Αξιότιμε Κ. Π. Καβάφη
Έρχομαι με την παρούσα επιστολήν, να ανταμώσουμε το ποίημά σας «Πάρθεν»... Ενθυμείσθε; Εγράφη Μάρτιον 1921, έν έτος προ της καταστροφής της Σμύρνης και του Ελληνισμού του Πόντου. Να σας ενημερώσω πως το ανέγνωσα εις κόσμον πολύν, φορτωμένον οπώρας, εις γιορτήν Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδοχωρίου «Οι Κομνηνοί» - Γιορτή Κερασιού 5 και 6 Ιουλη 2013 - με απόλυτον επιτυχίαν, Σάββατον και ώραν βραδυνήν, δροσεράν, ακμαία χορών.
Οι εν ζωή, ημείς, είμεθα ευτυχείς του βλέμματός σας εις τα δημοτικά τραγούδια, ιδιαιτέρως δε διά την στάθμευσή σας εις το ποντιακόν άσμα, που εναποθέτω:
Η Ρωμανία πάρθεν»
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλην,
Ουδέ ’ς σ’ αμπέλα ’κόνεψεν, ουδέ ’ς σα περίβολα,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν ’ς σ’ Αγιά Σοφιάς την πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν ’ς σο αίμαν βουτεμένον.
Και ’ς σ’ άλλο το φτερόν αθε, χαρτίν βαστά γραμμένον.
Ατό κανείς ’κι αναγνώθ', κανείς ’κ’ εξέρ’ ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθει, σίτα κλαίει, σίτα κρούει την καρδίαν:
Ναϊλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία.
- Ναϊλί εμάς και βάι εμάς οι Τούρκ' την Πόλ' επέραν
επέραν το βασιλοσκάμ ' κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγ’νε τα μαναστήρα
κι Αι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει και δερνοσκοπισκάται.
Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου και μη δερνοσκοπισκάσαι
η Ρωμανία 'πέρασεν η Ρωμανία 'πάρθεν
Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.
Μη λησμονήσω τας σκέψεις μου, δώσετε πολλούς χαιρετισμούς εις την μητέραν σας Χαρίκλεια Γεωργάκη Φωτιάδη, από τας έρευνάς μου γένος Ποντίων και αναρωτώμαι γιατί εγώ χρησιμοποιώ μίαν μεσοκαθαρεύουσαν οδό γλώσσης, εις ταύτην την επιστολήν. Μάλλον εσείς με οδηγείτε και το ομολογώ, με γοητεύει, έτσι, από «τ’ αγράμματά» μου...
Το ποίημά σας
Πάρθεν
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εφέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κι είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον
με την παράξενή του γλώσσα και με την λύπη των Γραικών
των μακρυνών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ' μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιαννίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται...
«Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδαν.
Ν’ αϊλί εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».
Μετά χαράς, σας γνωρίζω πως πλην εμού, το ποίημά σας έχει αναγνωσθεί κατά καιρούς από τους- Νίκο Γρηγοριάδη, ποιητή, Γ’ Συμπόσιο Ποίησης — Πάτρα, 1983
- Γ. Π. Σαββίδη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου 1990
- Ιεροκλή Μιχαηλίδη, 8η Συνάντηση Ποντιακών Χορών 2012-
Μιχάλη Πιερή, Ζωγράφειο Λύκειο Κωνσταντινούπολης 2013,
ενώ άλλα ποιήματά σας έχουν αναγνώσει και καταγραφεί εις βινύλιον και cd με τους Γιάννη Τσαρούχη,
Έλλη Λαμπέτη, Κυριάκο Ευθυμίου, Δημήτρη Μαλαβέτα και αδυνατώ ταύτην την στιγμήν να αναφέρω και άλλους, πλείστοι δε είναι οι συνθέται οι οποίοι επιχείρησαν να σας μελοποιήσουν.
Θέλω να σας εκφράσω την ανεκτίμητον αγάπην την οποίαν τρέφω διά το άτομόν σας και το έργο σας, πως όλο και περισσότεροι σας αναγιγνώσκουν, σας μελετούν, σας δικαιώνουν, σας αδικούν, θεωρώ δε, ότι κρατείτε σήμερον την ανάγνωσιν της ποιήσεως εις υπερθετικόν βαθμόν, πως είσθε το ατράνταχτον άλλοθι των μη ποιητών, κακών αναγνωστών, μη κριτικών, αιωνίων φοιτητών και αμελών αποφοίτων, ατόλμων πανεπιστημιακών, περί πολλών τυρβαζόντων φιλολόγων, Αμερικανών, Ασιατών, Ευρωπαίων, και αλοίμονον κατελήξατε πρωινόν, μεσημεριανόν, βραδυνόν, μετ’ οίνου και γλυκών κουταλίου...
Ας τους συγχωρέσωμεν...
Αν ήσασταν εδώ μαζί μας, θα καθυβρίζατε τους πάντας διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, θα εβάζατε στόχον να σοκάρετε και ανατρέψετε τας κοινωνικάς τάξεις, βαδίζοντας ολόγυμνος εις την παιδείαν οδόν, ενώ εκτελεσταί σας και δούλοι, θα απαγχόνιζαν έκαστον, ο οποίος θα ετόλμα να αντισταθή των ηρωικά ερωτικών ποιήσεών σας και δη των επιθυμιών σας, αλλά και πάλι τούτοις θα αποφεύγατε, είναι βέβαιον, μου το εψιθυρίσατε εχθές εις τας ποιητικάς περιηγήσεις...
αγαπητέ φίλε Κ. Π. Καβάφη
Λαμβάνει μακράν οδοιπορίαν η επιστολή μου. Τροχοπεδώ, σχολιάζοντας ομού τας παρατηρήσεις μου επί των στίχων, εις το ποίημά σας ΠΑΡΘΕΝ, καθώς ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μιχάλης Μερακλής, η Σόνια Ιλίνσκαγια και δεκάδες ερευνητές, μελετητές σας, δεόντως σας χαμογελούν.
Τα σχόλια:
1.Επαναλαμβάνετε εις το ποίημα δις ο στίχος “Πήραν την Πόλην πήραν την, πήραν την Σαλονίκη’
2.«με στο φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον. Ερωτώντας πολλούς, διαβάζοντας πολλάκις ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών, η λέξις ”αθε» είναι άτονη, όπως γνωρίζετε καλώς ότι “ρωτώντας και εις την Πόλιν πάμε’, μετά κόπων και βασάνων καταλήξαμε πως το “α’ κερδίζει τον τόνο, δηλαδή «άθε» η λέξις
3. «κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι». Εμείς οσήμερον λέμε: «κι ουδέ σην άμπελον κονεύ’ μηδέ σο περιβόλιν»
4. «επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν». Λέμε «επήεν και εκόνεψεν σου κυπαρίσ’ τη ρίζαν»
5. «Χέρας υιός Γιαννίκας έν’». Εμείς λέμε «Χέρας υιός Γιανίκας έν’»
6. «η Ρωμανία πάρθεν». Εμείς οσήμερον λέγομε κι ακούμε «η Ρωμανία επάρθεν!.»
Αναμένω διά της απαντήσεώς σας τυχόν παρατηρήσεις εις τον ταπεινόν, ορεινόν και «απείθαρχον» σχολιασμόν μου, διατελώντας υμέτερος.
Αιτίαι και αφορμαί δια την επιστολή ταύτην, θέλω να γνωρίζετε, είναι το περιοδικό «Λυχνάρ» και ο Μπάμπης Παρασίδης από Αριδαία, ο οποίος μου έβγαλε το ζουμίον να πω «ναι» εις τας επιθέσεις του, δια να καθήσω να σας γράψω...
Έρχομαι με την παρούσα επιστολήν, να ανταμώσουμε το ποίημά σας «Πάρθεν»... Ενθυμείσθε; Εγράφη Μάρτιον 1921, έν έτος προ της καταστροφής της Σμύρνης και του Ελληνισμού του Πόντου. Να σας ενημερώσω πως το ανέγνωσα εις κόσμον πολύν, φορτωμένον οπώρας, εις γιορτήν Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδοχωρίου «Οι Κομνηνοί» - Γιορτή Κερασιού 5 και 6 Ιουλη 2013 - με απόλυτον επιτυχίαν, Σάββατον και ώραν βραδυνήν, δροσεράν, ακμαία χορών.
Οι εν ζωή, ημείς, είμεθα ευτυχείς του βλέμματός σας εις τα δημοτικά τραγούδια, ιδιαιτέρως δε διά την στάθμευσή σας εις το ποντιακόν άσμα, που εναποθέτω:
Η Ρωμανία πάρθεν»
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλην,
Ουδέ ’ς σ’ αμπέλα ’κόνεψεν, ουδέ ’ς σα περίβολα,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν ’ς σ’ Αγιά Σοφιάς την πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν ’ς σο αίμαν βουτεμένον.
Και ’ς σ’ άλλο το φτερόν αθε, χαρτίν βαστά γραμμένον.
Ατό κανείς ’κι αναγνώθ', κανείς ’κ’ εξέρ’ ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθει, σίτα κλαίει, σίτα κρούει την καρδίαν:
Ναϊλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία.
- Ναϊλί εμάς και βάι εμάς οι Τούρκ' την Πόλ' επέραν
επέραν το βασιλοσκάμ ' κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγ’νε τα μαναστήρα
κι Αι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει και δερνοσκοπισκάται.
Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου και μη δερνοσκοπισκάσαι
η Ρωμανία 'πέρασεν η Ρωμανία 'πάρθεν
Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.
Μη λησμονήσω τας σκέψεις μου, δώσετε πολλούς χαιρετισμούς εις την μητέραν σας Χαρίκλεια Γεωργάκη Φωτιάδη, από τας έρευνάς μου γένος Ποντίων και αναρωτώμαι γιατί εγώ χρησιμοποιώ μίαν μεσοκαθαρεύουσαν οδό γλώσσης, εις ταύτην την επιστολήν. Μάλλον εσείς με οδηγείτε και το ομολογώ, με γοητεύει, έτσι, από «τ’ αγράμματά» μου...
Το ποίημά σας
Πάρθεν
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εφέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κι είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον
με την παράξενή του γλώσσα και με την λύπη των Γραικών
των μακρυνών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ' μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιαννίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται...
«Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδαν.
Ν’ αϊλί εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».
Μετά χαράς, σας γνωρίζω πως πλην εμού, το ποίημά σας έχει αναγνωσθεί κατά καιρούς από τους- Νίκο Γρηγοριάδη, ποιητή, Γ’ Συμπόσιο Ποίησης — Πάτρα, 1983
- Γ. Π. Σαββίδη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου 1990
- Ιεροκλή Μιχαηλίδη, 8η Συνάντηση Ποντιακών Χορών 2012-
Μιχάλη Πιερή, Ζωγράφειο Λύκειο Κωνσταντινούπολης 2013,
ενώ άλλα ποιήματά σας έχουν αναγνώσει και καταγραφεί εις βινύλιον και cd με τους Γιάννη Τσαρούχη,
Έλλη Λαμπέτη, Κυριάκο Ευθυμίου, Δημήτρη Μαλαβέτα και αδυνατώ ταύτην την στιγμήν να αναφέρω και άλλους, πλείστοι δε είναι οι συνθέται οι οποίοι επιχείρησαν να σας μελοποιήσουν.
Θέλω να σας εκφράσω την ανεκτίμητον αγάπην την οποίαν τρέφω διά το άτομόν σας και το έργο σας, πως όλο και περισσότεροι σας αναγιγνώσκουν, σας μελετούν, σας δικαιώνουν, σας αδικούν, θεωρώ δε, ότι κρατείτε σήμερον την ανάγνωσιν της ποιήσεως εις υπερθετικόν βαθμόν, πως είσθε το ατράνταχτον άλλοθι των μη ποιητών, κακών αναγνωστών, μη κριτικών, αιωνίων φοιτητών και αμελών αποφοίτων, ατόλμων πανεπιστημιακών, περί πολλών τυρβαζόντων φιλολόγων, Αμερικανών, Ασιατών, Ευρωπαίων, και αλοίμονον κατελήξατε πρωινόν, μεσημεριανόν, βραδυνόν, μετ’ οίνου και γλυκών κουταλίου...
Ας τους συγχωρέσωμεν...
Αν ήσασταν εδώ μαζί μας, θα καθυβρίζατε τους πάντας διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, θα εβάζατε στόχον να σοκάρετε και ανατρέψετε τας κοινωνικάς τάξεις, βαδίζοντας ολόγυμνος εις την παιδείαν οδόν, ενώ εκτελεσταί σας και δούλοι, θα απαγχόνιζαν έκαστον, ο οποίος θα ετόλμα να αντισταθή των ηρωικά ερωτικών ποιήσεών σας και δη των επιθυμιών σας, αλλά και πάλι τούτοις θα αποφεύγατε, είναι βέβαιον, μου το εψιθυρίσατε εχθές εις τας ποιητικάς περιηγήσεις...
αγαπητέ φίλε Κ. Π. Καβάφη
Λαμβάνει μακράν οδοιπορίαν η επιστολή μου. Τροχοπεδώ, σχολιάζοντας ομού τας παρατηρήσεις μου επί των στίχων, εις το ποίημά σας ΠΑΡΘΕΝ, καθώς ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μιχάλης Μερακλής, η Σόνια Ιλίνσκαγια και δεκάδες ερευνητές, μελετητές σας, δεόντως σας χαμογελούν.
Τα σχόλια:
1.Επαναλαμβάνετε εις το ποίημα δις ο στίχος “Πήραν την Πόλην πήραν την, πήραν την Σαλονίκη’
2.«με στο φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον. Ερωτώντας πολλούς, διαβάζοντας πολλάκις ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών, η λέξις ”αθε» είναι άτονη, όπως γνωρίζετε καλώς ότι “ρωτώντας και εις την Πόλιν πάμε’, μετά κόπων και βασάνων καταλήξαμε πως το “α’ κερδίζει τον τόνο, δηλαδή «άθε» η λέξις
3. «κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι». Εμείς οσήμερον λέμε: «κι ουδέ σην άμπελον κονεύ’ μηδέ σο περιβόλιν»
4. «επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν». Λέμε «επήεν και εκόνεψεν σου κυπαρίσ’ τη ρίζαν»
5. «Χέρας υιός Γιαννίκας έν’». Εμείς λέμε «Χέρας υιός Γιανίκας έν’»
6. «η Ρωμανία πάρθεν». Εμείς οσήμερον λέγομε κι ακούμε «η Ρωμανία επάρθεν!.»
Αναμένω διά της απαντήσεώς σας τυχόν παρατηρήσεις εις τον ταπεινόν, ορεινόν και «απείθαρχον» σχολιασμόν μου, διατελώντας υμέτερος.
Αιτίαι και αφορμαί δια την επιστολή ταύτην, θέλω να γνωρίζετε, είναι το περιοδικό «Λυχνάρ» και ο Μπάμπης Παρασίδης από Αριδαία, ο οποίος μου έβγαλε το ζουμίον να πω «ναι» εις τας επιθέσεις του, δια να καθήσω να σας γράψω...
Ηλίας Τσέχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου