Ζ
ζα = γελάδια
ζαέρ = ίσως, φαίνεται ότι
Ζαΐφ ή ζαΐφκον (τ) = ισχνό
ζαμάνια= καιροί
ζαμάν ζαμαντάν σονρά (τ) = ύστερα από πολύ καιρό.
ζαντόν= τρελό
ζαροκολιάς = γυρίζεις τα πισινά εδώ κι εκεί
ζαρωτά = στραβά
ζατί (τ) = καθόλου
ζατιντάν (τ) = ανέκαθεν
ζαπτιάδες (τ)= τούρκοι χωροφύλακες
ζατί(τ)= καθόλου, άλλωστε
ζαχράδας (τ)= γεννήματα
ζεβρές = αριστερός
ζεγκίν, ζιαγκίντζ (τ)= πλούσιος
ζεμία 'κ είχαν= ήσαν αρκετά επιδέξια
ζεπύρα = κουνάβι
ζευλία = ζεύγλη ( το σημείο του ζυγού στο οποίο βάζουν τον τράγηλο του υποζυγίου ζώου).
ζεχίρ (τ) = δηλητήριο
ζήσ = ζωή
τζιανταρμάδες (τ)= χωροφύλακες
ζιαγκωμένον= σκουριασμένο
ζιαρέτ (τ)= ιερόν (οίκημα)
ζινίσ= χάντρα
ζιλάλ = νερό πολύ κρύο
ζιντζίρια (τ)= αλυσίδες
ζιρζιλιά (τ)= ανησυχία, θόρυβος
ζόρ (τ)= ανάγκη, βία, δυσκολία
ζόρ- ζορινά = με το ζόρι, με τη βία
ζουζάκ= βρακοθηλιά
ζουλιέται= γυρίζει εδώ κι εκεί
ζουλούμ (τ)= μεγάλο κακό
ζούπα αουπ= τελείως γεμάτο
ζουπούνα= γυναικείο φόρεμα
ζουρνάδας= είδος κλαρίνου
ζουούρτ= παρατεταμένη πορδή
ζωντή= ζωή, όσο ζει
ζώσκοινον= δέμα αγελάδας
Η
ήαζαν = αγίαζαν
ήλενος = ήλιου
ήμποιος= οποίος
ημψόν = μισό
ήντζαν = όποιος
ήντιαν = ό,τι
Θ
θανατικά = όπως χτυπούν όταν πεθαίνει κανείς
θανήσια = νεκρόδειπνα
θέξ = θέτεις, βάζεις
θέκον = βάλε, τοποθέτησε
θέκνε= τοποθετούν
θεοξύριστος = φαλακρός πολύ
θημίστεν = χορέψτε το θημιστόν (είδος χορού)
θήμιγμαν, θημιστόν = χορός κατά τον οποίο αφαιρούσαν την καλύπτρα της νύφης.
Θό σ'= Θεό σου
θρασκεύ= θυμώνει, πλημμυρίζει
θρουμμουλίτσα= ψίχουλα
θωριά= ομορφιά
Πουλούλια, Κουκούμ, Μαστραπά, καφεκούτ, Τσεβζέ |
Ι
ιαρίφς (τ) = άνθρωπος
ιαυτόν = εαυτόν
ιδέα = επίσκεψη της νύφης στους γονείς της
ιεύ (τ) = ταιριάζει
ίεψαν (τ) = συμφιλιώθηκαν
ικράχ (τ) = σίχαμα, αηδία
ικράχ επείκεν (τ)= βαρέθηκε, μίσησε.
ικραχλανεύτα (τ) = σιχάθηκα
ικραχλανεύτεν (τ) = βαρέθηκε, μίσησε
ίλια, ίλιαμ (τ) = προπάντων
ιλιαευτά = ψαχουλεύοντας
ιλιάεψεν = έψαξε
ιλιάεψον= ψάξε
ιναί = ναι
ινάν (τ) = εμπιστοσύνη
ινανεύω = πιστεύω
ινανεύς — πιστεύεις
ινάτ (τ) πείσμα
ινάτς (τ) = πεισματάρης
ινατινά ερούξεν (τ) = ήρθε σε αντίθεση
ινατλανεύτεν (τ)= πείσμωσε
ινατλασεύκεσαι (τ) = πεισμώνεις
ιγκιάρ, ινκιάρ (τ) = άρνηση
ιντέρ = έντερο
ινσάφ (τ)= έλεος
ιντέρια= έντερα
ιπιργιάν= κουρελής
ισίης, ισούης (τ)= έρημος
ισκιά = ίσκιος, είδωλοισκιάδας= σκιές
ιτσιαρέ= τρόπος, μέσον
ισμάρ (τ) = νεύμα
ιφτιάρ = φτυάρι
ιχτιπάρ (τ)= εκτίμηση
Καθαρίζ'νε τα σκεύα |
Κ
κά = κάτι, κάτω
καβάης (τ)= κλητήρας
καβέ = 1) καφές, 2) καφενείο
καβελάρτς = καβαλάρης
καγάν= δρεπάνι
καγκάρ = πολύ ισχνό
κάζ (τ) = πετρέλαιο
καζέα = μυρουδιά πετρελαίου
κάζια = πετρέλαια
κάθεν κέσ επήεν = χαμήλωσε
κάθκα = κάτσε
κακάντζον = να κακαρίσεις
κακάτς = φαλάκρα
κάκκαλα = όρχεις
κακκαλέα = κακία, απάτη
κακοπειρία = στερήσεις
από καλαμιδού = αφαίρεση ή στέρηση των πάντων
καλαθίνα= ντραμιτζάνα
Καλαντάρτς= Γενάρης
καλατσσεύ = μιλάκαλαθίνα= ντραμιτζάνα
Καλαντάρτς= Γενάρης
καλατσή = ομιλία
κάλη= γυναίκα
καλατσεμένον= μιλημένο
καλίτσα= γυναικούλα
καλομάνα = γιαγιά
καλεμέντζα= με κάλλος, όμορφη
κάλια= κάλλη, ομορφιά
καλοερεύω= γίνομαι καλόγερος
Καλομηνέσ = του Μάη
(να) κάμ σε ο Χάρον (κατάρα) = να σου μπει ο Χάρος
καμάκα = σιδερένιο εργαλείο να μαζεύει τα κάρβουνα του φούρνου
καματεροσύνια = φιλεργία ( η εργατικότητα, η αγάπη για την εργασία)
καματίζετε = βάζετε να δουλεύει (άλλος)
καματιγμένον= γνεσμένο
καματίζω = δεν σηκώνω τα μάτια ψηλά
καμελτζήδες= καμηλιέρηδες
καμινωσία = τσακμάκι του παλιού καιρού
καμίσ = πουκάμισο
καμίσια= πουκάμισα
καμίσια= πουκάμισα
καμονή = μεγάλη ζέστη, κάψα
κάμς= γνέθεις
κάμς= γνέθεις
κανείται = είναι αρκετό
κανείνταν= είναι επαρκή
κανείνταν= είναι επαρκή
κανάν = κανένα
κανόνα= μνημόσυνο
κανόνα= μνημόσυνο
κανός = κανενός
καπάνια= πέτρες
καπατάχ (τ)= σφάλμα
καπέκοπον= το μικρότερο ρωσικό νόμισμα
καπάνια= πέτρες
καπατάχ (τ)= σφάλμα
καπέκοπον= το μικρότερο ρωσικό νόμισμα
καπέκ = 1/100 του ρουβλιου
καπίτς = αλεστικά
καπιτσιάρ = μυλωνά
καπιτεύ= αλέθει παίρνοντας τα αλεστικά
καπιτεύ= αλέθει παίρνοντας τα αλεστικά
καπούλ (τ) = αποδοχή, δεκτός
καπούλ (τ) 'κ ευτάει = δεν δέχεται
καπούλ (τ) 'κ ευτάει = δεν δέχεται
καπουτσσήν
(τ) = κλητήρα
καραβάτ = κρεβάτι
καρά χαπάρ (τ) μαύρη
είδηση, θάνατος
καραμουτεμέν= κατσουφιασμένος
καραμουτεμέν= κατσουφιασμένος
κάρναν, κάρνασι(τ) κράτα
τα ξερό σου, σώπα
καρσάν άρμεν = καρδάρια, μεγάλη και βαθιά πιατέλα
καρσανί = της καρδάρας
καρτιάνος (τ)= συνοδός, φύλακας
καρτόλια
= πατάτες
κάρτον= ένα τεταρτο , αμέσως
κάρτσια= νύχια
κάρτον= ένα τεταρτο , αμέσως
κάρτσια= νύχια
καρτοφί= της πατάτας
Καστόρ = όνομα σκύλου
κασαπλούχ (τ)= σφάγιο
κασίκαι= δέματα ποδιάς υφασμένα
κασαπλούχ (τ)= σφάγιο
κασίκαι= δέματα ποδιάς υφασμένα
κάτ ή κά = κάτι
κάτα (ας) = γάτα
(ες)
κατακαρδών= ενθαρρύνει
κατακέφαλος= κατήφορος
καταματούται= θρηνεί
καταχλάν = τούμπες
κατακαρδών= ενθαρρύνει
κατακέφαλος= κατήφορος
καταματούται= θρηνεί
καταχλάν = τούμπες
καταμάγια = κουρέλια δεμένα σε ξύλο για να αφαιρέσουν τη στάχτη του φούρνου.
κατασυρμονή= κακολογία, κατηγορία
κατενίζ = γίνεται καθαρό
κατενόν = καθαρό
κατενός= διαυγής
κατενός= διαυγής
κατήβα = κατέβα
κάτηναν = κάποιο
κατής (τ) = ιεροδικαστής
κατί = γιατί δεν
κατοπούλ= γατάκι
κατοπούλ= γατάκι
κατούδ = γάτα
κατούδια = γάτες
κατσίν = μέτωπο, πρόσωπο
κατσιά = πίλημα,
πεπιεσμένο μάλλινο στρώμα
κατωθύρ = κατώφλι
καυκίσκεται = καυχιέται
καφούλια = θάμνοι
καφουλόπον = μικρός θάμνος
κάτς= κάποιος
κατσκάρ= πυριτόλιθος
καυκίν= ποτήρι
καφούλ= θάμνος
κάτς= κάποιος
κατσκάρ= πυριτόλιθος
καυκίν= ποτήρι
καφούλ= θάμνος
κείνταν κα = πλαγιάσουν
κείσαι με τη γαρή σ = συνουσιάζεσαι
με τη γυναίκα
σου
κείται= κάθεται
κείται= κάθεται
κείται κα = πλαγιάζει
κέϊφ (τ) = ευθυμία,
διάθεση
κέϊφια (τ) = διασκεδάσεις
κέλα = κι όλα
κεπίν = κήπος
κερβάν= καραβάνι
κερβάν= καραβάνι
κερβά-έλιν, κερβά -
γιολίν = δρόμος καραβανιών, δημόσιος δρόμος
κερεντή = κόσα
κερεντή = κόσα
κερεντία = κόσες, μεγάλα δρεπάνια
κερκέλ = κουλούρι
σπιτίσιο
κερμούτσαι= κόρα ψωμιού
κερμούτσαι= κόρα ψωμιού
Κερχανάδας (τ) = κεραμοποιεία
κέσ = προς τό μέρος
κεσιά ή κιοσιά (τ)= γωνία, αγκωνάρι
κήρ άτλης (τ)= καβαλαρί σε στακτί άλογο
κεσιά ή κιοσιά (τ)= γωνία, αγκωνάρι
κήρ άτλης (τ)= καβαλαρί σε στακτί άλογο
κι η κ =δεν
κιαβιαζιαλούχ (τ)= φλυαρία
κιαζανεύκεσαι (τ)= βγαίνεις περίπατο
κιάλτς= λεπρός
κιαζανεύκεσαι (τ)= βγαίνεις περίπατο
κιάλτς= λεπρός
κιάμ = αλλά, όμως
κιάμς = ευκαταφρόνητος
κιαντί (τ) = ό ίδιος
κιαπιαζιάν (τ)= αδιάντροπο
κιαπιαζιάν (τ)= αδιάντροπο
κιάρ = 1) λοιπόν 2) κέρδος
κιαριαστιά (τ)= ξυλεία οικοδομής
κιιαραστιαλούχ (τ)= ξυλεία οικοδομής
κιαριαστιά (τ)= ξυλεία οικοδομής
κιιαραστιαλούχ (τ)= ξυλεία οικοδομής
κιαριαμιάτ (τ) = δόξα, δύναμη
κιασιά (τ) = πάνινη σακούλα για χρήματα, πορτοφόλι
κιασιάπκα (τ)= στραβά
κιασιάπκα (τ)= στραβά
κιαγιάς (τ) =
πρόεδρος κοινότητας
κιαχρίζ (τ)= οχετός ακαθαρσιών
κιαχρίζ (τ)= οχετός ακαθαρσιών
κιβιάτσ = λάχανα ή
πατάτες με παστά ψάρια
κιναούμ (τ) = κρίμα
κιντέα= τσουκνίδα
κιντίν= δειλινό
κιοβτιά (τ)= κορμός
κιντέα= τσουκνίδα
κιντίν= δειλινό
κιοβτιά (τ)= κορμός
κιοζιατεύ (τ) =
προσέχει
κιοζιάτεψον= κοίταξε, φύλαξε
κιοζιάτεψον= κοίταξε, φύλαξε
κιοριά (τ) = ανάλογα
κιορτάν (τ)= αυχένας
κιουτσιοτσιούκ σουν (τ)= είναι μικρό, αγπαή μου και δεν βασίζομαι σε σένα.
κιορτάν (τ)= αυχένας
κιουτσιοτσιούκ σουν (τ)= είναι μικρό, αγπαή μου και δεν βασίζομαι σε σένα.
κιοσσιάς (τ) σπανός
κιουρλιαεύ=
ανάβει με φλόγα
Κιριατσαχανά (τ) = ασβεστοκάμινοςΚιτάπ (τ) = Κοράνιο, βιβλίο
κιφάλ = 1) κεφάλι, 2) το πάνω μέρος
κιφαλόποδα = πατσάς
κλαστιάρ = που κλάνει συχνά
κλέμαν= ωραίο ανάστημα
κλειδούσαι = κλίνεσαι μέσα
κλερθένες = από κλήθρα
κλερθίν = κλήθρα (δένδρο)
κλίστ = σκύψε
κλύδα = πλήθος πολύ
κλώθσ = γυρίζεις ανάποδα
κλώσ = επιστροφή
κλώσκουμες = επιστρέφομε
κλώσκεται: 1) στρέφεται 2) ζεί
κλώστ = να γυρίσεις πίσω
κλωστοτήγανον = μεγάλο τηγάνι με πώμα για να γυρίζει το περιεχόμενο να ψηθεί και από την άλλη μεριά
κνέσσκεται = ερεθίζεται
κοβοτίτσα= σαύρα
κοβόρ = περίττωμα ανθρώπου που σχηματίζει βώλο
κοδεσπενεία= νοικοκυρωσύνη
κοιμητέρ= πέτρα βαθουλωμένη για ν' ανάψουν κερί ή κατήλα
κοκία= σιτάρια
κοιμηστέας = υπναράς
Κρενίν τη Ευκλείδη (Ισχανάντων) |
κοιμητέρ= βαθουλωμένη πέτρα του τάφου όπου ανάβουν κερί
κοκοτρεύ = σκαλίζει με μυτερό όργανο
κοκένεν = σιταρένιο
κοκκία = σιτάρια
κολίζ = 1) ανάβει, 2) ζημιώνει
κόλον = άκρη, τέλος
κόλφος, κόφλες= μασχάλη
κομμενόχρονος= είθε να κοπούν τα χρόνια του, να πεθάνει
κομμενοτσίκαρος = πολύ δειλός
κομπούται= γελιέται
κομπώνεις= απατάς
κομπόμηλα = μήλα που κομπώνουν (απατούν), ψεύτικα
κόνεψε= στάθμευσε
κοντζολόζ= καλλικάντζαροι
κοντυλίδια= κούτσουρα
κονταρέα = χτύπημα με κοντάρι
κοντοφώσαινα = μυωπική
κοπάλια = κόπανοι
κοπαλέας= κτυπήματα με κόπανο
κοπαλόπον = μικρός κόπανος
κοπροκάλαθον = καλάθι για μεταφορά κοπριάς
κόπρον μη μαλάεις = μη κάνεις κάτι άπρεπο
κόρδα = χορδή
κόρασιον= κόρη
κόρδας= χορδές λύρας
κόρκια= παλια ρούχα, κουρέλια
κορομάζ στύπον = πολυ ξυνό όπως το φυτό κορομάζ
κορούμαι (τ) = τυφλώνομαι
κορτσίδ = κούτσουρο κοντό και παχύ
έναν κόσμον = πάρα πολλά
κοσάρια = κότες
κοσέαν = μυρουδιά κλώσας
κοσού = κλώσσα
κοστέλια (εγένταν) = παραμέθυσαν
κοταλέας = εκείνος που καταπίνει κοτέλια, κομμάτια ψωμί, πεινασμένος
κοτέλια = μεγάλα κομμάτια ψωμιού
κότ= ξύλινο μέτρο σιτηρών, μόδιο
κότσια= φτέρνες
κοτσοδάχτυλον= μικρό δάκτυλο
κοτσοκέρια= αποκαΐδια κεριών
κοτσοκέφαλα= αστεία
κοτσάνιφτος = μισοπλυμένος
κοτσή = κουτσήκοτσοπέτεινος = μικρός και καχεκτικός πετεινός
κοτσού = χωλού, κουτσού
κότσινο = κόκκινο
κότς= κότσ= κουτσαίνοντας
κοτύλα : = κοίλωμα του τραχήλου
κουδίεις = τσιμπάς με το ράμφος
κουδούκ = μύτη, ράμφος πουλιού
κούζ = φωνάζει, καλεί
κούζνε = φωνάζουν, καλούν
κουΐζνε= φωνάζουν, καλούν
Κούκ = ίσως κούκου
κουκάρα = ξύλινο αγκίστρι
κουκούλα = κάλυμμα κεφαλιού
κουκούμ = γκιούμι
κούκουρος= καμπούρης
κουλία = ζώο χωρίς κέρατα
κουμουλιάεται= μαζεύεται
κουμούσ = φόρεμα, περίβλημα καστανου
κουνίν = κούνια
κουνοκόλ = άκρη, βάση της κούνιας
κουντά = σπρώχνει
κουντζιν = μίσχος φύλλου και του καρπού
κουντούρας= σκαρπίνια
κουντούρατζης (τ)= υποδηματοποιός
κουντώ = σπρώχνω
κούπα = μπρούμυτα
κουπίζνε= αναποδογυρίζουν
κουράζ = σπάνει, τρώει
κουρίν = κούτσουρο
κουρθάρια = κριθάρια
κουρίν= κούτσουρο
κουρκουντέλια= κουρέλια
κουρσεύει = κυριεύει και λεηλατεί
κουρτά = καταπίνει
κουρτούκ = χιονοστιβάδα
κουρτούκια = χιονοστιβάδες
κουρφεύκεται= περηφανέυεται
κουρφιάντ= περηφανευόμενοι
κουσκανεύκουνταν= φθονούν
κουσκούρ= κοπριά πατημένη και πλασμένη για να χρησιμοποιηθεί σαν καύσιμο
κουσούρ (τ)= ελάττωμα
κουσουρλήδας (τ)= ελαττωματικούς
κουσκούης = τσιγκούνης
κουτάλ,κουταλόπον = μικρό κουτάλι
κουτία = λάκκοι
κουτούλα = χήρα
κουτσή= κόρη ανύπαντρη
κόφλια = βυζιά
κουφοκάρια= κούφια καρύδια
κοχαρίζ= ξεροβήχει
κόχλενος = του κοχλία
κράξ - κρούξ = κρότος καινούριων παπουτσιών
κρέμψον= άφησε να πέσει
κρέμψον κα = ρίξε καταγής
κρεντήρα χαμνόν = πολύ νερουλό
κρενίν = κρουνός
κρίσ' = δίκη
κρίαρος= μεγάλο κριάρι
κρούγνε = αγγίζουν, χτυπούν
κρούτε=δέρνετε
κρούς = αγγίζεις
κρούω = χτυπώ
κρωπή = μικρό τσεκούρι με γυριστή μύτη
κύρτς = πατέρας
κώμια= καλύβες ξύλινες
κωπέλ = παιδί νόθο
κωπελού = εκείνη που κάνει παιδί νόθο
κουσκούρ = ξερή και πατημένη κοπριά για κάψιμο.
κωλομέρια- μηροί, μπούτια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου