Στην αγορά και στον κόσμο της αναφέρεται και το ανυπόγραφο άρθρο του N. Καπετανίδη, με τίτλο: Πένθιμος έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο του Σαββάτου 1-11-1920:
Εκάμαμεν ένα γύρον εις την αγοράν και εις τα διάφορα κέντρα του τόπου μας. Επλη-σιάσαμεν τον κόσμον αυτόν τον παλαίοντα υπέρ υπάρξεως, τον αγωνιώντα μέσα εις την κάμινον της σύγχρονης ζωής, τον κουρασμένον και εξηντλημένον αυτόν κόσμον που είναι παραστατική εικών της φρικτοτέρας δυστυχίας. Σννηντήσαμεν εις τον δρόμον μας συντρίμματα. Ηθικά και ψυχικά και οικονομικά. Διερωτήσαμεν κάθε αφορμήν της μελανότητός των και εδοκιμάσαμεν να εισδύσωμεν εις τα απόκρυφα και ιερά των μυστικά. Με την επαγγελματικήν μας ανευλάβειαν που επιβάλλει η ειλικρινής και στοχαστική έρευνα του γύρω κόσμου, απεκαλύψαμεν ένα τρομακτικόν όγκον συμφοράς και λύπης και θλίψεως και στεναγμού.
Εζητήσαμεν μάταια να αντικρύσωμεν μίαν εικόνα ευθύμου και χαρωπής ζωής, μίαν στιγμήν φαιδράν και ζωντανήν εις την φυσιογνωμίαν του πλήθους. Έρημος, κατάξηρος και πνικτική, χωρίς όασιν. Χωρίς ελπίδα, χωρίς εγκαρτέρηση και χωρίς αναμονήν. Είδαμεν όλους σκυφτούς, αφοσιωμένονς εις την τραγικήν βιοπάλην, με μυρίας σκέψεις, με μαύρους συλλογισμούς, με τρανά πένθη. Μωλωπισμένους από τα πλήγματα που καταφέρει αλύπητα και ατελείωτα η ζωή. Λιποψύχους από όλας τας συμφοράς που στοιβάζονται εις την ασθενικήν των και χτικιάζουσαν ζωήν.
Συνηντήσαμεν εις τον γύρον μας και ολίγους εργάτας του τόπου μας, τους μετρημένους μικροεπαγγελματίας. Ανταμώσαμεν τους μικροαστούς. Ωμιλήσαμεν με τους υπαλλήλους. Συνεζητήσαμενμε τους εμπόρους. Κάτι περισσότερον: εισχωρήσαμεν μέσα εις τον λαόν, τον αγαθόν και τον ήμερον, τον καλοπροαίρετον και ανοιχτόκαρδον. Ερωτήσαμεν ερωτήματα πολλά. Και ανεμετρήσαμεν στοίβας συμφορών. Πείναν που δεν εκφράζεται και δεν παραστένεται. Δυστυχίαν που καταπνίγει κάθε ανθρώπινην ορμήν. Συνεχή, ατελείωτον βάσανον των μικρών και των μεγάλων. Κανείς δεν ελπίζει. Γύρω από την ζωήν του κόσμου αυτού, δαιμονικά φαντάσματα στήνουν χορόν άγριον άρρυθμον και τρομακτικόν. Και όταν ηθελήσαμεν να κρίνωμεν ό,τι είχομεν ιδή και ν' αποτελειώσωμεν την πένθιμον
έρευνάν μας, ησθάνθημεν την επιβλητικότητα της εποχής που διατρέχομεν, της σκληράς αυτής και αδυσώπητου εποχής η οποία, κυρίαρχος των πάντων, πλήττει αδιάκοπα το ανθρώπινον γένος δι’ αμέτρητα κοινοτικά αμαρτήματα, εξιλέωμα των οποίων ήτο μοιραίον να γίνη η σύγχρονος γενεά, θανατουμένη και αφανιζομένη και χανομένη εις το χάος.
Εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος ήλθαν και πέρασαν σκληραί και ταραχώδεις εποχαί. Που συνεκλόνισαν εκ βάθρων τα θεμέλια του κοινωνικού οικοδομήματος και εθέσπισαν νέα δόγματα και άνοιξαν νέους δρόμους κατευθύνσεων.
Αλλ’ εποχή τόσον μαρτυρική, με τόσην μεγαλειώδη θυσίαν εις αίμα και εις πολιτισμόν, εποχή που εκάλυψε με κατάμαυρον πέπλον ό,τι έχει δημιουργήσει ως τώρα η ανθρώπινη διάνοια, δεν εστάθη εις την ιστορίαν. Εγράφη κάποτε, ότι κατά τον ευρωπαϊκόν πόλεμον (1914-1918) η ζωή ενός αλόγου εκρίνετο πολυτιμοτέρα της ζωής ενός στρατιώτου. Εις την μεταπολεμικήν εποχήν (1918 και εντεύθεν) μυριάδες ανθρώπιναι ζωαί σβήνουν και λησμονούνται, χωρίς κανείς να συγκινηθή και χωρίς κανείς να πονέση.
Σημείωση Σύνταξης:Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος "απομνημονευμάτων", τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Η πλατεία (Meydan) της Τραπεζούντας, απ' όπου άρχιζε ο αρχαίος και μεσαιωνικός δρόμος των καραβανιών για την ανατολή. |
Εκάμαμεν ένα γύρον εις την αγοράν και εις τα διάφορα κέντρα του τόπου μας. Επλη-σιάσαμεν τον κόσμον αυτόν τον παλαίοντα υπέρ υπάρξεως, τον αγωνιώντα μέσα εις την κάμινον της σύγχρονης ζωής, τον κουρασμένον και εξηντλημένον αυτόν κόσμον που είναι παραστατική εικών της φρικτοτέρας δυστυχίας. Σννηντήσαμεν εις τον δρόμον μας συντρίμματα. Ηθικά και ψυχικά και οικονομικά. Διερωτήσαμεν κάθε αφορμήν της μελανότητός των και εδοκιμάσαμεν να εισδύσωμεν εις τα απόκρυφα και ιερά των μυστικά. Με την επαγγελματικήν μας ανευλάβειαν που επιβάλλει η ειλικρινής και στοχαστική έρευνα του γύρω κόσμου, απεκαλύψαμεν ένα τρομακτικόν όγκον συμφοράς και λύπης και θλίψεως και στεναγμού.
Εζητήσαμεν μάταια να αντικρύσωμεν μίαν εικόνα ευθύμου και χαρωπής ζωής, μίαν στιγμήν φαιδράν και ζωντανήν εις την φυσιογνωμίαν του πλήθους. Έρημος, κατάξηρος και πνικτική, χωρίς όασιν. Χωρίς ελπίδα, χωρίς εγκαρτέρηση και χωρίς αναμονήν. Είδαμεν όλους σκυφτούς, αφοσιωμένονς εις την τραγικήν βιοπάλην, με μυρίας σκέψεις, με μαύρους συλλογισμούς, με τρανά πένθη. Μωλωπισμένους από τα πλήγματα που καταφέρει αλύπητα και ατελείωτα η ζωή. Λιποψύχους από όλας τας συμφοράς που στοιβάζονται εις την ασθενικήν των και χτικιάζουσαν ζωήν.
Συνηντήσαμεν εις τον γύρον μας και ολίγους εργάτας του τόπου μας, τους μετρημένους μικροεπαγγελματίας. Ανταμώσαμεν τους μικροαστούς. Ωμιλήσαμεν με τους υπαλλήλους. Συνεζητήσαμενμε τους εμπόρους. Κάτι περισσότερον: εισχωρήσαμεν μέσα εις τον λαόν, τον αγαθόν και τον ήμερον, τον καλοπροαίρετον και ανοιχτόκαρδον. Ερωτήσαμεν ερωτήματα πολλά. Και ανεμετρήσαμεν στοίβας συμφορών. Πείναν που δεν εκφράζεται και δεν παραστένεται. Δυστυχίαν που καταπνίγει κάθε ανθρώπινην ορμήν. Συνεχή, ατελείωτον βάσανον των μικρών και των μεγάλων. Κανείς δεν ελπίζει. Γύρω από την ζωήν του κόσμου αυτού, δαιμονικά φαντάσματα στήνουν χορόν άγριον άρρυθμον και τρομακτικόν. Και όταν ηθελήσαμεν να κρίνωμεν ό,τι είχομεν ιδή και ν' αποτελειώσωμεν την πένθιμον
έρευνάν μας, ησθάνθημεν την επιβλητικότητα της εποχής που διατρέχομεν, της σκληράς αυτής και αδυσώπητου εποχής η οποία, κυρίαρχος των πάντων, πλήττει αδιάκοπα το ανθρώπινον γένος δι’ αμέτρητα κοινοτικά αμαρτήματα, εξιλέωμα των οποίων ήτο μοιραίον να γίνη η σύγχρονος γενεά, θανατουμένη και αφανιζομένη και χανομένη εις το χάος.
Εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος ήλθαν και πέρασαν σκληραί και ταραχώδεις εποχαί. Που συνεκλόνισαν εκ βάθρων τα θεμέλια του κοινωνικού οικοδομήματος και εθέσπισαν νέα δόγματα και άνοιξαν νέους δρόμους κατευθύνσεων.
Αλλ’ εποχή τόσον μαρτυρική, με τόσην μεγαλειώδη θυσίαν εις αίμα και εις πολιτισμόν, εποχή που εκάλυψε με κατάμαυρον πέπλον ό,τι έχει δημιουργήσει ως τώρα η ανθρώπινη διάνοια, δεν εστάθη εις την ιστορίαν. Εγράφη κάποτε, ότι κατά τον ευρωπαϊκόν πόλεμον (1914-1918) η ζωή ενός αλόγου εκρίνετο πολυτιμοτέρα της ζωής ενός στρατιώτου. Εις την μεταπολεμικήν εποχήν (1918 και εντεύθεν) μυριάδες ανθρώπιναι ζωαί σβήνουν και λησμονούνται, χωρίς κανείς να συγκινηθή και χωρίς κανείς να πονέση.
Σημείωση Σύνταξης:Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος "απομνημονευμάτων", τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου