Ένα φθινοπωρινό βράδυ του 1892 ξεκίνησαν μερικοί Τούρκοι Τερελήδες με τον Σαλέχ αρχηγό από τα χωριά Σίμωνα και Γουλιτσιάντων για τη Σαντά. Σκοπός τους δεν ήταν να εισβάλουν στα χωριά γιατί ξέρανε πως θα πάρουν τον μεζέ τους.
Σκοπός τους ήταν να ληστέψουν μεμονωμένες κατοικίες έξω από τα κεντρικά χωριά της Σαντάς και τέτοιες κατοικίες είχαμε πολλές στο Παύλ , στο Χαντζάρ, στο Παϊράμ και στο Φτελέν.
Περισσότερο τους κεντούσε την όρεξη το μαγαζάκι του Χαράλαμπου Εβλιά που βρισκόταν στο Παύλ πάνω στο δρόμο παραπάνω από την κατοικία του Μερτσιάν. Ο Χαράλαμπος Εβλιάς ήταν απ’ τους Κλωστούς της Σαντάς που φανερώθηκαν σαν χριστιανοί ύστερα από την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν του 1856 και λεγόταν Ομέρ. Ήταν βαφτισμένος από μικρό παιδί και ως την εποχή της έκδοσης του Χάτι Χουμαγιούν έκανε τον Τούρκο στα φανερά και στα κρυφά ήταν φανατικός χριστιανός και φανατικότερος Έλληνας.
Τα ίδια με αυτόν έκαναν όλοι οι Κλωστοί της Σαντας. Επειδή ήταν πολύ κοντός στο ανάστημα ο λαός της Σαντάς του κόλλησε το παρατσούκλι Ομερίκον. Ο Χαράλαμπος Εβλιάς εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι· κάποιο κακό προαίσθημα τον βασάνιζε. «Για καλό και για κακό ας γεμίσω το ντουφέκι μου» είπε. Γέμισε τό ντουφέκι του που ήταν εμπροσθογεμές, το αγκάλιασε και πλάγιασε στη ψάθα.
Λαγοκοιμόταν εκεί, όταν έξαφνα κοντά στα μεσάνυχτα ακούστηκαν ψίθυροι απ' έξω απ' το παράθυρο. Οι περισσότεροι ληστές τότε ανέβηκαν στη στέγη του μαγαζιού, έριξαν κάτω τα κεραμίδια και ετοιμάζονταν να ξεκαρφώσουν μερικά δοκάρια της στέγης για ν’ ανοίξουν μια τρύπα και να μπουν στο μαγαζί. Συγχρονως ο Σαλέχ μ' έναν του σύντροφο έσπασε τα ξύλα του μόνου παραθύρου που είχε το μαγαζί, κι ετοιμαζόταν να δρασκελίσει το παράθυρο και να μπει μέσα.
Άλλοι ληστές χτυπούσαν να σπάσουν την πόρτα με τσεκούρια και τότε ο Εβλιάς σαστισμένος όπως ήταν σήκωσε την σκανδάλη του τουφεκιού του, κοίταξε δεξιά κι αριστερά και ήταν έτοιμος να τουφεκίσει τον πρώτο ληστή που θα κατόρθωνε να διακρίνει μέσ’ στο σκοτάδι. Ξαφνικά ο Σαλέχ για να δείξει την παληκαριά του πάτησε το ένα του πόδι στο παράθυρο και ετοιμαζόταν να πηδήσει μέσα, μα τότε ένα μπούμ! ακούστηκε και ο Σαλέχ έπεσε προς τα έξω ανάσκελα και βογγούσε δυνατά, γιατί τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Οι σύντροφοι του παράτησαν όλοι το έντιμο έργο τους, έτρεξαν και ανασήκωσαν τον αρχηγό τους τον πήραν στα χέρια τους με σκοπό να τον μεταφέρουν στο χωριό τους ζωντανό κι εκεί να τον γιατρέψουν, μα δεν έκαναν 50 βήματα και ο Σαλέχ ξεψύχησε. Έκριναν τότε περιττό οι σύντροφοι του να κουβαλήσουν το πτώμα του και το έθαψαν κοντά σ' ένα ρέμα που λεγόταν τη ποπαδίας τ' ορμίν. Ο Xαράλαμπος Εβλιάς αν και ήταν ένα από τα πρώτα παληκάρια της Σαντάς, φοβήθηκε αντεκδίκηση από μέρους των Τούρκων συγγενών του Σαλέχ και ύστερα από λίγους μήνες μετανάστεψε με την οικογένεια του στον Καύκασο.
Μέχρι τις τελευταίες μέρες τραγουδούσε ο λαός μας το παρακάτω τραγούδι που εξυμνούσε την παληκαριά του Xαράλαμπου Εβλιά:
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Σκοπός τους ήταν να ληστέψουν μεμονωμένες κατοικίες έξω από τα κεντρικά χωριά της Σαντάς και τέτοιες κατοικίες είχαμε πολλές στο Παύλ , στο Χαντζάρ, στο Παϊράμ και στο Φτελέν.
Περισσότερο τους κεντούσε την όρεξη το μαγαζάκι του Χαράλαμπου Εβλιά που βρισκόταν στο Παύλ πάνω στο δρόμο παραπάνω από την κατοικία του Μερτσιάν. Ο Χαράλαμπος Εβλιάς ήταν απ’ τους Κλωστούς της Σαντάς που φανερώθηκαν σαν χριστιανοί ύστερα από την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν του 1856 και λεγόταν Ομέρ. Ήταν βαφτισμένος από μικρό παιδί και ως την εποχή της έκδοσης του Χάτι Χουμαγιούν έκανε τον Τούρκο στα φανερά και στα κρυφά ήταν φανατικός χριστιανός και φανατικότερος Έλληνας.
Τα ίδια με αυτόν έκαναν όλοι οι Κλωστοί της Σαντας. Επειδή ήταν πολύ κοντός στο ανάστημα ο λαός της Σαντάς του κόλλησε το παρατσούκλι Ομερίκον. Ο Χαράλαμπος Εβλιάς εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι· κάποιο κακό προαίσθημα τον βασάνιζε. «Για καλό και για κακό ας γεμίσω το ντουφέκι μου» είπε. Γέμισε τό ντουφέκι του που ήταν εμπροσθογεμές, το αγκάλιασε και πλάγιασε στη ψάθα.
Λαγοκοιμόταν εκεί, όταν έξαφνα κοντά στα μεσάνυχτα ακούστηκαν ψίθυροι απ' έξω απ' το παράθυρο. Οι περισσότεροι ληστές τότε ανέβηκαν στη στέγη του μαγαζιού, έριξαν κάτω τα κεραμίδια και ετοιμάζονταν να ξεκαρφώσουν μερικά δοκάρια της στέγης για ν’ ανοίξουν μια τρύπα και να μπουν στο μαγαζί. Συγχρονως ο Σαλέχ μ' έναν του σύντροφο έσπασε τα ξύλα του μόνου παραθύρου που είχε το μαγαζί, κι ετοιμαζόταν να δρασκελίσει το παράθυρο και να μπει μέσα.
Άλλοι ληστές χτυπούσαν να σπάσουν την πόρτα με τσεκούρια και τότε ο Εβλιάς σαστισμένος όπως ήταν σήκωσε την σκανδάλη του τουφεκιού του, κοίταξε δεξιά κι αριστερά και ήταν έτοιμος να τουφεκίσει τον πρώτο ληστή που θα κατόρθωνε να διακρίνει μέσ’ στο σκοτάδι. Ξαφνικά ο Σαλέχ για να δείξει την παληκαριά του πάτησε το ένα του πόδι στο παράθυρο και ετοιμαζόταν να πηδήσει μέσα, μα τότε ένα μπούμ! ακούστηκε και ο Σαλέχ έπεσε προς τα έξω ανάσκελα και βογγούσε δυνατά, γιατί τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Οι σύντροφοι του παράτησαν όλοι το έντιμο έργο τους, έτρεξαν και ανασήκωσαν τον αρχηγό τους τον πήραν στα χέρια τους με σκοπό να τον μεταφέρουν στο χωριό τους ζωντανό κι εκεί να τον γιατρέψουν, μα δεν έκαναν 50 βήματα και ο Σαλέχ ξεψύχησε. Έκριναν τότε περιττό οι σύντροφοι του να κουβαλήσουν το πτώμα του και το έθαψαν κοντά σ' ένα ρέμα που λεγόταν τη ποπαδίας τ' ορμίν. Ο Xαράλαμπος Εβλιάς αν και ήταν ένα από τα πρώτα παληκάρια της Σαντάς, φοβήθηκε αντεκδίκηση από μέρους των Τούρκων συγγενών του Σαλέχ και ύστερα από λίγους μήνες μετανάστεψε με την οικογένεια του στον Καύκασο.
Ο μύλος τη Πιστόφ |
Κοντός κοντός κέν Εβλιάς με τ' έναν τιφιανκόπον,
εσκότωσεν και τον Σαλέχ απέσ' σο τικιανόπον.
Ο Σαλέχτς επεπίρνιξεν, ση Μερτσιάν εβραδιάστεν,
ένοιξεν το παράθυρον, το μολύβ εγκαλιάστεν.
Κουρφίζνε την Πογιαχανάν ντο έσ πολλά δαδία
και τον Σαλέχ εκρέμασαν σ' αλατί τα κλαδία.
Μάννα κεν έρθεν άνοιξη εγένταν τα θομάρια,
ο Σαλέχτς κατακέφαλα κείται απέσ’ σα κομάρια.
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου