(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Το Κράτος" Αθήνα 5 του Μάη
1908)
Οι πρώτες αποικίες των Σανταίων στη Ρωσία χρονολογούνται από το
1828, όταν μετανάστεψαν αρκετές οικογένειες στην περιφέρεια Τιφλίδας και
σχημάτισαν τα χωριά της Τσάλκας Πέσταση και Σάντα.
Κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο ο Μαρούφς, ο Τσιριάς και ο Σίπος εκεί που
εργάζονταν σαν χτίστες στον Βλαδικαύκασο παντρεύτηκαν Ρωσίδες και έμειναν εκεί.
Το 1856 μετανάστεψαν 20 οικογένειες οι Τοπουζάντ, Γαλλάντ και Χαρατσιάντ απ' το Πινατάντων στο Σεκιτλή (Ιβάνοφκα) κοντά στην Τιφλίδα.
Το 1866 μετανάστεψαν 20 οικογένειες στο Άττιλερ, οι Σιαϊνάντ και Χατσιάντ απ' το Τερζάντων. Την ίδια χρονιά μετανάστεψαν στην περιφέρεια Σοχούμ 100 οικογένειες οι Φουλάντ, Σακογλάντ, Αλχαζάντ, Πουλάντ, Τσιριπάντ, Λαζαράντ, Κωστικάντ, Τσιατάντ
και ο παπα Κοσμάς Λαμπριανίδης απ' το Ισχανάντων και σχημάτισαν το χωριό Αλεξάνδρα.
Το 1867 μετανάστεψαν στο Σεκετλή της Τιφλίδας 100 οικογένειες ο παπα Γιώργος Ξιμίτ απ' το Τερζάντων, οι Μαραντάντ και Γιαζιτσιάντ απ' το Ισχανάντων , ο Αλή Χασάν από το Κοζλαράντων και οι Πασκοβιτσιάντ απ' το Πινατάντων και σχημάτισαν τα χωριά Φτελέν, Χαρατσιάντων και Χουντσούρ.
Το 1880 μετανάστεψαν 20 οικογένειες στην Σταυρούπολη οι Χιτιλάντ και Γιαμακάντ από το Ισχανάντων.
Το 1881 μετανάστεψαν 300 οικογένειες στην περιφέρεια Καρς, οι Στουλαράντ, οι Γιομακάντ, ο Κιοσιάντς, η Γαραποινάβα και οι Κυρτογλάντ απ' το Ισχανάντων και πολλοί άλλοι απ' όλες τις ενορίες της Σαντάς και σχημάτισαν τα χωριά Γαμισλή, Τσιορμήκ, Πορτούς, Αρταχάν και Πεληκπάσκιοϊ.
Το 1882 μετανάστεψαν 300 οικογένειες στην περιφέρεια
Σοχούμ, ο Ευστάθιος Πέκος,
οι Κακοσειμάντ, Τοσουνάντ, Φραγκάντ, Κουρστογλάντ και Καρογλανάντ απ' το Κοζλαράντων, οι Τσουνακάντ και Ζωγραφάντ απ' το Ισχανάντων , οι Χαρατσιάντ από Πινατάντων,
οι Τσιατσιάντ, οι Τσιλικάντ, ο Ξιμίτς, οι Καμπεράντ, οι Τεπενάντ και ο Μανέας απ' το Τερζάντων, ο Πιστοφίδης και ο Ελέντς απ' το Πιστοφάντων και σχημάτισαν το χωριό Κούμα (Μιχαηλόβσκι).
Στο χωριό Κούμα μετανάστεψαν επίσης την ίδια χρονιά ο Σαπλάχ ο Σιαμανής και ο Σπυράντης απ' το Τερζάντων, ο Πασαλίδης, ο Σεϊτής, ο Λιβάσος, ο Κεσπόλης, ο Ταγλαρής, ο Ορφανίδης και ο Κεσόγλης απ' το Κοζλαράντων, ο Τσαχούρ, ο Μούστογλης, ο Κάπας και ο Τσαρτσής απ' το Πιστοφάντων, ο παπά Παύλος Κεχαγιόπουλος, ο Τσιλιγκερίδης, ο Παροτσής και ο Γεγγής απ’ το Ζουρνατσάντων.
Την ίδια χρονιά μετανάστεψαν 80 οικογένειες στην περιφέρεια Σοχούμ, ο Μεμίης, ο Πιστόπουλον, ο Σοϊλεμέης, oι Καϊτιαλάντ, oι Γεγκάντ και οι Κοπαλάντ απ' το Ζουρνατσάντων και σχημάτισαν το χωριά Ζουρνατσάντων ή Αντρεόβσκη.
Το 1884 μετανάστεψαν 130 οικογένειες στην περιφέρεια Βατούμ
οι Τεμιρτσογλάντ, Παρμαξουζάντ, Τσιαχουράντ, Στεφανάντ, Στουλαράντ, Αμοιράντ, Λαζαράντ, ο Σεϊριάκς, οι Απλαχάντ, ο Κέντσιοχλης, οι Χαψάντ, Καλαϊτσιάντ, Τσιατσιανάντ, Εφραιμάντ, Μουρατάντ, Κεσιανάντ, Κουφατσιάντ και ο Λιάντς απ’ το Ισχανάντων, οι Γαβράντ, Πιστοφάντ και Κουτμεράντ απ’ το Πιστοφάντων, ο Σεϊτής και οι Κακοσειμάντ απ’ το Κοζλαράντων και ο Κωβίτς απ’ το Τερζάντων και σχημάτισαν το χωριό Τάκβα στην περιφέρεια Τσιρούκσου-Βατούμ.*
Την ίδια χρονιά 80 οικογένειες oι Βενετικάντ απ' το Πιστοφάντων, οι Τσιακλιάντ και Ξαντινάντ απ' το Τερζάντων, οι Ταιριάντ απ’ το Πινατάντων, οι Γιορδαμάντ, Τσιλιγκιαράντ, Σιονάντ, Σιαχάντ, Γιοσηφάντ, Παπαδόπουλοι, ο Μεμίης και ο Ροδόπουλον απ’ το Ζουρνατσάντων σχημάτισαν το χωριό Κβήρηκα στην περιφέρεια Τσιρούκσου - Βατούμ.
Την ίδια χρονιά 100 οικογένειες oι Ελενάντ, Πιστοφάντ, Γιαλαμάντ, Κωστικάντ, Κωτιλάντ, Κουρτογλάντ, Πυράντ, Μουζμουτάντ, Τσιορτανάντ, Τσιαχουράντ, ο Βαλίκας κι’ ο Πολίτας απ’ το Πιστοφάντων, ο Ταιριάς απ’ το Πινατάντων, ο Σιαπλάχς απ' το Τερζάντων, οι Ναρισάντ, Νασουφάντ, Χουρσιτάντ και ο Πεκιάρης απ’ το Κοζλαράντων σχημάτισαν το χωριο Άσκοβα στην περιφέρεια Τσιρούκσου — Βατούμ.
Την ίδια χρονιά 100 οικογένειες οι Μουτάντ, Τσιλικάντ, Μουρατάντ, Τιγκάντ, Ξαντινάντ και Αηβαζάντ απ’ το Τερζάντων, ο Ισχάν κι ο Γαραπάης απ’ το Πιστοφάντων και ο Κωφιάδης απ' το Πινατάντων σχημάτισαν το χωριό Αλχασιόν στην περιφέρεια Βατούμ.
Την ίδια χρονιά πάλι στις πόλεις του Καύκασου Βατούμ, Σοχούμ, Τιφλίδα, Κάρς και Κοταΐς εγκαταστάθηκαν πολλοί Σανταίοι που καταγίνονται στο εμπόριο και στις τέχνες, τα
ονόματα των οποίων δεν μπορέσαμε να εξακριβώσουμε.
Ξέρουμε πολύ λίγους που διακρίθηκαν στο εμπόριο και σε άλλα επαγγέλματα. Αυτοί
είναι: Στο Βατούμ ο Θεόδωρος Γιαμάκ έμπορος αποικιακών, ο Χριστόφορος Κεγκίλ , ο Κώστας Κεγκίλ λoγιστής, ο Δημήτρης Κεγκίλ , ο Ευθύμιος Τσακάλωφ ξενοδόχος, ο
Σπυρίδων Μαντίδης πρακτικός χειρούργος, ο Χρήστος Σιτμαλίδης ιατρός κ. α..
Στο Σοχούμ ο Γεώργιος Ζωγραφόπουλος έμπορος αποικιακών, ο Δαμιανός Κανονίδης ξενοδόχος, ο Δημήτριος Σοφιανός
καφετζής, ο Κοσμάς Σπυράντης ιατρός, ο Ευστάθιος Σπυράντης ιατρός. Στη Τιφλίδα Γεώργιος
Λαζαρίδης εργολάβος, ο Αλέξανδρος Φούλος λογιστής , ο Ανέστης Στεφανίδης
λογιστής, ο Δημήτρης Πιστοφίδης κτηματίας, κ. ά.
Όπως ξέρουμε, από το 1821 - 1830 ο πληθυσμός της Σαντάς με τους
νέους φυγάδες αυξήθηκε πάρα πολύ. Εξ αιτίας που το έδαφος της Σαντάς ήταν
άγονο, η ζωή στη Σαντά έγινε πολύ δύσκολη και πολλοί Σανταίοι αγόρασαν κτήματα
στη Γεμουρά, στα Σούρμενα κι’ αλλού, όπου περνούσαν τον χειμώνα και το
καλοκαίρι παραθέριζαν στη Σαντά. Αυτό το μέτρο που ήθελε σώσει την Σαντα δεν
εφαρμόσθηκε γενικά και βλέπουμε στον τελευταίο Ρωσοτουρκικό πόλεμο σοβαρές
μεταναστεύσεις των Σανταίων στη Ρωσία. (*)
Τους μετανάστες τους παρακινούσαν άνθρωποι ιδιοτελείς που
παρίσταναν τη Ρωσία σαν επίγειο παράδεισο και εννοούσαν να συμπαρασύρουν κι'
άλλους στην εθνική καταστροφή. Αυτοί στάθηκαν οι κυριότεροι αίτιοι της ερήμωσης
της Σαντάς και του εκρωσισμού τόσων Ελλήνων. Οι κακόμοιροι μετανάστες ονειροπολούσαν
κάθε μέρα την δόξα και την ευτυχία που τους περίμεναν στη Ρωσία, μα μόλις
εγκαταστάθηκαν σε ορεινά ή ελώδη μέρη του Καύκασου, όπου ταλαιπωρήθηκαν και
κακοποιηθήκαν από τους γύρω βάρβαρους λαούς μετάνιωσαν, του κάκου
όμως.
Το ρεύμα της μετανάστευσης που βάσταξε 50 ολόκληρα χρόνια με
πολύ δυσκολία κόπηκε με τις παραστάσεις της τούρκικης κυβέρνησης προς την
ρωσική και με τις ενέργειες του ακούραστου πατριώτη Σπύρο
Μαντίδη, στον οποίο οφείλει πολλά η Σαντά. Αυτός επειδή προέβλεπε
τον αναπόφευκτο εκφυλισμό των μεταναστών έγραφε απ’ το Βατούμ στους
προκρίτους και εφημέριους της Σαντάς και τους παρακαλούσε να παραστήσουν στον
λαό τις φοβερές συνέπειες της μετανάστευσης για να διακοπεί το
μεταναστευτικό ρεύμα. Πράγματι οι περισσότεροι μετανάστες στον Καύκασο έχασαν
την εθνική τους συνείδηση και σήμερα ντρέπονται να ονομαστούν Έλληνες
ενώ έπρεπε να καυχηθούν για την ένδοξη καταγωγή τους. Αυτό το πράγμα δεν
παρατηρήθηκε στην Τουρκία, και φανερώνει πως η ακεραιότητα της Τουρκίας μπορεί
να σώσει τον ελληνισμό και όχι η πρόοδος του σλαβισμού.
Όχι μονάχα η Σαντά, αλλά και πολλές άλλες πόλεις και κωμοπόλεις
του Πόντου ερημώθηκαν, γιατί οι Έλληνες κάτοικοί τους μετανάστεψαν κι’
αυτοί στη Ρωσία ή ακολούθησαν κατά το 1828 τον Ρωσικό στρατό που έφτασε ως
την Αργυρούπολη. Η περιφέρεια μάλιστα της Αργυρούπολης ύστερα από την
μετανάστευση πολλών Ελλήνων κατοίκων της πήρε την όψη Σαχάρας!
Κατά την γνώμη μας , συντελεστές της κατάστασης αυτής ήσαν
απ’ τη μια μεριά η αθλιότητα της τούρκικης διοίκησης, κι’ απ’ την άλλη
μεριά η αδιαφορία των αρμοδίων. Στον ελληνισμό της Αμερικής στράφηκαν
όλες οι ενέργειες των αρμοδίων και γι’ αυτό εκεί οι 200 χιλιάδες
μετανάστες έχουν 30 Συλλόγους, εκδίδουν 10 ελληνικές εφημερίδες και πολλά
περιοδικά, ενώ στη Ρωσία με διπλάσιο ελληνικό πληθυσμό εκδίδονται με δυσκολία 2
εφημερίδες και ένα περιοδικό.
Ρωτάμε: Έχουμε Έλληνα πρεσβευτή, Έλληνες προξένους στη Ρωσία;
Μελέτησαν αυτοί καμιά φορά τις ανάγκες του Ελληνισμού της Ρωσίας;
Έστειλαν καμιά φορά σχετικές εκθέσεις στο Υπουργείο; Φώτισαν καμιά φορά τον
ελληνικό τύπο για το ζήτημα αυτό; Σ’ όλα αυτά απαντούμε «όχι».
Κρούομε τον κώδωνα του κινδύνου από τις ταπεινές αυτές σελίδες.
Ευτυχής πολύ ευτυχής εκείνος που θα μπορέσει να σώσει έστω και μια μόνη
οικογένεια από τον άτιμο θάνατο που λέγεται εκφυλισμός, εκρωσισμός..
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
* Οι μετανάστες Σανταίοι του χωριού Τάκβα - Βατούμ και οι τέτοιοι του χωριού Αλεξάνδρα - Σοχούμ φύλαξαν αμείωτο το χιούμορ που τους διέκρινε στη Σάντα και παρ' όλη τη δυστυχία της προσφυγιάς εννοούσαν να αλληλοκοροϊδευονται. Έτσι οι Τάκβαληδες λέγανε κοροϊδευτικά στους Αλεξανδρινούς πως τα μωρά τους πριν γεννηθούν τα σπαράζει η ελονοσία μέσ’ στα σπλάγχνα της μητέρας τους, οι δε Αλεξανδρινοί για ν' ανταποδώσουν τα ίσα λέγανε πως οι Tάκβαληδες όταν παν να δουλέψουν στα χωράφια τους δένουν τη μια άκρη του σχοινιού στη μέση τους και την άλλη άκρη στο δέντρο για να μην κατρακυλήσουν στις απότομες κατηφοριές. Πράγματι οι κατηφοριές των βουνών της Τάκβας ήσαν απελπισία, όπως απελπισία ήταν και η ελονοσία του χωριού Αλεξάνδρα και μερικών άλλων χωριών της περιφέρειας Σοχούμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου