεσαι κι απού πουρνού μη σ’κούσαι.
Επήγεν τότ’ η κόρ’ απέσ’, καταρωτά την μάναν.
-Μάνα μου, την μαθέτρα μου ’ς σο ποίον κρεβάτ’ να θέκω;
-Κορίτζ’ εσύ, κορίτζ΄κι ατέ ’ς έναν κρεβάτ’ πλαγιάστεν.
Έστρωσεν και επλάγιασαν οι δύσ’ ’ς έναν κρεβάτιν
Κι απάνου ’ς σα μεσάνυχτα μεγάλ’ φωνήν φωνάζει.
-Μάνα μ’, σ’κου άψον το κερίν, το μέγαν την λαμπάδαν
κι αούτε η μαθέτρα μου πρωτομαστόρ’σσα ’ξήβεν,
εκόμπωσεν κ’ εφίλεσεν κ’ εξήβεν κ’ εκαυκέθεν.


Πάνος  Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah