Από το Κουλίκ στην Ελλάδα

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Αμέσως μετά τη Σύμβαση του Ιανουαρίου 1923, και προτού ακόμα υπογραφεί η τελική Συνθήκη Ειρήνης (αυτό έγινε έξι μήνες μετά), κύματα Ελλήνων έβγαιναν στους δρόμους με προορισμό τα λιμάνια του Αιγαίου, της Πόλης, και του Ευξείνου, για να μπουν στα πλοία της σωτηρίας.
Με τη συμφωνία προβλεπόταν η συγκρότηση της Μεικτής Επιτροπής, στης οποίας τη σύνθεση θα συμμετείχαν δύο Έλληνες, δύο Τούρκοι και τρεις εκπρόσωποι χωρών που δεν πήραν μέρος στον παγκόσμιο πόλεμο.
Κύριο έργο της Επιτροπής ήταν η καταγραφή και αποτίμηση των περιουσιών που εγκαταλείπονται σε Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και η ρευστοποίησή τους.
Το έργο της Επιτροπής ουσιαστικά διεκπεραίωναν οι υπαγόμενες σε αυτήν 11 υποεπιτροπές, με προέδρους τέσσερις Δανούς, τρεις Ολλανδούς, δύο Ελβετούς, έναν Σουηδό και έναν Νορβηγό.

Ο μεγαλύτερος, ίσως, ξεριζωμός στον κόσμο
Φυσικά η Συνθήκη αναφερόταν και σε πολλά άλλα θέματα και λεπτομέρειες, για τον τρόπο υλοποίησης αυτού του τεράστιου εγχειρήματος από δύο χώρες που δεν είχαν όχι απλώς την αναγκαία, αλλά ούτε καν και τη στοιχειώδη υποδομή. Και είναι, ίσως, η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία του ανθρώπου. Επρόκειτο για έναν ξεριζωμό περίπου 2.000.000 ανθρώπων, που θα έπρεπε να εγκατασταθούν και να τακτοποιηθούν στις νέες τους εστίες, μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Στη Σύμβαση αναφερόταν, επίσης, ότι Θα προηγηθεί κατά έξι μήνες η μετακίνηση των Οθωμανών Ελλήνων υπηκόων προς την Τουρκία, για να μπορέσει η Ελλάδα να υποδεχθεί τους πολύ περισσότερους Χριστιανούς τουρκικής υπηκοότητας.
Στην πράξη, όμως, σχεδόν τα πάντα λειτούργησαν και εξελίχτηκαν νωρίτερα.
Μόνο περί τις 190 χιλιάδες Έλληνες της Κεντρικής Μ. Ασίας, έφυγαν, τελικά, με την πλήρη κάλυψη και την προστασία της Επιτροπής. Μέσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν και 10 οικογένειες που εγκατέλειψαν με ασφάλεια το χωριό Κουλίκ, το Μάιο του 1924.
Το ίδιο συνέβη και με τους τελευταίους, αλλά περισσότερους Μουσουλμάνους, που έφυγαν όλοι μέσω Θεσσαλονίκης για την Τουρκία.

Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων
Μια άλλη πρόνοια και παρακολούθημα της Συνθήκης, ήταν η δημιουργία της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. Έργο της, η υποδοχή τους, η παροχή κτημάτων, η οικιστική αποκατάσταση (με τα δυαράκια σπιτάκια του εποικισμού), η εξεύρεση εργασίας σε επιστήμονες, τεχνίτες, επαγγελματίες κλπ.
Αυτά εν συντομία για τη Σύμβαση της Λωζάννης.
Κουλίκ (Σπίτι χτισμένο με πέτρα, πλιθιά και ξύλα)
Αναβρασμός στο χωριό Κουλίκ
Προκειμένου τώρα να δούμε τι έγινε στην πράξη, θα κάνω την περιγραφή της αναχώρησης αρκετών οικογενειών από το Κουλίκ (σ. σ. στην περιοχή Ακ Νταγ Ματέν, κοντά στην Άγκυρα). Στην ομάδα αυτή περιλαμβανόταν και η πατρική μου οικογένεια, που στη
συνέχεια ενώθηκε στην Άγκυρα με την τελευταία ομάδα, στην οποία ήταν και η μητέρα μου με το θείο Θόδωρο και το θείο Θεολόγο.
Ήταν καλοκαίρι του 1923. Στο χωριό επικρατούσε ταραχή και αναβρασμός. Τα νέα για την καταστροφή της Σμύρνης τον προηγούμενο χρόνο, η αχρήστευση της Συνθήκης των Σεβρών, η αλαζονεία των Τούρκων και οι Συμφωνίες της Λωζάνης, ήταν τα θέματα των συζητήσεών τους. Τον τελευταίο καιρό καραδοκούσαν στίφη Τούρκων κακοποιών, τσέτες και άλλοι τυχοδιώκτες, για να επιτεθούν ομαδικά, όπου το έδαφος ήταν πρόσφορο. Αρκετά χωριά της περιοχής, ένιωσαν για τα καλά τον τρόμο αυτών των συμμοριών.
Πολλοί ομογενείς της Κεντρικής Μ. Ασίας, στο δρόμο τους για τα λιμάνια διαφυγής προς την Ελλάδα, ληστεύτηκαν και κακοποιήθηκαν από αυτούς τους εγκληματίες. Κι όταν πάλι άδειαζαν κάποια χωριά, αυτοί οι κακοποιοί, ορμούσαν στα σπίτια, ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς.

Οι χθεσινοί φίλοι Τούρκοι φανατίστηκαν και έγιναν εχθροί
Δυστυχώς ακόμη και Τούρκοι χωρικοί, που μέχρι τότε ήταν φιλικοί προς τους ομογενείς, μετά τη μικρασιατική εκστρατεία, φανατισμένοι και από την προπαγάνδα, άρχισαν να φέρονται εχθρικά στους μέχρι χθες γείτονες τους. Στο Κουλίκ δεν υπήρχαν τουρκικές οικογένειες μετά το 1905, και το χωριό ίσως υπέστη τα λιγότερα δεινά σε σχέση με τα άλλα, χάρη στη διπλωματικότητα των προυχόντων και στην αλληλεγγύη και ομοψυχία των κατοίκων του.
Παρά το ότι όμως δεν υπήρξαν σοβαρά κρούσματα, κατά το τελευταίο διάστημα, λόγω της έκρυθμης κατάστασης, οι κάτοικοι αποφάσισαν να αυτοπροστατευθούν παίρνοντας διάφορα μέτρα.
Συγκρότησαν τμήματα περιπολίας, και κάθε βράδυ ομάδες ανδρών που ήταν οπλισμένοι, έλεγχαν τις εισόδους του χωριού για κάθε ενδεχόμενο. Η φύλαξη αυτή ήταν διακριτική για να μην γίνεται στόχος. Αρκετές οικογένειες έφυγαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1923, και οι περισσότερες υπέστησαν πολλά. Έφυγαν με δική τους πρωτοβουλία, από το φόβο εγκλωβισμού τους στην Τουρκία.
Όλοι όμως βρίσκονταν σε δίλημμα για το τι έπρεπε να κάνουν: να φύγουν με ευθύνη τους ή να περιμένουν την Υποεπιτροπή. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1923, σχεδόν όλες οι οικογένειες της ενορίας του Αγίου Γεωργίου και αρκετές από την ενορία της Παναγίας, αποφάσισαν να «αποδράσουν». Δεν άντεχαν να περιμένουν άλλους 6 τουλάχιστον μήνες στο χωριό, ως τότε δηλαδή που θα ερχόταν η Υποεπιτροπή για να φύγουν υπό την επίβλεψη και την προστασία της. Και σαν το αποφάσισαν, άρχισαν το πολύ δύσκολο αλλά και θλιβερό έργο της προετοιμασίας.
Σπίτι στο Κουλίκ, χτισμένο με λίγα πέτρινα αγκωνάρια, πλιθιά και ξύλα

Προετοιμασίες των Ελλήνων για τον ξεριζωμό
Οι νοικοκυρές μάζευαν και τοποθετούσαν σε κιβώτια ό,τι τους ήταν χρήσιμο. Ρούχα, σκεπάσματα, χράμια, τροφή για τις πρώτες μέρες του ταξιδιού και κάποια κειμήλια και ενθύμια οικογενειακά.
Οι άνδρες προσπαθούσαν να πουλήσουν σε Τούρκους κάποια από τα υπάρχοντά τους (ζώα, γεννήματα, εργαλεία) αλλά μικρό το αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι ήταν απρόθυμοι. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα τα είχαν όλα.
Άλλο τους μέλημα, ήταν η εξασφάλιση μεταφορικών μέσων ως την Άγκυρα, Έργο πολύ δύσκολο, γιατί δεν μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στους μεταφορείς. Τελικά μίσθωσαν Τσερκέζους αγωγιάτες, που με τα ιππήλατα αμάξια τους θα τους μετέφεραν στην Άγκυρα. Μιλάμε για διαδρομή 300 χιλιομέτρων, σε μια χώρα που δε λειτουργούσε τίποτε, και τους ληστές να καιροφυλακτούν για να κάνουν το «ντου» ανά πάσα στιγμή.

Η τελευταία λειτουργία στον Άγιο Γεώργιο
Εκείνη την Κυριακή, σήμαναν οι καμπάνες του Αϊ - Γιώργη για την τελευταία Λειτουργία. Όλοι προσήλθαν από νωρίς στην Εκκλησία. Κατηφείς και αμίλητοι οι περισσότεροι. Ακόμα ένας ξεριζωμός στους τόσους και τόσους της φυλής τους. Ηχούσαν ακόμα νωπές στ’αυτιά τους, οι αφηγήσεις των γεροντότερων για τη ζωή στο πολυφίλητο Κάν’( την προηγούμενη πατρίδα τους, όπως τις άκουσαν κι αυτοί από πρώτο χέρι, απ’τους δικούς τους παππούδες.
Από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά ήξεραν όλοι το πώς και το γιατί έφυγαν πριν από 90 χρόνια οι πρόγονοί τους από την ξεθωριασμένη αρχόντισσα του ασημιού, την παρηκμασμένη τότε Γκιουμουσχανέ, αναζητώντας δουλειά γι’αυτούς, και ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους.
Οι γονείς του συγγραφέα. Ο ιερέας Νικόλας και η Μαρία στο Μελίσσι Γιαννιτσών το 1960

Η αφήγηση του πατέρα μου, του Παπανικόλα
Αφήνω τον πατέρα μου, τον Παπανικόλα να συνεχίσει: "Και να που ο κλήρος έπεσε  στη δική μας τη γενιά να εγκαταλείψει τα πάτρια χώματα. Βέβαια τα πράγματα τώρα ήταν διαφορετικά. Η μετοικεσία ήταν τώρα τελείως αλλιώτικη και διέκρινες εύκολα την πικρία και το παράπονο στα πρόσωπα των πρεσβυτέρων.
Αχ! Ας ερχόταν εδώ η Ελλάδα, μονολογούσαν, βγάζοντας έναν αναστεναγμό, κι ας αφήναμε εδώ τα κόκαλά μας! Όμως σ' εμάς τους νεότερους, σκίρτησε κάτι μέσα μας, γεννήθηκε μια ελπίδα. θέλαμε να πάμε στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας. Τίποτε πια δεν μας κρατούσε. Συζητούσα τον τελευταίο καιρό με τους φίλους μου, το Χαρίτο, το Μιχάλη, το Χαράλαμπο, τον Παντελή,τον Πρόδρομο. Κάναμε τα δικά μας όνειρα. θέλαμε να νιώσουμε επιτέλους ελεύθεροι, να ανασάνουμε Ελλάδα.
Ο τόπος πια δεν μας χωρούσε, κι ας γεννηθήκαμε εκεί. Αναζητούσαμε νέους ορίζοντες για ν' ανοίξουμε τα φτερά μας. Η ζωή η ίδια μας έδειχνε πλέον το δρόμο, αυτόν που οδηγούσε στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας. Η λειτουργία εκείνη την Κυριακή ήταν κατανυκτική, δάκρυα στα μάτια, προσευχές, γονυκλισίες, τάματα πιστών, παρακλήσεις στην Παναγία.
Πολλοί παπάδες και ψαλτάδες συμμετείχαν στην αποχαιρετιστήρια εκείνη παρακλητική
Λειτουργία. Όλοι τους έψελναν συγκινημένοι δονώντας το στερέωμα του Ναού, και ο κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλά, κρατώντας στα χέρια αναμμένα κεριά και λαμπάδες. Πού και πού άκουγες και κάποια αναφιλητά...
Ατμόσφαιρα φορτισμένη, βαριά, αλλά και εικόνα που θύμιζε βυζαντινό εκκλησίασμα σε καιρούς κρίσιμους και χαλεπούς για την αυτοκρατορία.
Kαι  με το «δι' ευχών», οι ιερείς έδωσαν το σύνθημα. Άρχισε η αποκαθήλωση. Όταν ξηλώθηκε η πρώτη εικόνα τον τέμπλου, το αυθόρμητο κλάμα των γυναικών σκέπασε τα πάντα. Σταμάτησαν για λίγο και προσκύνησαν όλοι την εικόνα του Αϊ - Γιώργη. Κι ύστερα συνέχισαν με τα βιβλία, τα δισκοπότηρα, τα άμφια, τα καντήλια. Όλα τα συσκεύαζαν  πρώτα σε σεντόνια και κεντιρένια καθαρά τσουβάλια (καννάβινα σακκιά), και μετά σε κιβώτια. Σε λίγο τίποτε δε θύμιζε πια την ωραία και πλούσια σε αναθήματα εκκλησία μας. Λες και κάποιοι βάνδαλοι ή αλλόθρησκοι τη λεηλάτησαν.
Προσωπικά, πήρα για ενθύμιο και φυλαχτό, έναν μικρό ξυλόγλυπτο σταυρό. Αυτόν που έπαιρνε μαζί τον για  να φωτίζει κάθε πρωτομηνιά με την αγιαστούρα του το χωριό, ο παπα - Κων/νος, εκείνος ο λεβεντόπαπας, που είχε φύγει σχεδόν πρώτος απ' το χωριό γιατί ήταν ο πρώτος στόχος των Τούρκων.
Αυτόν το σταυρό χρησιμοποιώ κι εγώ σήμερα για τον ίδιο λόγο.
Και με αυτό το μικρό, το ιερό και πολαγιασμένο αντικείμενο της λατρείας μας, επικοινωνώ νοερά κάθε φορά που το προσκυνώ, με τον κόσμο που αφήσαμε εκεί, και οσφραίνομαι τα δυνατά, τα αξεπέραστα, τα ιδιόχρωμα εκείνα μύρα της γενέθλιας γης"
Μελίσσι 16 Μαΐου 1982
Μελίσσι Γιαννιτσών

Όσα κειμήλια περίσσεψαν, τα πήγαν στην άλλη εκκλησία του χωριού, και ορισμένα τα έκαψαν, θάβοντας τη στάχτη τους στο προαύλιο του Ναού. Σε δυο μέρες, την Τετάρτη, έφυγαν με Τσερκέζους αγωγιάτες, στους οποίους πλήρωσαν τσουχτερά οδοιπορικά, όπως έλεγαν, για την Άγκυρα.
Κάποιες ακόμα οικογένειες έφυγαν λίγο αργότερα. Στο Κουλίκ έμειναν τελικά υπό τον πρόεδρο του χωριού, τον Γιαννή — κεχαγιά, και τον αδελφό του τον Παπαχαράλαμπο, εφημέριο του χωριού, 10 οικογένειες, που έφυγαν από εκεί το Μάιο του ’24, με την προστασία και τα κουμάντα της Υποεπιτροπής ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ.
Χαράματα της Τετάρτης λοιπόν ξεκίνησαν για την Άγκυρα. Στο δρόμο τους λήστεψαν 2 φορές οι Τάταροι, που με την απειλή των όπλων διάλεξαν και πήραν κάποια από τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Κυρίως έψαχναν για λίρες. Οι δικοί μας όμως φρόντισαν να τις κρύψουν καλά, σκαλίζονας τα τοιχώματα των κάρων σε κάποια μη εμφανή σημεία. Πάντως η γιαγιά μου η Γεθσημανή (1872 - 1960) έλεγε, ότι μέχρι να φθάσουν στην Άγκυρα τράβηξαν τα πάνδεινα. Οι εσκιάδες τους καταλήστεψαν. Ρούχα, τρόφιμα, τιμαλφή, ακόμα και κλινοσκεπάσματα αφαιρούσαν από τους δύστυχους πρόσφυγες.
Καθ 'οδόν ξυλοκοπήθηκε από Τάταρους και ο πατέρας μου, επειδή αρνήθηκε να τους αποκαλύψει  που είχαν βάλει τα χρήματα. Τελικά του πήραν τα καινούργια τσαρούχια που φορούσε.
Στην πορεία προς την Άγκυρα, ακολούθησαν τη διαδρομή Κουλίκ, Άκνταγ Μαντέν. Υοσγάδη. Γιέρκιοϊ. Κιρίκαλε, Άγκυρα. Στην Υοσγάδη έμειναν μια βραδιά για να ξεκουραστούν και να πάρουν εφόδια. Τους έκανε εντύπωση το πόσο συμμαζεμένη και περιποιημένη πόλη ήταν το «Γιοζκάτ». Ωραία σπίτια, πλούσια αγορά, όμορφα δημόσια κτήρια.
Τελικά καταταλαιπωρημένοι, αδύναμοι και απελπισμένοι, είδαν κι έπαθαν ώσπου να φτάσουν στην Άγκυρα. Αντίθετα, η άλλη μου γιαγιά η Αναστασία 1883— 1960, έλεγε, πως αυτοί δεν υπέστησαν το παραμικρό. Όπως είπαμε εγκατέλειψαν τελευταίοι το Κουλίκ, έκλεισαν κυριολεκτικά πίσω τους τις πύλες του χωριού. Και με την προστασία και τις οδηγίες της Υποεπιτροπής Καππαδοκίας, έφτασαν στην Ελλάδα σύμφωνα ακριβώς με τις πρόνοιες της Σύμβασης Ανταλλαγής των Πληθυσμών.
Φτάνοντας στην Άγκυρα, τζανταρμάδες τους οδήγησαν σ' ένα τεράστιο χάνι κοντά στον λόφο του Τσάνκαγια. Γύρω - γύρω υπήρχε μαντρότοιχος, και μέσα πολλά δίπατα καταλύματα (ισόγειο και όροφος). Οι πρόσφυγες έμεναν στα πάνω πατώματα, ενώ κάτω στα ισόγεια, υπήρχαν διάφορα μαγαζιά. Ήταν μια κλειστή ανατολίτικη αγορά, κάτι σαν εμπορικό κέντρο της εποχής δηλαδή. Εντύπωση προκάλεσαν σ’ όλους, οι Αγκυρανοί δρόμοι, λιθόστρωτοι όλοι με κυβόλιθους, όπως επίσης και τα γραφικά στενά σοκάκια της πόλης, πετροστρωσιά κι αυτά.
Στην Άγκυρα έμειναν περί τους 9 μήνες. Εκεί ο πατέρας μου βρήκε δουλειά σ’ένα μεγάλο αρτοζαχαροπλαστείο. Έκανε τις εξωτερικές δουλειές της επιχείρησης, ξεφόρτωνε αλεύρια, τακτοποιούσε με το γιο τού αφεντικού τις αποθήκες.
Ο Τούρκος επιχειρηματίας, ο Αλή Αχμέτ-εφέντης, του φερόταν καλά και τον πλήρωνε κανονικά. Έλεγε ο πατέρας μου:
«Κάθε φορά που πληρωνόμουν, έσπευδα χαρούμενος στον καταυλισμό με διάφορα ψώνια. Την πρώτη φορά η μητέρα μου συγκινήθηκε τόσο, που δε συγκράτησε τα δάκρυα της» και συνεχίζει, «ένιωθα τις ευθύνες και το χρέος μου. Όμως είχα δύναμη μέσα μου, ήμουν πολύ αισιόδοξος. Συζητούσα με το θείο Χαράλαμπο και τον έλεγα τις σκέψεις μου για το μέλλον. Φανταζόμουν την Ελλάδα σαν τόπο της ευδαιμονίας. Αδημονούσα να φτάσω εκεί, να κάνω οικογένεια, να δημιουργηθώ...»

(Συζήτηση με τον πατέρα μου την Κυριακή 16-5-1982, στο Μελίσσι).


Πρόσφυγες
Μετά το Πάσχα του 1924, ήρθαν και τους βρήκαν εκεί και οι τελευταίοι Κουλικλήδες μαζί με τον πρόεδρο του χωριού, τον παππού Γιαννή — κεχαγιά και τη γιαγιά μου την Αναστασία. Στην Άγκυρα έμειναν κανένα δίμηνο ακόμα, και κατόπιν με τα τρένα έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη. Ο θείος Θεολόγος ήξερε καλά την Άγκυρα, γιατί είχε ξανάρθει εκεί το 1918 δουλεύοντας ως χτίστης, όταν ήταν φυγόστρατος (λιποτάκτης του τουρκικού στρατού). Φτάνοντας στο σταθμό της Άγκυρας πολλοί φοβήθηκαν, δεν είχαν ξαναδεί τρένο και δεν ήθελαν να επιβιβαστούν. Προτιμούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με τους Τσερκέζους. Φυσικά πείστηκαν κι αυτοί, κι έφυγαν όλοι με το «θεριό» για την Πόλη. Η διαδρομή με το τρένο διαρκούσε 2 μέρες, ενώ με το καραβάνι 8.
Η διαδρομή: Άγκυρα, Εσκί  Σεχιρ, Νικομήδεια (Ισμίτ), Χαϊδάρ Πασά. Στο Εσκι Σεχίρ κάποιες οικογένειες κατέβηκαν και ακολούθησαν άλλη κατεύθυνση.
Εκεί διανυκτέρευσαν  και συνέχισαν το πρωί της άλλης μέρας. Στο σταθμό του Εσκί Σεχίρ και στα γύρω, επικρατούσε ένα χάος. Υπήρχε τόσος κόσμος που τους έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της Μ. Ασίας βρέθηκαν εκεί, με τα τρένα που κατέ-φθαναν από το Ικόνιο, τη Σμύρνη, την Άγκυρα. Η διανυκτέρευση ήταν υποχρεωτική για τους ταξιδιώτες όλων των γραμμών. Οι συρμοί δεν κινούνταν τη νύχτα για την αποφυγή ατυχημάτων και την προστασία από εγκληματικές πράξεις.
Φωνές, φασαρία, πανζουρλισμός. Πολλοί έψαχναν να βρουν δικά τους πρόσωπα, μικρά
παιδιά έκλαιγαν ασταμάτητα, άλλοι καυγάδιζαν μεταξύ τους  και πάρα πολλοί κοιμόντουσαν κατά παρέες εδώ κι εκεί, κατάκοποι από το κουραστικό και άβολο ταξίδι ή την ατέλειωτη αναμονή.
Το πρωί συνέχισαν το ταξίδι προς την Κωνσταντινούπολη, διασχίζοντας οφιοειδώς την αχανή Μ. Ασία. Έκαναν μια μεγάλη στάση στη Νικομήδεια και συνέχισαν πάλι κατά μήκος της ακτής, για τον τελικό τους προορισμό, το Χαϊδάρ — Πασά, που σε όλους έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση.
Ήταν η ωραιότερη, η πιο σύγχρονη πόλη που είχαν δει ως τότε. Ο επιβλητικός σιδηροδρομικός σταθμός, τα λαμπιόνια των δημόσιων κτιρίων και των καταστημάτων, το λιμάνι, η ωραία αγορά.
Περισσότερο απ’ όλα όσα αντίκρυσαν. τους εντυπωσίασε η θέα της απέραντης θάλασσας. Τους προκάλεσε θαυμασμό, έκπληξη, τρόμο και δέος στη σκέψη, οτι δια θαλάσσης θα πάνε στην Ελλάδα. Πρώτη φορά έβλεπαν οι πιο πολλοί θάλασσα  και οι γυναίκες στη θέα της δεν σταμάτησαν να σταυροκοπιούνται από τη Νικομήδεια και δώθε.
Από το Χαϊδάρ-πασά τους μετέφεραν λίγο πιο πέρα στους στρατώνες του Σελιμιέ της Σκούταρης, όπου καταυλίστηκαν (σ. σ. έμειναν στον καταυλισμό για λίγες μέρες και από ‘κει τους πήγαν στο Μπαλουκλί, μέχρι που τελικά έφυγαν με το ατμοπλοιο ΕΡΜΗΣ με προορισμό τον Πειραιά. Πριν από την επιβίβασή τους στο καράβι, οι υπεύθυνοι χώρισαν το πλήθος σε άντρες και γυναίκες και άρχισαν τον έλεγχο. Σωματικός εξονυχιστικός έλεγχος για να κατασχέσουν λίρες, κοσμήματα και ό,τι άλλο έκριναν. Άντρες έψαχναν τους άντρες, γυναίκες τις γυναίκες και  τα ανήλικα παιδιά.
 Οι άντρες φάνηκαν πιο ψύχραιμοι, αλλά πολλές γυναίκες αντιδρούσαν γιατί νρεπόντουσαν να τις ελέγχουν μέσα από τα ρούχα τους, οι άγνωστες, προκλητικές και βλοσυρές Τούρκισσες. Παρά τον αυστηρό έλεγχο όμως, πολλοί κατόρθωσαν να σώσουν χρήματα και τιμαλφή που ταχανε καλοκρύψει (σε ψωμιά, σόλες παπουτσιών, γιακάδες, ζώνες, παιδικά ρούχα, θήκες μαχαιριών κλπ).
Εν πλω αρκετοί ασθενείς, ηλικιωμένοι και νεογέννητα, άφησαν την τελευταία τους πνοή. Οι πολλοί παπάδες που συνταξίδευαν, διάβαζαν τα γράμματα, και κατόπιν, σύμφωνα με την εντολή του καπετάνιου τους τύλιγαν, βάζοντας και κάτι βαρύ πάνω τους, τους έδεναν με σύρμα και τους πετούσαν στο πέλαγος. Βούλιαζαν αμέσως λόγω του πρόσθετου βάρους (μια πέτρα στο λαιμό). Οι εντολές του καπετάνιου και του πληρώματος ήταν αυστηρές: «Στο καράβι θα υπάρχουν μόνο ζωντανοί, γιατί αλλιώς θα μας ξεπαστρέφουν όλους οι επιδημίες».
Πάνω στο πλοίο απεβίωσε και η πρωτεξαδέλφη του πατέρα μου η Μαρία, κόρη του θείου Χαράλαμπου και της θείας Σώννας. Επίσης οι συγγενείς της μητέρας μου είχαν και γεννητούρια. Η θεία Βαρβάρα, γέννησε ένα αγοράκι, την ώρα που το βαπόρι έβγαινε από τη θάλασσα του Ελλήσποντου. Το βάφτισε ο καπετάνιος. Ερμή το είπανε, όπως και το όνομα του πλοίου. Δυστυχώς όμως κι αυτό δεν άντεξε, το «ήπιε» το πέλαγο.
Στον Πειραιά, όπου και εγκαταστάθηκαν μερικοί
Φτάσανε στον Πειραιά. Εκεί όλοι περνούσαν υποχρεωτικά από το απολυμαντήριο, στον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου. Ως και τις αποσκευές τις περνούσαν από κλίβανο, το ίδιο και τα ρούχα τους. Υποχρεωτικός ήταν και ο εμβολιασμός με το τετραπλό εμβόλιο (τύφου, παράτυφου, χολέρας, ευλογιάς) όπως και το κούρεμα ανδρών και γυναικών. Πολλές γυναίκες και κορίτσια αντιδρούσαν στο κόψιμο των μαλλιών, αλλά οι άνθρωποι των συνεργείων ήταν απόλυτοι: «Όλοι στη σειρά για κούρεμα!». Η μητέρα μου, 11 ετών τότε, δεν ήθελε να χάσει τα πλεξουδωτά κόκκινα μαλλιά της, και τους έλεγε ότι δεν έχει ψείρες, δείχνοντάς τους το κεφάλι της. Δεν τους έπεισε. «Έγινε το κεφάλι μου», όπως έλεγε, «άμον καβούν» δηλαδή σαν πεπόνι, και έκλαιγε απαρηγόρητη.
Στον Πειραιά τακτοποιήθηκαν άλλοι σε αντίσκηνα και άλλοι σε αποθήκες στο Καραϊσκάκη και στην Ακτή Ξαβερίου. Έμειναν εκεί κάμποσες μέρες και έφυγαν κατόπιν για Θεσσαλονίκη. Κάποιοι δε συνέχισαν. Έμειναν εκεί όπου και έζησαν στις νέες προσφυγικές συνοικίες, και κυρίως στην Κοκκινιά, στους Ποδαράδες και στο Βύρωνα.
Μόλις έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, όλοι οι Κουλικλήδες οδηγήθηκαν στον προσφυγικό καταυλισμό υποδοχής Μικρασιατών του Χαρμάνκιοϊ (Ελευθέριο - Κορδελιό). Η διαμονή τους εκεί, μέσα στα κωνοειδή (σαν τα τσιγγάνικα, αλλά πολύ μικρότερα) αντίσκηνα, αποτέλεσε μια οδυνηρή εμπειρία γι’ αυτούς. Υγρασία, κουνούπια και ελονοσία.
Από το Κορδελιό πήγαν στο Πότσεφ της Έδεσσας, όπου γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1924, η θεία μου η Ελευθερία.
Από το Πότσεφ, πολλές οικογένειες, μεταξύ των οποίων τόσο του πατέρα όσο και της μητέρας μου, κατευθύνθηκαν προς την περιοχή Γιαννιτσών και εγκαταστάθηκαν στην Λεπτοκαρυά (Λιτοβόι). Μπήκανε σε σπίτια του εποικισμού και ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή.
Οι πιο πολλοί άρχισαν τα μεροκάματα. Έπρεπε να φτιαχτούν κάπως, αφού δεν είχαν τίποτε. «Ένα σακούλι κρατούσαμε», έλεγαν, «για να βάζουμε μέσα τα απολύτως αναγκαία, τα προσωπικά μας πράγματα».
Ο θείος Θεολόγος άρχισε να δουλεύει στις οικοδομές. Ποτέ δεν έμενε χωρίς δουλειά. Όλοι τον ζητούσαν, γιατί ήταν άνθρωπος συνεπής και καλός μάστορας.
Ο πατέρας μου με το θείο του το Χαράλαμπο, πήγαιναν όπου βρουν μεροκάματο. Θέριζαν σιτάρια, κριθάρια, βίκο, τριφύλλι, αλλά δούλευαν και ως απλοί οικοδόμοι. Πολλές φορές έφευγαν και αρκετά μακριά, για να βρουν δουλειά. Θυμάμαι τον πατέρα να λέει, ότι για μεγάλα διαστήματα θέριζε σε σιταροχώραφα γύρω στον Αξιό και σε οικοδομές στη Γουμένισσα, στο Ασικλάρ, στο Τόψι, στο Πολύκαστρο.
Οι πρόσφυγες, αν και κυνηγημένοι από τη μοίρα, προσαρμόστηκαν στη ζωή και στις συνθήκες της νέας τους πατρίδας, σχετικά γρήγορα.
Εκτός από τη φτώχια είχαν ν’αντιμετωπίσουν και τις ασθένειες. Σημειωτέον ότι οι δικοί μας ήρθαν από τα υγιεινά οροπέδια και τις κατάφυτες κοιλάδες του Ακνταγ και βρέθηκαν στους βάλτους και στα έλη του κάμπου. Από το υψόμετρο των 1400μ., στο μηδέν. Από τον καθαρό αέρα του βουνού, στην ελονοσία.
Οι ασθενικές κράσεις, οι ηλικιωμένοι και οι άλλες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, δεν άντεξαν. Έχαναν τη μάχη για τη ζωή. Στους προσφυγικούς καταυλισμούς, χτυπημένοι από την ταλαιπωρία και τις κακουχίες της επιστροφής, πέθαναν άδικα πολλοί.
Ανάμεσά τους άνθρωποι έμπειροι, χρήσιμοι, μορφωμένοι. Προστάτες οικογενειών, μανάδες μεστωμένες, νέοι που διψούσαν να κατακτήσουν το μέλλον. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι παπάδες δεν τους προλάβαιναν. Στο Χαρμάνκιοϊ για παράδειγμα, πέθαιναν δεκάδες καθημερινά. Τους διάβαζαν ομαδικά και τους κατάχωναν σε κοινούς τάφους.
Και σ’ εκείνες τις στιγμές ήταν που οι παλιότεροι νοσταλγούσαν την πατρίδα που άφησαν στη Μικρασία, λέγοντας τη φράση που κι εγώ άκουσα πολλές φορές από τους παλιότερους «ευλογημένον μελμεκέτ!» δηλ. «ευλογημένη πατρίδα!» και το άλλο: «Έικιτι μελμεκέτ!» δηλ. «Αχ πατρίδα».
Πρώτες κατοικίες προσφύγων
Και σιγά σιγά αρχίζουν όλα να αλλάζουν. Μπαίνουν για τα καλά στους ρυθμούς της νέας τους ζωής. Ιδρύουν τους νέους οικισμούς τους, στήνουν τα σπίτια τους με μεράκι, δημιουργούν νέες οικογένειες. Μπολιάζουν κι αυτοί με το αίμα, τον ιδρώτα και τη γνώση τους, το δέντρο του Ελληνισμού, όπως τόσες και τόσες φορές αυτό ξανάγινε στο παρελθόν. Μόνο που τώρα αυτοί δεν ήταν ξένοι, δεν ήταν επήλυδες, δεν ήταν άποικοι, δεν ήταν σκλάβοι φερμένοι από άλλού. Ήταν όμαιμοι, ομόγλωσσοι, ομόθρησκοι, και γι’αυτό εξ’ άλλου ήρθαν εδώ, γύρισαν πίσω στη μήτρα του Ελληνισμού.
Και παρά τις διακρίσεις των πρώτων χρόνων, την καχυποψία και το «ρατσισμό» κάποιων Ελλαδιτών, παρά την περιφρόνηση που ένιωσαν, δυστυχώς ακόμα και από κρατικούς λειτουργούς και δημόσια πρόσωπα, τα πράγματα οδηγήθηκαν στο σωστό δρόμο.
Οι πρόσφυγες πήραν μα και έδωσαν πολλά.Δούλεψαν σκληρά για το καλό και την προκοπή αυτού του τόπου. Με το δυναμισμό τους, την τόλμη τους, την κοινωνικότητα τους, άφησαν τη σφραγίδα τους απ’ όπου κι αν πέρασαν.
Αφού τονίσω κι εγώ αυτά που κατ’επανάληψη έχει γραφτεί, ότι δηλαδή μετά την αποτυχία δημιουργίας Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο ερχομός στην Ελλάδα όλων των ομογενών ήταν πλέον η μόνη ενδεδειγμένη και συνετή λύση, κλείνω με ένα απόσπασμα ομιλίας του Ελ. Βενιζέλου του 1928:
«... Και αν σκεφθώμεν κύριοι, το υπέροχον ανθρώπινον υλικόν από το οποίον συντίθεται ο πληθυσμός αυτός, δυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι, ότι η Ελλάς, με την σημερινήν σύνθεσιν του λαού της, δύναται να ατενίζει μετ' εμπιστοσύνης εις το μέλλον.
Εις τους κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητας τα απασχολούμενα κεφάλαια εμφανίζουν ουσιώδη αύξησιν. Εμπόριον, βιομηχανία, Γεωργία, Οικοδομική, εκινήθησαν ζωηρώς εις το κέντρον και εις τας επαρχίας, ιδιαίτερα δε εις την Μακεδονίαν. Ο προσφυγικός κόσμος, όστις μέχρις εσχάτων ακόμα απετέλει βαρύ καθήκον, αρχίζει να μεταβάλλεται εις ενεργόν στοιχείον της παραγωγικής διαδικασίας, ωθών ταύτην προς τα εμπρός με ζήλον και δραστηριότητα...»

Κώστας Νικολαΐδης
Οικονομολόγος- Συγγγραφέας











Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah