Το Μεγαλείο κάθε έθνους βρίσκεται στο λαό και όχι στα πλούτη του. Η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα αλλά οι Έλληνες είναι ένας πολύτιμος λαός. Ο πλούτος των Ελλήνων βρίσκεται στο θάρρος, την ενεργητικότητα, το ζωηρό πνεύμα και το φυσικό σθένος τους. Η εκπληκτική πρόοδος που σημειώθηκε μέσα σε έξι χρόνια προς την κατεύθυνση της απορρόφησης μιας αύξησης κατά 25% του πληθυσμού είναι εύγλωττη όσο πολλοί τόμοι αναφορικά με το χαρακτήρα των απορροφούντων και των απορροφούμενων.
Ως εκ τούτου, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αφιερώσουμε ένα κεφάλαιο στη μελέτη των ίδιων των Ελλήνων. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει το δυτικό κόσμο να καταλάβει και να εκτιμήσει καλύτερα αυτούς τους άξιους απογόνους μιας ένδοξης φυλής.
Όταν αναφέρεται το όνομα των Ελλήνων στην Ευρώπη και την Αμερική υπάρχει η συνήθεια να εκφράζονται περιφρονητικά γι’ αυτούς ως έναν ακόμα από «αυτούς τους καθυστερημένους βαλκανικούς λαούς». Ωστόσο οι Έλληνες είναι πολύ διαφορετικοί από τους άλλους λαούς των Βαλκανίων και είναι φοβερή αδικία προς αυτούς το να αγνοεί κανείς αυτές τις διαφορές.
Πρώτα απ’ όλα ο Έλληνας έχει ένα πάθος για διάκριση και πρόοδο που είναι μοναδικό σ’ αυτήν την περιοχή του κόσμου. Όταν είναι φτωχός ή αμόρφωτος ή καθυστερημένος, είναι έτσι παρά τη θέλησή του. Η μόρφωση είναι ένα πάθος όλων των Ελλήνων και οι Έλληνες γονείς, όπως και οι Αμερικανοί, είναι έτοιμοι να προβούν σε οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να μορφώσουν τα παιδιά τους.
Είχα πρόσφατα μια πολύ συγκινητική σχετική εμπειρία. Στη διάρκεια μιας σύντομης περιοδείας μου στη Μακεδονία έφτασα στην Έδεσσα, την αρχαία πρωτεύουσα της αργά το βράδυ και έμεινα εκεί τη νύχτα και το επόμενο πρωί. Πριν ακόμα πάρω το πρωινό μου με πληροφόρησαν ότι με περίμενε μια αντιπροσωπεία από ένα μακρινό χωριό για να μου υποβάλει τα σέβη της και κάποιο αίτημα. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας ήταν, όπως διαπίστωσα όταν τη συνάντησα, ο ιερέας, ο δάσκαλος και τρεις προεστοί του χωριού.
Είχαν έρθει να με δουν γιατί πίστευαν ότι ο λόγος μου περνούσε στην κεντρική κυβέρνηση και ότι η Αθήνα θα ικανοποιούσε το αίτημά της. Φυσικά δεν ήμουν σε θέση να κάνω κάτι τέτοιο. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία εδώ είναι το τι μου ζήτησαν. Μου εξήγησαν ότι αντιπροσώπευαν μια ομάδα προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα που είχαν καταφέρει να επανενωθούν ύστερα από τη διασπορά τους και είχαν τώρα εγκατασταθεί στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας.
Αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες κατά την εγκατάσταση στη νέα εστία τους και είχαν υποφέρει πολύ. Ήταν τόσο φτωχοί ώστε δεν ήταν σε θέση να χτίσουν ούτε μια εκκλησία και τελούσαν επί πέντε χρόνια τη λειτουργία σε ένα στάβλο. Στη συνέχεια ο ιερέας μου εξήγησε τι ζητούσαν. Δεν ήθελαν ν’ απαλλαγούν από την καταβολή φόρων ή να τους δοθεί παράταση για την πληρωμή των δόσεων εξόφλησης των εκτάσεων που τους είχαν παραχωρηθεί ή κάποιο άλλο εγωιστικό προνόμιο, όπως ίσως περίμενε κανείς. Δεν ήθελαν ούτε καν εκκλησία. Ο ιερέας είπε: «Είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε να λειτουργούμε στο σταύλο μέχρι να έρθουν καλύτερες ημέρες αλλά σας ικετεύουμε να μας βοηθήσετε να χτίσουμε ένα σχολείο για να μη μεγαλώσουν τα παιδιά μας μέσα στην αμάθεια».
Η δημοκρατία είναι έμφυτη στον 'Ελληνα. Από τους παλαιότερους ιστορικούς χρόνους, μετά από την παρακμή των μικροσκοπικών μοναρχιών της ηρωικής εποχής τις οποίες περιγράφει ο Όμηρος, ο Έλληνας έχει απορρίψει και έχει αρνηθεί να δεχτεί, όποτε του ήταν δυνατό, οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα το οποίο δεν του παρείχε ισοτιμία με όλους τους άλλους συμπολίτες του.
Οι Έλληνες οδήγησαν τόσο ακραία αυτήν την ατομιστική αντίληψη περί δημοκρατίας ώστε ακόμα και η στρατιωτική τους οργάνωση βασιζόταν σ’ αυτή την αρχή. Κάποιος ιστορικός υπογράμμισε ότι οι αθάνατοι Μύριοι, των οποίων η επιτυχής υποχώρηση από τον Ινδό ποταμό ως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας περιγράφεται από τον Ξενοφώντα στην Ανάβαση, ήταν περισσότερο ένας κύκλος συζητητών παρά ένας στρατός. Παρ’ ότι ήταν περικυκλωμένοι από εχθρούς και πορεύονταν βιαστικά ημέρα και νύχτα μέσα σε μια ξένη και κακοτράχαλη χώρα, συνέχισαν ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές την πρακτική της σύσκεψης, της από κοινού λήψης αποφάσεων σχετικά με τη στρατηγική και της αλλαγής των διοικητών με γενική ψηφοφορία. Παρ’ όλ’ αυτά κατάφερε να ανοίξει δρόμο μέχρι την Ελλάδα.
Αυτή ακριβώς η ποιότητα και σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες μέθοδοι χαρακτήριζαν τη μάζα των προσφύγων όταν έφτασε στην Ελλάδα πριν από επτά χρόνια, το 1922. Οι πρόσφυγες δέχτηκαν ευχάριστα την οργανωμένη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνηση και της διεθνούς Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων αλλά δεν κάθησαν με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας μόνο τη βοήθεια των τρίτων. Καθένας τους άρχισε αμέσως ν’ αναζητεί τρόπους να βοηθήσει τον εαυτό του. Ενστικτωδώς άρχισαν να αναζητούν τους παλιούς γνωστούς τους και να αναδιοργανώνουν τις κοινωνικές τους ομάδες. Όταν συγκεντρώθηκαν και πάλι αυτές οι ομάδες, άρχισε αμέσως η γνώριμη διαδικασία της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Όπως οι Αμερικανοί, όλοι οι Έλληνες είναι εξαιρετικά φιλόδοξοι στον επαγγελματικό τομέα. Όταν επιτυγχάνουν οικονομικά, κερδίζουν τιμές (και πάλι όπως οι Αμερικανοί) δωρίζοντας στο δημόσιο μεγάλα ποσά για κοινωφελή έργα. Από αμνημόνευτους χρόνους οι Έλληνες τιμούσαν κατ’ εξοχήν τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, τους δασκάλους και τους ευεργέτες του δημοσίου. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει σήμερα όπως ίσχυε και στον καιρό της Σαπφούς. Οι Τέχνες έχουν παρακμάσει στη σύγχρονη Ελλάδα (πιθανώς λόγω των αιώνων ξενικής καταπίεσης) αλλά το ένστικτο της μάθησης και του εμπορίου είναι πάντα το ίδιο ισχυρό. Η σύγχρονη Ελλάδα διακρίνεται και στους δυο παραπάνω τομείς.
Η διακοπή της ομαλής πολιτικής ζωής των Ελλήνων στη διάρκεια των αιώνων της ξενικής κατοχής ακολουθήθηκε από έναν αιώνα (που μόλις συμπληρώθηκε) αυτοκυβέρνησής τους. Ωστόσο αυτή η αυτοκυβέρνηση στηριζόταν σε λανθασμένη βάση. Το σχήμα μοναρχικής διακυβέρνησης, που επέβαλαν πριν από έναν αιώνα στους Έλληνες οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους, δεν ήταν σύμφωνο με το πολιτικό τους δαιμόνιο. Το ένστικτο των Ελλήνων στρέφεται προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Η ιδέα της μοναρχίας συνεπάγεται μια συγκεντρωτική εξουσία. Υπό την αιγίδα της μοναρχίας αναπτύχθηκε στην Αθήνα μια αναπόφευκτη γραφειοκρατία, η οποία ανέλαβε να κατευθύνει από την πρωτεύουσα τις τοπικές εξελίξεις αναφορικά με την παιδεία, τη γεωργία και ακόμα και την πολιτική και δικαστική διοίκηση. Αυτό το σύστημα λειτούργησε κατα κάποιο τρόπο γιατί ήταν υποχρεωτικό να λειτουργήσει. Ωστόσο είναι αντίθετο προς τη φύση των Ελλήνων και δεν υπήρξε ποτέ τίποτε περισσότερο από ένα φτωχό υποκατάστατο.
Για παράδειγμα: Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας υπάρχει ένας έντονος και υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στους καλύτερους πολίτες για να εξασφαλιστεί η τιμή της εκλογής τους στο αξίωμα του δημάρχου. Η εκλογή σ’ αυτό το αξίωμα θεωρείται τόσο τιμητική ώστε οι ικανότεροι πολίτες κάνουν ό,τι μπορούν για να την εξασφαλίσουν. Το ίδιο αίσθημα τιμής οδηγεί αυτόν που εκλέγεται να προσπαθήσει να ξεπεράσει τα επιτεύγματα του προκατόχου του. Και δεν το κάνει αυτό μόνο με μια πιο σοφή πολιτική αλλά και διαθέτοντας απλόχερα τους προσωπικούς του πόρους. Έτσι δεν είναι καθόλου σπάνιο ένας πλούσιος να διαθέτει σχεδόν όλη την περιουσία του για την ανέγερση ενός νέου σχολείου. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι κάτοχοι άλλων τοπικών αξιωμάτων δίνουν πολλές φορές όλα τα χρήματά τους για ένα νέο σύστημα υδροδότησης της πόλης τους ή για κάποια άλλη απτή και διαρκή απόδειξη της αγάπης που έχουν για τον τόπο τους.
Η εγκατάσταση στην Αθήνα μιας συγκεντρωτικής εξουσίας προφανώς παρεμποδίζει ή και εξαλείφει αυτό το γενναιόδωρο συναγωνισμό. Έτσι, όταν χρειάζεται ένα νέο σχολείο, το χωριό, όσο μακρινό κι αν είναι, υποχρεώνεται να στραφεί στην Αθήνα και όχι
στη γενναιοδωρία των κατοίκων του. Η ρουσφετολογία στην Αθήνα είναι πιο αποτελεσματική απ’ ό,τι οι εκκλήσεις στο τοπικό φιλότιμο. Αυτή η κατάσταση δεν διαφθείρει απλώς αλλά και αποστραγγίζει την ίδια την πηγή της ελληνικής πολιτικής φύσης. Η Ελλάδα δεν θα επιδείξει την πλήρη ικανότητά της για αυτοδιακυβέρνηση μέχρι το πολιτικό της σύστημα να αλλάξει ώστε να αναγνωρίζει και να εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες πολιτικές του λαού της.
Μια τέτοια μετατροπή υπήρξε ως τώρα αδύνατη. Με την επιμονή των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, μια ξένη δυναστεία κάθισε στο θρόνο της Ελλάδας. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι μια απομίμηση του γαλλικού κοινοβουλευτικού συστήματος
το οποίο, με τη σειρά του, είναι μια καθόλου επιτυχής απομίμηση του βρετανικού. Παρ’ότι δεν προσφέρεται για τις συνθήκες της Ελλάδας, οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να συμβιβαστούν μ’ αυτό γιατί βρίσκονταν υπό την κηδεμονία της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Τώρα, όμως, καθώς εκδίωξαν τη δυναστεία και υιοθέτησαν τη δημοκρατία, ίσως μια φυσιολογική εξέλιξη οδηγήσει σε μια πολιτική οργάνωση που θα βασίζεται πιο στέρεα στο χαρακτήρα των Ελλήνων.
Η εικόνα των Ελλήνων στα μάτια της Δύσης αμαυρώθηκε επίσης εξαιτίας του αναγκαστικού συγχρωτισμού τους με κατώτερους λαούς. Το πεπρωμένο του συνδέθηκε επί αιώνες παρά τη βούλησή του με εκείνο των καθυστερημένων Τούρκων και των σχετικά καθυστερημένων Σέρβων και Βουλγάρων. Οι ρωμαλέοι Έλληνες αντιστάθηκαν σε αξιοθαύμαστο βαθμό στις δεισιδαιμονίες και τα ελαττώματα των ανατολιτών και των βαρβάρων που τους περιβάλλουν. Αν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία, θα επιδείξουν και πάλι τις δυνατότητες των αρετών τους.
Θα μπορούσαν να ειπωθούν αρκετές ιστορίες σχετικά με το θάρρος των Ελλήνων όπως αυτό εκφράζεται στη ζωή των προσφύγων. Μια πολύ χαριτωμένη είναι αυτή που αφορά ένα μικρό ψαροχώρι που έχτισε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων κοντά στο Βόλο στους πρόποδες του Πηλίου. Οι κάτοικοι του Επιβάτου δεν διαφέρουν από τους άλλους πρόσφυγες στο ότι έφτασαν στην Ελλάδα αδέκαροι και έχοντας χάσει αυτούς που τους στήριζαν οικονομικά. Σε πολλά από τα μικρά σπίτια τους, πλάι στο νερό, η οικογένεια αποτελείται από μόνη τη μητέρα και τρία-τέσσερα παιδιά. Ζουν σε δυο δωμάτια και καταφέρνουν ίσα-ίσα να κερδίζουν τη ζωή τους με ατέλειωτους κόπους και ευρηματικότητα. Παρ’ ότι το χωριό είναι φτωχό πληρώνει την πιο μορφωμένη γυναίκα του οικισμού για να εργάζεται ως δασκάλα. Απελευθερωμένη από τη φροντίδα για τον επιούσιο, η τελευταία αφιερώνει το χρόνο της στη διδασκαλία των παιδιών. Φυσικά έχει επιπλέον τη φροντίδα του σπιτιού της και των δικών της παιδιών. Είναι χήρα και η ζωή είναι σκληρή. Παρ’ όλ’ αυτά, στο χαρακτηριστικά καθαρό δωμάτιό της υπάρχει στον τοίχο ένα κέντημα με το εξής ρητό:
Μια εξίσου γνήσια και υπέρτατη πίστη χαρακτηρίζει δεκάδες χιλιάδων προσφύγων. Επισκέφτηκα εκατοντάδες απ’ αυτούς στα μικρά σπίτια τους και το θάρρος δεν έλειπε ποτέ, όπως διαπίστωσα, από τους κατοίκους τους. Μια οικογένεια στο συνοικισμό της Καισαριανής, λίγο έξω από την Αθήνα, συμπεριλαμβάνει μια ηλικιωμένη χήρα μητέρα, τον βαριά άρρωστο με φυματίωση γιο της, τη χήρα κόρη της με τα τρία παιδιά της και μια άγαμη κόρη.
Οι δυο νέες γυναίκες καταφέρνουν να βρουν κάποιες περιστασιακές απασχολήσεις αλλά όχι σταθερή δουλειά. Το συνολικό μέσο εισόδημα της οικογενείας αρκεί για να αγοράσουν τόσο λίγα τρόφιμα ώστε απορεί κανείς πώς επιζούν. Οι τραγικές αναμνήσεις του βίαιου θανάτου συζύγων και γιων είναι ακόμα νωπές. Υπάρχουν στιγμές που αυτές οι αναμνήσεις προκαλούν βαθιά θλίψη. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι δεν ενδίδουν στην απελπισία και την απογοήτευση. Αντιμετωπίζουν τη ζωή με αποφασιστικότητα και με μια αίσθηση πικρού χιούμορ.
Όταν τη ρώτησα πώς μπορούσαν να στέκουν στα πόδια τους με τις τόσες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, η νεαρή χήρα χαμογέλασε πλατιά και σήκωσε τους ώμους της με το χαρακτηριστικό ελληνικό τρόπο: «Ο Θεός μας δίνει τη δύναμη να ζούμε», ήταν η λακωνική απάντησή της. Εδώ δεν θα βρει κανείς ανατολίτικη μοιρολατρία!
Henry Morgenthau
Αμερικανός δικηγόρος και διπλωμάτης
Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων
Πρόσφυγες διασχίζουν τον ποταμό Έβρο |
Όταν αναφέρεται το όνομα των Ελλήνων στην Ευρώπη και την Αμερική υπάρχει η συνήθεια να εκφράζονται περιφρονητικά γι’ αυτούς ως έναν ακόμα από «αυτούς τους καθυστερημένους βαλκανικούς λαούς». Ωστόσο οι Έλληνες είναι πολύ διαφορετικοί από τους άλλους λαούς των Βαλκανίων και είναι φοβερή αδικία προς αυτούς το να αγνοεί κανείς αυτές τις διαφορές.
Πρώτα απ’ όλα ο Έλληνας έχει ένα πάθος για διάκριση και πρόοδο που είναι μοναδικό σ’ αυτήν την περιοχή του κόσμου. Όταν είναι φτωχός ή αμόρφωτος ή καθυστερημένος, είναι έτσι παρά τη θέλησή του. Η μόρφωση είναι ένα πάθος όλων των Ελλήνων και οι Έλληνες γονείς, όπως και οι Αμερικανοί, είναι έτοιμοι να προβούν σε οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να μορφώσουν τα παιδιά τους.
Είχα πρόσφατα μια πολύ συγκινητική σχετική εμπειρία. Στη διάρκεια μιας σύντομης περιοδείας μου στη Μακεδονία έφτασα στην Έδεσσα, την αρχαία πρωτεύουσα της αργά το βράδυ και έμεινα εκεί τη νύχτα και το επόμενο πρωί. Πριν ακόμα πάρω το πρωινό μου με πληροφόρησαν ότι με περίμενε μια αντιπροσωπεία από ένα μακρινό χωριό για να μου υποβάλει τα σέβη της και κάποιο αίτημα. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας ήταν, όπως διαπίστωσα όταν τη συνάντησα, ο ιερέας, ο δάσκαλος και τρεις προεστοί του χωριού.
Είχαν έρθει να με δουν γιατί πίστευαν ότι ο λόγος μου περνούσε στην κεντρική κυβέρνηση και ότι η Αθήνα θα ικανοποιούσε το αίτημά της. Φυσικά δεν ήμουν σε θέση να κάνω κάτι τέτοιο. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία εδώ είναι το τι μου ζήτησαν. Μου εξήγησαν ότι αντιπροσώπευαν μια ομάδα προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα που είχαν καταφέρει να επανενωθούν ύστερα από τη διασπορά τους και είχαν τώρα εγκατασταθεί στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας.
Αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες κατά την εγκατάσταση στη νέα εστία τους και είχαν υποφέρει πολύ. Ήταν τόσο φτωχοί ώστε δεν ήταν σε θέση να χτίσουν ούτε μια εκκλησία και τελούσαν επί πέντε χρόνια τη λειτουργία σε ένα στάβλο. Στη συνέχεια ο ιερέας μου εξήγησε τι ζητούσαν. Δεν ήθελαν ν’ απαλλαγούν από την καταβολή φόρων ή να τους δοθεί παράταση για την πληρωμή των δόσεων εξόφλησης των εκτάσεων που τους είχαν παραχωρηθεί ή κάποιο άλλο εγωιστικό προνόμιο, όπως ίσως περίμενε κανείς. Δεν ήθελαν ούτε καν εκκλησία. Ο ιερέας είπε: «Είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε να λειτουργούμε στο σταύλο μέχρι να έρθουν καλύτερες ημέρες αλλά σας ικετεύουμε να μας βοηθήσετε να χτίσουμε ένα σχολείο για να μη μεγαλώσουν τα παιδιά μας μέσα στην αμάθεια».
Η δημοκρατία είναι έμφυτη στον 'Ελληνα. Από τους παλαιότερους ιστορικούς χρόνους, μετά από την παρακμή των μικροσκοπικών μοναρχιών της ηρωικής εποχής τις οποίες περιγράφει ο Όμηρος, ο Έλληνας έχει απορρίψει και έχει αρνηθεί να δεχτεί, όποτε του ήταν δυνατό, οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα το οποίο δεν του παρείχε ισοτιμία με όλους τους άλλους συμπολίτες του.
Εικόνα απο ένα Θρακικό χωριό |
Αυτή ακριβώς η ποιότητα και σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες μέθοδοι χαρακτήριζαν τη μάζα των προσφύγων όταν έφτασε στην Ελλάδα πριν από επτά χρόνια, το 1922. Οι πρόσφυγες δέχτηκαν ευχάριστα την οργανωμένη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνηση και της διεθνούς Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων αλλά δεν κάθησαν με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας μόνο τη βοήθεια των τρίτων. Καθένας τους άρχισε αμέσως ν’ αναζητεί τρόπους να βοηθήσει τον εαυτό του. Ενστικτωδώς άρχισαν να αναζητούν τους παλιούς γνωστούς τους και να αναδιοργανώνουν τις κοινωνικές τους ομάδες. Όταν συγκεντρώθηκαν και πάλι αυτές οι ομάδες, άρχισε αμέσως η γνώριμη διαδικασία της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Όπως οι Αμερικανοί, όλοι οι Έλληνες είναι εξαιρετικά φιλόδοξοι στον επαγγελματικό τομέα. Όταν επιτυγχάνουν οικονομικά, κερδίζουν τιμές (και πάλι όπως οι Αμερικανοί) δωρίζοντας στο δημόσιο μεγάλα ποσά για κοινωφελή έργα. Από αμνημόνευτους χρόνους οι Έλληνες τιμούσαν κατ’ εξοχήν τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, τους δασκάλους και τους ευεργέτες του δημοσίου. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει σήμερα όπως ίσχυε και στον καιρό της Σαπφούς. Οι Τέχνες έχουν παρακμάσει στη σύγχρονη Ελλάδα (πιθανώς λόγω των αιώνων ξενικής καταπίεσης) αλλά το ένστικτο της μάθησης και του εμπορίου είναι πάντα το ίδιο ισχυρό. Η σύγχρονη Ελλάδα διακρίνεται και στους δυο παραπάνω τομείς.
Η διακοπή της ομαλής πολιτικής ζωής των Ελλήνων στη διάρκεια των αιώνων της ξενικής κατοχής ακολουθήθηκε από έναν αιώνα (που μόλις συμπληρώθηκε) αυτοκυβέρνησής τους. Ωστόσο αυτή η αυτοκυβέρνηση στηριζόταν σε λανθασμένη βάση. Το σχήμα μοναρχικής διακυβέρνησης, που επέβαλαν πριν από έναν αιώνα στους Έλληνες οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας τους, δεν ήταν σύμφωνο με το πολιτικό τους δαιμόνιο. Το ένστικτο των Ελλήνων στρέφεται προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Η ιδέα της μοναρχίας συνεπάγεται μια συγκεντρωτική εξουσία. Υπό την αιγίδα της μοναρχίας αναπτύχθηκε στην Αθήνα μια αναπόφευκτη γραφειοκρατία, η οποία ανέλαβε να κατευθύνει από την πρωτεύουσα τις τοπικές εξελίξεις αναφορικά με την παιδεία, τη γεωργία και ακόμα και την πολιτική και δικαστική διοίκηση. Αυτό το σύστημα λειτούργησε κατα κάποιο τρόπο γιατί ήταν υποχρεωτικό να λειτουργήσει. Ωστόσο είναι αντίθετο προς τη φύση των Ελλήνων και δεν υπήρξε ποτέ τίποτε περισσότερο από ένα φτωχό υποκατάστατο.
Για παράδειγμα: Στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας υπάρχει ένας έντονος και υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στους καλύτερους πολίτες για να εξασφαλιστεί η τιμή της εκλογής τους στο αξίωμα του δημάρχου. Η εκλογή σ’ αυτό το αξίωμα θεωρείται τόσο τιμητική ώστε οι ικανότεροι πολίτες κάνουν ό,τι μπορούν για να την εξασφαλίσουν. Το ίδιο αίσθημα τιμής οδηγεί αυτόν που εκλέγεται να προσπαθήσει να ξεπεράσει τα επιτεύγματα του προκατόχου του. Και δεν το κάνει αυτό μόνο με μια πιο σοφή πολιτική αλλά και διαθέτοντας απλόχερα τους προσωπικούς του πόρους. Έτσι δεν είναι καθόλου σπάνιο ένας πλούσιος να διαθέτει σχεδόν όλη την περιουσία του για την ανέγερση ενός νέου σχολείου. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι κάτοχοι άλλων τοπικών αξιωμάτων δίνουν πολλές φορές όλα τα χρήματά τους για ένα νέο σύστημα υδροδότησης της πόλης τους ή για κάποια άλλη απτή και διαρκή απόδειξη της αγάπης που έχουν για τον τόπο τους.
Ένας από τους δρόμους προσφυγικών καταυλισμών στο Παγκράτι |
στη γενναιοδωρία των κατοίκων του. Η ρουσφετολογία στην Αθήνα είναι πιο αποτελεσματική απ’ ό,τι οι εκκλήσεις στο τοπικό φιλότιμο. Αυτή η κατάσταση δεν διαφθείρει απλώς αλλά και αποστραγγίζει την ίδια την πηγή της ελληνικής πολιτικής φύσης. Η Ελλάδα δεν θα επιδείξει την πλήρη ικανότητά της για αυτοδιακυβέρνηση μέχρι το πολιτικό της σύστημα να αλλάξει ώστε να αναγνωρίζει και να εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες πολιτικές του λαού της.
Μια τέτοια μετατροπή υπήρξε ως τώρα αδύνατη. Με την επιμονή των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, μια ξένη δυναστεία κάθισε στο θρόνο της Ελλάδας. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι μια απομίμηση του γαλλικού κοινοβουλευτικού συστήματος
το οποίο, με τη σειρά του, είναι μια καθόλου επιτυχής απομίμηση του βρετανικού. Παρ’ότι δεν προσφέρεται για τις συνθήκες της Ελλάδας, οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να συμβιβαστούν μ’ αυτό γιατί βρίσκονταν υπό την κηδεμονία της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Τώρα, όμως, καθώς εκδίωξαν τη δυναστεία και υιοθέτησαν τη δημοκρατία, ίσως μια φυσιολογική εξέλιξη οδηγήσει σε μια πολιτική οργάνωση που θα βασίζεται πιο στέρεα στο χαρακτήρα των Ελλήνων.
Η εικόνα των Ελλήνων στα μάτια της Δύσης αμαυρώθηκε επίσης εξαιτίας του αναγκαστικού συγχρωτισμού τους με κατώτερους λαούς. Το πεπρωμένο του συνδέθηκε επί αιώνες παρά τη βούλησή του με εκείνο των καθυστερημένων Τούρκων και των σχετικά καθυστερημένων Σέρβων και Βουλγάρων. Οι ρωμαλέοι Έλληνες αντιστάθηκαν σε αξιοθαύμαστο βαθμό στις δεισιδαιμονίες και τα ελαττώματα των ανατολιτών και των βαρβάρων που τους περιβάλλουν. Αν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία, θα επιδείξουν και πάλι τις δυνατότητες των αρετών τους.
Θα μπορούσαν να ειπωθούν αρκετές ιστορίες σχετικά με το θάρρος των Ελλήνων όπως αυτό εκφράζεται στη ζωή των προσφύγων. Μια πολύ χαριτωμένη είναι αυτή που αφορά ένα μικρό ψαροχώρι που έχτισε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων κοντά στο Βόλο στους πρόποδες του Πηλίου. Οι κάτοικοι του Επιβάτου δεν διαφέρουν από τους άλλους πρόσφυγες στο ότι έφτασαν στην Ελλάδα αδέκαροι και έχοντας χάσει αυτούς που τους στήριζαν οικονομικά. Σε πολλά από τα μικρά σπίτια τους, πλάι στο νερό, η οικογένεια αποτελείται από μόνη τη μητέρα και τρία-τέσσερα παιδιά. Ζουν σε δυο δωμάτια και καταφέρνουν ίσα-ίσα να κερδίζουν τη ζωή τους με ατέλειωτους κόπους και ευρηματικότητα. Παρ’ ότι το χωριό είναι φτωχό πληρώνει την πιο μορφωμένη γυναίκα του οικισμού για να εργάζεται ως δασκάλα. Απελευθερωμένη από τη φροντίδα για τον επιούσιο, η τελευταία αφιερώνει το χρόνο της στη διδασκαλία των παιδιών. Φυσικά έχει επιπλέον τη φροντίδα του σπιτιού της και των δικών της παιδιών. Είναι χήρα και η ζωή είναι σκληρή. Παρ’ όλ’ αυτά, στο χαρακτηριστικά καθαρό δωμάτιό της υπάρχει στον τοίχο ένα κέντημα με το εξής ρητό:
Όπου υπάρχει πίστη, υπάρχει αγάπη
Όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει ειρήνη
Όπου υπάρχει ειρήνη, υπάρχει ευλογία
Όπου υπάρχει ευλογία, υπάρχει ο Θεός
Όπου υπάρχει ο Θεός δεν υπάρχει φτώχεια
Οι δυο νέες γυναίκες καταφέρνουν να βρουν κάποιες περιστασιακές απασχολήσεις αλλά όχι σταθερή δουλειά. Το συνολικό μέσο εισόδημα της οικογενείας αρκεί για να αγοράσουν τόσο λίγα τρόφιμα ώστε απορεί κανείς πώς επιζούν. Οι τραγικές αναμνήσεις του βίαιου θανάτου συζύγων και γιων είναι ακόμα νωπές. Υπάρχουν στιγμές που αυτές οι αναμνήσεις προκαλούν βαθιά θλίψη. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι δεν ενδίδουν στην απελπισία και την απογοήτευση. Αντιμετωπίζουν τη ζωή με αποφασιστικότητα και με μια αίσθηση πικρού χιούμορ.
Όταν τη ρώτησα πώς μπορούσαν να στέκουν στα πόδια τους με τις τόσες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, η νεαρή χήρα χαμογέλασε πλατιά και σήκωσε τους ώμους της με το χαρακτηριστικό ελληνικό τρόπο: «Ο Θεός μας δίνει τη δύναμη να ζούμε», ήταν η λακωνική απάντησή της. Εδώ δεν θα βρει κανείς ανατολίτικη μοιρολατρία!
Henry Morgenthau
Αμερικανός δικηγόρος και διπλωμάτης
Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου