κατα περιγραφή του Μιλτιάδη Κ. Νυμφόπουλου
Ο φίλος των ανταρτών μας Αλή Ουζούν Χαλήλ ογλού κάτοικος του τουρκικου χωριού Ισχάν , του οποίου το όνομα αναγράφει με χρυσά γράμματα η Ιστορία της Σαντάς έσωσε τον αγώνα των ανταρτών με την δράση του από το 1918 εως το 1924.
Αυτός ανέβαινε νύχτα πολλές φορές στο Χαντσάρ και στ’ Άσπρα τα Καπάνια, όπου αντάμωνε τους αντάρτες και τους έδινε πληροφορίες για τις κινήσεις του τούρκικου στρατού και της χωροφυλακής. Και όταν κωλυόταν ν’ ανεβεί στα λημέρια των ανταρτών κρεμούσε στην αυλή του σπιτιού του ένα πάπλωμα κόκκινο.
Οι αντάρτες κοίταζαν με τα κιάλια απ’ τα βουνά κατά το Ισχάν και μόλις έβλεπαν το κόκκινο πάπλωμα καταλάβαιναν ότι τους δίνει ο Αλής το σύνθημα του κινδύνου και έπαιρναν προφυλακτικά μέτρα. Άλλοτε ο Αλής κρεμούσε στην αυλή του άσπρο σεντόνι, κι αυτό έδειχνε πως δεν υπάρχει κίνδυνος. Οι αντάρτες μας είχαν θάρρος κάθε φορά που πεινούσαν και κρύωναν να κατέβουν στο χωριό Ισχάν νύχτα μεσάνυχτα και εκεί με πολλές προφυλάξεις πλησίαζαν στο σπίτι του Αλή που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, χτυπούσαν την πόρτα συνθηματικά και τους άνοιγαν οι σπιτικοί του Αλή, οι οποίοι θυσιάζονταν για να θεραπεύσουν τις ανάγκες των παλικαριών μας.
Οι Τούρκοι κάτοικοι του Ισχάν αμέσως απ' την αρχή της ανταρσίας υποψιάστηκαν τον Αλή και την οικογένεια του και τον πρόδωσαν πολλές φορές στα καταδιωκτικά αποσπάσματα για κατάσκοπο και τροφοδότη των ανταρτών.
Κάποιο απόσπασμα βασάνισε απάνθρωπα τον Αλή για να του αποσπάσει κάποια ομολογία, μα επειδή ο Αλής στάθηκε ακλόνητος και αρνήθηκε την ενοχή του, στράφηκε ο αξιωματικός κατά το κορίτσι του Αλή που ήταν ηλικίας 16 χρονών και προσπάθησε ν’ αποσπάσει απ’ αυτό κάτι το ενοχοποιητικό για τον Αλή, για να δικαιωθεί να τον τουφεκίσει επί τόπου.
Το κορίτσι αρνήθηκε το παν και δήλωσε με θάρρος ότι όσα διαδίδονται για τον πατέρα της είναι καθαρές συκοφαντίες των εχθρών του, που ζητούν με τέτοια άτιμα μέσα να τον εξοντώσουν αξιωματικός, σκληρός και βάναυσος με το παραπάνω, έβαλε στη φωτιά ένα μυτερό σίδερο, το πύρωσε και το ακούμπησε στην παλάμη του χεριού του κοριτσιού.
Το κορίτσι δεν κάμφθηκε καθόλου, δεν ομολόγησε τίποτε και τότε ο αξιωματικός τρύπησε πέρα για πέρα το χέρι του κοριτσιού με το πυρωμένο εκείνο σίδερο! ! Εφάμιλλος του Αλή ήταν και ο γαμπρός του στο χωριό Άσια στο σπίτι του οποίου έβρισκαν οι αντάρτες μας την ίδια περιποίηση .
Νοέμβρης 1922
Το δε σπίτι του αν και ήτο μακριά εις τοποθεσίαν έξωθεν λίγο από το χωριό του, εφαίνετο καλά από το λημέρι μας και καθημερινώς με τα κιάλια το παρακολουθούσαμε. Επίσης επειδή στο σπίτι του σχεδόν καθημερινώς έμεναν ξένοι και διαβάται, διότι ήτο άνθρωπος πολύ φιλόξενος και είχε το σπίτι του ανοιχτόν σε όλους, διά να μη μας αντλαμβάνωνται όταν πάμε στο σπίτι του, συμφωνήσαμε, μόλις πάμε εκεί, να κρυφθούμε εις τον αχυρώνα του, ο οποίος ήτο άνωθεν της οικίας του και εντός του δάσους.
Και αν μεν δίπλα στην πόρτα, αριστερά στην γωνίαν εστέκετο ένα ξύλον όρθιον, το οποίον θα ήτο εκεί πάντοτε, θα υπονοούσε ότι είχε ξένους στο σπίτι και τότε ένας από εμάς θα κατέβαινε και θα έριχνε μίαν μικρήν πέτραν στα κεραμίδια της οικίας του, οπότε αυτός ή η γυναίκα του θα έβγαιναν έξω και θα μας έφερναν στο σπίτι του μέσα, διότι διά τους ξένους είχε χωριστό δωμάτιο στο νότιο μέρος του σπιτιού, ενώ, αν ήτο το ξύλο πεσμένο κατά γης, τούτο θα εσήμαινε ότι δεν έχει κανένα ξένον και απ’ ευθείας θα πηγαίναμε στην πόρτα και θα μας άνοιγε.
Και μόλις εμείς θα πηγαίναμε μέσα στο σπίτι, αμέσως από έξω θα εστέκοντο φυλάγοντες ή η γυναίκα του, Χαβά λεγομένη, ή εν από τα δύο κορίτσια του, τα οποία εναλλάξ εφύλαγαν, έως ότου φύγωμεν εμείς επί ώρες ολόκληρες στο κρύο και στην βροχή. Όταν κάποτε του κάναμε την παρατήρησιν ότι μπορούμε να φυλάγωμε εμείς, διότι τα κορίτσια κουράζονται και δεν είναι πρέπον, μας έλεγε: «όταν είσθε μέσα στο σπίτι μου, δεν έχομε σε κανέναν εμπιστοσύνην ούτε και σ’ εσάς να φυλάξετε και αν, ο μη γένοιτο, κάτι κακό σας έρχεται, να ξέρετε ότι εγώ είμαι υπαίτιος και σκοτώστε με. Αλλά, μόλις βγαίνετε από το σπίτι μου, ανοίξτε τα μάτια σας, διότι δεν ξέρω τι μπορεί να συμβή μακριά από το σπίτι μου».
Ενώ, αν γλιτώσετε, θα βρεθή και κάποιος Τούρκος να πη “μπράβο στον Αλήν, έκανε την θέλησίν του, διότι μόνος αυτός κατώρθωσε να υπεράσπιση τους Σανταίους και εγλίτωσαν”. Αυτό μόνον, έλεγε, με αρκεί. Διότι είμαι γέρων και ούτως ή άλλως δεν θα εζούσα και πολύ». Εις παρατήρησίν μας, γιατί τόσον φοβήθηκε την κατάστασιν, μας είπε ότι και άλλοτε συνελήφθη, αλλά δικαιολογήθηκε εις τον νομάρχην, λέγων: «πώς είναι δυνατόν να έχω σχέσεις μαζί τους, αφού αυτοί εις Ζουρνατσιάντων εσκότωσαν την θυγατέρα μου με τον υιόν της; Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν, βέη μου, να σκοτώση κανείς το παιδί σου και εσύ να τον έχης φίλον; Είναι καθαρά συκοφαντία, διότι πολλοί στο χωριό δεν με χωνεύουν. Μάλιστα, πριν σκοτώσουν την κόρην μου, ήλθαν στο σπίτι μου και ζήτησαν ψωμί και τους έδωσα, διότι δεν ήτο δυνατόν να αρνηθώ, αφού θα μου έκαιγαν το σπίτι. Άλλωστε όχι μόνον σ’ εμένα αλλά σ’ όλο το χωριό γυρνούσαν».
Ιδών ο βαλής την δικαίαν απολογίαν του, τον απέλυσε. Αλλά είπε «αυτήν την φοράν διαφέρει, διότι η χήρα γυναίκα του αδελφού μου που την έφερα μαζί και πήραμε καβουρμάδες και άλλα πράγματα ωμολόγησε στους αξιωματικούς την αλήθειαν και είναι αδύνατον να αρνηθώ. Και τώρα που με βλέπετε κοντά σας ήλθον διά κατασκοπίαν. Κατώρθωσα να καταπείσω τους αξιωματικούς να μου δώσουν τριήμερον προθεσμίαν, να έλθω να ανακαλύψω το λημέρι σας και να τους οδηγήσω να σας συλλάβουν. Το έκανα αυτό, διά να μπορώ να σας ίδω διά μια φορά ακόμη και να συνεννοηθούμε, αν θα κατορθώσωμε να γλιτώσωμε.
Και πώς; Έχω την γνώμην απόψε ή αύριον να φύγετε από εδώ να πάτε μακριά κατά την Μάτσκαν και να κάνετε ένα μεγάλο επεισόδιον με φόνους. Εγώ αύριον, διότι έχω καιρόν ακόμη, θα παρουσιασθώ και θα τους πω ότι βρήκα μεν τα λημέρια τους, αλλά οι ίδιοι δεν ήσαν εκεί. Έτσι θα με δικαιολογήση το επεισόδιον που θα κάνετε, αυτούς δε θα φέρω εδώ και θα τους δείξω το λημέρι σας. Ίσως δι’ αυτού του τρόπου, τον οποίον δεν πιστεύω κατά βάθος να γλιτώσω. Το σπίτι μου το εληλάτησαν και δεν άφησαν τίποτε, τα πήραν όλα.
Τη μικρή μου κόρη έκαψαν διά πυρακτωμένου σιδήρου στο χέρι να ομολογήση, αλλά εστάθη αδύνατον καθώς και ο δεκαετής υιός μου Χασάν δεν υπέκυψε. Η δε μεγάλη κόρη μου έφυγε προς το δάσος και δεν μπόρεσαν να την συλλάβουν και δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Ένα μόνον σας τονίζω, διά να μη με βρίζετε κατόπιν. Να ξέρετε ότι παντού ευρίσκεται στρατός, και στα πιο απόκεντρα μέρη και μονοπάτια, να έχετε τον νουν σας, διά να μην πάθετε κακόν και λέτε ότι ο Αλής έγινε αιτία». Αν και τον ξέραμε καλά τον άνθρωπον, εθαυμάσαμεν την αξίαν του και τας σκέψεις του. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ανθέξη σ’ αυτά που έπαθε ο Αλής.
Μας είπε επίσης ότι ο Χελίμ Κιουλόγλου συνέλαβε εις το Ταντουρλούκ επτά Έλληνας φυγοστράτους και φέρων αυτούς εις το Σαζλούκ, άνωθεν της Σάντας, τους ετουφέκισε· μας το είπε, διά να εκδικηθούμε.
19. Το μεσημέρι αποχαιρετίσας ο Αλής και με δάκρυα στα μάτια του έφυγε λέγων: «Και τώρα θα γίνω προδότης σας. Πάτε και ο Θεός μαζί σας». Κι εμείς αμέσως φύγαμε, διά να εκτελέσωμε την παραγγελίαν του. Ήτο ομίχλη πυκνή και ως εκ τούτου δεν υπήρχε φόβος να μας βλέπουν. Από το παρχάρι Κωφού κατέβημεν εις το Κουζού κιολιν και εκείθεν εις το Παλαικάλυβον. Επειδή όμως η ομίχλη αραίωνε, καθίσαμε μέσα σ’ ένα χαντάκι και περιμέναμε να μας σκεπάση πάλιν η ομίχλη.
Ο φίλος των ανταρτών μας Αλή Ουζούν Χαλήλ ογλού κάτοικος του τουρκικου χωριού Ισχάν , του οποίου το όνομα αναγράφει με χρυσά γράμματα η Ιστορία της Σαντάς έσωσε τον αγώνα των ανταρτών με την δράση του από το 1918 εως το 1924.
Αυτός ανέβαινε νύχτα πολλές φορές στο Χαντσάρ και στ’ Άσπρα τα Καπάνια, όπου αντάμωνε τους αντάρτες και τους έδινε πληροφορίες για τις κινήσεις του τούρκικου στρατού και της χωροφυλακής. Και όταν κωλυόταν ν’ ανεβεί στα λημέρια των ανταρτών κρεμούσε στην αυλή του σπιτιού του ένα πάπλωμα κόκκινο.
Οι αντάρτες κοίταζαν με τα κιάλια απ’ τα βουνά κατά το Ισχάν και μόλις έβλεπαν το κόκκινο πάπλωμα καταλάβαιναν ότι τους δίνει ο Αλής το σύνθημα του κινδύνου και έπαιρναν προφυλακτικά μέτρα. Άλλοτε ο Αλής κρεμούσε στην αυλή του άσπρο σεντόνι, κι αυτό έδειχνε πως δεν υπάρχει κίνδυνος. Οι αντάρτες μας είχαν θάρρος κάθε φορά που πεινούσαν και κρύωναν να κατέβουν στο χωριό Ισχάν νύχτα μεσάνυχτα και εκεί με πολλές προφυλάξεις πλησίαζαν στο σπίτι του Αλή που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, χτυπούσαν την πόρτα συνθηματικά και τους άνοιγαν οι σπιτικοί του Αλή, οι οποίοι θυσιάζονταν για να θεραπεύσουν τις ανάγκες των παλικαριών μας.
Οι Τούρκοι κάτοικοι του Ισχάν αμέσως απ' την αρχή της ανταρσίας υποψιάστηκαν τον Αλή και την οικογένεια του και τον πρόδωσαν πολλές φορές στα καταδιωκτικά αποσπάσματα για κατάσκοπο και τροφοδότη των ανταρτών.
Κάποιο απόσπασμα βασάνισε απάνθρωπα τον Αλή για να του αποσπάσει κάποια ομολογία, μα επειδή ο Αλής στάθηκε ακλόνητος και αρνήθηκε την ενοχή του, στράφηκε ο αξιωματικός κατά το κορίτσι του Αλή που ήταν ηλικίας 16 χρονών και προσπάθησε ν’ αποσπάσει απ’ αυτό κάτι το ενοχοποιητικό για τον Αλή, για να δικαιωθεί να τον τουφεκίσει επί τόπου.
Το κορίτσι αρνήθηκε το παν και δήλωσε με θάρρος ότι όσα διαδίδονται για τον πατέρα της είναι καθαρές συκοφαντίες των εχθρών του, που ζητούν με τέτοια άτιμα μέσα να τον εξοντώσουν αξιωματικός, σκληρός και βάναυσος με το παραπάνω, έβαλε στη φωτιά ένα μυτερό σίδερο, το πύρωσε και το ακούμπησε στην παλάμη του χεριού του κοριτσιού.
Το κορίτσι δεν κάμφθηκε καθόλου, δεν ομολόγησε τίποτε και τότε ο αξιωματικός τρύπησε πέρα για πέρα το χέρι του κοριτσιού με το πυρωμένο εκείνο σίδερο! ! Εφάμιλλος του Αλή ήταν και ο γαμπρός του στο χωριό Άσια στο σπίτι του οποίου έβρισκαν οι αντάρτες μας την ίδια περιποίηση .
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Κώστα Κουρτίδη αδελφού του Ευκλείδη Κουρτίδη .
Νοέμβρης 1922
26. Πήγαμε στου Αλή διά ειδήσεις και εμάθαμε ότι θα έλθη πάλιν κατ’ αυτάς στρατός. Και προς ευκολίαν και διά να μη κουρασθώμεν πάντοτε και επί πλέον χάριν ασφαλείας συνεφωνήσαμεν με τον Αλήν ότι εις το εξής, όταν θα βρίσκεται στο χωριό τους στρατός ή υπάρχει άλλος κίνδυνος, αμέσως όλην την ημέραν θα άπλωνε από το ξηραντήρι του ένα κόκκινο πάπλωμα και όταν θα έφευγε θα άπλωνε άσπρο και δι’ αυτού του μέσου θα γνωρίζαμεν τας κινήσεις του στρατού.
Ξηραντέρ (Ξηραντήρι καλαμποκιών) |
Και αν μεν δίπλα στην πόρτα, αριστερά στην γωνίαν εστέκετο ένα ξύλον όρθιον, το οποίον θα ήτο εκεί πάντοτε, θα υπονοούσε ότι είχε ξένους στο σπίτι και τότε ένας από εμάς θα κατέβαινε και θα έριχνε μίαν μικρήν πέτραν στα κεραμίδια της οικίας του, οπότε αυτός ή η γυναίκα του θα έβγαιναν έξω και θα μας έφερναν στο σπίτι του μέσα, διότι διά τους ξένους είχε χωριστό δωμάτιο στο νότιο μέρος του σπιτιού, ενώ, αν ήτο το ξύλο πεσμένο κατά γης, τούτο θα εσήμαινε ότι δεν έχει κανένα ξένον και απ’ ευθείας θα πηγαίναμε στην πόρτα και θα μας άνοιγε.
Και μόλις εμείς θα πηγαίναμε μέσα στο σπίτι, αμέσως από έξω θα εστέκοντο φυλάγοντες ή η γυναίκα του, Χαβά λεγομένη, ή εν από τα δύο κορίτσια του, τα οποία εναλλάξ εφύλαγαν, έως ότου φύγωμεν εμείς επί ώρες ολόκληρες στο κρύο και στην βροχή. Όταν κάποτε του κάναμε την παρατήρησιν ότι μπορούμε να φυλάγωμε εμείς, διότι τα κορίτσια κουράζονται και δεν είναι πρέπον, μας έλεγε: «όταν είσθε μέσα στο σπίτι μου, δεν έχομε σε κανέναν εμπιστοσύνην ούτε και σ’ εσάς να φυλάξετε και αν, ο μη γένοιτο, κάτι κακό σας έρχεται, να ξέρετε ότι εγώ είμαι υπαίτιος και σκοτώστε με. Αλλά, μόλις βγαίνετε από το σπίτι μου, ανοίξτε τα μάτια σας, διότι δεν ξέρω τι μπορεί να συμβή μακριά από το σπίτι μου».
Δρόμος για τη Σαντά |
Ιούλης 1923
18. Ήλθε ο Αλής και είπε ότι προ τινων ημερών ήλθε στρατός στο χωριό και τσετέδες μαζί· επίσης ότι τα παιδιά προχθές έπεσαν στα φυλάκιά τους και ότι εσκότωσαν ένα δεκανέα εις το σπίτι του Πεσίρ ογλού.
0 Αλής σήμερα δεν είναι διόλου καλά και από την φυσιογνωμίαν του καταλάβαμε ότι κάτι σπουδαίον συμβαίνει και τον ερωτούμε διά την αιτίαν. Διά πρώτην φοράν ο άνθρωπος αυτός έχασε το ψυχικόν του θάρρος και μας είπε: «Παιδιά αυτήν την φοράν εγώ τουλάχιστον δεν γλιτώνω και ασφαλώς θα με κρεμάσουν. Θα είμαι όμως ικανοποιημένος, έστω και πεθαμένος, αν εσείς γλιτώσητε και πάτε στα σπίτια σας. Αν όμως σκοτωθήτε ή συλληφθήτε, τότες κι εμένα πήρατε στο λαιμό σας. Διότι όλοι οι Τούρκοι θα πουν ότι, αφού η κυβέρνησις και όλη η Τουρκιά τους κυνηγούσε, ο Αλής βρέθηκε έξυπνος να τους υποστήριξή και θα με βρίζουν. Ενώ, αν γλιτώσετε, θα βρεθή και κάποιος Τούρκος να πη “μπράβο στον Αλήν, έκανε την θέλησίν του, διότι μόνος αυτός κατώρθωσε να υπεράσπιση τους Σανταίους και εγλίτωσαν”. Αυτό μόνον, έλεγε, με αρκεί. Διότι είμαι γέρων και ούτως ή άλλως δεν θα εζούσα και πολύ». Εις παρατήρησίν μας, γιατί τόσον φοβήθηκε την κατάστασιν, μας είπε ότι και άλλοτε συνελήφθη, αλλά δικαιολογήθηκε εις τον νομάρχην, λέγων: «πώς είναι δυνατόν να έχω σχέσεις μαζί τους, αφού αυτοί εις Ζουρνατσιάντων εσκότωσαν την θυγατέρα μου με τον υιόν της; Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν, βέη μου, να σκοτώση κανείς το παιδί σου και εσύ να τον έχης φίλον; Είναι καθαρά συκοφαντία, διότι πολλοί στο χωριό δεν με χωνεύουν. Μάλιστα, πριν σκοτώσουν την κόρην μου, ήλθαν στο σπίτι μου και ζήτησαν ψωμί και τους έδωσα, διότι δεν ήτο δυνατόν να αρνηθώ, αφού θα μου έκαιγαν το σπίτι. Άλλωστε όχι μόνον σ’ εμένα αλλά σ’ όλο το χωριό γυρνούσαν».
Ιδών ο βαλής την δικαίαν απολογίαν του, τον απέλυσε. Αλλά είπε «αυτήν την φοράν διαφέρει, διότι η χήρα γυναίκα του αδελφού μου που την έφερα μαζί και πήραμε καβουρμάδες και άλλα πράγματα ωμολόγησε στους αξιωματικούς την αλήθειαν και είναι αδύνατον να αρνηθώ. Και τώρα που με βλέπετε κοντά σας ήλθον διά κατασκοπίαν. Κατώρθωσα να καταπείσω τους αξιωματικούς να μου δώσουν τριήμερον προθεσμίαν, να έλθω να ανακαλύψω το λημέρι σας και να τους οδηγήσω να σας συλλάβουν. Το έκανα αυτό, διά να μπορώ να σας ίδω διά μια φορά ακόμη και να συνεννοηθούμε, αν θα κατορθώσωμε να γλιτώσωμε.
Και πώς; Έχω την γνώμην απόψε ή αύριον να φύγετε από εδώ να πάτε μακριά κατά την Μάτσκαν και να κάνετε ένα μεγάλο επεισόδιον με φόνους. Εγώ αύριον, διότι έχω καιρόν ακόμη, θα παρουσιασθώ και θα τους πω ότι βρήκα μεν τα λημέρια τους, αλλά οι ίδιοι δεν ήσαν εκεί. Έτσι θα με δικαιολογήση το επεισόδιον που θα κάνετε, αυτούς δε θα φέρω εδώ και θα τους δείξω το λημέρι σας. Ίσως δι’ αυτού του τρόπου, τον οποίον δεν πιστεύω κατά βάθος να γλιτώσω. Το σπίτι μου το εληλάτησαν και δεν άφησαν τίποτε, τα πήραν όλα.
Τη μικρή μου κόρη έκαψαν διά πυρακτωμένου σιδήρου στο χέρι να ομολογήση, αλλά εστάθη αδύνατον καθώς και ο δεκαετής υιός μου Χασάν δεν υπέκυψε. Η δε μεγάλη κόρη μου έφυγε προς το δάσος και δεν μπόρεσαν να την συλλάβουν και δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Ένα μόνον σας τονίζω, διά να μη με βρίζετε κατόπιν. Να ξέρετε ότι παντού ευρίσκεται στρατός, και στα πιο απόκεντρα μέρη και μονοπάτια, να έχετε τον νουν σας, διά να μην πάθετε κακόν και λέτε ότι ο Αλής έγινε αιτία». Αν και τον ξέραμε καλά τον άνθρωπον, εθαυμάσαμεν την αξίαν του και τας σκέψεις του. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ανθέξη σ’ αυτά που έπαθε ο Αλής.
Μας είπε επίσης ότι ο Χελίμ Κιουλόγλου συνέλαβε εις το Ταντουρλούκ επτά Έλληνας φυγοστράτους και φέρων αυτούς εις το Σαζλούκ, άνωθεν της Σάντας, τους ετουφέκισε· μας το είπε, διά να εκδικηθούμε.
19. Το μεσημέρι αποχαιρετίσας ο Αλής και με δάκρυα στα μάτια του έφυγε λέγων: «Και τώρα θα γίνω προδότης σας. Πάτε και ο Θεός μαζί σας». Κι εμείς αμέσως φύγαμε, διά να εκτελέσωμε την παραγγελίαν του. Ήτο ομίχλη πυκνή και ως εκ τούτου δεν υπήρχε φόβος να μας βλέπουν. Από το παρχάρι Κωφού κατέβημεν εις το Κουζού κιολιν και εκείθεν εις το Παλαικάλυβον. Επειδή όμως η ομίχλη αραίωνε, καθίσαμε μέσα σ’ ένα χαντάκι και περιμέναμε να μας σκεπάση πάλιν η ομίχλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου