Ανανίας Νικολαΐδης |
Ανάμεσα στα δύο ποτάμια της Τσίτης, που ενώνεται με τον Κάνιν της Αργυρούπολης κοντά στο χωριό Τορούλ (Άρδασσα) και του Τζίζερε που αρχίζει από τις πηγές του Χαρσιώτη από τα υψώματα του Άεν Παύλου του όρους Γκιαούρνταγ (Καγκέλια), πάνω από την περιοχή του χωρίου Χόψα απ’ όπου είχε την καταγωγήν του ο τ. Μητροπολίτης Νευροκοπίου και Ζιχνών αοίδημος Αγαθάγγελος Τσαούσης, προβάλλει το χωρίον Κορόνιξα, στο λεκανοπέδιο του οποίου δεσπόζουν τα βουνά Παγωμένον ανατολικά και Αχμούτ δυτικά, με πάνω από δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο το καθένα.
Την κτηματική περιοχή του χωρίου Κορόνιξα περιβάλλουν με τα όριά τους από μεν την πλευρά του ποταμού Τσίτης τα χωρία Άδυσσα, Πιβερά και Μαυρενά. Από δε του ποταμίου Τζίζερε, τα χωρία Φυτίανα, Ματσερά και Αμβρίκ με τις ενορίες τους Κιοσέντων, Αμβρικάντων, Παγαμάντων, Γονοκέλ και Αγιώργη.
Από το βουνό Παγωμένον, παίρνοντας βοριοανατολικήν κατεύθυνσιν καθοδικά δια της οροσειράς Κορκ, που χωρίζει την ενορία Αμβρικάντων Αγιώργη, από το Κορόνιξα, φθάνομεν στο περιώνυμον Κάστρον, που προβάλλει αγέρωχα επί υψηλού βράχου και δεσπόζει μεγαλόπρεπα στις ενορίες Αμβρίκ. Αντικρύζει τα χωρία Παπαβράμ και Μοναστήρ. Και επισκιάζει το χωρίον Κορόνιξα με προπύργιό του το ύψωμα Αηλίας που άγιαζε το εξωκκλήσι του Προφήτου Αηλία, μπροστά από την ανταλλαγήν.
Ακλόνητος πύργος το Κάστρο με τρίοπτα αετώματα πάνω σε πελώριο βράχο, ευλαβείτο μπροστά από την ανταλλαγή εξωκκλήσι Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη. Κατά προγονικές όμως παραδόσεις με την προσωνυμίαν Τινιβεζτή καλμά (απομειμάρι Ενετών) ήταν Κάστρο που εφρουρούσεν ολόκληρη την περιοχή του τμήματος Τζίτζερε ντερεσί Αμβρικάντων. Και ενώ η θέσις την οποίαν κατείχε σαν υψηλότερος ύβος (σ.σ. καμπούρα) καμήλας με χαμηλότερο της το σφηνοειδές ύψωμα του Αηλία, παρουσίαζεν εμφάνισιν απόρθητου φρουρίου δια τα τότε υπάρχοντα πολεμικά μέσα δυστυχώς πλέον της παραδόσεως Τζινιβιζτέν καλμά ιστορικές πληροφορίες δεν μας έχουν κληροδοτηθεί.
Αρχαιολογικής σημασίας προελεύσεως μνημείον εφημίζετο στο ίδιο χωριό Κορόνιξα και ο απροσανατόλιστος με υπέρμετρον πάχος τοιχωμάτων και υψοτενή παράθυρα, σαν αρχαίος ειδωλολατρικός, ο Ναός που επί Βυζαντινών μετεβλήθηκε εις ορθόδοξον ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως τον παρουσίαζαν οι τοιχογραφίες και εικονογραφίες του και όπως τον έχουν ανακαλύψει Ελληνοορθόδοξον υπό τας ακολούθους συνθήκας.
Σε κάποιον διωγμόν του 17ου αιώνα, ελληνοχριστιανική ομάδα φυγάδων από τα παράλια του Πόντου, κυνηγημένη από τους Τούρκους, δι εξισλαμισμόν ή εξόντωσιν, και περιπλανωμένη ανά τα όρη είχε φθάσει εις περίοπτον περιοχήν του λεκανοπεδίου του χωρίου (Περιγραφή του περιστατικού διαλαμβάνει σχετική εργασία μου που κατεχωρήθη εις τα τεύχη 14, 17-18 και 19-20 σε αντίστοιχες σελίδες 328-332, 414-418 και 458-463 του 1945 περιοδικού «Χρονικά του Πόντου»). Ανέπνευσεν ανακουφιστικά η ομάδα σαν δι-έκρινε μέσα στο δασοσκεπές λεκανοπέδιο τον μνημονευόμενον ναό. Με θέρμη στην πίστη ότι η Θεία Πρόνοια της εξησφάλιζεν άσυλο, ανέστειλε την πορεία της και επιδόθηκε σε διερεύνηση. Δοξολόγησαν κατανυκτικά τον Θεό τα μέλη της ομάδος, σαν πλησίασαν ύστερα από κοπιώδη εργασία και αντίκρυσαν μέσα σε αλσύλιο τον αρχαίο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ερειπωμένο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου δίπλα του. Γιατί πίστεψαν πως οδηγήθηκαν σε σωτηρία και εξασφάλισαν προστασία. Και από τότε εποίκησαν το χωριό για έβδομη εποίκηση, κατά την παράδοση.
Στη συνέχεια του άρθρου του Αναν. Νικολαΐδη περιλαμβάνονται πληροφορίες για τα μεταλλεία της περιοχής και για τους ναούς. Για το Κάστρον δεν γίνεται λόγος.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου