Τ' όνομά της το πήρε κατά πάσαν πιθανότητα από κάποιο που έπαιζε ζουρνά (πίπιζα). Οι κάτοικοί της ήσαν οι ζωηρότεροι απ' όλους τους Σανταίους, πολλές φορές έρχονταν σε διαπληκτισμούς και με τη μεγαλύτερη ενορία Πιστοφάντων και υπερίσχυαν.
Και γυναίκες ακόμα διακρίθηκαν στους αγώνες της Σαντάς εναντίον των Τούρκων. Από τις γυναίκες της ενορίας αυτής πήρε αρχή η παροιμιώδης φράση «Σαντέτζας ξύλον έφαες»;
Οι Σαvταίοι σατιρικά τους ονόμαζαν ογούοις (ανήλιους και επομένως απολίτιστους), γιατί ο ήλιος τους έβλεπε 2 ώρες αργότερα. Στα κοινοτικά ακολουθούσαν την ενορία Ισχανάντων. Oι κάτοικοι ήσαν 500.
Εκκλησίες
Είχε δυο εκκλησίες, του Αγ. Κωνσταντίνου και του Αγ. Γεωργίου με τρούλο.
Παρεκκλήσια
ΆεΚερεκή πλάι στο ποτάμι .
Ύδρευση
Τοπεγάδ τη Γαγιά, τη Τσιακλούς , τ’ Ακριβέσογλη, τη χωρί, το Κρύον το νερόν.
Κυλιχτέρας. Απότομη πλαγιά από την οποία αν κυλιόσουν μπορούσες να τραυματιστείς.
Τοι Κουρτίων τα τσιατίρια. (σκηνές Κούρδων). Βοσκότοπος με τάφους. Και οι μεν τάφοι ήσαν κενοτάφια, γιατί οι Κλωστοί για να απατήσουν τους Τούρκους άνοιγαν στο μέρος αυτό τάφους τους οποίους γέμιζαν με πέτρες και χώματα τους νεκρούς των, όμως έθαβαν στο χριστιανικό νεκροταφείο. Τ' όνομά του πήρε από Κούρδους κτηνοτρόφους (σ.σ. είχαν πρόβατα) που κατεβαίνοντας προς την παραλία τους έπιασε κακοκαιρία και αναγκάστηκαν να στήσουν εδώ τις σκηνές τους, έως ότου πέρασε η κακοκαιρία.
Τ' ορμίν. Ρυάκι που χύνεται πλάι στους μύλους.
Ο γέρον και η γραία. Δύο βράχοι ο ένας πλησίον του άλλου- από αυτούς ο ένας ήταν ψηλότερος (ο γέρον) και ο άλλος χαμηλότερος (η γραία).
Τη Μουρουζίνας το στάμαν. Καλύβα, όπου κάποτε παρχάρευε η Μουρουζίνα.
Το Τρανον τ’ αλάτ. Μεγάλο έλατο παραπάνω από το Στάμαν τη Μουρουζίνας.
Τα τσιφίνια. Αρκετή έκταση από αζαλέα την ποντική.
Κωφολίβαδον. Παρχάρι πάνω στο οροπέδιο. Τ' όνομά του φανερώνει ότι, επειδή ήταν πίσω και μακριά, δεν ήταν δυνατό από κει να ειδοποιήσουν τα χωριά σε ώρα ανάγκης.
Καπάνια. Πέτρες και βράχοι.
Γιατάχα (τουρκ. κρεβάτια). Τοποθεσία ομαλή για να αναπαύονται το μεσημέρι τ’ αγελάδια που έβοσκαν γύρω.
Καθιστέρας. Ξερότοιχος για να κάθονται και ξεκουράζονται οι φορτωμένοι .
Σπελέπον. Μικρή σπηλιά.
Καγκέλια. Δρόμος με πολλές στροφές.
Ορμίν. Ρυάκι που κατεβαίνει από τα Καλταβόρια.
Χαμαιλέτε του Πηλιά. Νερόμυλος του Πηλείδη.
Κερχανάδας. κεραμοποιία τη Πηλιά και τη Χιόνονος.
Πρώτος δρόμος.
Ομάλ. Ομαλός βοσκότοπος.
Το κουτάλ τη Τσιαΐρ. Κεφαλόβρυση της οποίας την κουτάλα έκαμε ο Τσιαΐρτς.
Τη Κούπα. Βοσκότοπος τόσο ανηφορικός, ώστε έπρεπε να περπατείς κούπα (σκυφτός· εξήγηση Ανδροκλή Γεωργιάδη).
Και γυναίκες ακόμα διακρίθηκαν στους αγώνες της Σαντάς εναντίον των Τούρκων. Από τις γυναίκες της ενορίας αυτής πήρε αρχή η παροιμιώδης φράση «Σαντέτζας ξύλον έφαες»;
Οι Σαvταίοι σατιρικά τους ονόμαζαν ογούοις (ανήλιους και επομένως απολίτιστους), γιατί ο ήλιος τους έβλεπε 2 ώρες αργότερα. Στα κοινοτικά ακολουθούσαν την ενορία Ισχανάντων. Oι κάτοικοι ήσαν 500.
Αγιος Κωνσταντίνος |
Εκκλησίες
Είχε δυο εκκλησίες, του Αγ. Κωνσταντίνου και του Αγ. Γεωργίου με τρούλο.
Παρεκκλήσια
ΆεΚερεκή πλάι στο ποτάμι .
Ύδρευση
Τοπεγάδ τη Γαγιά, τη Τσιακλούς , τ’ Ακριβέσογλη, τη χωρί, το Κρύον το νερόν.
Α'. Από Ζουρνατζάντων προς Κωφολίβαδον
Τοι Κουρτίων τα τσιατίρια. (σκηνές Κούρδων). Βοσκότοπος με τάφους. Και οι μεν τάφοι ήσαν κενοτάφια, γιατί οι Κλωστοί για να απατήσουν τους Τούρκους άνοιγαν στο μέρος αυτό τάφους τους οποίους γέμιζαν με πέτρες και χώματα τους νεκρούς των, όμως έθαβαν στο χριστιανικό νεκροταφείο. Τ' όνομά του πήρε από Κούρδους κτηνοτρόφους (σ.σ. είχαν πρόβατα) που κατεβαίνοντας προς την παραλία τους έπιασε κακοκαιρία και αναγκάστηκαν να στήσουν εδώ τις σκηνές τους, έως ότου πέρασε η κακοκαιρία.
Τ' ορμίν. Ρυάκι που χύνεται πλάι στους μύλους.
Ο γέρον και η γραία. Δύο βράχοι ο ένας πλησίον του άλλου- από αυτούς ο ένας ήταν ψηλότερος (ο γέρον) και ο άλλος χαμηλότερος (η γραία).
Τη Μουρουζίνας το στάμαν. Καλύβα, όπου κάποτε παρχάρευε η Μουρουζίνα.
Το Τρανον τ’ αλάτ. Μεγάλο έλατο παραπάνω από το Στάμαν τη Μουρουζίνας.
Τα τσιφίνια. Αρκετή έκταση από αζαλέα την ποντική.
Κωφολίβαδον. Παρχάρι πάνω στο οροπέδιο. Τ' όνομά του φανερώνει ότι, επειδή ήταν πίσω και μακριά, δεν ήταν δυνατό από κει να ειδοποιήσουν τα χωριά σε ώρα ανάγκης.
Β'. Από Ζουρνατσάντων προς Κερχανάδας
Καπάνια. Πέτρες και βράχοι.
Γιατάχα (τουρκ. κρεβάτια). Τοποθεσία ομαλή για να αναπαύονται το μεσημέρι τ’ αγελάδια που έβοσκαν γύρω.
Καθιστέρας. Ξερότοιχος για να κάθονται και ξεκουράζονται οι φορτωμένοι .
Σπελέπον. Μικρή σπηλιά.
Καγκέλια. Δρόμος με πολλές στροφές.
Ορμίν. Ρυάκι που κατεβαίνει από τα Καλταβόρια.
Χαμαιλέτε του Πηλιά. Νερόμυλος του Πηλείδη.
Κερχανάδας. κεραμοποιία τη Πηλιά και τη Χιόνονος.
Χαμαιλέτε σον Γιάμπολη |
Γ'. Από Ζουρνατσάντων προς Καλταβόρια
Πρώτος δρόμος.
Ομάλ. Ομαλός βοσκότοπος.
Το κουτάλ τη Τσιαΐρ. Κεφαλόβρυση της οποίας την κουτάλα έκαμε ο Τσιαΐρτς.
Τη Κούπα. Βοσκότοπος τόσο ανηφορικός, ώστε έπρεπε να περπατείς κούπα (σκυφτός· εξήγηση Ανδροκλή Γεωργιάδη).
Τρυπεμέντζα. Βράχος με κούφωμα.
Χελιδονί φωλέας. Φωλιές πετροχελιδονιών.
Καλταβόρια ή Μωρέν. Παρχάρι Ζουρν. Ήταν δύο, Τ’ απάν και τ’ αφκά. Άγνωστη η ετυμολογία.
Δεύτερος δρόμος.
Καπάνια. Πέτρες και βράχια.
Χάμεγκιν. Βοσκότοπος. Άγνωστη η ετυμολογία.
Τάχτας. Βοσκότοπος. Άγνωστη η ετυμολογία.
Τσιπλάχα. (τουρκ. γυμνά). Βοσκότοπος γυμνός από δένδρα.
Μαστορείο τη Γαβρά. Τοποθεσία που ο Γαβράς έκανε καμίνευση σιδηρούχων λίθων.
Τ’ αφκά τα Καλταβόρια. βλ. παραπάνω.
Δ'. Από Ζουρνατζάντων προς Κοσλαράντων
Καγκέλια. Κάτω από την ενορία δρόμος με πολλές στροφές.
Τρανόν αλάτ ή Μονόν αλάτ. Μεγάλο έλατο.
Τρανόν οξέα. Μεγάλη οξιά.
Γεφύρ τη Κούρτσονος. Ξύλινη γέφυρα κοντά στο Νερόμυλο τη Κούρτσονος.
Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου