Το
«τρανό ποιητικό ιστορικό μεγαλείο» των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και της
νεοελληνικής (δημοτικής) γλώσσας προκάλεσαν τον μεγάλο θαυμασμό του φιλόλογου και φιλέλληνα Ανρί Γκρεγκουάρ (Henri Gregoir, 1881-1964).
Ο
καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς, αναφερόμενος στο βιβλίο του Α. Γκρεγκουάρ «Ο
Διγενής Ακρίτας. Η βυζαντινή εποποιΐα στην ιστορία και την ποίηση», έγραψε:
«Τα
προβλήματα του έπους του Διγενή Ακρίτα ιδιαίτερα απασχόλησαν τον Henri Grègoire. Μετά πολλές σχετικές μελέτες του δημοσίευσε το
1942 σε νέα ελληνική γλώσσα (δημοτική) τα πορίσματα των ερευνών του με τον
τίτλο ″Ο Διγενής Ακρίτας. Η βυζαντινή εποποιΐα στην ιστορία και την ποίηση″.
Μέσα στο έργο αυτό προβάλλουν τα φιλελληνικά του αισθήματα, καθώς και η αγάπη
του προς τη ζωντανή βυζαντινή πνευματική παράδοση. Στο ίδιο βιβλίο εκφράζεται
με ιδιαίτερο θαυμασμό για το έπος. Μέσα στο έπος του Διγενή έβλεπε ″μια
ποιητική ύλη, βγαλμένη από τον μεγάλο τεχνίτη, τον ελληνικό λαό, όμορφη και
καθάρια και πλούσια στην πρωτογονία της, να αλλάζει στα χέρια των λογίων και να
φθείρεται, για να θριαμβεύσει το πεζό, το τετριμμένο, το στερεότυπο, η στρεβλή
απομίμηση παλαιών αξιών».
Αυτά
αναφέρει ο Εμμανουήλ Κριαράς. Προσθέτουμε ότι, εκτός από τα παραπάνω, που
υπογραμμίζει ο Ανρί Γκρεγκουάρ, κάποιοι Πόντιοι λόγιοι άλλαξαν και ονόματα και
άλλα στοιχεία του Ακρίτα, που δεν είναι διγενής, αλλά Έλληνας Ακρίτας.
Το
θέμα του Ακρίτα, που δεν είναι διγενής, αφορά και πρέπει να ενδιαφέρει τη
συνολική ελληνική γραμματεία, αλλά και την ειδική γραμματεία, καθώς και τη διεθνική
γραμματεία της Ευρώπης, όπως ενδιαφέρει και ο Διγενής, που δεν αναφέρεται
πουθενά ως Ακρίτας.
Όπως
στον αιώνα του Διαφωτισμού, τον 18ο, δηλαδή, αιώνα, οι λόγιοι της Δύσης και της
Ελλάδας δεν ασχολήθηκαν με το Βυζάντιο (… των εγκλημάτων!), έτσι και στον
Πόντο, τον 19ο αιώνα του Διαφωτισμού του, δεν υπήρξε ενδιαφέρον για τα
βυζαντινά πράγματα, παρά το γεγονός ότι ένας μεγάλος Γερμανός λόγιος, ο Φίλιπ
Φαλμεράιερ, είχε ενδιαφερθεί, λίγο πιο μπροστά, για τον βυζαντινό Πόντο. Ο
βυζαντινός Πόντος ερευνήθηκε και μελετήθηκε από τους Πόντιους μόνον στις αρχές
του 20ού αιώνα. Οι ξένοι μελετητές, και λίγοι Πόντιοι, ενδιαφέρθηκαν μόνον για
τη βυζαντινή δημοτική ποίηση στα τέλη του 19ου αιώνα. Ανάμεσά τους ο Γκέοργκ
Ντέφνερ, ο Εμίλ Λεγκράν, ο Ιωάννης Αθ. Παρχαρίδης, ο Περικλής Τριανταφυλλίδης..
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Πόντιοι μελετητές έστρεψαν το ενδιαφέρον τους
προς τις βυζαντινολογικές ιστορικές σπουδές. Τότε, ο Οδυσσέας Λαμψίδης, ο
πρωτοπόρος των μελετητών του βυζαντινού Πόντου, κατά τα νεότερα χρόνια,
ερεύνησε και παρουσίασε τη βυζαντινή ιστορία του Πόντου, τη γραμματεία του και
την τέχνη. Μόνον μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, νεότεροι, όπως ο Αλέξης Σαββίδης,
ο Χρήστος Σαμουηλίδης, μελετούν και παρουσιάζουν υστεροβυζαντινές και
μεταβυζαντινές πνευματικές εκδηλώσεις. Οι μελέτες τους αφορούν, τώρα, το
σύνολο, σχεδόν, της ιστορίας του βυζαντινού Πόντου–κάτι που έκανε από τον 19ο
αιώνα, ήδη, μόνον ο Τζάκομπ Φιλίπ Φαλμεράιερ–και δεν είναι αποσπασματικές, όπως
πριν (του Παύλου Καρολίδη, του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου–που υπήρξε 1815-1891–
μετά τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, 1813-1881–ο πρώτος που συνέλαβε την ενότητα της
ιστορίας του ελληνικού έθνους, χωρίς να ασχοληθεί, όμως, όσο έπρεπε με τον
βυζαντινό Πόντο.
Ενα από τα περιοδικά που εξέδιδε ο Γκρεγκουάρ |
Jakob Philipp Fallmerayer |
Στις αρχές, λοιπόν, και προς τα μέσα του 20ού αιώνα έγραψαν γενική ιστορία οι
Γεώργιος Κανδηλάπτης-Κάνις, ο Παντελής Μελανοφρύδης, ο Ιωακείμ Σαλτσής, ο
Θεοφύλακτος Θεοφύλακτος, ο Γ. Κ. Χατζόπουλος, ο Ισαάκ Λαυρεντίδης, ο Νίκος
Λαπαρίδης, εκκλησιαστική ιστορία κυρίως
ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης, γενική και ειδικότερη
μεσαιωνική ιστορία ο Οδυσσέας Λαμψίδης κ. ά.
Λαογραφία έγραψαν πάρα πολλοί, με κυριότερο τον Ιωάννη Παρχαρίδη, στην αρχή, και σημαντικούς τον Φίλωνα Κτενίδη, τον Ιωακείμ Σαλτσή, τον Ξενοφώντα Άκογλου, τον Στάθη Αθανασιάδη, τον Ανανία Νικολαΐδη, τον Ιωάννη Αβραμάντη, τον Σάββα Πορφ. Παπαδόπουλο, τον Σίμο Λιανίδη, τον Στάθη Ευσταθιάδη , τον Χριστόφορο Στ. Χριστοφορίδη, τον Φόρη Παροτίδη, τον φιλόλογο Γιώργο Παρχαρίδη κ. ά, αρκετά αργότερα.
Τις βυζαντινές σπουδές θεμελίωσε ο Οδυσσέας Λαμψίδης και τις λαογραφικές ο Ιωάννης Αθ. Παρχαρίδης. Στον τομέα της γλώσσας, ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος υπήρξε η κορυφή, όμως αυτή η αναγνώριση δεν υποβαθμίζει καθόλου την προσφορά των κατοπινών, όπως ο Συμεωνίδης κ. ά.
Λαογραφία έγραψαν πάρα πολλοί, με κυριότερο τον Ιωάννη Παρχαρίδη, στην αρχή, και σημαντικούς τον Φίλωνα Κτενίδη, τον Ιωακείμ Σαλτσή, τον Ξενοφώντα Άκογλου, τον Στάθη Αθανασιάδη, τον Ανανία Νικολαΐδη, τον Ιωάννη Αβραμάντη, τον Σάββα Πορφ. Παπαδόπουλο, τον Σίμο Λιανίδη, τον Στάθη Ευσταθιάδη , τον Χριστόφορο Στ. Χριστοφορίδη, τον Φόρη Παροτίδη, τον φιλόλογο Γιώργο Παρχαρίδη κ. ά, αρκετά αργότερα.
Τις βυζαντινές σπουδές θεμελίωσε ο Οδυσσέας Λαμψίδης και τις λαογραφικές ο Ιωάννης Αθ. Παρχαρίδης. Στον τομέα της γλώσσας, ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος υπήρξε η κορυφή, όμως αυτή η αναγνώριση δεν υποβαθμίζει καθόλου την προσφορά των κατοπινών, όπως ο Συμεωνίδης κ. ά.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Επίλογος της νεκρολογίας που του έκανε ο Clair Preaux:
«Με τον Ενρί Γκρεγκουάρ τελειώνει η δύναμη μιας σκέψης που κατάφερε να μας πείσει πως η Ελλάδα κάθε εποχής είναι ακόμα ζωντανή»
«Με τον Ενρί Γκρεγκουάρ τελειώνει η δύναμη μιας σκέψης που κατάφερε να μας πείσει πως η Ελλάδα κάθε εποχής είναι ακόμα ζωντανή»
...............................................................
Η Ελλάδα χρωστά πολλά σε αυτόν το επιστήμονα:
Ανρί Γκρεγκουάρ (Henri Gregoire, Λιέγη 1881 – Βρυξέλλες 1964).
Βέλγος βυζαντινολόγος. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της Λιέγης, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Σορβόνης, κοντά σε μεγάλους ελληνιστές δασκάλους (Κρουμπάχερ, Βιλαμόβιτς, Ψυχάρης, Παρμαντιέ, Μισέλ, Χαρνάκ) ταξίδεψε ως μέλος αρχαιολογικών αποστολών στο όρος Σινά, στην Παλαιστίνη, στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο.
Μίλαγε Αραβικά, Συριακά, Ιταλικά, Ρωσικά, Ρουμανικά, Αγγλικά και Ελληνικά, Αρχαία, Μεσαιωνικά και Νέα.
Το 1909 διορίστηκε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, θέση την οποία εγκατέλειψε μετά τη ναζιστική εισβολή στην πατρίδα του καταφεύγοντας στις ΗΠΑ. Ανακυρήχθηκε Επίτιμος καθηγητής πολλών Πανεπιστημίων.
Ο Γ. είχε ενεργό ανάμειξη στην πολιτική ζωή, κυρίως ως δημοσιογράφος και εκδότης της έντονα αντιναζιστικής πολιτικής επιθεώρησης Le Flambeau, την οποία συνέχισε να εκδίδει έως τον θάνατό του. Το 1947, «επισκέφθηκε» τον ελληνικό Εμφύλιο, ίσως για να ανακαλύψει «πόσο» Δημοτικό τραγούδι «περιείχε». Το ρεπορτάζ που έκανε εκεί, βραβεύθηκε.
Ζούσε στα επιστημονικά όρια, οι μελέτες του πάντα ήταν ριζοσπαστικές και προκλητικές, και γεννούσαν οξείες αντιπαραθέσεις. Με αυτήν την νοοτροπία δεν μπόρεσε να αποφύγει ορισμένες υπερβολές που δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να τονίσουν το σημαντικό του έργο.
Το συγγραφικό του έργο είναι πολύπλευρο και ογκώδες.
Μελέτησε τις αρχές των Γερμανικών και Γαλλικών Μεσαιωνικών Επών. («La Chanson de Roland et Byzance : et autres études épiques ...»)
Βαθύς γνώστης της Αρχαίας Ελλάδας, εξέδωσε μελέτες και κριτικές εκδόσεις αρχαίων ποιητών, (ήταν ειδικός στον Ευριπίδη) μεταφράσεις κλασικών, βυζαντινών και νεοελλήνων συγγραφέων στα γαλλικά, καθώς και εκδόσεις ελληνικών επιγραφών της Μικράς Ασίας.
Σε αυτές τις επιγραφές ανακάλυψε μια πηγή του Ακριτικού Επους, την αναφερόμενη «Μάξιμαν στολάταν την και αμαζόνιν», την Αμαζόνα Μαξιμώ.
Ερεύνησε και τον «Ποντικοδαίμονα» Απόλλωνα, με μια μελέτη που τον συνέδεε με τα ποντίκια(«Απόλλων Σμινθεύς») προκαλώντας για άλλη μια φορά.
Είχε δημιουργήσει και μια ομάδα συζητήσεων, την «Θεονόη» όπου ερευνούσε την ιστορία των θρησκειών και τις αρχές του Χριστιανισμού.
Οι 575 συνολικά δημοσιευμένες μελέτες του αναφέρονται, μεταξύ άλλων πολλών, στους διωγμούς των Χριστιανών, στις Οικουμενικές Συνόδους, τους πολέμους του Βυζαντίου, τις αυλικές μηχανορραφίες, στον Κωνσταντίνο τον Μέγα, στους θεσμούς και στις σχέσεις του Βυζαντίου με τον αραβικό κόσμο και τους σλαβικούς λαούς και τα έπη του Ρολάνδου. Κυρίως όμως διακρίθηκε ως ειδικός στα έπη του Διγενή και τα Ακριτικά τραγούδια.
Σε όλες αυτές τις μελέτες χάραξε νέους δρόμους διατυπώνοντας πρωτότυπες απόψεις. Μπόρεσε για παράδειγμα, να ανακαλύψει ίχνη του έπους του Διγενή στο Τουρκικό έπος του Σαγίντ Μπατάλ.
Οι περισσότερες έρευνές του, που άνοιξαν παρόμοιους, νέους ορίζοντες στην έρευνα του ακριτικού έπους, δημοσιεύτηκαν και στο περιοδικό Byzantion, το οποίο ο ίδιος ίδρυσε το 1925 και διηύθυνε έως τον θάνατό του. Επίσης εξέδωσε τα περιοδικά:
Nouvelle Clio,
Annuaire de l'Institut de Philologie et d'Histoire Orientales et Slaves,
Byzantina metabyzantina.
Και αυτά που ήδη αναφέραμε:
Le Flambeau
Και αυτά που ήδη αναφέραμε:
Le Flambeau
Byzantion
πηγή http://skourtakrdiaf.blogspot.gr/2014/01/blog-post_9481.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου