Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ , ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ (ΜΕΡΟΣ 3ο )

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΑΝΤΑ
Επανερχόμαστε λοιπόν στην Αθήνα, στην οικογένεια Καγκελίδη. Αποφασίστηκε λοιπόν να εγκατασταθούν στη Νέα Σάντα Κιλκίς. Ξεκινάει το καραβάνι από την Αθήνα, όλη η οικογένεια και ο Παναγιώτης Καλπίδης. Πολλά τα μηχανήματα, κακοί οι δρόμοι, μέση ταχύτητα όχι πάνω από 5 χιλιόμετρα την ώρα, ατελείωτα τα χιλιόμετρα, έπρεπε να περάσουν πάνω από βουνά, ανηφόρες, κατηφόρες, χωματόδρομους, το καραβάνι αργό, η πορεία πολλές φορές επικίνδυνη, η ζωή ήταν αφόρητη. Μετά από αρκετές μέρες έφθασαν στη Πτολεμαΐδα, όπου και πήραν το βάπτισμα του πυρός. Πρώτος αλωνισμός, πρώτες εντυπώσεις, πρώτα λίγα προβλήματα, αισιοδοξία.
Καστανιά Ημαθίας
 Και η πορεία συνεχίζεται πάνω από την Καστανιά, πάνω από τα βουνά του Βερμίου, του μοναδικού άλλωστε τότε γνωστού δρόμου προς τη Θεσσαλονίκη και Κιλκίς. Τέλος φθάνουν  στον προορισμό τους, στη Νέα Σάντα.
Μεγάλες συγκινήσεις για το Γιώργο, ξαναβλέπει, ύστερα από 20 περίπου χρόνια, πολλούς από τους συγγενείς και φίλους. Χαρά και ευτυχία γι’ αυτές τις συναντήσεις αλλά και λύπη και δυστυχία όταν μαθαίνει από πρώτο χέρι τις περιπέτειες στην πατρίδα του Πόντου και τις μεγάλες απώλειες.
Αρχικά η οικογένεια στεγάζεται σ’ ένα δωμάτιο στο σπίτι της συγγενούς χήρας Ελένης Τσαχουρίδου στην ανατολική πλευρά του  χωριού. Τα σπίτια εδώ ήταν όλα σχεδόν πλινθόκτιστο που σιγά - σιγά  ξανακτίζονται με τούβλα. Μετά από λίγο καιρό αδειάζει στην δυτική πλευρά το σπίτι του Τσανακτσίδη [Τσανακτσή], το νοικιάζει και έτσι η οικογένεια μπορεί να ζει καλύτερα. Μεγάλο προτέρημα του σπιτιού ότι απέναντι ακριβώς υπάρχει κοινοτική βρύση με τρεχούμενο νερό, μια από 5-6 βρύσες που υπήρχαν στις άκρες του χωριού για όλες τις ανάγκες, για σπίτι, ζώα και πότισμα φυτών και δένδρων.
Εδώ θα έπρεπε να αναφέρουμε την ιστορία της εγκατάστασης των κατοίκων στο χωριό. Το παλιό τουρκικό χωριό ονομαζόταν Ραχμαλή και ήταν στις υπώρειες του μικρού βουνού, της Καμηλοράχης [Τεβέ Καρά] που δεσπόζει ανατολικά πάνω από το χωριό. Επρόκειτο για παλιό τουρκικό χωριό με στενούς δρόμους και τα σπίτια κοντά το ένα στο άλλο, κάτω ο στάβλος και από πάνω η κατοικία. Δεν ξέρω αν κατά την ανταλλαγή το επέλεξαν ή τους επεβλήθη υποχρεωτικά αυτό το χωριό. 
Σαν τοποθεσία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μέτρια, το έδαφος δεν είναι εύφορο, ενδείκνυται μόνο για καλλιέργεια σιταριού, ένας μικρός ξεροπόταμος δίπλα εξασφάλιζε τις ανάγκες του χωριού με τις καλές ποσότητες νερού που ανάβλυζε στην περιοχή Καρτάσιο, μέρος χωρίς μεγάλες προσδοκίες αλλά και χωρίς το μεγάλο κίνδυνο της ελονοσίας που θέριζε τότε το προσφυγικό στοιχείο. Το τελευταίο, ο κίνδυνος της ελονοσίας δηλαδή, έπαιζε πολύ σπουδαίο ρόλο στις επιλογές των προσφύγων γιατί μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, αδύναμες από την μεγάλη προηγούμενη ταλαιπωρία, αποδεκατίστηκαν από την αρρώστια αυτή μόλις αποβιβάστηκαν και τέθηκαν σε καραντίνα στην υγρή περιοχή της Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, διάσημης τότε για τα τσαμούρια [τις λάσπες] της.      
Μόλις εγκαταστάθηκαν λοιπόν, διαπίστωσαν ότι το χωριό δεν ήταν λειτουργικό για τις βασικές ανάγκες των κατοίκων, ιδίως για την κτηνοτροφία μεγάλων ζώων, αλλά ταυτόχρονα και οι συνθήκες δεν ήταν υγιεινές με το στάβλο στο ισόγειο του σπιτιού, τις βρωμιές στα ποδιά τους και τις μυρωδιές να μην υποφέρονται. Αποφάσισαν λοιπόν ότι πρέπει  πάση θυσία να βρεθεί λύση.
Χρήστος Μαυρόπουλος
Μεταξύ των κατοίκων υπήρχε και ο Χρήστος Μαυρόπουλος, εργοδηγός και πολιτικός μηχανικός που στο παρελθόν είχε αναλάβει και εκτελέσει μεγάλα έργα οικοδομών, υποδομών και οδοποιίας στην περιοχή του Βατούμ. Είχε μεγάλη πείρα και γνώση του θέματος. Ύστερα λοιπόν από συσκέψεις αποφασίστηκε η μεταφορά του χωριού στη σημερινή του τοποθεσία που τότε ονομαζόταν Βολοβότ. Πλεονέκτημα  το ελαφρά επικλινές έδαφος που απέτρεπε τις. πλημμύρες και έδινε στα επάνω οικόπεδα και πλεονέκτημα θέας, μεγάλα οικόπεδα για κάθε οικογένεια 1500 τ.μ. για όλες τις ανάγκες, σπίτι, στάβλος, αχυρώνας, αποθήκη, κοτέτσι και χώρος για δέντρα, οπωροφόρα και μη, μπαχτσέ, δρόμοι φαρδείς για τις ανάγκες της εποχής, όλοι κάθετοι και παράλληλοι, και ύδρευση ανεκτή όπως προαναφέραμε.
 Έγινε λοιπόν το ρυμοτομικό σχέδιο που προέβλεπε επίσης τους απαραίτητους χώρους για εκκλησία  και σχολείο σε μεγάλα οικόπεδα σε καίρια σημεία. Δυστυχώς δεν προέβλεπε πλατεία στο κέντρο του χωριού παρά τρεις, μη λειτουργικές, ανατολικά, δυτικά και βορειοδυτικά. Πρόβλημα το έδαφος της περιοχής, κοκκινόχωμα που γίνεται λασπώδες με την πρώτη βροχή. Ομόφωνα αποφασίστηκε για τη λύση του, να μεταφερθεί από το διπλανό ξεροπόταμο [τον Κουρούντερε] μεγάλη ποσότητα άμμου για να καλυφθούν οι δρόμοι. Πράγμα που έγινε κατορθωτό με υποχρεωτική εργασία μιας εβδομάδας κατ’ έτος κάθε οικογένειας με άτομο και άμαξα μεταφοράς. Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο σχολείο του χωριού πού κτίστηκε σε ένα τεράστιο οικόπεδο 15 και πλέον στρεμμάτων. Ήταν διώροφο, είχε δύο μεγάλες αίθουσες ανά όροφο, γραφείο, βιβλιοθήκη και αποθήκες στο ημιυπόγειο, μεγάλους χώρους  περιμετρικά για τα διαλείμματα και τα παιχνίδια των παιδιών, μια βρύση  με δεξαμενή και μετά μια πανδαισία βλάστησης, δένδρα καλλωπιστικά και  οπωροφόρα, αμπέλια, πεύκα, κυπαρίσσια, λεύκες κ.λπ.. Όπως μου διηγήθηκε μετέπειτα γνωστός μου, το χωριό επισκέφθηκε τότε ο ίδιος με  τον Νομάρχη κ. Δρέλια για έλεγχο και συμβουλές. Μόλις αντίκρισαν όμως το σχολείο και το σχολικό κήπο, ομολόγησαν ότι δεν μπορούσαν  να διδάξουν αλλά να διδαχθούν. Ήταν πράγματι για την εποχή πολύ  εντυπωσιακό το κτίριο και ο σχολικός κήπος.
Εδώ λοιπόν ζει και κινείται η οικογένεια. Και αυξάνεται. Γεννιέται το 1935 η Έλλη και το 1937 ο Λάζαρος. Όλα πηγαίνουν καλά, τίποτε δεν λείπει από την οικογένεια που δεν είναι αγροτική, παρά τα 40 στρέμματα χωράφι που της παραχωρήθηκε και καλλιεργεί μηχανοκίνητα πλέον. Δεν στερείται από τα αγαθά της ζωής σε χωριό, γάλα από τις κατσίκες της, αυγά από το κοτέτσι της, σταφύλια από το μικρό αμπέλι, φρούτα και ζαρζαβατικά από δική της παραγωγή μέσα στο μεγάλο οικόπεδο. Τα μεγαλύτερα παιδιά αρχίζουν και πηγαίνουν σχολείο. Κάθε καλοκαίρι έρχεται από την Αθήνα ο Παναγιώτης Καλπίδης, αδελφός της μητέρας, να βοηθήσει στον αλωνισμό. Πριν τον αλωνισμό γίνεται μια γενική επισκευή στα μηχανήματα, ρουλεμάν αντικαθίστανται ως φθαρμένα, περιζήτητα αυτά τα άχρηστα από τα παιδάκια που κατασκευάζουν με αυτά ιδιόρρυθμα πατίνια και κάνουν τη .φιγούρα, τους στους άλλους.
Κοινοτική βρύση (Ίσως η μοναδική σωζόμενη)
Ένταση μεγάλη υπάρχει στον αλωνισμό, όλη η οικογένεια  σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, οι άνδρες στη μηχανή που δουλεύει, η μητέρα να ετοιμάζει φαγητά και για το προσωπικό, και τα τσουβάλια με στάρι, το δικαίωμα δηλαδή από τον αλωνισμό, να γεμίζουν όποιο   χώρο   είναι διαθέσιμος στο σπίτι και σε όλο το χωριό, ακόμη και σε χώρο καφενείου που ενοικιαζόταν για λίγο γι' αυτό το σκοπό.
Μετά τον αλωνισμό στη Νέα Σάντα, ακολουθεί στο διπλανό μικρό χωριό, τον Άγιο Παντελεήμονα και τέλος στο χωριό Κολχικό [Παλάφτσα] του Λαγκαδά όπου ζούσε η οικογένεια της εξαδέλφης Αγγέλης. Και στο τέλος του καλοκαιριού, στο τέλος των τριών αλωνισμών, το τελικό συμμάζεμα και η οικογένεια έτοιμη για φυσιολογική ζωή.
Όπως συμβαίνει και με όλους τους αγρότες του χωριού, μετά την αποθήκευση του άχυρου, την τελευταία δουλειά στην παραγωγή σταριού στις αρχές φθινοπώρου, όλα μπαίνουν στη ρουτίνα, πολύ δουλειά πάντοτε για τις γυναίκες με την πολυμελή οικογένεια και τις πολλές ασχολίες του αγροτικού σπιτιού, και λίγη δουλειά για τους άνδρες, λίγο τα ζώα, την προετοιμασία για το χειμώνα, και μετά στο καφενείο. Όπου τα αστεία δίνουν και παίρνουν, το ούζο με το λιτό μεζέ φτιάχνει το κέφι και η συζήτηση σιγά - σιγά σοβαρεύει και γίνεται πιο έντονη, πολιτικά τα θέματα, νέο βάσανο έγινε της μόδας, κομουνισμός ή καπιταλισμός. Τα πάθη ανεβαίνουν πολλές φορές, βαριές κουβέντες ανταλλάσσονται και ακολουθούν βίαια επεισόδια που προσπαθούν να σταματήσουν οι πιο ψύχραιμοι. Έτσι δυστυχώς είναι το γένος μας, το συναίσθημα συνήθως κυριαρχεί αντί της λογικής και οδηγεί πολλές φορές σε παράλογες ρήξεις ακόμα και μεταξύ συγγενικών προσώπων. Κυριαρχεί το πάθος, η έλλειψη δηλαδή λογικής. Το φαινόμενο αυτό είναι δυστυχώς πιο έντονο στις ποντιακές κοινωνίες, συνήθως πιο αυθόρμητες, πιο πρωτόγονες και με πιο ανεξέλεγκτο το συναίσθημα.
Τα πολιτικά λοιπόν κυριαρχούν, επίκαιρο θέμα ο κομουνισμός και η Ρωσία από όπου καταφθάνουν σιγά - σιγά και συμπατριώτες Σανταίοι που μετανάστευσαν κατά καιρούς εκεί. Εκεί για διάφορους πολιτικούς και εθνικούς λόγους, κρίνονται πολλές φορές ανεπιθύμητοι, υφίστανται εθνικές διώξεις ή πιέζονται να πολιτογραφηθούν Ρώσοι. Έτσι μεγαλώνει σταδιακά το κύμα της μετανάστευσης στην πατρίδα και αυτού του τμήματος του Ελληνισμού. Μεταξύ αυτών που επιστρέφουν στη Νέα  Σάντα  και ο θείος Θόδωρος, ο σχεδόν πατέρας της Σάντας του Πόντου, με τις τρεις κόρες του, την Κυριακή, τη Μαρία και την Αγγέλη, οι άλλες δύο έμειναν πίσω. Μεταξύ αυτών που επέστρεψαν είναι επίσης και η οικογένεια του Γεωργίου Στυλίδη του δάσκαλου γαμπρού επ' αδελφή του Καγκελίδη που κατέληξε στο χωριό Γρανίτης Δράμας.
Φθάνουμε έτσι στο 1940. Η οικογένεια μετακομίζει στο σπίτι της Κλειώς Καλαϊτζίδου που έφυγε στο Λαγκαδά. Βρίσκεται στην άκρη του χωριού, στον κεντρικό τομέα, δίπλα από το γήπεδο ποδοσφαίρου και πολύ κοντά στους χώρους αλωνισμού. Ο πατέρας γίνεται πρόεδρος της κοινότητας.
Αλλά το σπουδαιότερο γεγονός της χρονιάς είναι βέβαια ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος άρχισε προ πολλού στην κεντρική Ευρώπη με τις σαρωτικές νίκες των Γερμανών, δεν θα άφηνε απέξω την Ελλάδα με την νευραλγική γεωγραφική της θέση. Τη δόξα της κατάκτησης της Ελλάδας επεδίωξαν πρώτοι οι Ιταλοί, αλλά δε λογάριασαν καλά. Και το 1940-41 υπέστησαν την πρώτη τους ταπεινωτική ήττα, η πρώτη ήττα του άξονα, στα βουνά της Αλβανίας.
 Ώσπου επενέβη ο μεγάλος πατέρας, ο Χίτλερ, με τις σιδερόφραχτες μεραρχίες του και κυρίευσε την χώρα. Δυσάρεστο επίσης γεγονός για τη Μακεδονία, ιδιαίτερα την Ανατολική και τη Θράκη, η επανεμφάνιση των Βουλγάρων που πάντοτε επεδίωκαν την προσάρτηση των περιοχών αυτών και την κάθοδό τους στο Αιγαίο και πίστευαν ότι θα το πετύχαιναν με τη συμμαχία τους με τους Γερμανούς. Γερμανική κατοχή λοιπόν με πρώτο καλό ξεκίνημα την περίφημη πείνα του 1941. Οι κατακτητές έκαναν κατάσχεση του μεγαλύτερου τμήματος της παραγωγής τροφίμων της χώρας για τις ανάγκες του πελώριου στρατού τους, με αποτέλεσμα τις μεγάλες ελλείψεις σε όλα τα είδη διατροφής, ιδίως στα αστικό κέντρα. Ακολούθησε μεγάλη εξαθλίωση του πληθυσμού που είχε σα συνέπεια τον θάνατο από πείνα χιλιάδων Ελλήνων.
Στη Νέα Σάντα βέβαια δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα, ο κόσμος βολευόταν με τις δικές του παραγωγές σε τρόφιμα, πολλοί όμως συγγενείς τους, κάτοικοι άλλων περιοχών, μπροστά στο φάσμα της πείνας, εγκατέλειπαν τις πόλεις και τους επισκέπτονταν. Τα άτομα περίσσευαν, οι προμήθειες των νοικοκυριών σε στάρι εξαντλούνταν γρήγορα αλλά πρόβλημα δεν υπήρχε. Έπαιρναν δανεικές ποσότητες από τον αλωνιστή Καγκελίδη. Η ποσότητα τελικά που συγκέντρωνε ο τελευταίος από τα δικαιώματα των αλωνισμών κάθε χρόνο υπερέβαινε τις 200.000 οκάδες, πάνω από 300 τόνους. Έτσι για την οικογένεια και τους συγγενείς της Αθήνας πρόβλημα διατροφής δεν υπήρξε. Άλλωστε για το σκοπό αυτό είχαν έλθει από την Αθήνα η οικογένεια Καλπίδη εκτός του μεγάλου αδελφού Γιώργου και δυο τρεις άλλοι συγγενείς.
 Με τα δανεικά όμως στους συγχωριανούς και τις απλοχεριές σε πεινασμένους άγνωστους επισκέπτες που επαιτούσαν περιφερόμενοι στην επαρχία για να κρατηθούν στη ζωή, η τεράστια αυτή ποσότητα τελείωσε εκείνη τη χρονιά λίγο πριν το νέο αλωνισμό. Αυτή την εποχή έφθασε στο χωριό και η οικογένεια της αδελφής Κυριακής. Ο δάσκαλος σύζυγος Γεώργιος Στυλίδης υπηρέτησε έκτοτε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού  και ο μεγάλος γιος Αγησίλαος, ένας υπέροχος χαρακτήρας και άνθρωπος, γνώστης της γερμανικής γλώσσας από το σχολείο στον Καύκασο και διερμηνέας των Γερμανών στο Κιλκίς, βοήθησε πολλές φορές τους κατοίκους του χωριού λόγω του πόστου του.
Κατοχή λοιπόν από το 1941. Στο χωριό δεν υπήρχε φυσικά μονάδα γερμανικού στρατού, μόνο περιπολίες στρατιωτών γινόντουσαν που κατέληγαν, ετρέφοντο και πολλές φορές εκοιμούντο στο σπίτι του προέδρου Καγκελίδη. Εντύπωση προκάλεσε βέβαια στα παιδιά της οικογένειας η καθαριότητα των βορείων αυτών ξανθών Αρίων, αλλά και οι φωτογραφικές τους μηχανές, αυτόματες παρακαλώ, περίεργα εργαλεία στα μάτια του μικρού Λάζαρου που είδε να φωτογραφίζεται με όλη την οικογένεια σε ηλικία 5-6 ετών. Αυτή η φωτογραφία, σε μεγέθυνση, υπάρχει μέχρι σήμερα στο σπίτι του και θυμίζει τις λυπηρές εν πολλοίς αλλά αξέχαστες εκείνες εποχές.
Γερμανοί λοιπόν στο σπίτι, αλλά ο Γιώργος Καγκελίδης υπηρετεί την εθνική αντίσταση. Η δουλειά τότε της αντίστασης ήταν η σωτηρία ατόμων, ιδίως Βρετανών στρατιωτών, που είχαν, ξεμείνει και έπρεπε να προωθηθούν μυστικά προς τη θάλασσα από όπου τελικά τους παραλάμβαναν συμμαχικά υποβρύχια. Η μυστική αυτή προώθηση γινόταν από χωριό σε χωριό, κρίκος δε αυτής της αλυσίδας στη Νέα Σάντα ήταν ο άνθρωπός μας. Το γεγονός ότι οι γερμανικές περίπολοι επισκέπτονταν πρώτα το σπίτι του βόλευε πολύ στην αποφυγή κινδύνων.

 Όμως κάποτε έσπασε αυτή η αλυσίδα, συνελήφθη ο κρίκος του διπλανού χωριού, του Γαλλικού, ομολόγησε και κατέδωσε και τον επόμενο κρίκο της Σάντας. Συνελήφθη λοιπόν και ο Καγκελίδης και άρχισαν οι βασανισμοί για να ομολογήσει και να καταδώσει και αυτός. Τότε με περιττό θράσος ζήτησε να δει τον ίδιο το διοικητή, το κατάφερε, αρνήθηκε όλες τις εις βάρος του κατηγορίες και δήλωσε θαυμαστής του Γερμανικού Έθνους, της χώρας των σπουδαίων μουσικών, συγγραφέων και φιλοσόφων, του Μπετόβεν, Γκαίτε, Καντ κ.λ.π., τους οποίους ισχυρίστηκε ότι μελέτησε και εκτίμησε.
 Η τωρινή συμπεριφορά των απογόνων τους όμως τον εκπλήσσει και τον βάζει σε σκέψεις μήπως έσφαλε θαυμάζοντας τον πολιτισμό και την κουλτούρα αυτού του έθνους. Το επιχείρημα έπεισε, το κόλπο έπιασε, απολύθηκε και συνέχισε με κίνδυνο της ζωής του και της οικογένειάς του την αντίσταση. Γι’ αυτή του την προσφορά, τιμήθηκε με ειδικό βραβείο από το Βρετανικό Έθνος, το έντυπο φέρει την υπογραφή του Βρετανού αρχιστρατήγου Μέσης Ανατολής. Μάλιστα, λόγω της απονομής αυτού του βραβείου ήταν δυνατό να σπουδάσει δωρεάν στην Αγγλία ένα μέλος της οικογένειας, πράγμα που δεν κατέστη δυνατό να γίνει. Άλλες βλέπετε ήταν οι συνθήκες στην οικογένεια στο τέλος του πολέμου αυτού και του εμφυλίου που ακολούθησε.    
Η ζωή συνεχίζεται σ' αυτούς τους ρυθμούς, ώσπου μια μέρα εμφανίζεται στο χωριό μια μεγάλη ομάδα Βουλγάρων στρατιωτών καθ' οδόν προς Λαγκαδά. Ζήτησαν τον πρόεδρο, ρώτησαν αν υπήρχαν στο χωριό ένοπλοι της αντίστασης, το αρνήθηκε, άρχισαν τυπικές έρευνες στα σπίτια για ανεύρεση όπλων και ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός. Υπαίτιος ο αντιστασιακός Μιχαηλίδης [Χαλιλίτσιον] της  παθιασμένα φιλοκομουνιστικής οικογένειας, στο σπίτι της οποίας βρήκαν οι Βούλγαροι και πιστόλι. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. 
Διέταξαν και πέτυχαν τη βίαιη συγκέντρωση όλων των ανδρών στην άκρη του χωριού, περικυκλωμένων από πολυβόλα που τους στόχευαν, απομονωμένων από τα γυναικόπαιδα που ανησυχούσαν πολύ για τον φόβο ομαδικών εκτελέσεων που ήταν συνηθισμένο γεγονός την εποχή εκείνη. Τελικά, ύστερα από μια νύκτα ανησυχίας και θρήνων, το επιχείρημα περί τυχαίου γεγονότος έπιασε, οι άνδρες αφέθηκαν ελεύθεροι, πλην του Μιχαηλίδη που τον πήραν μαζί τους στο Λαγκαδά.
Για τη σωτηρία του μεταβαίνει ο Καγκελίδης στη Θεσσαλονίκη όπου, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, κατορθώνει να πάρει από τη Γερμανική Γενική Διοίκηση επιστολή που διέταζε τους Βούλγαρους να απελευθερώσουν τον κρατούμενο, άλλωστε το γεγονός έλαβε χώρα σε περιοχή γερμανικής και όχι βουλγαρικής δικαιοδοσίας.
      Βέβαια στο χωριό, στην πλειοψηφία αριστερών φιλοκομουνιστικών φρονημάτων, υπήρχε έντονο το πατριωτικό αίσθημα και αρκετά παλικάρια είχαν ήδη καταταγεί στην αντίσταση, στον ΕΛ.Α.Σ στην οργάνωση που μονοπωλούσε την αντίσταση στην περιοχή. Κανένας …..λείπει σελίδα….
ΕΛ.Α.Σ.. Φυσικά οι Γερμανοί της Ελλάδας, για να μην αποκοπούν από την κάθοδο των σοβιετικών, αποχώρησαν από την Ελλάδα έγκαιρα, όχι μέσω της Σερβίας-Κροατίας όπου το αντάρτικο του Τίτο ήταν πολύ δυναμικό, αλλά μέσω της φιλικής Βουλγαρίας Να σημειώσουμε ότι ο δρόμος προς Βουλγαρία μέσω Κιλκίς περνάει λίγο έξω από τη Σάντα.
     Χαράς ευαγγέλια λοιπόν σε όλη την Ελλάδα, αποχωρούν οι Γερμανοί Το ίδιο και στη Νέα Σάντα όπου έντονη αλλά και φανερή πια είναι η παρουσία του ΕΛ.Α.Σ., που γιγαντώνεται εκείνη την εποχή και μονοπωλεί πια την αντίσταση εναντίον των Γερμανών έχοντας εξουδετερώσει και εξοντώσει, πολλές φορές δυναμικά, τις λοιπές αντιστασιακές ομάδες που ήταν φιλικές προς τη δύση. Το καλοκαίρι λοιπόν του 1944 μεγάλη μονάδα του ΕΛ.Α.Σ. βρισκόταν στο χωριό, διασκορπισμένη στα σπίτια για το φαγητό. Στο σπίτι του Καγκελίδη τυχαίνει να συντρώει ένας Πόντιος μαχητής συγγενής του πατέρα [εγγονός της νονάς].  Ξαφνικά ακούγεται σάλπιγγα που καλεί το ταχύτερο σε συγκέντρωση τους μαχητές. Μεγάλη μονάδα Γερμανών που αναχωρούν προς τη Βουλγαρία πλησιάζει στο διπλανό οικισμό του Άγιου Παντελεήμονα, σε απόσταση ολίγων εκατοντάδων μέτρων. Ο ΕΛ.Α.Σ. αποφασίζει να συγκρουστεί και σε λίγο αρχίζει η μάχη. Ο επισκέπτης μας δεν ακολούθησε οργανωμένα τη μονάδα του, προτίμησε να παρατείνει ακόμη λίγο την παρουσία του στους συγγενείς και μετά αποχώρησε ενώ η μάχη ήταν ήδη στο φόρτε της. Τον παρακολουθούμε όλοι μας να ανεβαίνει προς το μικρό λόφο πάνω από τον αλευρόμυλο όπου ήταν παρατεταγμένη η μονάδα του, η τύχη του όμως ήταν μοιραία. Εκατό μέτρα προτού φθάσει στους συντρόφους του, μια οβίδα όλμου του εχθρού τον συναντάει στα 2-3 μέτρα. Τραγική στιγμή. Πάει το παλικάρι, μόλις το είχαμε γνωρίσει χαμογελαστό. Θρήνος στην οικογένεια, ανάθεμά σε πόλεμε, ανάθεμά σας Γερμανοί. Η μάχη συνεχίστηκε, το εύρος της άνοιξε μέχρι την τοποθεσία Καμάρα 3-4 χιλιόμετρα ανατολικότερα, το χωριό για παν ενδεχόμενο εκκενώθηκε και οι κάτοικο, διανυκτέρευσαν στην περιοχή Καρτάσιο.
 Την άλλη μέρα η μάχη έληξε, οι Γερμανοί αποχώρησαν, τελείωσε ο πόλεμός αλλά η Ελλάδα δεν ησύχασε, καινούργια δεινά την περίμεναν.

Λάζαρος Γ. Καγκελιδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah