H "καμπάνα
του Πόντου" είναι ένα μακροσκελές επικολυρικό ποίημα, που δημιούργησε η
ποιητική φαντασία του Πόντιου λογοτέχνη Φίλωνα Κτενίδη. Είναι η ελεγεία που
εκφράζει την οδύνη και τον πόνο του ποιητή για τη συμφορά και τον διωγμό των
Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες.
Γράφτηκε γύρω στο έτος 1950 και δημοσιεύτηκε στο 1o τεύχος του περιοδικού «Ποντιακή Εστία», για να ακουστεί ο πνευματικός της ήχος στα πέρατα της Οικουμένης. Ήταν το προσκλητήριο σάλπισμα του Φίλωνα Κτενίδη προς όλους τους Πόντιους, τους οποίους επιδίωκε να καταστήσει κοινωνούς των ιδεών και των οραμάτων του. Μέσα στα χαλάσματα αναζητούσε την ελπίδα, που θα συνέβαλε στην πρόοδο και την προκοπή των συμπατριωτών του. Ήταν το μεγάλο όραμα και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του, αλλά και στο ανώνυμο πλήθος των προσφύγων, που αναζητούσαν την προστασία και τη χάρη της Παναγίας.
Μέσα από αυτές τις σκέψεις και τα συναισθήματα γεννήθηκε η
ιδέα της ανιστόρησης της παλαίφατης μονής του Πόντου, της Παναγίας Σουμελά,
στην Kαστανιά
Ημαθίας. Την ιδέα αυτή θα υπηρετούσε το ποίημα «Η καμπάνα του Πόντου». Ήθελε ο
Φίλων Κτενίδης, ο ήχος της
να γίνει ένα σεμνό και ιερό προσκλητήριο προς όλους τους Πόντιος, για να συμπαρασταθούν
στην προσπάθειά του να στηθεί και πάλι ο θρόνος της Παναγίας.
Δεν μπορούσαν, ο
ίδιος αλλά και οι Πόντιοι της εποχής εκείνης να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι η
εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά, που ήρθε από τον Πόντο το 1930, με τον φλογερό
καλόγερο Αμβρόσιο Σουμελιώτη, να παραμένει στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Ήθελαν
την Παναγία κοντά τους όλοι οι Πόντιοι.
Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Απο την εισαγωγή στο βιβλίο "Η Καμπάνα του Πόντου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου