Παρέμβαση για τον γλύπτη Ευθύμη Καλευρά
Το αίτημα για τον γλύπτη Ευθύμη Καλευρά συμπεριλαμβάνεται στο ψήφισμα του συνεδρίου (αριθμός 8 μεταξύ των 15 συνολικά αιτημάτων του) και έχει, ακριβώς, ως εξής: «Να εκφράση θερμοτάτην ευχήν και παράκλησιν προς την Σχολήν Καλών Τεχνών, όπως εξεύρει τρόπον, ίνα η θαυμαστή καλλιτεχνική ιδιοφυία του εκ Καταχά Κατερίνης Ευθυμίου Καλευρά δια παρακολουθήσεων σπουδών εις την Σχολήν ταύτην». Είναι άγνωστο αν στο αίτημα αυτό της ΠΕΠΣ δόθηκε καμιά σημασία. Πάντως, ο Ευθύμης Καλευράς σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και σήμερα είναι διακεκριμένος γλύπτης.(σ.σ. πέθανε το 2011)
Για τους στρατηγούς Κ. Κωτσίδη και Μ. Λαμπριανίδη
Μερικές ημέρες μετά την πραγματοποίηση το καλοκαίρι του 1985 στη Θεσσαλονίκη του 1ου Παγκόσμιου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού από την πρωτοβάθμια Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης και όχι από τη δευτεροβάθμια οργάνωση των Ποντίων ΠΕΠΣ, όπως διηγείται ο Θεόδωρος Αμπεριάδης, του τηλεφώνησε ο Γιάννης Ταϊγανίδης για να του ζητήσει να παρέμβει ως ΠΕΠΣ στο θέμα της αποστρατείας των δύο μοναδικών Ποντίων υποστρατήγων από τον πρωθυπουργό και υπουργό Εθνικής Άμυνας Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά από πολλές σκέψεις και συνεννοήσεις με συνεργάτες του, ιδιαιτέρως τον Αχιλλέα Ανθεμίδη, ο πρόεδρος της ΠΕΠΣ συνέταξε ένα τηλεγράφημα και το έστειλε στον πρωθυπουργό. Το τηλεγράφημα έπιασε τόπο. Οι αποστρατείες δεν έγιναν.
Ο ένας από τους δύο στρατηγούς, ο Κώστας Κωτσίδης (γενν. το 1930) έγινε μέραρχος στο Κιλκίς και και υπαρχηγός του Στρατού, και ο Μιχάλης Λαμπριανίδης (γενν. 1929) έγινε διευθυντής Διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο Κωτσίδης έμαθε για το τηλεγράφημα της ΠΕΠΣ στον πρωθυπουργό και μόλις πήγε στο Κιλκίς, ευχαρίστησε τηλεφωνικά τον Θεόδωρο Αμπεριάδη.
Στο Κιλκίς κατηγόρησαν τον Κωτσίδη ότι οργανώνει τους Πόντιους.
Να γίνει υπουργός ο Νίκος Ακριτίδης
Η ΠΕΠΣ πήρε θέση, το 1986, και στο θέμα συγκρότησης του υπουργικού συμβουλίου από τον πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, ζητώντας την υπουργοποίηση Ποντίων βουλευτών. Μάλιστα, όλως ιδιαιτέρως, ζητήθηκε η υπουργοποίηση του Νίκου Ακριτίδη. Το αίτημα εισακούστηκε και ο Νίκος Ακριτίδης έγινε υπουργός Εμπορίου.
Το έγγραφο για τις υπουργοποιήσεις Ποντίων, γενικά, χωρίς την αναφορά ονομάτων, με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 1986, έχει ως εξής:
Προς εξοχώτατο Πρωθυπουργό κ. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Αθήνα.
Κύριε Πρωθυπουργέ, γνωρίζουμε ότι εσείς σαν ηγέτης του κόμματος της εξουσίας, διαμορφώνετε με την προσωπικότητά σας την κυβερνητική πολιτική, επιλέγοντας για το σκοπό αυτό τους συνεργάτες σας, όπως πράξατε με τον τελευταίο ανασχηματισμό της κυβέρνησής μας. Η Πανελλήνια Ένωση Ποντιακών Σωματείων, που βρίσκεται πάντοτε κοντά σας, βλέπει με τις εκατοντάδες χιλιάδες μέλη της, με πικρία, ότι στους κύκλους των συνεργατών σας, δεν υπάρχουν αντιπροσωπευτικά μέλη της οικογένειας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Τα υπουργικά αξιώματα, καθώς και τα άλλα (Στρατού, Αστυνομίας, κ. λ. π.) κατανέμονται κυρίως στους χώρους του λεκανοπεδίου Αττικής και Πελοποννήσου, ενώ εμείς οι Ακρίτες του βορρά, αγνοούμαστε κάθε φορά. Έχοντας στη δύναμή της η Πανελλήνια Ένωση Ποντικών Σωματείων πάνω από 150 σωματεία και οργανώσεις, εκφράζουμε έντονη διαμαρτυρία, για το γεγονός, ότι, τα τέκνα του Ποντιακού Ελληνισμού αγνοούνται ως προς την κατάληψη υψηλών κυβερνητικών θέσεων, κάνουμε έκκλιση (έκκληση) σε σας να αποκαταστήσετε μια για πάντα την κατάφορη (κατάφωρη) διάκριση σε βάρος των τέκνων μας. Να είστε βέβαιος, κύριε Πρωθυπουργέ, στην προσπάθεια σας να δικαιώσετε το αίτημά μας για την ανάδειξη των άξιων τέκνων μας, σε κυβερνητικές θέσεις θα βρει ανταπόκριση από ολόκληρο τον Ποντιακό Ελληνισμό, που τα εκ πεποιθήσεως δημοκρατικά αισθήματά του, η προσήλωσή του προς εσάς, φοβούμαστε πως βρίσκονται σε σοβαρή δοκιμασία και κίνδυνο, που επισημαίνουμε. Με την ευκαιρία αυτή, σας γνωρίζουμε ότι το σε αίτημά μας, με αριθμ. πρωτ. 909/25.8.1986 να σας συναντήσουμε, με σκοπό να σας εκθέσουμε και προσωπικά τις απόψεις μας, δεν πήραμε απάντηση των αρμοδίων του Πολιτικού Γραφείου σας. Περιμένοντας την άμεση παρέμβασή σας, διατελούμε με εκτίμηση και αγάπη.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Θ. Αμπεριάδης,
ο Γεν. Γραμματέας Ν. Φωτιάδης».
Το 1983-1984, επί προεδρίας Θεόδωρου Αμπεριάδη, καταρτίσθηκε σχέδιο καταστατικού, που είχε τροποποιηθεί σε ορισμένα του σημεία, και αντίγραφά του στάλθηκαν σε όλα τα σωματεία - μέλη, για να υποβάλουν προτάσεις. Χωρίς, ουσιαστικά, να υποβληθούν προτάσεις, το τροποποιημένο καταστατικό συζητήθηκε σε δύο γενικές συνελεύσεις, που έγιναν, η μία στην αίθουσα του Σωματείου «Παναγία Σουμελά», στη Θεσσαλονίκη, και η άλλη στη μονή της Σουμελά, στο Βέρμιο. Στη δεύτερη πάρθηκε απόφαση για την τροποποίηση. Μετά από παρέμβαση του δικηγόρου, μέλους του Δ. Σ. της Σουμελά, Θεολόγου (Λώλου) Παπαδάκη, απορρίφθηκε ως αντισυνταγματικό το άρθρο που προέβλεπε την εκλογή του ίδιου προσώπου στο αξίωμα του προέδρου μόνον το πολύ δύο φορές. Βεβαίως, αυτή η απόφαση ήταν παράνομη, αφού το Σύνταγμα δεν προβλέπει κάτι τέτοιο.
Για τους Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση
Την ίδια, περίπου, περίοδο, μία επιτροπή, που εκπροσωπούσε 25 σωματεία, πήγε στην ΠΕΠΣ και κατέθεσε πρόταση για να κάνει η ομοσπονδία ενέργειες να φέρει τους Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση. Ο πρόεδρος θεώρησε ότι δεν υπήρχε καμία υποδομή, ούτε στα σωματεία ούτε στο κράτος, για την εγκατάσταση νέων προσφύγων στήν Ελλάδα και έσχισε την αίτηση. Σημειώνεται ότι όλα τα αρχεία της ΠΕΠΣ, που παραδόθηκαν στην ΠΟΠΣ. εξαφανίστηκαν και σήμερα δεν υπάρχουν!.
Προτάσεις και απορρίψεις για το 2ο συνέδριο (1988)
Το 1986, άρχισαν οι διεργασίες για την οργάνωση, το 1988, του 2ου Παγκοσμίου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού (το πρώτο συνέδριο έγινε 7-14 Ιουλίου 1985) . Την πρωτοβουλία είχε η ΠΕΠΣ (Πανελλήνια Ένωση Ποντιακών Σωματείων), η οποία αποφάσισε να προτείνει πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου τον συγγραφέα και κορυφαίο βυζαντινολόγο Οδυσσέα Λαμψίδη, πρόεδρο της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών στην Αθήνα. Μια επιτροπή από τους Θεόδωρο Αμπεριάδη, Νίκο Παπαδοπούλο και Νίκο Φωτιάδη πήγε στήν Αθήνα και έκανε την πρόταση στον Οδυσσέα Λαμψίδη, ο οποίος, όμως, δεν αποδέχθηκε, γιατί, όπως είπε η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ μακριά και, επιπλέον, είχε πολλή δουλειά.
Επειδή η ΠΕΠΣ δεν διέθετε γραφεία με το ανάλογο προσωπικό και την υποδομή για μια τόσο μεγάλη δουλειά, η διοίκηση της ΠΕΠΣ σκέφτηκε να προτείνει την προεδρία της οργανωτικής επιτροπής στον συγγραφέα και πρόεδρο του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» Παναγιώτη Τανιμανίδη.
Η πρόταση έγινε σε μια σύσκεψη των εκπροσώπων των ομοσπονδιών της Ελλάδας, της Αμερικής και της Γερμανίας στην αίθουσα της Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς. Οι εκπρόσωποι της ομοσπονδίας της Γερμανίας Γιάννης Παπαδοπουλος και Χρήστος Παπαδόπουλος δεν ήθελαν για πρόεδρο τον Παναγιώτη Τανιμανίδη. Αντ’ αυτού, πρότειναν για πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής του 2ου συνεδρίου τον δήμαρχο Καλαμαριάς Θρασύβουλο Λαζαρίδη. Η πρόταση δεν έγινε δεκτή από την ΠΕΠΣ, με το αιτιολογικό ότι ο Λαζαριδης ήταν πολιτικό πρόσωπο. Προκλήθηκε φασαρία και δεν μπορούσαν να βρουν άκρη, καθόλη τη διάρκεια του πρωινού. Το απόγευμα συνεχίστηκε η σύσκεψη. Τότε, ο Θεόδωρος Αμπεριάδης λέει στους εκπροσώπους των Ποντίων του εξωτερικού: "Εσείς τι θα κάνετε στο συνέδριο; Θα έλθετε εκδρομή και θα περάσετε καλά. Το συνέδριο εμείς θα το προετοιμάσουμε. Γιαυτό εμείς επιλέξαμε τον Παναγιώτη Τανιμανίδη, Έλθετε δεν έλθετε, το συνέδριο θα γίνει".
Οι εκπρόσωποι του εξωτερικού ζήτησαν διακοπή, για να συζητήσουν το θέμα και, τελικώς, είπαν ότι δέχονται τον Τανιμανίδη για πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής του 2ου συνεδρίου.
Νέες δυσκολίες μετά τις εκλογές στην ΠΕΠΣ
Στις εκλογές που έγιναν εκείνο το έτος (1986) βγήκε πρόεδρος ο Πέτρος Προκοπίδης με πρόταση του Στέφανου Τανιμανίδη (ο Θεόδωρος Αμπεριάδης σημειώνει: «Ατό έν’ έναν άσκεμον ιστορία, θα γράφτ’ άτο άλλού). Ο Πέτρος Προκοπίδης, μόλις έγινε πρόεδρος της ΠΕΠΣ, ήθελε να γίνει και πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του 2ου συνεδρίου. Αυτό δεν το δέχτηκαν τα μέλη του Δ. Σ. της ΠΕΠΣ.
Τελικώς, μετά από μερικές ημέρες, έγινε η τελευταία προοργανωτική σύσκεψη στην αίθουσα της Παναγίας Σουμελά, στη Θεσσαλονίκη. Τεράστιες δυσκολίες προέκυψαν μέχρι να παρθεί τελική απόβαση εξαιτίας των αντιδράσεων κατά του προσώπου του Παναγιώτη Τανιμανίδη, ο οποίος δήλωσε γραπτώς την αμετάκλητη απόφασή του να μην δεχθεί την προεδρία της οργανωτικής επιτροπής. Ήθελε να γίνει ομόφωνα δεκτός ως πρόεδρος, ενώ τον ήθελαν μόνον τα μέλη του Δ. Σ. της ΠΕΠΣ. Μέσα στην αίθουσα σχηματίστηκαν πηγαδάκια και ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε. Ανάμεσά τους ήταν και ο Κώστας Χιονίδης, καθηγητής ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης και εκπρόσωπος της Πα-μποντιακής Ομοσπονδίας ΗΠΑ — Καναδά. Πλησίασε ο Χιονίδης τον Θεόδωρο Αμπεριάδη και τον ρώτησε γιατί οι εκπρόσωποι της ΠΕΠΣ επιμένουν στο πρόσωπο του Παναγιώτη Τανιμανίδη. Εκείνος του απάντησε ότι όλοι αυτοί μέσα στην αίθουσα δεν μπορούσαν να βρουν άκρη. Μόνον αν γινόταν πρόεδρος της οργανωτικής ο Τανιμανίδης θα πραγματοποιόταν και το συνέδριο. Διαφορετικά δεν θα γινόταν.
Τότε έγιναν συγκεντρώσεις των σωματείων κάθε νομού, όπου οι εκπρόσωποι της ΠΕΠΣ απεκάλυψαν «τα δαβολέσα» των μεγάλων σωματείων. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει αποδεκτός από όλους ως πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του 2ου Παγκοσμίου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού ο Παναγιώτης Τανιμανίδης.
H μεταβατική περίοδος από την προεδρία Θεόδωρου Αμπεριάδη στην προεδρία Πέτρου Προκοπίδη χαρακτηρίστηκε από μια αδράνεια, που οφειλόταν, μάλλον, στα "δαβολέσα" όπως τα ανέφερε σε άλλη περίπτωση ο Αμπεριάδης, εκείνων πον ήθελαν την προεδρία της Πανελλήνιας Ένωσης Ποντιακών Σωματείων (ΠΕΠΣ) και δεν τολμούσαν να το φανερώσουν. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και κάποιοι, που είναι τώρα νεκροί.
Λυτή η μεταβατική περίοδος έφερε την ΠΕΠΣ σε μια κατάσταση μόνον τυπικής ύπαρξης, που συνεχιζόταν και με την προεδρία του Πέτρου Προκοπίδη, ο οποίος - όπως έδειξαν τα πράγματα - δεν είχε τον χρόνο - τουλάχιστον - να ασχοληθεί με την ομοσπονδία, απορροφημένος στην προεδρία της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης.
Ώθηση για μια καινούργια δραστηριοποίηση της ΠΕΠΣ έδωσε το θέμα της Τράπεζας Πόντου. Βεβαίως επρόκειτο για μια πολύ δύσκολη προσπάθεια, όχι μόνον γιατί αντιμετώπιζε τη σφοδρή αντίδραση των άλλων τραπεζών, αλλά και γιατί πολύ λίγοι Πόντιοι ή άλλοι πρόσφυγες - κατόπιν έγινε Τράπεζα Πόντου — Μικράς Ασίας - μπορούσαν να καταλάβουν τότε και τώρα τη σημασία της δημιουργίας ενός τραπεζικού οργανισμού, που θα ενίσχυε διάφορες πρωτοβουλίες, με χαμηλό τόκο. Αυτό θα μπορούσε, βεβαίως, να γίνει στην αρχή, γιατί και η τράπεζα αυτή, αν ιδρυόταν και λειτουργούσε, θα ακολουθούσε, κατά πάσα πιθανότητα, την πορεία των άλλων τραπεζών που ξεκίνησαν με μεγαλεπήβολα σχέδια και εντυπωσιακές εξαγγελίες και κατάντησαν, όπως και οι άλλες τράπεζες.
Το θέμα της Τράπεζας Πόντου - Μικράς Ασίας μονοπώλησε για μεγάλο διάστημα τα ενδιαφέροντα της ΠΕΠΣ, η οποία πλέον, από επιστολογράφος προς τον πρωθυπουργό και άλλες αρχές για προσωπικά θέματα κάποιων γνωστών Ποντίων, μετατράπηκε σε έναν οικονομικό φορέα, που είχε ξεχάσει ίσως ότι σκοπός όλων ανεξαιρέτως των εθνοτοπικών φορέων — των Ποντίων, των Μικρασιατών, των Θρακιωτών, των Πελοποννησίων κ. τ. λ. είναι η προαγωγή του πολιτισμού ανάμεσα στα μέλη τους. Οι διεκδικήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο παράγοντα των δραστηριοτήτων τους και έχουν πολιτικό χαρακτήρα, έρχονται κατόπιν και αποτελούν μονόδρομο για την επίτευξη του μοναδικού σκοπού, του πολιτισμού.
Στο πλαίσιο αυτών των οικονομικών, πλέον, δραστηριοτήτων της ΠΕΠΣ, γίνονταν διάφορες συζητήσεις, δίνονταν συνεντεύξεις τύπου και προσωπικές, επανήλθε το θέμα της απόδοσης από το κράτος στους πρόσφυγες της κατασπαταληθείσας από τους πολιτικούς, που δεν την δικαιούνταν, ανταλλάξιμης περιουσίας, για να αποτελέσει το πρώτο κεφάλαιο που απαιτείται για την ίδρυση τράπεζας κ. τ. λ.
Τελικώς, η Τράπεζα Πόντου — Μικράς Ασίας αποδείχτηκε φούσκα που ξεφούσκωσε μπροστά στις πρώτες δυσκολίες και οι άνθρωποι που ξεκίνησαν με ζήλο την προσπάθεια εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα, ενώ το μοναδικό τους φταίξιμο ήταν ότι δεν πήραν υπόψη τους όσα συμβαίνουν στο τραπεζικό σύστημα, και, κυρίως, αποδείχθηκε ότι δεν γνώριζαν καθόλου τη νοοτροπία των Ποντίων της δεύτερης και τρίτης γενιάς
Ώθηση για μια καινούργια δραστηριοποίηση της ΠΕΠΣ έδωσε το θέμα της Τράπεζας Πόντου. Βεβαίως επρόκειτο για μια πολύ δύσκολη προσπάθεια, όχι μόνον γιατί αντιμετώπιζε τη σφοδρή αντίδραση των άλλων τραπεζών, αλλά και γιατί πολύ λίγοι Πόντιοι ή άλλοι πρόσφυγες - κατόπιν έγινε Τράπεζα Πόντου — Μικράς Ασίας - μπορούσαν να καταλάβουν τότε και τώρα τη σημασία της δημιουργίας ενός τραπεζικού οργανισμού, που θα ενίσχυε διάφορες πρωτοβουλίες, με χαμηλό τόκο. Αυτό θα μπορούσε, βεβαίως, να γίνει στην αρχή, γιατί και η τράπεζα αυτή, αν ιδρυόταν και λειτουργούσε, θα ακολουθούσε, κατά πάσα πιθανότητα, την πορεία των άλλων τραπεζών που ξεκίνησαν με μεγαλεπήβολα σχέδια και εντυπωσιακές εξαγγελίες και κατάντησαν, όπως και οι άλλες τράπεζες.
Το θέμα της Τράπεζας Πόντου - Μικράς Ασίας μονοπώλησε για μεγάλο διάστημα τα ενδιαφέροντα της ΠΕΠΣ, η οποία πλέον, από επιστολογράφος προς τον πρωθυπουργό και άλλες αρχές για προσωπικά θέματα κάποιων γνωστών Ποντίων, μετατράπηκε σε έναν οικονομικό φορέα, που είχε ξεχάσει ίσως ότι σκοπός όλων ανεξαιρέτως των εθνοτοπικών φορέων — των Ποντίων, των Μικρασιατών, των Θρακιωτών, των Πελοποννησίων κ. τ. λ. είναι η προαγωγή του πολιτισμού ανάμεσα στα μέλη τους. Οι διεκδικήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο παράγοντα των δραστηριοτήτων τους και έχουν πολιτικό χαρακτήρα, έρχονται κατόπιν και αποτελούν μονόδρομο για την επίτευξη του μοναδικού σκοπού, του πολιτισμού.
Στο πλαίσιο αυτών των οικονομικών, πλέον, δραστηριοτήτων της ΠΕΠΣ, γίνονταν διάφορες συζητήσεις, δίνονταν συνεντεύξεις τύπου και προσωπικές, επανήλθε το θέμα της απόδοσης από το κράτος στους πρόσφυγες της κατασπαταληθείσας από τους πολιτικούς, που δεν την δικαιούνταν, ανταλλάξιμης περιουσίας, για να αποτελέσει το πρώτο κεφάλαιο που απαιτείται για την ίδρυση τράπεζας κ. τ. λ.
Τελικώς, η Τράπεζα Πόντου — Μικράς Ασίας αποδείχτηκε φούσκα που ξεφούσκωσε μπροστά στις πρώτες δυσκολίες και οι άνθρωποι που ξεκίνησαν με ζήλο την προσπάθεια εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα, ενώ το μοναδικό τους φταίξιμο ήταν ότι δεν πήραν υπόψη τους όσα συμβαίνουν στο τραπεζικό σύστημα, και, κυρίως, αποδείχθηκε ότι δεν γνώριζαν καθόλου τη νοοτροπία των Ποντίων της δεύτερης και τρίτης γενιάς
Το 1988, όταν άρχιζε τα πρώτα σταθερά βήματά της η ελεύθερη ραδιοφωνία στην Ελλάδα, η Πανελλήνια Ένωση Ποντιακών Σωματείων (ΠΕΠΣ) προχώρησε στην ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού στα FM και στη συχνότητα 100,5. Για την καλύτερη οργάνωση της λειτουργίας του σταθμού, η ΠΕΠΣ συγκρότησε εννιαμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο δεν λειτούργησε, όμως, ποτέ, λόγω αδυναμίας και κυρίως άγνοιας των μελών του Δ. Σ. πάνω σε θέματα μαζικών μέσων ενημέρωσης.
Ότι δεν λειτούργησε το Δ. Σ. του ραδιοφωνικού σταθμού διαπιστώνεται και από την παρακάτω επιστολή που έστειλε σε αυτό, με κοινοποίηση στο Δ. Σ. της ΠΕΠΣ και τα μέλη του Δ. Σ., ο φιλόλογος καθηγητής και αντιπρόεδρος του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» Γιώργος Θ. Παπαδόπουλος. Θέμα της επιστολής: «Λειτουργία του Ραδιοφωνικού Σταθμού της ΠΕΠΣ:
«Η Πανελλήνια 'Ενωση Ποντιακών Σωματείων μου έκανε την ιδιαίτερη τιμή να με διορίσει αντιπρόεδρο του πρώτου Δ. Σ. του Ραδιοφωνικού Σταθμού με το υπ’ αριθμ. 306/31-1-1989 έγγραφό της.
Επειδή το Δ Σ. συνήλθε μόνον σε μία συνεδρίαση για τη συγκρότησή του σε Σώμα και έκτοτε αδράνησε και επειδή ο καθένας έχει την ιστορία του στον χώρο των ποντιακών σωματείων για δράση ή αδράνεια, παρακαλώ να μου γνωρίσετε α) εάν υφιστάμεθα ως Διοικητικό Συμβούλιο και β) πότε σκέπτεσθε να μας συγκαλέσετε για πτογραμματισμό και δράση.
Με εκτίμηση
ο Αντιπρόεδρος του Δ. Σ.
Γ. Θ. Παπαδόπουλος».
Κανένα από τα μέλη δεν είχε έστω και την ελάχιστη πείρα πάνω σε θέματα που αφορούν τα μέσα ενημέρωσης, γιατί ασκούσαν εντελώς άσχετα επαγγέλματα.
Πρόεδρος της επιτροπής του ραδιοφωνικού σταθμού ήταν ο δικαστικός υπάλληλος Χρήστος Μαρμαρίδης και μέλη οι: Γιάννης Αγγελίδης δικηγόρος, Παναγιώτης Βιόπουλος καθηγητής μαθηματικός, Παναγιώτης Κοντεσίδης οδοντίατρος, Παντελής Ανθρακόπουλος αρχιτέκτονας, Θεολόγος Παπαδάκης δικηγόρος, Στέφανος Τανιμανίδης συνταξιούχος ΟΣΕ και Αναστάσιος Τσιτουρίδης γραμματέας δήμου Ιωνίας Θεσσαλονίκης.
Τα μέλη της επιτροπής τα επέλεξε το Δ. Σ. της ΠΕΠΣ, η οποία έστειλε στις 31 Ιανουαρίου 1988 στο καθένα από αυτά την ακόλουθη επιστολή:
Το Δ. Σ. της ΠΕΠΣ βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσει oτι σας επέλεξε σαν μέλος του 9μελούς Διοικητικού Συμβουλίου του Ραδιοσταθμού του Πόντου FM 100,5.
Πιστεύουμε ότι με τις γνώσεις, τη συνέπεια και το ήθος που σας διακρίνει θα συμβάλετε αποφασιστικά στην όσο το δυνατόν καλύτερη λειτουργία του Ρ/Σ.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
ο πρόεδρος Πέτρος Προκοπίδης,
ο γενικός γραμματέας Θεόδωρος Αμπεριάδης.
Το Δ. Σ. της ΠΕΠΣ, άγνωστο για ποιο λόγο, αγνόησε εντελώς τους Πόντιους δημοσιογράφους και τεχνικούς και δεν συμπεριέλαβε ούτε έναν στο Δ. Σ. του ραδιοσταθμού. Έτσι, ο ραδιοφωνικός σταθμός λειτούργησε με ευθύνη του υπεργολάβου δημοσίων έργων Κώστα Βροχόπουλου, μέλους του Δ. Σ. της ΠΕΠΣ, ο οποίος έκανε ό,τι του ήταν δυνατόν να λειτουργήσει σωστά ο ραδιοσταθμός. Ένα χαρακτηριστικό του ραδιοσταθμού ήταν ότι λειτουργούσε χωρίς κανένα πρόγραμμα. Όποιος περνούσε από τον ραδιοφωνικό σταθμό έκανε και μια εκπομπή. Οι εκπομπές αυτές χαρακτηρίζονταν, συνήθως, από ανευθυνότητα, μεγαλοστομίες και επιπολαιότητα.
Πριν γίνουν ακόμη αυτές οι διαπιστώσεις, το μέλος της επιτροπής του ραδιοφωνικού σταθμού Γιάννης Αγγελίδης έκανε τις ακόλουθες επισημάνσεις στο Δ. Σ., για να λειτουργήσει, προφανώς, ο ραδιοφωνικός σταθμός κανονικά:
1. Ποια η νομική μορφή του Ρ/Σ,
2. Όχι σωβινιστικά συνθήματα,
3. Χρηματοδότηση,
4. Πρόγραμμα,
5. Σχεδιασμός σήμερα,
6. Επισήμανση παρεμβολών,
7. Καθορισμός αρμοδιοτήτων επιτροπής — ευθύνη,
8. Δεοντολογία,
9. Πρότυπα,
10. Διαφημίσεις.
Κανένα από τα παραπάνω θέματα δεν αντιμετωπίστηκε σοβαρά. Μόνον το θέμα των παρεμβολών στο σήμα του σταθμού από τον ραδιοφωνικό σταθμό που ίδρυσε ο τότε δήμαρχος Σωτήρης Κούβελας απασχόλησε την επιτροπή, η οποία, με αιχμή του δόρατος τον Κώστα Βροχόπουλο, έδωσε αγώνες μέσα στο δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης για να παραμείνει το σήμα του σταθμού στη συχνότητα 100,5, που άρπαξε ο Κούβελας. Τελικά, βεβαίως, η ΠΕΠΣ ηττήθηκε από τον δήμο Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να εκπέμπει στη συχνότητα 101,3.
Το 1989, ο υπεύθυνος του σταθμού Κώστας Βροχόπουλος κάλεσε τον δημοσιογράφο Πάνο Καϊσίδη, που είχε μια πείρα από δουλειά σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, να καταρτίσει εβδομαδιαίο πρόγραμμα εκπομπών του ραδιοφωνικού σταθμού. Το πρόγραμμα που παρέδωσε ο Πάνος Καϊσί δη ς κάλυπτε τις ώρες από 7.30 το πρωί έως τις 9 το βράδυ, γιατί, για λόγους οικονομίας, ο σταθμός δεν θα λειτουργούσε μετά τις 9 το βράδυ. Το πρόγραμμα άρχιζε με την Ταυτότητα της ημέρας και συνεχιζόταν με: Σύντομες ειδήσεις από τα σωματεία μας, Επιλεγμένη μουσική - Διαφημιστικά σποτ, «Καλατσίας» - σειρά ευθυμογραφημάτων και ανεκδότων, Διάφορα τραγούδια, Ιστορικές σελίδες του Πόντου, Η ποντιακή διάλεκτος, Λαογραφικό δεκάλεπτο, Ειδήσεις, Τα σωματεία μας, Μουσική και τραγούδια, Οι Πόντιοι στην ξενιτιά, Ο τραγουδιστής ..Τι έγραψαν οι λαογράφοι μας, Τα ποντιακά έντυπα, Μουσική και τραγούδια, Οι Πόντιοι στους εθνικούς αγώνες, Οι παλαιοί μας γνώριμοι, Το σημερινό ποντιακό φαγητό σας, Οι Πόντιοι σήμερα, Οι ποντιακές ενδυμασίες, Τα μουσικά μας όργανα, Η τρίτη γενιά των Ποντίων, Τι γράφουν τα ποντιακά έντυπα, Η συνέντευξή μας, Ελεύθερο βήμα — Συνεργασίες ακροατών. Οι λογοτέχνες μας, Η Πόντια γυναίκα, Ανοιχτή γραμμή με τους ακροατές, Το ποντιακό θέατρο κ. ά.Το πρόγραμμα αυτό — ούτε και κανένα άλλο — δεν εφαρμόστηκε ποτέ, γιατί δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που θα το προγραμμάτιζαν και θα το εφάρμοζαν.
Μέσα στις προσπάθειες που κατέβαλε ο οργανωμένος πανελλαδικά ποντιακός ελληνισμός πρέπει να ενταχθεί και η επιζήτηση του ανοίγματος, όχι μόνον γενικά στην ελληνική κοινωνία, αλλά και ειδικότερα μέσα στον πολιτικό κόσμο της χώρας. Οι δεκαετίες της απομόνωσης των Ποντίων μέσα στη ... λαογραφία τους έπρεπε να ξεπεραστούν και το πανελλήνιο ποντιακό κίνημα χρειαζόταν να το βροντοφωνάξει αυτό, για να το ακούσουν όλοι.
Όλοι τους ήταν φιλοπόντιοι!
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειες, οι «πανελλήνιοι», πλέον, ηγέτες των Ποντίων άρχισαν επαφές με τον πολιτικό κόσμο, φιλοξενώντας σε χώρους της Πανελλήνιας Ένωσης Ποντιακών Σωματείων — μετά από τις σχετικές προσκλήσεις - τους ηγέτες των κομμάτων, οι οποίοι, χωρίς να έχουν να χάσουν τίποτε, «αποκάλυπταν» τα ... φιλοποντιακά τους αισθήματα και δήλωναν πρόθυμοι να κάνουν ό,τι περνάει και ό,τι δεν περνάει από το χέρι τους! Η προηγούμενη προσφορά των Ποντίων στην αμυντική προσπάθεια της χώρας — με την αγορά του υποβρύχιου «Πόντος» —, αποτελούσε μια καλή «εισαγωγή», έναν ηχηρό πρόλογο στην προσπάθεια αυτή, που δεν μπορούσε κανείς να αγνοεί. Οι Πόντιοι προσέφε-ραν στο έθνος το υποβρύχιο «Πόντος», ήταν, επομένως, εθνικόφρονες, πιο πατριώτες από άλλους, που δεν είχαν κάνει μια τέτοια προσφορά.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειες, οι «πανελλήνιοι», πλέον, ηγέτες των Ποντίων άρχισαν επαφές με τον πολιτικό κόσμο, φιλοξενώντας σε χώρους της Πανελλήνιας Ένωσης Ποντιακών Σωματείων — μετά από τις σχετικές προσκλήσεις - τους ηγέτες των κομμάτων, οι οποίοι, χωρίς να έχουν να χάσουν τίποτε, «αποκάλυπταν» τα ... φιλοποντιακά τους αισθήματα και δήλωναν πρόθυμοι να κάνουν ό,τι περνάει και ό,τι δεν περνάει από το χέρι τους! Η προηγούμενη προσφορά των Ποντίων στην αμυντική προσπάθεια της χώρας — με την αγορά του υποβρύχιου «Πόντος» —, αποτελούσε μια καλή «εισαγωγή», έναν ηχηρό πρόλογο στην προσπάθεια αυτή, που δεν μπορούσε κανείς να αγνοεί. Οι Πόντιοι προσέφε-ραν στο έθνος το υποβρύχιο «Πόντος», ήταν, επομένως, εθνικόφρονες, πιο πατριώτες από άλλους, που δεν είχαν κάνει μια τέτοια προσφορά.
Ξέχασαν πολλά οι πολιτικοί σοβαροί και μη
Δυστυχώς, τα αναμενόμενα από τους Πόντιους ευτυχή αποτελέσματα των προσπαθειών τους δεν ήρθαν ποτέ. Οι ηγέτες των κομμάτων ξέχασαν πολύ γρήγορα τα προβλήματα που τους τέθηκαν από τον ποντιακό ελληνισμό. Ξέχασαν και ξεχνούν μέχρι σήμερα να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των Ποντίων κι ας τους έγινε γνωστό το μεγάλο αυτό θέμα με τα γραπτά Πόντιων συγγραφέων. Ξέχασαν να λύσουν υπέρ των προσφύγων το θέμα της ανταλλάξιμης περιουσίας κι ας τους παρουσίασαν τις βαρυσήμαντες μελέτες πάνω
στο θέμα αυτό, του Γιώργου Λαμψίδη, του Κώστα και του Θανάση Ασιατίδη, του Ισαάκ Λαυρεντίδη και άλλων. Ξέχασαν το μεγάλο πρόβλημα των σύγχρονων προσφύγων από τις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης. Ξέχασαν ... να συμπεριλάβουν την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού και γενικότερα του προσφυγικού, στα βιβλία ιστορίας των τεσσάρων βαθμίδων της εκπαίδευσης (δημοτικής, μέσης, ανώτερης και ανώτατης).
'Εφτασαν στην κορυφή, αλλά έπεσαν ...
Οι ηγέτες, ωστόσο, των Ποντίων βαυκαλίζονταν, τότε, με τη σκέψη ότι έχουν να κάνουν, πλέον, με μεγάλους, με τους ίδιους τους «αρχηγούς» των κομμάτων, και όχι με βουλευτές και πότε — πότε (όταν πλησίαζαν εκλογές) και με υπουργούς ή υφυπουργούς. 'Ενα μέρος
της ευθύνης, που δεν απέδωσαν οι επισκέψεις των ηγετών των κομμάτων στην ΠΕΠΣ, το έχουν οι ηγέτες των Ποντίων, που περιορίζονταν, συνήθως, κατά τις συναντήσεις, σε λόγια και σε ευχές. Δεν έδιναν, δηλαδή, στα κόμματα υπομνήματα με τα αιτήματα του ποντιακού ελληνισμού. Και όταν τύχαινε να δώσουν, τα υπομνήματα αυτά ήταν προχειρογραμμένα και με πολλά φραστικά, ορθογραφικά και συντακτικά λάθη. Για τη συγγραφή τέτοιων υπομνημάτων υπήρχαν άνθρωποι, γνώστες των προβλημάτων, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν, επειδή οι ηγέτες της ΠΕΠΣ θεωρούσαν ότι μπορούν να τα καταφέρουν όλα.
Εκτός των παραπάνω, έλειπε και η διαρκής επαφή των ηγετών των Ποντίων με τους ηγέτες των κομμάτων, έτσι ώστε να μην ξεχνιούνται όσα ειπώθηκαν κατά τις συναντήσεις τους. Όλα τα θέματα, όποτε προέκυπταν, ξανασυζητιούνταν από την αρχή, με αποτέλεσμα να περνάει ανώφελα ο χρόνος και τα προβλήματα να παραμένουν άλυτα.
Υπήρξαν, βεβαίως, και αρκετοί - και μεταξύ των Ποντίων πολιτικών πολλοί - που έλεγαν μισοαστεία μισοσοβαρά ότι οι Πόντιοι, με τα καμώματά τους, θέλουν να ξεχωρίσουν από τον υπόλοιπο ελληνισμό. Όλοι αυτοί δεν μπορούν και τώρα να καταλάβουν — γιατί υποτιμούν την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού - ότι από τους πρόσφυγες του 1922 — 1923 ένα μεγάλο κομμάτι Ποντίων, Μικρασιατών, Θρακών, αδικήθηκε από τις κυβερνήσεις, από τον Βενιζέλο και μέχρι σήμερα.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου