Στο θέμα της γλώσσας αναφέρεται, με έμμεσο τρόπο, ο Νίκος Καπετανίδης σ' ένα χρονογράφημά του, που δημοσιεύθηκε στην Εποχή (16-1-1920) και προκάλεσε βαθιά εντύπωση στήν κοινωνία της Τραπεζούντας, όπως διαπιστώνεται από κατοπινά δημοσιεύματα.
Το χρονογράφημα έχει επίτιτλο Οι τύποι μας και τίτλο Ο Πάντζον
Εξεμέτρησε προχθές το ζην ο Παναγιώτης Αξτερίδης.
Όσοι είδαν την αγγελίαν του θανάτου τοιχοκολλημένην διερωτήθησαν αν εγνώριζαν κανένα τέτοιον συμπολίτην. Κανένας. Και όμως ο εξελληνισθείς αυτός εις Παναγιώτην Πάντζος εις το οποίον προσετέθη το κλασσικόν εις - ίδης επίθετον, υπήρξε ένας ισχυρός τύπος που ήλθε και πέρασε ανάμεσά μας πασίγνωστος, ξακουστός και αλησμόνητος.
Ή μπορούσε στην αγγελίαν να λεχθή πως «πέθανε ο Πάντζον ο ψαράς». Αυτό θα έφθανε να το γνωρίση όλος ο κόσμος και να καταλάβη ποιον απώλεσεν η πατρίς.
Αλλά συνηθίζομεν βλέπετε εις τους γάμους και τας βαπτίσεις και τους θανάτους να εξελληνιζόμεθα επί το ευπρεπέστερον, να φορούμεν τον αρχαίον μανδύαν και την «χαράν» να την πούμε γάμον, και το «εγέννησε κορίτσι» να το απαγγείλωμεν «έτεκε θυγάτριον» και τον Πάντζον, τον ξελαρυγγιστήν εκείνον του δρόμου, να τον πούμε αντί επικηδείου Παναγιώτην.
Εξεμέτρησε λοιπόν το ζην ο Πάντζον. Γράφομεν ολίγας γραμμάς δι’ ένα τύπον που χρόνια τώρα έγινε γνωστός εις όλους μας, που κατέκτησε, που εισεχώρησεν. Ενθυμείσθε βέβαια, καλοφαγάδες συμπολίται, τα "φρε φρε φρέσκα ψάρια". Εις τόνους και
ήχους και ξελαρυγγισμούς πολλούς και πολυποικίλους. Ανάστημα μέτριον, και φυσιογνωμία, ας είπωμεν, σιτόχρους. Έν καρνάλιον (πλατύ βαθύ καλάθι) εκ δεξιών, έτερον εξ ευωνύμων. Και μειδίαμα πλούσιον, αιώνιον, αειθαλές. Φωνή τενόρου, διαπεραστική, εξυπνούσα πάντα «κοιμισμένον». Χέρια τεταμένα, και ευλογούντα δεσποπτικώς. Τώρα εδώ, μετ' ολίγον εις το άκρον της πόλεως ταυτοχρόνως εις όλα τα εύθυμα κέντρα.
Καρδία πλουσιωτέρα δεν ανεφάνη εις τον εύανδρον τόπον. 'Επινε το πρωί, συνήθως το μεσημέρι και τακτικώς το βράδυ. Γνώστης παντός συμπολίτου γενεαλογικώς. Ιδιαίτερος συζητητής με τες κυράτσες. Προέβλεπεν την αθανασίαν και εισεπήδησεν προχθές εις αυτήν. Αιωνία του η μνήμη. Εξέλιπεν ένας τύπος. Σβύνουν και αυτοί.
Δεν παραδέχεσθε πως η ζωή μας καταντά ολονέν πληκτική;
Σπύρος Φωτεινός
(Ν. Καπετανίδης)
Το χρονογράφημα έχει επίτιτλο Οι τύποι μας και τίτλο Ο Πάντζον
Εξεμέτρησε προχθές το ζην ο Παναγιώτης Αξτερίδης.
Ή μπορούσε στην αγγελίαν να λεχθή πως «πέθανε ο Πάντζον ο ψαράς». Αυτό θα έφθανε να το γνωρίση όλος ο κόσμος και να καταλάβη ποιον απώλεσεν η πατρίς.
Αλλά συνηθίζομεν βλέπετε εις τους γάμους και τας βαπτίσεις και τους θανάτους να εξελληνιζόμεθα επί το ευπρεπέστερον, να φορούμεν τον αρχαίον μανδύαν και την «χαράν» να την πούμε γάμον, και το «εγέννησε κορίτσι» να το απαγγείλωμεν «έτεκε θυγάτριον» και τον Πάντζον, τον ξελαρυγγιστήν εκείνον του δρόμου, να τον πούμε αντί επικηδείου Παναγιώτην.
Εξεμέτρησε λοιπόν το ζην ο Πάντζον. Γράφομεν ολίγας γραμμάς δι’ ένα τύπον που χρόνια τώρα έγινε γνωστός εις όλους μας, που κατέκτησε, που εισεχώρησεν. Ενθυμείσθε βέβαια, καλοφαγάδες συμπολίται, τα "φρε φρε φρέσκα ψάρια". Εις τόνους και
ήχους και ξελαρυγγισμούς πολλούς και πολυποικίλους. Ανάστημα μέτριον, και φυσιογνωμία, ας είπωμεν, σιτόχρους. Έν καρνάλιον (πλατύ βαθύ καλάθι) εκ δεξιών, έτερον εξ ευωνύμων. Και μειδίαμα πλούσιον, αιώνιον, αειθαλές. Φωνή τενόρου, διαπεραστική, εξυπνούσα πάντα «κοιμισμένον». Χέρια τεταμένα, και ευλογούντα δεσποπτικώς. Τώρα εδώ, μετ' ολίγον εις το άκρον της πόλεως ταυτοχρόνως εις όλα τα εύθυμα κέντρα.
Καρδία πλουσιωτέρα δεν ανεφάνη εις τον εύανδρον τόπον. 'Επινε το πρωί, συνήθως το μεσημέρι και τακτικώς το βράδυ. Γνώστης παντός συμπολίτου γενεαλογικώς. Ιδιαίτερος συζητητής με τες κυράτσες. Προέβλεπεν την αθανασίαν και εισεπήδησεν προχθές εις αυτήν. Αιωνία του η μνήμη. Εξέλιπεν ένας τύπος. Σβύνουν και αυτοί.
Δεν παραδέχεσθε πως η ζωή μας καταντά ολονέν πληκτική;
Σπύρος Φωτεινός
(Ν. Καπετανίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου