Σύντομη ιστορία των Ελλήνων της Ατζαρίας.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Οι πρόγονοι των σημερινών Ελλήνων της Ατζαρίας προέρχονται α­πό την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και κυρίως από την πόλη Τραπεζούντα και τη γύρω περιοχή της.

Η Τραπεζούντα έγινε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας το 1204, με­τά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Από τότε η μεγάλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για 56 χρόνια έπαψε να υπάρ­χει. Στο βόρειο ανατολικό τμήμα της δημιουργήθηκε μια νέα Ελληνι­κή Αυτοκρατορία, η οποία πήρε το όνομα της πόλης Τραπεζούντας.
Η τακτική στρατιωτική απειλή εχθρικών κρατών και λαών ανά­γκασαν τους ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας να βάλουν σε πρώτη θέση την ανέγερση διαφόρων οχυρωματικών εγκαταστάσε­ων σ’ όλη την επικράτειά της και επομένως και στην πρωτεύουσα. Η σχεδίαση και ανέγερση αυτών των έργων απαιτούσε μεγάλο αριθμό μαστόρων, διαφορετικών επαγγελμάτων. Ένα μεγάλο μέρος του πλη­θυσμού της Τραπεζούντας και άλλων πόλεων αποτελούνταν από δρα­στήριους εμπόρους, μάστορες λιθοξόους, μαραγκούς και κατασκευαστές πλοίων. Περίφημοι ήταν οι χρυσοχόοι από την Τραπεζούντα, που η τέ­χνη τους είχε αξία και στην περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν οι Έλλη­νες μετέδωσαν στους Οθωμανούς την πείρα της δικής τους τέχνης.
Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων εγχρώμων μεταλλείων της Αυ­τοκρατορίας ήταν η αγαπημένη των Ελλήνων. Αυτή η δραστηριότητα των Ελλήνων ξεκίνησε από το μεσαίωνα και έφτασε στις μέρες μας. Μεγάλη ιστορία έχουν και τα αργυρά ορυχεία στο Μπαϊμπούρτ και στην Αργυρούπολη. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα των Αρχείων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι Έλληνες της Τραπεζούντας και της Κερασούντας ήταν πλούσιοι ιδιοκτήτες των πολυάριθμων πλοίων και πραγματοποιούσαν ανεξάρτητη ναυσιπλοΐα στα διάφορα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Έλληνες επίσης υπηρετούσαν ως ναύτες στα πλοία των Γενοβέζων στη Μαύρη Θάλασσα.
Με την άλωση της Τραπεζούντας οι Έλληνες έμειναν εκεί που ήταν, επειδή τους χρειάζονταν οι σουλτάνοι, όπως και οι πρώην Αυτοκράτο­ρες. Λόγω της δύσκολης γεωγραφικής θέσης, αλλά ιδιαίτερα, λόγω του σκληρού χαρακτήρα του ντόπιου πληθυσμού, οι Οθωμανοί δεν κατάφεραν να τους κατακτήσουν. Γενικά ο Ελληνικός πληθυσμός αυτής της περιοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1821 ζούσε πιο ήρεμα από τους Έλληνες της Ανατολίας. Οι Έλληνες αυτής της πε­ριοχής κατάφεραν να διατηρήσουν την εκκλησία, τα σχολεία και τη μη­τρική τους γλώσσα. Όμως με την αρχή του Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος στην Ελλάδα οι σχέσεις μεταξύ του Οθωμανικού Μου­σουλμανικού και Ελληνικού πληθυσμού άρχισαν να χειροτερεύουν.
Η εμφάνιση της Οθωμανικής αστικής τάξης στις αρχές του 19ου αι­ώνα και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του σουλτάνου Σελήμ Β', το 1826, οδήγησε το σώμα των γενιτσάρων στην καταστροφή. Η ανε­ξαρτησία της Ελλάδος το 1829 και η απόστασή της από την Οθωμα­νική Αυτοκρατορία διαμόρφωσαν τις σχέσεις του ντόπιου Μουσουλμα­νικού πληθυσμού και των ιθυνόντων κύκλων της αυτοκρατορίας με τους Έλληνες. Η κυβέρνηση της αυτοκρατορίας άρχισε να ασκεί επιθε­τική ανθελληνική πολιτική κατηγορώντας τους Έλληνες για όλες τις αταξίες που γίνονταν μέσα στη χώρα. Οι εξαγριωμένοι γενίτσαροι, που εξορίστηκαν από την Κωνσταντινούπολη και από τις άλλες μεγάλες πόλεις που ήταν εκατοντάδες και χιλιάδες, σκορπίστηκαν σ’ όλη την Αυτοκρατορία με σκοπό να εκδικηθούν τους Έλληνες και τους άλλους χριστιανούς κατηγορώντας τους για τα προβλήματα, μπροστά στα ο­ποία βρέθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από αριστερά ο Έλληνας Τανιμανίδης και άλλοι ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου Βατούμ
Η γενική κατάσταση στη χώρα ανάγκασε τους Έλληνες να σκεφτούν το μέλλον τους. Ήδη από τότε πολλές Ελληνικές οικογένειες α­πό την Τραπεζούντα και τις περιοχές της, μερικές φορές ομαδικώς, έ­ψαχναν νέα στέγη.
Ιδιαίτερα η μετανάστευση μεγάλου μέρους του Ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολία το 1829 ανάγκασε τους Έλληνες της Τραπεζούντας να σκεφτούν τη μοίρα του έθνους τους κι αυτό, επειδή η αναχώρηση του Ελληνικού πληθυσμού της Ανατολίας δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα. Από τότε οι Έλληνες αυτής της περιοχής έμειναν μόνοι με το εχθρικό Ισλαμικό περιβάλλον. Οι ιθύνοντες κύκλοι της Οθωμανικής Αυτοκρα­τορίας ασκούσαν εχθρική θρησκευτική πολιτική εναντίον των Ελλήνων. Αυτά τα γεγονότα βοηθούσαν στην αύξηση της ανεργίας στον Ελληνικό πληθυσμό. Αυτό το μέρος του πληθυσμού αναγκαστικά άρχισε να κυ­κλοφορεί στις κοντινές περιοχές, με σκοπό να βρει το έκτακτο έσοδο.
Έτσι, το 1849 στην Ατζαρία εμφανίστηκαν οι πρώτοι Έλληνες α­πό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνονται από τα επίσημα ντοκουμέντα, που υπάρχουν στα αρχεία της Ατζαρίας. Ένα από αυτά τα ντοκουμέντα μας πληροφορεί: «Ο Έλληνας από την Τραπεζούντα Γεώργιος Τρεφτάνωφ είχε έρθει στην πόλη Βατούμ το 1849, όπου έζησε μερικούς μήνες. Αφού έμαθε ότι στην περιοχή έξω α­πό την πόλη υπάρχουν κοιτάσματα πέτρας, πήγε στο χωριό Τζέγκβα. όπου λειτουργούσε το λατομείο. Από αυτή τη δουλειά ο Τρεφτάνωο άρχισε να πληρώνει κάθε μήνα ορισμένα ποσά για την τοπική Εκκλη­σία. Λίγο μετά κάλεσε μερικούς συγγενείς του από την Τραπεζούντα, οι οποίοι ήταν μάστορες λιθοξόοι. Οι Έλληνες νοίκιασαν τα μέσα για τη μεταφορά της πέτρας στην πόλη Τιφλίδα για την οικοδόμηση της γέφυρας στο ποτάμι Κουρά. Επίσης αυτή η ομάδα των Ελλήνων μα­στόρων ασχολήθηκε με την ξύλευση και την επεξεργασία της ξυλείας»-.
Όπως φαίνεται, οι Έλληνες μαστόροι διαφορετικών επαγγελμάτων στην Ατζαρία γρήγορα βρήκαν δουλειές και εργάζονταν εντατικά. Μερικοί απ’ αυτούς εργάζονταν ως ξυλουργοί και αργότερα αυτοί οι μαστόροι έγιναν γνωστοί στους ντόπιους πληθυσμούς ως μάστορες της ξυ­λογλυπτικής σε κόκκινο ξύλο. Οι Έλληνες με τέτοια επαγγέλματα ε­γκαταστάθηκαν στις πόλεις Βατούμ, Πότη και Σοχούμ. Το σκάλισμα του ξύλου έγινε η αγαπημένη δουλειά των Ελλήνων. Τα προϊόντα του άρεσαν στους ντόπιους.
Μιλώντας για την ιστορία της πόλης Βατούμ να σημειώσουμε ότι το κάστρο, που βρίσκεται εδώ, ήταν αρχαίο οχυρό σε όλη την επαρχία της Ιμερετίας. Από ’δω οι Έλληνες έμποροι, οι οποίοι προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, έκαναν εμπόριο με την Ελλάδα. Αυτός ο ρόλος του φρου­ρίου έγινε αφορμή για τον τσάρο της Γεωργίας Μπαγκράντ Δ' να ιδρύ­σει την πόλη-λιμάνι Βατούμ στις αρχές του 15ου αιώνα. Δεν άλλαξε ού­τε η θέση ούτε το όνομα της πόλης, που είχε ιδρυθεί από τους αρχαίους Έλληνες. Η πόλη Βατούμ κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1547, αφού έγινε το λιμάνι. Πάντα αυτή η πόλη τραβούσε πολλούς Έλληνες από τη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα από την Τραπεζούντα. Οι Έλληνες έ­μποροι, ξέροντας ότι η πόλη Βατούμ βρίσκεται κοντά στα σύνορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, σκόπευαν να εγκατασταθούν εκεί για πάντα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα σ’ αυτήν την πόλη συγκεντρώθηκαν ορι­σμένες ελληνικές οικογένειες, οι οποίες προέρχονταν από την Τραπε­ζούντα και από τις κοντινές περιοχές της. Γι’ αυτό οι Ρώσοι και οι ξέ­νοι οδοιπόροι έλεγαν ότι από το 1861 στην πόλη Βατούμ υπάρχει Ελληνικό σχολείο. Αυτό ήταν ένα κανονικό κοσμικό σχολείο, όπου σπούδαζαν τα παιδιά των Ελλήνων εμπόρων. Όσον αφορά αυτό το ζή­τημα ο Γερμανός γιατρός Ε.Β. Έριξον γράφει: «Στα χρόνια 1841- 1866 εξαντλημένοι και πεινασμένοι Αμπχάζοι από κοντινές περιοχές του Βατούμ δεν τα βρήκαν με τους συμπατριώτες τους, ενώ τα βρήκαν μεταξύ τους οι Έλληνες και οι Αρμένιοι μετανάστες».
Για την κατάσταση του εμπορίου στην πόλη Βατούμ η τοπική Γεωργιανή εφημερίδα «Ιβέρια» το 1878 έγραφε: «Στο νομό, αλλά ιδιαί­τερα στην πόλη Βατούμ, με το εμπόριο ασχολείται ο ντόπιος πληθυ­σμός και μερικοί Έλληνες από το εξωτερικό».
Από την περιοχή Σαντάς της Τραπεζούντας ως το τέλος της δεκαε­τίας του ’70 του 19ου αιώνα έρχονται στο Βατούμ πολλοί καλοί μά­στορες διαφόρων τεχνών. Ο ντόπιος πληθυσμός ενδιαφερόταν περισσό­τερο για τους καλούς οικοδόμους, γιατρούς και ξυλουργούς Έλληνες παρά για τους γείτονές τους, που είχαν τάση για τον οθωμανικό φανα­τισμό και δεν ήξεραν να κάνουν τίποτα.
Οι Έλληνες μάστορες, που έρχονταν στην Ατζαρία, ήταν απασχο­λημένοι με τις δουλειές τους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 του 19ου αιώνα οι γνωστοί και ικανοί Έλληνες από τα Σούρμενα και Σά­ντα της περιοχής Τραπεζούντας ήλθαν στην αρχή σαν έμποροι, αλλά μετά εγκαταστάθηκαν εκεί για πάντα και άρχισαν να ανοίγουν μαγα­ζιά, φαρμακεία και διάφορες μικρές χειροτεχνίες. Σαν Ορθόδοξοι αυτοί οι Έλληνες, είχαν ως βασικό σκοπό, να χτίσουν την Εκκλησία και το σχολείο, στο οποίο τα μαθήματα θα διδάσκονταν στη μητρική τους γλώσσα. Αυτό το χαρακτηριστικό των Ελλήνων ενδιέφερε τους ιθύνο­ντες κύκλους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και κάποιους ντόπιους δια­νοούμενους, οι οποίοι φέρθηκαν στους Έλληνες πολύ καλά.
Κοίμηση της Θεοτόκου του χωριού Ντάγκβα
Έτσι, λοιπόν, μέχρι τον Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο (1877-1878) στο Βατούμ εγκαταστάθηκαν άνεργοι μάστορες πετροκόποι, οικοδόμοι, ξυλουργοί, έμποροι και διανοούμενοι.
Το Ανατολικό Ζήτημα ανανεώθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 του 19ου αιώνα λόγω του εθνικού-απελευθερωτικού κινήματος στα Βαλκάνια. Η κρίση ολοκληρώθηκε με το Ρωσο-Οθωμανικό πόλε­μο. Μετά τον πόλεμο η Ρωσία έκλεισε “Συμφωνία του Αγίου Στεφά­νου” με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ενώθηκε η Γεωργία με την Ατζαρία. Λόγω των γεγονότων αυτών η κατάσταση όλων των Ελλή­νων των βορειο-ανατολικών περιοχών Μικράς Ασίας χειροτέρεψε. Οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να μεταναστεύσουν από τις περιοχές, που ήταν υπό την εξουσία των ισλαμιστών θεμελιωτών.
Η απόσταση της Ατζαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η προπαγάνδα των Οθωμανών ανάμεσα στο ντόπιο πληθυσμό να εγκα­ταλείψουν τη χώρα τους και να φύγουν στη Μικρά Ασία έδειχναν ότι οι ιθύνοντες κύκλοι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά πιά την υποδοχή του χριστιανικού πληθυσμού από την Οθω­μανική Αυτοκρατορία στην περιοχή του Βατούμ. Αυτήν την απόφαση των ιθυνόντων κύκλων της Ρωσίας πολλοί Έλληνες τη δέχτηκαν θετικά. Οι άλλοι, με την ευκαιρία αυτή μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, οι πρώτοι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία άρχισαν να έρ­χονται στην πόλη Βατούμ μετά το Ρωσο-Οθωμανικό πόλεμο 1877-1878. Οι Έλληνες αυτοί στην πόλη Βατούμ άρχισαν να ανοίγουν αρτοποιεία και φαρμακεία. Στα φαρμακεία υπηρετούσαν οι γνωστοί γιατροί από την Τραπεζούντα. Τους χρειάζο­νταν περισσότερο οι ντόπιοι πληθυσμοί της Ατζαρίας. Οι κακές κλιματολογικές συνθήκες και το βαλτώδες έδαφος συχνά προκαλούσαν ελονοσία και άλλες ασθένειες, από τις οποίες πέθαιναν πολ­λοί άνθρωποι.
Οι Έλληνες γιατροί, προσπαθώντας να τους βοηθήσουν, έχτιζαν τα νοσοκομεία, σχολεία και εκκλησίες. Με αυτά οι Έλληνες βοήθησαν τους ντόπιους, οι οποίοι ολόκληρους αιώνες ήταν κάτω από το ζυγό των οθωμανών, οι οποίοι έκαναν τους ντόπιους φτωχούς και αμόρφω­τους.
Από την άλλη μεριά, οι περιοχές του Βατούμ ήταν γνωστές στους Έλληνες της Τραπεζούντας, γιατί οι περισσότεροι μάστορες πετροκό­ποι σ’ αυτήν την περιοχή ήταν μόνιμοι εργάτες, που έρχονταν στο Βα­τούμ για τις προσωρινές εργασίες. Από τότε οι Έλληνες αυτής της πε­ριοχής άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους από λάσπη και τούβλα. Αυ­τά τα σπίτια ήταν μονώροφες κατοικίες, που είχαν 2 δωμάτια και φούρνο. Τα πατώματα σ’ αυτά ήταν από λάσπη, όμως τα ταβάνια ή­ταν από επεξεργασμένα ξύλινα σανίδια. Οι περισσότεροι μάστορες προ­έρχονταν από την περιοχή των Σουρμένων.
Έτσι στην περιοχή του Βατούμ εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες, γενι­κά, από τα χωριά Σαντά και Σούρμενα. Αυτοί ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και ήταν μάστορες πετροκόποι. Επίσης ασχολούνταν και με το εμπόριο. Σχετικά μ’ αυτούς οι μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι το 1876 300 Έλληνες αποτελούν ένα μέρος του εμπορικού πληθυσμού της πόλης Βατούμ και της περιφέρειάς της, στην οποία μένουν σαν έ­μποροι. Στην ίδια πόλη μένουν περίπου 36 Ελληνικές οικογένειες, δη­λαδή 210 άτομα: (απ’ αυτές - 5 οικογένειες (30 άτομα) στο Αρχάβι - 10 οικογένειες (60 άτομα) στην Αθένη).
Μετά τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1877-1878), στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν οι πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές διώ­ξεις εναντίον του Ελληνικού πληθυσμού. Τότε ο Μικρασιατικός Ελλη­νικός πληθυσμός, αναγκαστικά, άρχισε να ψάχνει πώς να σώσει το έ­θνος και την Ορθοδοξία.
Γι’ αυτό το σκοπό απ’ όλες τις περιοχές, όπου έμεναν οι Έλληνες, συγκεντρώνονταν οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι για να ’ρθουν σε επαφή με τον πρόξενο της Ρωσίας στην Τραπεζούντα. Αφού τους έδωσε την άδεια ο Ρώσος πρόξενος, οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων άρχισαν να συντάσ­σουν τους καταλόγους των ατόμων, που μετανάστευαν στην ομόθρη­σκη Ρωσική Αυτοκρατορία. Για πρώτη φορά ομαδικώς οι Έλληνες της περιοχής Τραπεζούντας άρχισαν να μεταναστεύουν στη Ρωσική Αυτο­κρατορία και συγκεκριμένα στην Ατζαρία το 1880. Μιλώντας λεπτο­μερειακά γι’ αυτήν τη μετανάστευση, να σημειώσουμε ότι, στις 6 Νο­εμβρίου του ίδιου έτους, το καράβι «Ρωστώφ» μετέφερε 190 Ελληνικές οικογένειες από την Τραπεζούντα στην πόλη Βατούμ.
 Ο πρόξενος της Ρωσίας στην Τραπεζούντα, σχετικά μ’ αυτές τις ελληνικές οικογένειες, μας πληροφορεί ότι ο καπετάνιος του καραβιού αρνιόταν να τους πάει στο Βατούμ λόγω έλλειψης διαβατηρίων. Όμως ο πρόξενος επέμενε να τους πάνε στο Βατούμ. Ο υπάλληλος του προξενείου Γκεβόρκ έδωσε για όλους ένα ομαδικό εισιτήριο μέχρι την πόλη Βατούμ. Μολονότι ο καπετάνιος Λιτσκοβότο επέμενε στην άποψή του, οι Έλληνες επιβάτες δήλωσαν ότι κανένας δε θα εγκαταλείψει το καράβι, επειδή ήδη βρι­σκόταν υπό την προστασία της Ρωσίας.

Μετά, στο Βατούμ έφτασε και μια δεύτερη ομάδα, που αποτελούνταν από 36 οικογένειες. Ύστερα ο αριθμός των Ελλήνων στο Βατούμ έφτασε στα 2107 άτομα. Όλες αυ­τές οι οικογένειες ήρθαν από την περιοχή Σαντζάκ Τοκάτ, Βιλαέτι Σιβάς με την άδεια των ιθυνόντων κύκλων της Οθωμανικής αυτοκρατο­ρίας. Σύμφωνα με τις αναφορές τους αυτοί οι Έλληνες δεν ήταν από την κατηγορία εκείνη των Ελλήνων, που θα έπαιρναν γη στην περιοχή του Καρς. Οι έλληνες δήλωναν ότι η Οθωμανική κυβέρνηση δεν τους επέτρεπε να πουλάνε τις περιουσίες τους. Επίσης λόγω της έλλειψης πελατών τα σπίτια τα πήραν οι τούρκοι. Η βιασύνη και η ταραχή που υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες, η έλ­λειψη των προμηθειών και η έλλειψη ιατρικής περίθαλψης ευνόησαν την εξάπλωση διαφόρων ασθενειών. Τις μέρες που διαρκούσε το ταξίδι στο καράβι πέθαναν 7 άτομα.
Όσοι έφτασαν στο Βατούμ τακτοποιήθηκαν σε στρατώνες και σε φυλακές της πόλης. Οι περισσότεροι απ’ αυ­τούς ήταν αγρότες, υπήρχαν όμως και τεχνίτες, όπως σιδηρουργοί, πε­τροκόποι, κλειδαράδες, κασσιτερωτές κ.τ.λ.
Σ’ αυτήν την ομάδα των Ελλήνων κάθε μέρα δίνονταν τρόφιμα 51 πουντ και 22 φουντ αλεύρι. Ο πρώτος άνθρωπος στη ρωσική αυτοκρατορία, που βοήθησε τους Έλληνες, ήταν ο Έλληνας από την Οδησσό Μαράζλι. Η κόρη του ή­ταν παντρεμένη με τον δ/ντή της γραμματείας του τοποτηρητή στον Καύκασο, τον Σάφονο Στέφανο του Βασιλείου.
Ο Έλληνας Μαζραζλί από την Οδησσό έστειλε στους Έλληνες, που ήρθαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην πόλη Βατούμ, 500 ρού­βλια. Άλλος ένας Έλληνας, ο Ροδοκανάκης, έστειλε 50 τσουβάλια α­λεύρι. Η συνδρομή που άνοιξε στην Οδησσό έδωσε 1200 ρούβλια. Όλοι οι ενήλικες άνδρες άρχισαν να δουλεύουν στο λιμάνι και στο σιδηρο­δρομικό σταθμό. Η οργάνωση του Κόκκινου Σταυρού έστειλε 3 φούντια και 116 ζευγάρια ασπρόρουχα. Λόγω του λοιμού και του κρύου πέθαναν 112 άτομα μέσα σε ενάμισο μήνα. Οι οικονομικές δυσκολίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Βα­τούμ να φύγουν από την πόλη και να δημιουργήσουν στις περιφέρειές του τα δικά τους χωριά, που μπόρεσαν σιγά σιγά να λύσουν τα οικονο­μικά προβλήματά τους. Αποφασίστηκε οι Έλληνες να εγκατασταθούν στο Μαράγκι Μουργούλ. Ένα χρόνο μετά το ίδιο καράβι από την Ορδού έφερε στο Βατούμ ακόμη 1000 Έλληνες μετανάστες. Γι’ αυτό το γεγονός από την Τραπεζούντα ο πρόξενος της ρωσικής αυτοκρατο­ρίας στις 5 Δεκεμβρίου 1881 με το τηλεγράφημα 1995 πληροφόρησε.
Συνολικά στα χρόνια 1880-1881 στην πόλη Βατούμ από τα Μι­κρασιατικά χωριά ήρθαν 1995 Έλληνες. Τα αναφερόμενα χωριά είναι τα εξής.
1.   Οσαρντζούκ - 391 άτομα
2.    Σουρχούμ - 617 άτομα
3.   Μεσσέρι - 236
4.   Γιατζούλα - 159
5.   Κελεμίτς - 205
6.   Πολατλί - 61
7.   Μπιρϊούκ - 19
8.   Τοχού - 64
9.   Εσκικαλέ - 54
10.    Βλαδικλή - 146
11.    Συτσέπα - 84
Συνολικά - 1995 άτομα

Οι ντόπιες αρχές δεν μπορούσαν να λύσουν τα οικονομικά, πολιτι­κά, κοινωνικά, εκπαι­δευτικά και θρησκευτι­κά προβλήματα των Ελλήνων του Βατούμ και των περιοχών του, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες. Γι’ αυτό οι Έλληνες αναγκαστικά έγραψαν στις 9 Δεκεμ­βρίου 1881 μια επίση­μη αίτηση στο όνομα του τοπικού Διοικητή, που αναφέρει τα εξής:
«Στο Στρατηγό Γκουμπερνάτορ της πε­ριοχής Βατούμ από τις 250 ελληνικές οικογέ­νειες. Εμείς οι εξουσιο­δοτημένοι: Δημήτρι Χαντζί Παρασκεύωφ, Ιωσήφ Φεοδωρος, Ιερεμίας Παναγιώτης Φωτα    Παπάσ-όγλου, Ιερέας Βασίλειος, Γεώργιος Χαντζί Αναστάς και Καζαντζί- ογλού Νικόλαος δηλώνουμε ότι, οι συμπατριώτες μας ζούνε χωρίς ψωμί και στέγη. Εί­μαστε αναγκασμένοι με θλίψη να ζητάμε το κομμάτι ψωμιού, κατα­λαβαίνουμε το λάθος μας. Αφήνοντας την πατρίδα μας, γίναμε βάρος για τη ρωσική αυτοκρατορία. Όμως δεν μπορούμε να επανορθώσουμε το λάθος αυτό, κανένας από μας δε θέλει να χάσει το ηθικό του. Η α­πόφασή μας είναι η νίκη όλων των δυσκολιών της ζωής μας, παρά τις σκέψεις που είχαν κάνει για μας οι Τούρκοι».
Ανυπόφορες καταστάσεις της ζωής των Ελλήνων της περιοχής Βα­τούμ εντυπώσιασαν το στρατιωτικό διοικητή της περιοχής, που ανα­γκαστικά πληροφόρησε το εξής: «Επειδή τα χρήματα, που δόθηκαν α­πό τα κράτος ως βοήθημα στους Έλληνες, δε φτάνουνε για την τακτο­ποίησή τους, μεσολαβώ για να δοθεί στους Έλληνες παραπάνω 600 πουντ καλαμπόκι στην περιοχή της Καμπουλέτι και 200 πουντ αλεύ­ρι. Σ’ αυτούς που ήρθαν το Νοέμβριο του 1881 να δοθούν 433 πουντ και 10 φουντ σικαλίσιο αλεύρι αξίας 969 ρούμπλια και 41 καπίκ από το κατάστημα του Τσουρούκσουϊσκ. Ο Γκουμπερνάτορ πληροφορεί ό­τι, όσοι ήρθαν την άνοιξη του 1883, πηγαίνουν στην περιοχή του Καρς, στην περιοχή του Τσερνομόρσκ και στήν περιοχή του Κουμπάν. Οι υ­πόλοιποι γύρισαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η Βραδυκινησία των ιθυνόντων κύκλων να τακτοποιηθούν οι Έλλη­νες στην περιοχή του Βατούμ στο τέλος στενοχώρησε πολλούς αρχη­γούς των ελληνικών ομάδων. Αυτοί οι αρχηγοί των Ελλήνων στις 24 Απριλίου 1882 έγραψαν επίσημη αίτηση, στην οποία αναφέρεται το ε­ξής: «Από τις 30 οικογένειες, που ζούνε προσωρινά στο Βατούμ, οι ε­ξουσιοδοτημένοι Κυριάκος Καϊπα ογλού, X. Παναγιότ ογλού, Ιώρ Σταφάν ογλού, Στάθιος Στεφάν ογλού, Γιάνι Στεφάν ογλού, Γιάννι Ισταμπολού, Σ. Στεφάν ογλού, ζητάμε από σας να μας επιτρέψετε να μεταναστεύσουμε στην περιοχή του Καρς, Αρνταγκάν ή στην περιοχή του Σαυσέτ.

Σ’ αυτήν την αίτηση οι Έλληνες παραπονούνται ότι συ­χνά οι ντόπιοι τους κατηγορούν για τις ληστείες. Για παράδειγμα στις 23 Μαρτίου του 1883 είχε γίνει αγωγή στον Έλληνα Αφουξενίδη που μένει στο Βατούμ. Η ουσία της κατηγορίας είναι ότι αυτός ο Έλληνας κατέστρεψε παλιά γέφυρα και τις πέτρες τις πούλησε στο διοικητή της περιοχής του Βατούμ συνταγματάρχη Στεπάνωφ. Μετά ανακαλύφθη­κε ότι τις πέτρες από το δρόμο του Αχαλτσίχε πουλούσαν στο Στεπά­νωφ ο Αρμένιος Κιλιτσιάν και ο Ντουρσούν Μπιμπίλ ογλού, κάτοικοι του χωριού Εργέ.

Η μετανάστευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην Ατζαρία συ­νεχιζόταν ακόμα ως το έτος 1923, δηλαδή μέχρι τη Μικρασιατική κα­ταστροφή.

Σωκράτης Αγγελίδης
Δρ Ιστορίας- Ανατολικολόγος
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah