"Ύστερα απ’ τη σκληρή μάχη της Μάγαρας, που σφάχτηκαν τα 8
παιδιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός Δημήτριος Τσιρίπ, άρχισαν τμηματικά να
φεύγουν για την Τραπεζούντα τα γυναικόπαιδα των ανταρτών. Στην πρώτη παρέα των
γυναικόπαιδων μπήκα εγώ αρχηγός*. Βγήκαμε 20 - 30 γυναικόπαιδα την νύχτα της
11ης του Σεπτέμβρη με καλό καιρό από το δάσος Πογιαχανέ, διασχίσαμε τα
βουνά Τσαλαπόγλου ταφία, Σεσλή -καγια, Χαρεμί πογάζ, Κρύα πεγάδια, Ουζούν
κομαρλούκ, Ξιφτέρ και φτάσαμε στο Τσαγουλή.
Εκεί πριν ξημερώσει χωθήκαμε σε πυκνά δάση για να μη μας
αντιληφθούν οι Τούρκοι της Ούζης που έβοσκαν τα ζώα τους στα εκεί πλούσια
χορτολίβαδα. Πόση ψυχική αγωνία δοκιμάσαμε δεν περιγράφεται! Αλλοίμονο αν μας
συναντούσανε oι Τούρκοι στον δρόμο τη νύχτα ή αν μας ανακαλύπτανε στο δάσος του
Τσαγουλή! Την δεύτερη νύχτα κατεβήκαμε το Ταχταλή, το Κεντιρλούκ, το Μινασλή,
τα Φαράγγια και φτάσαμε στου Μακούλογλου τα κονάκια.
Τo παρχάρ' (Οροπέδιο) Dilaver Yayla |
Έξω από την ωραία αυτή τούρκικη έπαυλη κάθονταν και
γλεντούσαν κάθε βράδυ, οι νοικοκυραίοι μέχρι τα μεσάνυχτα, κάποτε και μέχρι τα
ξημερώματα και την νύχτα εκείνη, νύχτα υπέρτατης αγωνίας για τα δυστυχισμένα
μας γυναικόπαιδα, αντικρύσαμε φάτσες τούρκικες απαίσιες να διακρίνονται καθαρά
στο φως της λάμπας. Κόπηκε η ανάσα μας! Στριμωχτήκαμε όλοι μας μέσα σ’ ένα
χαντάκι παράμερα άπ’ το δρόμο και περιμέναμε την τύχη μας. Οι Τούρκοι αρχίσανε
το γλέντι τους ουζοπίνοντας και τραγουδώντας. Μερικές γυναίκες της ομάδας μας
άρχισαν να τρίζουν τα δόντια τους από ιερή αγανάκτηση και καταριόνταν την τύχη
τους που δεν έτυχε νάχουν μαζί τους όπλα για να ρίξουν ενάντια στα βρωμερά αυτά
τέρατα που κορόιδευαν την δυστυχία του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου και
μάλιστα των γυναικόπαιδων της Σάντας. Αν είχανε οι γυναίκες αυτές έστω και ένα
όπλο
θα ρίχνανε χωρίς αμφιβολία και θα σκότωναν τους προκλητικούς
αυτούς Τούρκους, μα τότε κανένα από τα 30 εκείνα γυναικόπαιδα δεν θα γλύτωναν
από την ατίμωση και τη σφαγή.
Ευτυχώς ο Θεός λυπήθηκε τα δυστυχισμένα πλάσματα που συνόδευα και έβαλε κάποια υποψία
στο μυαλό των Τούρκων που γλεντούσαν. Άκουσα τότε θολά θολά, να λέει κάποιος απ' αυτούς: «Καλέ, τι καθόμαστε; Δεν μάθατε πως οι αντάρτες της Σάντας τρία χρόνια κι’ εδώ κάνουν επιδρομές στα χωριά μας και τώρα μάλιστα που κάηκε η πατρίδα τους θα κατέβουν σα λυσσασμένοι στα χαμηλοχώρια μας και θα κάνουν καταστροφές;» Με τα λόγια αυτά η μία λάμπα έφυγε μέσα, κατόπι και η άλλη και σε λίγα λεπτά της ώρας σκοτάδι σκέπαζε το κονάκι. Βγήκαμε τότε εμείς από το χαντάκι και περπατώντας πάνω στα νύχια διασχίσαμε όλη εκείνη την ακραία περιοχή της Σαμάρουξας, το τουρκοχώρι Κάβαρα και φτάσαμε στη Χότση όπου σκορπίσαμε σε γνωστά μας και συγγενικά σπίτια.
KaraKapan |
Στη Χότση μάθαμε πως στην Κάβαρα καί στ' άλλα τουρκοχώρια της Γεμουράς οι Τούρκοι είδαν προ της καταστροφής της Σαντάς μερικούς αντάρτες μας να διασχίσουν την νύχτα σαν βρικόλακες τα χωριά τους και το γεγονός αυτό προκάλεσε πανικό στους Τούρκους της Γεμουράς, οι οποίοι κατά τα 6 χρόνια της ανταρσίας, από το 1918—1924 φρόντιζαν να μανταλώσουν καλά τις πόρτες των σπιτιών τους κάθε νύχτα από τον φόβο των ανταρτών τής Σάντας".
*Πίνδαρος Τεμιρτσόγλου
Εκπαιδευτικός
Αφηγείται τα παραπάνω σχετικά με την φυγή των οικογενειών των ανταρτών στην Χότση και στα περίχωρα Τραπεζούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου