(Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Κράτος» των Αθηνών και «Φάρος της Ανατολής» της Τραπεζούντας 17-24-27-31 του Μάη και 31 του Ιούνη 1912).
Αφού πρόκειται να μιλήσουμε για τα ελληνικά σχολεία των
μεταναστών ας ρίξουμε και μια ματιά στις εκκλησίες τους. Τρία χρόνια μετά από
την εγκατάσταση των μεταναστών ήρθε από το Βατούμ αρχιερατικός επίτροπος για να
τους ενθαρρύνει να φτιάξουν εκκλησίες και να τους συστήσει να πάρουν Ρώσους
ιερείς.
Σ’ αυτό το δεύτερο απέτυχε ο αρχιερατικός επίτροπος , γιατί
οι Σανταίοι μετανάστες έτυχε να πάρουν μαζί τους από τη Σαντά ιερείς τους οποίους
υποστήριζαν φανατικά. Όσον αφορά τις εκκλησίες βρήκε την κατάλληλη τοποθεσία για την
ανέγερση τους στα χωριά Άσκοβα και Κβήρηκα, για την Τάκβα όμως δεν μπορούσε να
πετύχει τίποτα και ετοιμαζόταν να φύγει. Μια γριά όμως του χωριού του έδειξε τότε πάνω σένα
λόφο λίγους τάφους μ’ έναν ξύλινο σταυρό στον καθένα και αμέσως ο αρχιερατικός
επίτροπος διέταξε να φτιάξουν οι μετανάστες εκκλησία στο μέρος εκείνο.
Πραγματικά οι μετανάστες μέσα σε λίγες βδομάδες έφτιαξαν εκεί την πρώτη ξύλινη εκκλησία
και την αφιέρωσαν στην Κοίμηση της Παναγίας.
Εκκλησία της Παναγίας στην Dagva Φωτο: Σιδηροπούλου Γεωργία) |
Το 1888 οι μετανάστες προσκάλεσαν τον Γρουζίνο δεσπότη του
Ποτίου για να εγκαινιάσει την εκκλησία. Ο Δεσπότης με μεγάλη προθυμία έφτασε
στην Τάκβα όχι μονάχα για να εγκαινιάσει την εκκλησία, αλλά και να δει και να
γνωρίσει τους μετανάστες. Ο φιλελληνισμός του Δεσπότη εκείνου δεν είχε όρια.
Εκεί που συζητούσε με τους μετανάστες εκθείαζε το ελληνικό πνεύμα, μιλούσε με
θαυμασμό για τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων και ονόμαζε τους μετανάστες
υπεράνθρωπους αφού κατόρθωσαν να υπερνικήσουν τα άπειρα εμπόδια και να
εγκατασταθούν στα ορεινά αυτά χωριά.
Σε κάποια στιγμή για να γνωρίσει τα έθιμα τους ο Δεσπότης τους
παρακάλεσε να στήσουν κάποιον χορό και οι μετανάστες Σανταίοι χόρεψαν τότε τον
καλύτερο χορό του Πόντου, τον χορό Σέρρα, από τον οποίο έμεινε
κατενθουσιασμένος ο Δεσπότης. Φιλοδώρησε τότε ο Δεσπότης τους χορευτές,
ευλόγησε το πλήθος και έφυγε για την έδρα της επαρχίας του. Με μεγάλη συγκίνηση
αναφέρουν οι κάτοικοι Τάκβας την επίσκεψη αυτή του μεγάλου φιλέλληνα.
Για την εκπαίδευση των μεταναστών αυτών έχουμε να πούμε:
Οι μετανάστες της Κβήρηκας προνόησαν να φέρουν μαζί τους από
την Σαντά Έλληνα δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, που εργάζεται συνέχεια στο
σχολείο τους 30 χρόνια και εκτιμάται από τους κατοίκους η δράση του.
Οι μετανάστες της Άσκοβας όχι μόνο δεν φρόντισαν να φέρουν
μαζί τους δασκάλους από τον Πόντο, αλλά και όσους βάζουν στο χέρι δεν τους περιποιούνται
γιατί σήμερα τους συμφωνούν (διορίζουν) και αύριο τους απολύουν. Σήμερα
μπερδεύτηκαν περισσότερο τα πράγματα οι κάτοικοι χώρισαν σε δύο αντιμαχόμενες
φατρίες και δεν μπορούν να συνεννοηθούν για την πρόσληψη Έλληνα δασκάλου.
Εύχομαι να συνέλθουν και να φροντίσουν από κοινού για την περίσωση της εθνικής τους
υπόστασης.
Οι μετανάστες της Τάκβας δε έφεραν κι’ αυτοί δασκάλους από τον Πόντο αλλά μόλις εγκαταστάθηκαν στο
χωριό φρόντισαν να βρουν Έλληνα δάσκαλο, τον οποίο περιποιήθηκαν ηγεμονικά.
Παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τις προόδους των παιδιών τους στα ελληνικά
γράμματα, ενθάρρυναν τον δάσκαλο στο έργο του και δεν ήξεραν πως να εκδηλώσουν
τον ζήλο τους στα ελληνικά. Έτσι τον πρώτο δάσκαλο , τον Μιχάλη Λαμπριανίδη,
τον κράτησαν 15 περίπου χρόνια και κατά το 1906 κάλεσαν και εμένα να διδάξω στο
σχολείο τους.
Δεν μπορώ με μια άψυχη πέννα να παραστήσω ζωντανά πόσο
μεγάλη εντύπωση μου προξένησε η εγκάρδια υποδοχή των κατοίκων, η απέραντη
φιλοξενία τους, ο άδολος πατριωτισμός και η τρυφερή νοσταλγία τους προς τη
μητέρα Σαντά, της οποίας αντιπρόσωπος
ήρθε να μορφώσει τα παιδιά τους. Είχα πολλούς , πάρα πολλούς συγγενείς σ’ αυτό
το χωριό. Γιατί να το αποκρύψω;
Βούρκωσαν τα μάτια μου όταν πρωτομπήκα στο χωριό και είδα τους άγνωστους σ’ εμένα συγγενείς και μάλιστα στενούς τέτοιους να με χαιρετούν , να με φιλούν και να μου απευθύνουν το καλώς όρισες ξαδελφάκι μας , ανεψάκι μας κλπ. Οι από τη μητέρα μου θείες μου Σοφία και Ευθυμία με καταφιλούσαν και έκλαιγαν από τη μεγάλη τους χαρά και συγκίνηση. Πως να ξεχάσω τις μέρες εκείνες;
Βούρκωσαν τα μάτια μου όταν πρωτομπήκα στο χωριό και είδα τους άγνωστους σ’ εμένα συγγενείς και μάλιστα στενούς τέτοιους να με χαιρετούν , να με φιλούν και να μου απευθύνουν το καλώς όρισες ξαδελφάκι μας , ανεψάκι μας κλπ. Οι από τη μητέρα μου θείες μου Σοφία και Ευθυμία με καταφιλούσαν και έκλαιγαν από τη μεγάλη τους χαρά και συγκίνηση. Πως να ξεχάσω τις μέρες εκείνες;
Την 18 του Σεπτέμβρη του 1906 άρχισαν οι εγγραφές και την πρώτη
μέρα των εγγραφών παρουσιάστηκαν 45 παιδιά. Αυτό και μόνο απέδειξε την προθυμία
των μεταναστών στα ελληνικά γράμματα. Η προθυμία αυτή με κλόνισε, δάκρυζα σαν
έβλεπα να μη γνωρίζουν τα λουλουδάκια αυτά ποια είναι η πατρίδα τους και ποια η
καταγωγή τους. Με όλη μου την ψυχή ετοιμάστηκα για τον αγώνα της περίσωσης
των παιδιών αυτών από τον εθνικό αφανισμό. Μέσα σε λίγους μήνες είδα τα
παιδάκια μας αυτά να καυχώνται πως είναι Ελληνόπουλα, πως έχουν πατρίδα την
Σαντά και μητέρα την Ελλάδα. Ομολογώ πως στους πρώτους μήνες παραμέλησα τα
μαθήματα χάρη της εθνικής προπαγάνδας, με κίνδυνο να συλληφθώ και να απελαθώ
στην Τουρκία.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και βλέπω λίγους μετανάστες να
εξυμνούν και να εκθειάζουν τη ρωσική γλώσσα κι αυτό με ανάγκασε να μιλήσω
δημόσια κατά την ημέρα των εξετάσεων , την 24 του Μάη του 1907.
Ασκοβα Βατούμ 1965: Ο Σανταίος λυράρης Ιωάννης Τσορτανίδης (Τσορτάντς ) ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς |
Παραθέτω απόσπασμα της ομιλίας μου:
"Είναι γνωστό σε όλους ότι η ρωσομάθεια μας ωφελεί υλικά ,
μα η ηθική ζημιά που μας γίνεται είναι ανυπολόγιστη, γιατί κι’ αυτοί οι Ρώσοι
σαν μας βλέπουν να καλλιεργούμε με ζήλο τη ρωσική γλώσσα και να παραμελούμε την
ελληνική, ελεεινολογούν για την ξενομανία μας ή καλύτερα για την ρωσομανία μας. Με αυτά που
λέμε δεν εννοούμε ν’ απομακρύνομαι τη ρωσική, γιατί μας είναι απαραίτητη. Η εκμάθηση
όμως της ελληνικής δεν πρέπει να περιορίζεται στα 24 γράμματα του αλφάβητου όπως
διαλαλούν μερικοί καλοί πατριώτες μας , αλλά πρέπει μέσα σε λίγα χρόνια να
έχουμε πλήρες ελληνικό σχολείο με 6 τάξεις και 2 δασκάλους".
Ευτυχώς έπιασαν τόπο οι υποδείξεις μας αυτές και μετά δύο
χρόνια είχαμε πλήρες ελληνικό δημοτικό σχολείο με 2 δάσκαλους. Σε κείνη την
ευτυχισμένη εποχή σε όλο τον Καύκασο δεν βρισκόταν ομοιόμορφο σχολείο, σχολείο
ελληνικό αμιγές με 2 Έλληνες δάσκαλους και 90 μαθητές. Όλα πήγαινα καλά, οι
κάτοικοι ήσαν κατενθουσιασμένοι από την
εργασία μας, οι μαθητές περίσσευαν χρόνο με το χρόνο. Στο μεταξύ όμως παρουσιάστηκαν
μερικοί ανισόρροποι που ενήργησαν την απαγωγή της αδελφής μου , με ανάγκασαν να
αποσυρθώ ύστερα από πεντάχρονη εργασία και να αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους.
Σήμερα χάθηκε κάθε ελπίδα για την επαναφορά του πλήρους
ελληνικού δημοτικού σχολείου. Φτιάχνονται
στο ελληνικότατο αυτό χωριό του Καυκάσου δύο ρωσικά σχολεία, αρρεναγωγείο και
παρθεναγωγείο ενώ στον κοντινό σταθμό Κουπιλέτ βρίσκεται πλήρες ρωσικό δημοτικό
σχολείο με 6 τάξεις και πολλούς
δασκάλους., έτσι η ίδρυση στην Τάκβα δυο ρωσικών σχολείων κρίνεται σαν επικίνδυνη
πολυτέλεια.Αυτό το αντιλήφθησαν πολλοί μετανάστες της Τάκβας, οι οποίοι αδιαφορούν για τη λειτουργία των δύο ρωσικών σχολείων του χωριού. Είναι όμως λυπηρό το εξής ότι οι ιδρυτές των δύο ρωσικών σχολείων καυχιούνται για το μεγάλο τους (;) κατόρθωμα και έχουν την αξίωση να τους σέβονται γι' αυτό οι κάτοικοι του χωριού και να τους έχουν σε εκτίμηση! Είναι να φρίξει κανείς! Ένα ελληνικό χωριό να έχει δύο ρωσικά σχολεία και ενα ατελέστατο ελληνικό! Σπάνιο φαινόμενο του 20ου αιώνα Μα ο κάθε αιώνας έρχεται με τις εκπλήξεις του. Και ποιες είναι οι εκπλήξεις του 20ου αιώνα; Να, δύο ρωσικά σχολεία σ' ένα μικρό ελληνικό χωριό! Ωραία πρόοδος!
Και η ελληνική γλώσσα; Αυτή ζει σε τρώγλες, έν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Γράφω τα παραπάνω από συμπόνια προς τους συμπατριώτες μου αυτούς, οι οποίοι δεν ξέρουν τι γίνεται γύρω τους. Ας είναι αυτοί βέβαιοι ότι, αν κάποτε ο εκρωσισμός απλώσει τις μαύρες φτερούγες του πάνω τους, μόνος εγώ όπου βρεθώ, πάνω στη γη ή κάτω απ' αυτή, θα χύσω ένα δάκρυ γι' αυτούς.
Φρονώ ότι τους Έλληνες της Ρωσίας δεν μπορούν να τους σώσουν από τον εκρωσισμό ούτε οι εκκλησίες ούτε τα σχολεία, παρά μονάχα η μετανάστευση στην Ελλάδα. Ο,τι έγινε με το σχολείο της Τάκβας, έγινε και με τα σχολεία των δύο άλλων χωριών Άσκοβας και Κβήρηκας και έτσι η κατάσταση παρουσιάζεται απελπιστική.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου