Οι πρόγονοι των σημερινών
Ελλήνων της Ατζαρίας προέρχονται από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και
κυρίως από την πόλη Τραπεζούντα και τη γύρω περιοχή της.
Η
τακτική στρατιωτική απειλή εχθρικών κρατών και λαών ανάγκασαν τους ηγεμόνες
της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας να βάλουν σε πρώτη θέση την ανέγερση
διαφόρων οχυρωματικών εγκαταστάσεων σ’ όλη την επικράτειά της και επομένως και
στην πρωτεύουσα. Η σχεδίαση και ανέγερση αυτών των έργων απαιτούσε μεγάλο
αριθμό μαστόρων, διαφορετικών επαγγελμάτων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της
Τραπεζούντας και άλλων πόλεων αποτελούνταν από δραστήριους εμπόρους, μάστορες
λιθοξόους, μαραγκούς και κατασκευαστές πλοίων. Περίφημοι ήταν οι χρυσοχόοι
από την Τραπεζούντα, που η τέχνη τους είχε αξία και στην περίοδο της
τουρκοκρατίας, όταν οι Έλληνες μετέδωσαν στους Οθωμανούς την πείρα της δικής
τους τέχνης.
Με την άλωση της Τραπεζούντας
οι Έλληνες έμειναν εκεί που ήταν, επειδή τους χρειάζονταν οι σουλτάνοι, όπως
και οι πρώην Αυτοκράτορες. Λόγω της δύσκολης γεωγραφικής θέσης, αλλά
ιδιαίτερα, λόγω του σκληρού χαρακτήρα του ντόπιου πληθυσμού, οι Οθωμανοί δεν
κατάφεραν να τους κατακτήσουν. Γενικά ο Ελληνικός πληθυσμός αυτής της περιοχής
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1821 ζούσε πιο ήρεμα από τους Έλληνες της
Ανατολίας. Οι Έλληνες αυτής της περιοχής κατάφεραν να διατηρήσουν την
εκκλησία, τα σχολεία και τη μητρική τους γλώσσα. Όμως με την αρχή του Εθνικού
Απελευθερωτικού Κινήματος στην Ελλάδα οι σχέσεις μεταξύ του Οθωμανικού Μουσουλμανικού
και Ελληνικού πληθυσμού άρχισαν να χειροτερεύουν.
Η εμφάνιση της Οθωμανικής
αστικής τάξης στις αρχές του 19ου αιώνα και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του
σουλτάνου Σελήμ Β', το 1826, οδήγησε το σώμα των γενιτσάρων στην καταστροφή. Η
ανεξαρτησία της Ελλάδος το 1829 και η απόστασή της από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία διαμόρφωσαν τις σχέσεις του ντόπιου Μουσουλμανικού πληθυσμού και
των ιθυνόντων κύκλων της αυτοκρατορίας με τους Έλληνες. Η κυβέρνηση της
αυτοκρατορίας άρχισε να ασκεί επιθετική ανθελληνική πολιτική κατηγορώντας τους
Έλληνες για όλες τις αταξίες που γίνονταν μέσα στη χώρα. Οι εξαγριωμένοι
γενίτσαροι, που εξορίστηκαν από την Κωνσταντινούπολη και από τις άλλες μεγάλες πόλεις
που ήταν εκατοντάδες και χιλιάδες, σκορπίστηκαν σ’ όλη την Αυτοκρατορία με
σκοπό να εκδικηθούν τους Έλληνες και τους άλλους χριστιανούς κατηγορώντας τους
για τα προβλήματα, μπροστά στα οποία βρέθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από αριστερά ο Έλληνας Τανιμανίδης και άλλοι ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου Βατούμ |
Ιδιαίτερα η μετανάστευση
μεγάλου μέρους του Ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολία το 1829 ανάγκασε τους
Έλληνες της Τραπεζούντας να σκεφτούν τη μοίρα του έθνους τους κι αυτό, επειδή η
αναχώρηση του Ελληνικού πληθυσμού της Ανατολίας δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα.
Από τότε οι Έλληνες αυτής της περιοχής έμειναν μόνοι με το εχθρικό Ισλαμικό
περιβάλλον. Οι ιθύνοντες κύκλοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ασκούσαν εχθρική
θρησκευτική πολιτική εναντίον των Ελλήνων. Αυτά τα γεγονότα βοηθούσαν στην
αύξηση της ανεργίας στον Ελληνικό πληθυσμό. Αυτό το μέρος του πληθυσμού
αναγκαστικά άρχισε να κυκλοφορεί στις κοντινές περιοχές, με σκοπό να βρει το
έκτακτο έσοδο.
Έτσι, το 1849 στην Ατζαρία
εμφανίστηκαν οι πρώτοι Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτά τα
γεγονότα επιβεβαιώνονται από τα επίσημα ντοκουμέντα, που υπάρχουν στα αρχεία
της Ατζαρίας. Ένα από αυτά τα ντοκουμέντα μας πληροφορεί: «Ο Έλληνας από την
Τραπεζούντα Γεώργιος Τρεφτάνωφ είχε έρθει στην πόλη Βατούμ το 1849, όπου έζησε
μερικούς μήνες. Αφού έμαθε ότι στην περιοχή έξω από την πόλη υπάρχουν
κοιτάσματα πέτρας, πήγε στο χωριό Τζέγκβα. όπου λειτουργούσε το λατομείο. Από
αυτή τη δουλειά ο Τρεφτάνωο άρχισε να πληρώνει κάθε μήνα ορισμένα ποσά για την
τοπική Εκκλησία. Λίγο μετά κάλεσε μερικούς συγγενείς του από την Τραπεζούντα,
οι οποίοι ήταν μάστορες λιθοξόοι. Οι Έλληνες νοίκιασαν τα μέσα για τη μεταφορά
της πέτρας στην πόλη Τιφλίδα για την οικοδόμηση της γέφυρας στο ποτάμι Κουρά.
Επίσης αυτή η ομάδα των Ελλήνων μαστόρων ασχολήθηκε με την ξύλευση και την
επεξεργασία της ξυλείας»-.
Όπως φαίνεται, οι Έλληνες
μαστόροι διαφορετικών επαγγελμάτων στην Ατζαρία γρήγορα βρήκαν δουλειές και
εργάζονταν εντατικά. Με ρικοί
απ’ αυτούς εργάζονταν ως ξυλουργοί και αργότερα αυτοί οι μαστόροι έγιναν
γνωστοί στους ντόπιους πληθυσμούς ως μάστορες της ξυλογλυπτικής σε κόκκινο
ξύλο. Οι Έλληνες με τέτοια επαγγέλματα εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Βατούμ, Πότη
και Σοχούμ. Το σκάλισμα του ξύλου έγινε η αγαπημένη δουλειά των Ελλήνων. Τα
προϊόντα του άρεσαν στους ντόπιους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα σ’
αυτήν την πόλη συγκεντρώθηκαν ορισμένες ελληνικές οικογένειες, οι οποίες
προέρχονταν από την Τραπεζούντα και από τις κοντινές περιοχές της. Γι’ αυτό οι
Ρώσοι και οι ξένοι οδοιπόροι έλεγαν ότι από το 1861 στην πόλη Βατούμ υπάρχει
Ελληνικό σχολείο. Αυτό ήταν ένα κανονικό κοσμικό σχολείο, όπου σπούδαζαν τα
παιδιά των Ελλήνων εμπόρων. Όσον αφορά αυτό το ζήτημα ο Γερμανός γιατρός Ε.Β.
Έριξον γράφει: «Στα χρόνια 1841- 1866 εξαντλημένοι και πεινασμένοι Αμπχάζοι από
κοντινές περιοχές του Βατούμ δεν τα βρήκαν με τους συμπατριώτες τους, ενώ τα
βρήκαν μεταξύ τους οι Έλληνες και οι Αρμένιοι μετανάστες».
Για την κατάσταση του εμπορίου
στην πόλη Βατούμ η τοπική Γεωργιανή εφημερίδα «Ιβέρια» το 1878 έγραφε: «Στο
νομό, αλλά ιδιαίτερα στην πόλη Βατούμ, με το εμπόριο ασχολείται ο ντόπιος
πληθυσμός και μερικοί Έλληνες από το εξωτερικό».
Από την περιοχή Σαντάς της
Τραπεζούντας ως το τέλος της δεκαετίας του ’70 του 19ου αιώνα έρχονται στο
Βατούμ πολλοί καλοί μάστορες διαφόρων τεχνών. Ο ντόπιος πληθυσμός ενδιαφερόταν
περισσότερο για τους καλούς οικοδόμους, γιατρούς και ξυλουργούς Έλληνες παρά
για τους γείτονές τους, που είχαν τάση για τον οθωμανικό φανατισμό και δεν
ήξεραν να κάνουν τίποτα.
Οι Έλληνες μάστορες, που
έρχονταν στην Ατζαρία, ήταν απασχολημένοι με τις δουλειές τους. Στις αρχές της
δεκαετίας του ’50 του 19ου αιώνα οι γνωστοί και ικανοί Έλληνες από τα Σούρμενα
και Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας ήλθαν στην αρχή σαν έμποροι, αλλά μετά
εγκαταστάθηκαν εκεί για πάντα και άρχισαν να ανοίγουν μαγαζιά, φαρμακεία και
διάφορες μικρές χειροτεχνίες. Σαν Ορθόδοξοι αυτοί οι Έλληνες, είχαν ως βασικό
σκοπό, να χτίσουν την Εκκλησία και το σχολείο, στο οποίο τα μαθήματα θα
διδάσκονταν στη μητρική τους γλώσσα. Αυτό το χαρακτηριστικό των Ελλήνων
ενδιέφερε τους ιθύνοντες κύκλους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και κάποιους
ντόπιους διανοούμενους, οι οποίοι φέρθηκαν στους Έλληνες πολύ καλά.
Κοίμηση της Θεοτόκου του χωριού Ντάγκβα |
Έτσι, λοιπόν, μέχρι τον
Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο (1877-1878) στο Βατούμ εγκαταστάθηκαν άνεργοι μάστορες
πετροκόποι, οικοδόμοι, ξυλουργοί, έμποροι και διανοούμενοι.
Το Ανατολικό Ζήτημα ανανεώθηκε
στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 του 19ου αιώνα λόγω του
εθνικού-απελευθερωτικού κινήματος στα Βαλκάνια. Η κρίση ολοκληρώθηκε με το
Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο. Μετά τον πόλεμο η Ρωσία έκλεισε “Συμφωνία του Αγίου
Στεφάνου” με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σύμφωνα με τους όρους της
συμφωνίας ενώθηκε η Γεωργία με την Ατζαρία. Λόγω των γεγονότων αυτών η
κατάσταση όλων των Ελλήνων των βορειο-ανατολικών περιοχών Μικράς Ασίας
χειροτέρεψε. Οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να μεταναστεύσουν από τις περιοχές, που
ήταν υπό την εξουσία των ισλαμιστών θεμελιωτών.
Η απόσταση της Ατζαρίας από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία και η προπαγάνδα των Οθωμανών ανάμεσα στο ντόπιο
πληθυσμό να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να φύγουν στη Μικρά Ασία έδειχναν
ότι οι ιθύνοντες κύκλοι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά
πιά την υποδοχή του χριστιανικού πληθυσμού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην
περιοχή του Βατούμ. Αυτήν την απόφαση των ιθυνόντων κύκλων της Ρωσίας
πολλοί Έλληνες τη δέχτηκαν θετικά. Οι άλλοι, με την ευκαιρία αυτή μετανάστευσαν
στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, οι πρώτοι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία
άρχισαν να έρχονται στην πόλη Βατούμ μετά το Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο 1877-1878.
Οι Έλληνες αυτοί στην πόλη Βατούμ άρχισαν να ανοίγουν αρτοποιεία και φαρμακεία.
Στα φαρμακεία υπηρετούσαν οι γνωστοί γιατροί από την Τραπεζούντα. Τους χρειάζονταν
περισσότερο οι ντόπιοι πληθυσμοί της Ατζαρίας. Οι κακές κλιματολογικές συνθήκες
και το βαλτώδες έδαφος συχνά προκαλούσαν ελονοσία και άλλες ασθένειες, από τις
οποίες πέθαιναν πολλοί άνθρωποι.
Από την άλλη μεριά, οι περιοχές
του Βατούμ ήταν γνωστές στους Έλληνες της Τραπεζούντας, γιατί οι περισσότεροι
μάστορες πετροκόποι σ’ αυτήν την περιοχή ήταν μόνιμοι εργάτες, που έρχονταν
στο Βατούμ για τις προσωρινές εργασίες. Από τότε οι Έλληνες αυτής της περιοχής
άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους από λάσπη και τούβλα. Αυτά τα σπίτια ήταν
μονώροφες κατοικίες, που είχαν 2 δωμάτια και φούρνο. Τα πατώματα σ’ αυτά ήταν
από λάσπη, όμως τα ταβάνια ήταν από επεξεργασμένα ξύλινα σανίδια. Οι
περισσότεροι μάστορες προέρχονταν από την περιοχή των Σουρμένων.
Μετά τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο
(1877-1878), στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν οι πολιτικές, οικονομικές και
θρησκευτικές διώξεις εναντίον του Ελληνικού πληθυσμού. Τότε ο Μικρασιατικός
Ελληνικός πληθυσμός, αναγκαστικά, άρχισε να ψάχνει πώς να σώσει το έθνος και
την Ορθοδοξία.
Γι’ αυτό το σκοπό απ’ όλες τις
περιοχές, όπου έμεναν οι Έλληνες, συγκεντρώνονταν οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι για
να ’ρθουν σε επαφή με τον πρόξενο της Ρωσίας στην Τραπεζούντα. Αφού τους έδωσε
την άδεια ο Ρώσος
πρόξενος, οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων άρχισαν να συντάσσουν τους καταλόγους
των ατόμων, που μετανάστευαν στην ομόθρησκη Ρωσική Αυτοκρατορία. Για πρώτη
φορά ομαδικώς οι Έλληνες της περιοχής Τραπεζούντας άρχισαν να μεταναστεύουν στη
Ρωσική Αυτοκρατορία και συγκεκριμένα στην Ατζαρία το 1880. Μιλώντας λεπτομερειακά
γι’ αυτήν τη μετανάστευση, να σημειώσουμε ότι, στις 6 Νοεμβρίου του ίδιου έτους,
το καράβι «Ρωστώφ» μετέφερε 190 Ελληνικές οικογένειες από την Τραπεζούντα στην
πόλη Βατούμ.
Ο πρόξενος της Ρωσίας στην Τραπεζούντα,
σχετικά μ’ αυτές τις ελληνικές οικογένειες, μας πληροφορεί ότι ο καπετάνιος του
καραβιού αρνιόταν να τους πάει στο Βατούμ λόγω έλλειψης διαβατηρίων. Όμως ο
πρόξενος επέμενε να τους πάνε στο Βατούμ. Ο υπάλληλος του προξενείου Γκεβόρκ
έδωσε για όλους ένα ομαδικό εισιτήριο μέχρι την πόλη Βατούμ. Μολονότι ο
καπετάνιος Λιτσκοβότο επέμενε στην άποψή του, οι Έλληνες επιβάτες δήλωσαν ότι
κανένας δε θα εγκαταλείψει το καράβι, επειδή ήδη βρισκόταν υπό την προστασία
της Ρωσίας.
Μετά, στο Βατούμ έφτασε και μια
δεύτερη ομάδα, που αποτελούνταν από 36 οικογένειες. Ύστερα ο αριθμός των
Ελλήνων στο Βατούμ έφτασε στα 2107 άτομα. Όλες αυτές οι οικογένειες ήρθαν από
την περιοχή Σαντζάκ Τοκάτ, Βιλαέτι Σιβάς με την άδεια των ιθυνόντων κύκλων της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τις αναφορές τους αυτοί οι Έλληνες δεν
ήταν από την κατηγορία εκείνη των Ελλήνων, που θα έπαιρναν γη στην περιοχή του
Καρς. Οι έλληνες δήλωναν ότι η Οθωμανική κυβέρνηση δεν τους επέτρεπε να πουλάνε
τις περιουσίες τους. Επίσης λόγω της έλλειψης πελατών τα σπίτια τα πήραν οι
τούρκοι. Η βιασύνη και η ταραχή που υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες, η έλλειψη
των προμηθειών και η έλλειψη ιατρικής περίθαλψης ευνόησαν την εξάπλωση διαφόρων
ασθενειών. Τις μέρες που διαρκούσε το ταξίδι στο καράβι πέθαναν 7 άτομα.
Όσοι έφτασαν στο Βατούμ
τακτοποιήθηκαν σε στρατώνες και σε φυλακές της πόλης. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς
ήταν αγρότες, υπήρχαν όμως και τεχνίτες, όπως σιδηρουργοί, πετροκόποι,
κλειδαράδες, κασσιτερωτές κ.τ.λ.
Σ’ αυτήν την ομάδα των Ελλήνων
κάθε μέρα δίνονταν τρόφιμα 51 πουντ και 22 φουντ αλεύρι. Ο πρώτος άνθρωπος
στη ρωσική αυτοκρατορία, που βοήθησε τους Έλληνες, ήταν ο Έλληνας από την
Οδησσό Μαράζλι. Η κόρη του ήταν παντρεμένη με τον δ/ντή της γραμματείας του
τοποτηρητή στον Καύκασο, τον Σάφονο Στέφανο του Βασιλείου.
Ο Έλληνας Μαζραζλί από την
Οδησσό έστειλε στους Έλληνες, που ήρθαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην πόλη
Βατούμ, 500 ρούβλια. Άλλος ένας Έλληνας, ο Ροδοκανάκης, έστειλε 50 τσουβάλια αλεύρι.
Η συνδρομή που άνοιξε στην Οδησσό έδωσε 1200 ρούβλια. Όλοι οι ενήλικες άνδρες
άρχισαν να δουλεύουν στο λιμάνι και στο σιδηροδρομικό σταθμό. Η οργάνωση του
Κόκκινου Σταυρού έστειλε 3 φούντια και 116 ζευγάρια ασπρόρουχα. Λόγω του λοιμού
και του κρύου πέθαναν 112 άτομα μέσα σε ενάμισο μήνα. Οι οικονομικές δυσκολίες
ανάγκασαν τους Έλληνες του Βατούμ να φύγουν από την πόλη και να δημιουργήσουν
στις περιφέρειές του τα δικά τους χωριά, που μπόρεσαν σιγά σιγά να λύσουν τα
οικονομικά προβλήματά τους. Αποφασίστηκε οι Έλληνες να εγκατασταθούν στο
Μαράγκι Μουργούλ. Ένα χρόνο μετά το ίδιο καράβι από την Ορδού έφερε στο Βατούμ
ακόμη 1000 Έλληνες μετανάστες. Γι’ αυτό το γεγονός από την Τραπεζούντα ο
πρόξενος της ρωσικής αυτοκρατορίας στις 5 Δεκεμβρίου 1881 με το τηλεγράφημα
1995 πληροφόρησε.
1. Οσαρντζούκ - 391 άτομα
2. Σουρχούμ - 617 άτομα
3. Μεσσέρι - 236
4. Γιατζούλα - 159
5. Κελεμίτς - 205
6. Πολατλί - 61
7. Μπιρϊούκ - 19
8. Τοχού - 64
9. Εσκικαλέ - 54
10. Βλαδικλή - 146
11. Συτσέπα - 84
Συνολικά - 1995 άτομα
Οι ντόπιες αρχές δεν μπορούσαν
να λύσουν τα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά
προβλήματα των Ελλήνων του Βατούμ και των περιοχών του, όπου εγκαταστάθηκαν οι
Έλληνες. Γι’ αυτό οι Έλληνες αναγκαστικά έγραψαν στις 9 Δεκεμβρίου 1881 μια επίσημη αίτηση στο όνομα του
τοπικού Διοικητή, που αναφέρει τα εξής:
«Στο Στρατηγό Γκουμπερνάτορ της
περιοχής Βατούμ από τις 250 ελληνικές οικογένειες. Εμείς οι εξουσιοδοτημένοι:
Δημήτρι Χαντζί Παρασκεύωφ, Ιωσήφ
Φεοδωρος, Ιερεμίας Παναγιώτης Φωτα Παπάσ-όγλου, Ιερέας
Βασίλειος, Γεώργιος Χαντζί Αναστάς και Καζαντζί- ογλού Νικόλαος δηλώνουμε ότι,
οι συμπατριώτες μας ζούνε χωρίς ψωμί και στέγη. Είμαστε αναγκασμένοι με θλίψη
να ζητάμε το κομμάτι ψωμιού, καταλαβαίνουμε το λάθος μας. Αφήνοντας την
πατρίδα μας, γίναμε βάρος για τη ρωσική αυτοκρατορία. Όμως δεν μπορούμε να
επανορθώσουμε το λάθος αυτό, κανένας από μας δε θέλει να χάσει το ηθικό του. Η
απόφασή μας είναι η νίκη όλων των δυσκολιών της ζωής μας, παρά τις σκέψεις που
είχαν κάνει για μας οι Τούρκοι».
Ανυπόφορες καταστάσεις της ζωής
των Ελλήνων της περιοχής Βατούμ εντυπώσιασαν το στρατιωτικό διοικητή της
περιοχής, που αναγκαστικά πληροφόρησε το εξής: «Επειδή τα χρήματα, που δόθηκαν
από τα κράτος ως βοήθημα στους Έλληνες, δε φτάνουνε για την τακτοποίησή τους,
μεσολαβώ για να δοθεί στους Έλληνες παραπάνω 600 πουντ καλαμπόκι στην περιοχή
της Καμπουλέτι και 200 πουντ αλεύρι. Σ’ αυτούς που ήρθαν το Νοέμβριο του 1881
να δοθούν 433 πουντ και 10 φουντ σικαλίσιο αλεύρι αξίας 969 ρούμπλια και 41
καπίκ από το κατάστημα του Τσουρούκσουϊσκ. Ο Γκουμπερνάτορ πληροφορεί ότι,
όσοι ήρθαν την άνοιξη του 1883, πηγαίνουν στην περιοχή του Καρς, στην περιοχή
του Τσερνομόρσκ και στήν περιοχή του Κουμπάν. Οι υπόλοιποι γύρισαν στην
Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η Βραδυκινησία των ιθυνόντων
κύκλων να τακτοποιηθούν οι Έλληνες στην περιοχή του Βατούμ στο τέλος
στενοχώρησε πολλούς αρχηγούς των ελληνικών ομάδων. Αυτοί οι αρχηγοί των Ελλήνων
στις 24 Απριλίου 1882 έγραψαν επίσημη αίτηση, στην οποία αναφέρεται το εξής:
«Από τις 30 οικογένειες, που ζούνε προσωρινά στο Βατούμ, οι εξουσιοδοτημένοι
Κυριάκος Καϊπα ογλού, X. Παναγιότ ογλού, Ιώρ Σταφάν ογλού, Στάθιος Στεφάν
ογλού, Γιάνι Στεφάν ογλού, Γιάννι Ισταμπολού, Σ. Στεφάν ογλού, ζητάμε από σας
να μας επιτρέψετε να μεταναστεύσουμε στην περιοχή του Καρς, Αρνταγκάν ή στην
περιοχή του Σαυσέτ.
Σ’ αυτήν την αίτηση οι Έλληνες
παραπονούνται ότι συχνά οι ντόπιοι τους κατηγορούν για τις ληστείες. Για
παράδειγμα στις 23 Μαρτίου του 1883 είχε γίνει αγωγή στον Έλληνα Αφουξενίδη που
μένει στο Βατούμ. Η ουσία της κατηγορίας είναι ότι αυτός ο Έλληνας κατέστρεψε
παλιά γέφυρα και τις πέτρες τις πούλησε στο διοικητή της περιοχής του Βατούμ
συνταγματάρχη Στεπάνωφ. Μετά ανακαλύφθηκε ότι τις πέτρες από το δρόμο του
Αχαλτσίχε πουλούσαν στο Στεπάνωφ ο Αρμένιος Κιλιτσιάν και ο Ντουρσούν Μπιμπίλ
ογλού, κάτοικοι του χωριού Εργέ.
Η μετανάστευση των Ελλήνων της
Μικράς Ασίας στην Ατζαρία συνεχιζόταν ακόμα ως το έτος 1923, δηλαδή μέχρι τη
Μικρασιατική καταστροφή.
Σωκράτης Αγγελίδης
Δρ Ιστορίας- Ανατολικολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου