Η προσφυγική αποκατάσταση είναι στενά δεμένη με ορισμένους γενικότερους και ειδικότερους παράγοντες.
Πρώτα-πρώτα, η διπλωματική θέση της χώρας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εμφανίζεται σοβαρά εξασθενημένη και δεν παρέχει τα αναγκαία ερείσματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εξωτερικών προβλημάτων και των εσωτερικών θεμάτων.
Ηθικά καταπτοημένη και υλικά εξαντλημένη η Ελλάδα, ήταν πολύ δύσκολο να εξασφαλίσει κάποια υποστήριξη και οικονομική βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από την άλλη, το γεγονός ότι η Νέα Τουρκία του Κεμάλ εξελίχθηκε σε παράγοντα αποφασιστικής σημασίας για την εξισορρόπηση των αντίρροπων δυνάμεων γύρω από τη νευραλγική ζώνη των Στενών και πάνω στο επίμαχο πρόβλημα της πρόσβασης στη Μέση Ανατολή, είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει τους πρώην συμμάχους της Ελλάδας ιδιαίτερα ευάλωτους στις τουρκικές πιέσεις.
Έπειτα, την εσωτερική κατάσταση σημαδεύει ο αγώνας και η αγωνία εκκαθάρισης μιας βεβαρημένης κληρονομιάς. 'Επρεπε να ανορθωθούν τα οικονομικά, να ανασυγκροτηθεί το στράτευμα, να αντιμετωπιστούν οι υπερφίαλες τουρκικές αξιώσεις, να καταλογιστούν οι ευθύνες για την Καταστροφή, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ομαλού πολιτικού βίου, να επέλθει η ενότητα του έθνους που, από το 1915, εμφανίζεται διχασμένο.
Κυρίως, όμως, τα εσωτερικά μας πράγματα απαιτούσαν ένα συναγερμό πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων για το μεγάλο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η χώρα από δω και πέρα. Και αυτό ήταν το Προσφυγικό, η αποκατάσταση δηλ. εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων.
Δεν ήταν θέμα του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και του μέλλοντος. Βέβαια, με τις εκλογές του Δεκεμβρη του 1923 και με τη λύση του πολιτειακού ζητήματος (Άνοιξη του 1924), δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για ομαλοποίηση του πολιτικού βίου, υιοθέτηση κάποιων προγραμμάτων και ενίσχυση της διπλωματικής θέσης της χώρας. Η πρόωρη, όμως, διάσπαση της βενιζελικής παράταξης και οι απανωτές κυβερνητικές αλλαγές, σε συνδυασμό με τη δικτατορία του Πάγκαλου (Ιούνιος 1925-Αύγουστος 1926) και με τα συχνά στρατιωτικά κινήματα, λειτούργησαν ανασταλτικά προς κάθε κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο προς την κατεύθυνση του Προσφυγικού. Κι αυτό, γιατί κάθε κυβερνητική αλλαγή συνοδευόταν, πρώτα-πρώτα, με αντίστοιχη διαφοροποίηση στην προσφυγική πολιτική. Έπειτα, επέβαλλε και ορισμένες καίριες μεταβολές (μεταθέσεις ή απολύσεις) στο επιτελικό και υπαλληλικό προσωπικό των εποικιστικών υπηρεσιών. Ήταν επόμενο ότι η ρευστότητα αυτής της κατάστασης βραχυκύκλωνε, κάθε φορά, την υπόθεση της προσφυγικής αποκατάστασης.
Στάθης Πελαγίδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Πρώτα-πρώτα, η διπλωματική θέση της χώρας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εμφανίζεται σοβαρά εξασθενημένη και δεν παρέχει τα αναγκαία ερείσματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εξωτερικών προβλημάτων και των εσωτερικών θεμάτων.
Ηθικά καταπτοημένη και υλικά εξαντλημένη η Ελλάδα, ήταν πολύ δύσκολο να εξασφαλίσει κάποια υποστήριξη και οικονομική βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από την άλλη, το γεγονός ότι η Νέα Τουρκία του Κεμάλ εξελίχθηκε σε παράγοντα αποφασιστικής σημασίας για την εξισορρόπηση των αντίρροπων δυνάμεων γύρω από τη νευραλγική ζώνη των Στενών και πάνω στο επίμαχο πρόβλημα της πρόσβασης στη Μέση Ανατολή, είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει τους πρώην συμμάχους της Ελλάδας ιδιαίτερα ευάλωτους στις τουρκικές πιέσεις.
Σανταίοι Α' γενιάς |
Κυρίως, όμως, τα εσωτερικά μας πράγματα απαιτούσαν ένα συναγερμό πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων για το μεγάλο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η χώρα από δω και πέρα. Και αυτό ήταν το Προσφυγικό, η αποκατάσταση δηλ. εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων.
Δεν ήταν θέμα του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και του μέλλοντος. Βέβαια, με τις εκλογές του Δεκεμβρη του 1923 και με τη λύση του πολιτειακού ζητήματος (Άνοιξη του 1924), δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για ομαλοποίηση του πολιτικού βίου, υιοθέτηση κάποιων προγραμμάτων και ενίσχυση της διπλωματικής θέσης της χώρας. Η πρόωρη, όμως, διάσπαση της βενιζελικής παράταξης και οι απανωτές κυβερνητικές αλλαγές, σε συνδυασμό με τη δικτατορία του Πάγκαλου (Ιούνιος 1925-Αύγουστος 1926) και με τα συχνά στρατιωτικά κινήματα, λειτούργησαν ανασταλτικά προς κάθε κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο προς την κατεύθυνση του Προσφυγικού. Κι αυτό, γιατί κάθε κυβερνητική αλλαγή συνοδευόταν, πρώτα-πρώτα, με αντίστοιχη διαφοροποίηση στην προσφυγική πολιτική. Έπειτα, επέβαλλε και ορισμένες καίριες μεταβολές (μεταθέσεις ή απολύσεις) στο επιτελικό και υπαλληλικό προσωπικό των εποικιστικών υπηρεσιών. Ήταν επόμενο ότι η ρευστότητα αυτής της κατάστασης βραχυκύκλωνε, κάθε φορά, την υπόθεση της προσφυγικής αποκατάστασης.
Αντίθετα, στις αντίστοιχες τουρκικές υπηρεσίες όχι μόνο δεν άλλαξε τίποτε σ’ όλο το διάστημα της εποικιστικής διαδικασίας, αλλά και
εφαρμόστηκε, όπως αρχικά ψηφίστηκε, ο ειδικός Κανονισμός προώθησης των Μουσουλμάνων ανταλλαξίμων σε συγκεκριμένες περιοχές εγκατάστασης.
Στα παραπάνω να προσθέσουμε και το γεγονός ότι η χώρα
περνά, τρόπον τινά, μια περίοδο εθνικού διχασμού, λόγω του ότι διαμορφώνονται
τεταμένες σχέσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, που συχνά φτάνουν μέχρι και την
αιματηρή σύγκρουση. Έπειτα, καθώς η κοινωνική θέση των
προσφύγων χειροτερεύει όλο και περισσότερο, θεωρούνται εύκολη εκλογική λεία από τα διάφορα κόμματα, ιδιαίτερα το Λαϊκό και το Κ.Κ.Ε., που προσπαθούν να τους αποσπάσουν από τη συμπαγή βενιζελική
τους τοποθέτηση.
Γενικά οι πρόσφυγες, είτε ήταν κοσμοπολίτες (από τη Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.ά.), είτε επαρχιώτες (αγρότες της Ανατολίας), βρέθηκαν αποξενωμένοι μέσα στο στενό επαρχιωτισμό του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ντόπιοι και πρόσφυγες να δοκιμάσουν ένα έντονο «τραυματικό πολιτιστικό σοκ».
Γενικά οι πρόσφυγες, είτε ήταν κοσμοπολίτες (από τη Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.ά.), είτε επαρχιώτες (αγρότες της Ανατολίας), βρέθηκαν αποξενωμένοι μέσα στο στενό επαρχιωτισμό του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ντόπιοι και πρόσφυγες να δοκιμάσουν ένα έντονο «τραυματικό πολιτιστικό σοκ».
Στάθης Πελαγίδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου