Στο τρίτο μου ταξίδι για την Σάντα μούδωσαν οι τούρκικες αρχές μονάχα ένα χωροφύλακα. Γνώριζα πως ένας χωροφύλακας δεν φτάνει για την προσωπική μου ασφάλεια και όμως οι περιστάσεις με ανάγκασαν να το αποδεχτώ, έκανα τον σταυρό μου και ξεκίνησα.
Ο χωροφύλακας μου Ισεΐν ήταν ένα καλό παιδί, μα έλα μου που ήταν πολύ δειλός. Τον κατατρόμαξε τον φουκαρά η ιδέα πως σε λίγο θα αντικρίσει τους φοβερούς και τρομερούς εσκηάδες (λησταντάρτες) της Σαντάς. Ο φόβος του χωροφύλακα απεικόνιζε τον γενικό φόβο των Τούρκων της περιφέρειας Τραπεζούντας.
Στις 11 του Οκτώβρη ανεβήκαμε μαζί στο ελληνικό χωριό Τσαγκάρ της Γαλίανας, όπου απόρησαν οι Γαλιανίτες πως βρέθηκε Σανταίος σ' αυτή την εποχή να διασχίζει άφοβα τα τουρκοχώρια. Το πρωί της άλλης μέρας 12 του Οκτώβρη 1922 ανεβήκαμε στο χωριό Κουστουλάντων και πήραμε τον ανήφορο των βουνών της Σαντάς. Ερημιά απόλυτη στα άγρια εκείνα βουνά. Καμία κίνηση δεν υπήρχε εκεί για τον φόβο των ανταρτών μας. Κουφά βουνά τα γύρω. Τα στήθια μας τα πίεζε κάποια ατμόσφαιρα αχαρακτήριστη. Λίγο ακόμη και θα παθαίναμε πανικό οι δυο μας. Συγκρατηθήκαμε όμως, δρασκελίσαμε όλη την οροσειρά του Χαρεμί πογάζ της Σεσλήκαγιας, του Τσαλαπόχλη, του Σιργανλή και φθάσαμε στην κορφή του Τσαρτακλή.
Στο Τσαρτακλή μας επιφύλαξε μια ευχάριστη έκπληξη η μικρότερη ομάδα των ανταρτών μας με αρχηγό τον Δαμιανό Τσιρίπ. Κοντά στη βρύση του Τσαρτακλή βρισκόταν κάποιος χαμηλός βράχος, πίσω δε απ' αυτόν κρύφτηκαν οι άνδρες του Δαμιανού μόλις μας είδαν από την κορυφή του βουνού. Ήρθαμε να περάσουμε ανύποπτοι κι αμέσως φυτρώσανε μπροστά μας δέκα διάβολοι, δέκα αντάρτες οπλισμένοι βαριά. Ο αρχηγός μας πλησίασε μας χαιρέτισε, μας ρώτησε για την αποστολή μας, τα παλληκάρια επίσης το ίδιο, μα ο χωροφύλακας έτρεμε σύγκορμος και δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ταραχή του. Μα την αλήθεια τον λυπήθηκα πολύ κι ας ήταν Τούρκος .Τον τράβηξα απ' το χέρι κι απομακρυνθήκαμε, μόλις δε κρύφτηκε η ράχη μας του έδωσα θάρρος και του σύστησα να μην φοβάται εφόσον ήμουν ζωντανός εγώ, γιατί όλοι οι αντάρτες είναι μαθητές μου και μπορούσα να τους επιβληθώ, την στιγμή που ήθελα.
Επιτέλους φτάσαμε στο Ισχανάντων όπου ανταμώσαμε τον αρχηγό Ευκλείδη και ο αρχηγός και οι αντάρτες φέρθηκαν πολύ ευγενικά στον χωροφύλακα και του επέτρεψαν στις δύο μέρες που περάσαμε μαζί να φέρει το όπλο του. Του μίλησαν με καλό τρόπο γιατί τους είπα σχετικά με τη δειλία του και μας περιποιήθηκαν και τους δυο με το παραπάνω. Ο αρχηγός και όλοι οι αντάρτες θυμήθηκαν τότε τον κόπο που έκανα να τους κρατήσω με την αλληλογραφία μου επί 8 μήνες ενήμερους της πολιτικής κατάστασης και μου εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους. Με διαβεβαίωσαν όλοι τους ότι σ' όλο εκείνο το πολύμηνο διάστημα είχαν για εφημερίδα τις επιστολές μου που τις διάβαζαν γραμμή όλοι. Τέλος τους παρουσίασα το γράμμα του Μητροπολίτη.
Ο Μητροπολίτης έγραφε:
Προς τους εν η περιφερεία Σαντάς ευρισκομένους Σανταίους και προς τον κ. Ευκλείδην Κουρτίδην
κύριε Ευκλείδη Κουρτίδη
Πιστοφάντων Σαντάς |
Ο χωροφύλακας μου Ισεΐν ήταν ένα καλό παιδί, μα έλα μου που ήταν πολύ δειλός. Τον κατατρόμαξε τον φουκαρά η ιδέα πως σε λίγο θα αντικρίσει τους φοβερούς και τρομερούς εσκηάδες (λησταντάρτες) της Σαντάς. Ο φόβος του χωροφύλακα απεικόνιζε τον γενικό φόβο των Τούρκων της περιφέρειας Τραπεζούντας.
Στις 11 του Οκτώβρη ανεβήκαμε μαζί στο ελληνικό χωριό Τσαγκάρ της Γαλίανας, όπου απόρησαν οι Γαλιανίτες πως βρέθηκε Σανταίος σ' αυτή την εποχή να διασχίζει άφοβα τα τουρκοχώρια. Το πρωί της άλλης μέρας 12 του Οκτώβρη 1922 ανεβήκαμε στο χωριό Κουστουλάντων και πήραμε τον ανήφορο των βουνών της Σαντάς. Ερημιά απόλυτη στα άγρια εκείνα βουνά. Καμία κίνηση δεν υπήρχε εκεί για τον φόβο των ανταρτών μας. Κουφά βουνά τα γύρω. Τα στήθια μας τα πίεζε κάποια ατμόσφαιρα αχαρακτήριστη. Λίγο ακόμη και θα παθαίναμε πανικό οι δυο μας. Συγκρατηθήκαμε όμως, δρασκελίσαμε όλη την οροσειρά του Χαρεμί πογάζ της Σεσλήκαγιας, του Τσαλαπόχλη, του Σιργανλή και φθάσαμε στην κορφή του Τσαρτακλή.
Στο Τσαρτακλή μας επιφύλαξε μια ευχάριστη έκπληξη η μικρότερη ομάδα των ανταρτών μας με αρχηγό τον Δαμιανό Τσιρίπ. Κοντά στη βρύση του Τσαρτακλή βρισκόταν κάποιος χαμηλός βράχος, πίσω δε απ' αυτόν κρύφτηκαν οι άνδρες του Δαμιανού μόλις μας είδαν από την κορυφή του βουνού. Ήρθαμε να περάσουμε ανύποπτοι κι αμέσως φυτρώσανε μπροστά μας δέκα διάβολοι, δέκα αντάρτες οπλισμένοι βαριά. Ο αρχηγός μας πλησίασε μας χαιρέτισε, μας ρώτησε για την αποστολή μας, τα παλληκάρια επίσης το ίδιο, μα ο χωροφύλακας έτρεμε σύγκορμος και δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ταραχή του. Μα την αλήθεια τον λυπήθηκα πολύ κι ας ήταν Τούρκος .Τον τράβηξα απ' το χέρι κι απομακρυνθήκαμε, μόλις δε κρύφτηκε η ράχη μας του έδωσα θάρρος και του σύστησα να μην φοβάται εφόσον ήμουν ζωντανός εγώ, γιατί όλοι οι αντάρτες είναι μαθητές μου και μπορούσα να τους επιβληθώ, την στιγμή που ήθελα.
Επιτέλους φτάσαμε στο Ισχανάντων όπου ανταμώσαμε τον αρχηγό Ευκλείδη και ο αρχηγός και οι αντάρτες φέρθηκαν πολύ ευγενικά στον χωροφύλακα και του επέτρεψαν στις δύο μέρες που περάσαμε μαζί να φέρει το όπλο του. Του μίλησαν με καλό τρόπο γιατί τους είπα σχετικά με τη δειλία του και μας περιποιήθηκαν και τους δυο με το παραπάνω. Ο αρχηγός και όλοι οι αντάρτες θυμήθηκαν τότε τον κόπο που έκανα να τους κρατήσω με την αλληλογραφία μου επί 8 μήνες ενήμερους της πολιτικής κατάστασης και μου εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους. Με διαβεβαίωσαν όλοι τους ότι σ' όλο εκείνο το πολύμηνο διάστημα είχαν για εφημερίδα τις επιστολές μου που τις διάβαζαν γραμμή όλοι. Τέλος τους παρουσίασα το γράμμα του Μητροπολίτη.
Ο Μητροπολίτης έγραφε:
Προς τους εν η περιφερεία Σαντάς ευρισκομένους Σανταίους και προς τον κ. Ευκλείδην Κουρτίδην
8 Αυγούστου του 1910: Θεμέλιος Λίθος από τον Κύριλλο της Κεντρικής Σχολής της Σαντάς,πίσω από τον Κύριλλο διακρίνεται ο Γιάννης Πασαλίδης. |
Το υπό ημερομηνίαν 18 Σεπτεμβρίου 1922 γράμμα σου έλαβον και ανέγνων μετ' ενδιαφέροντος. Ελυπήθην πολύ διότι γράφετε και λέγετε ότι αδυνατείτε να προσέλθητε και να παραδοθείτε εις την Κυβέρνησιν ημών φοβούμενοι επιβουλήν της ζωής σας. Γράφοντες εκ δευτέρου δηλούμεν ότι οι αρμόδιοι κυβερνητικοί κύκλοι εμφορούνται αγαθωτάτων διαθέσεων προς απαλλαγήν σας. Επί τούτω στέλλομεν και πάλιν τον Μιλτιάδην Νυμφόπουλον μετά δύο χωροφυλάκων και σας συμβουλεύομεν δια τελευταίαν φοραν ίνα αποφασίσητε την προσεχή Κυριακήν 16 του μηνός τούτου να στείλητε μιαν επιτροπήν σας εις την Μονήν Περιστερά, όπου εάν δεν δυνηθώ να μεταβώ εγώ αυτοπροσώπως, τότε θα μεταβεί ο κ. Δ. Σεράσης προς συννενόησιν σας. Όσον αφορά την δολοφονίαν του εν ταις φυλακαίς ευρισκομένου Γεωργίου Σισμανίδη σας διαβεβαιούμεν ότι αύτη δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την Κυβέρνησιν και ότι διεπράχθη παρα προσώπου αγνώστου. Περί της υποθέσεως ταύτης θα λεχθώσι τα δέοντα κατά την προσεχή προσωπικήν συνάντησιν σας εν τη Μονή μετα του κ. Δ. Σεράση, οπότε και σεις οι ίδιοι θα πεισθήτε περί της αληθείας των λεγομένων μου. Δέον δε να γνωρίζητε ότι πάντα ταύτα γίνονται προς το συμφέρον σας.
Εν Τραπεζούντι τη 9η Οκτωβρίου 1922
Ο Ροδοπόλεως Κύριλλος
Σεβασμιώτατε
Μετά μεγάλου ενδιαφέροντος ανέγνωμεν το μετά του Μιλτιάδου Νυμφοπούλου σταλέν γράμμα υμών. Πεισθέντες δε εις τας συμβουλάς και οδηγίας της Υμ. Σεβασμιότητος αποφασίσαμεν να στείλωμεν επιτροπήν εις την Ι. Μονήν Περιστερά προς συννενόησιν. Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι η κυβέρνησις δεν έχει καλήν διάθεσιν να μας ελευθερώση από μίαν τοιαύτην άτιμον ζωήν και συγκεντρώνει στρατόν εις διάφορα μέρη προς καταδίωξιν μας.
Διατί άραγε δεν περιμένει η Κυβέρνησις την επιστροφήν των απεσταλμένων; Διατί άραγε η Κυβέρνησις δεν περιμένει τουλάχιστον πέντε ημέρας ακόμη;
Αφού δεν γνωρίζει ακόνη την διάθεσιν μας και πριν λάβη απάντησιν εκ μέρους ημών συγκεντρώνει στρατόν εις Λιβεράν , εις Καπήκιοϊ, εις Σίμωναν και τα εις διάφορα άλλα μερη;
Το αυτό έγινε και εις τας πρώτας ημέρας της ανοίξεως και τα τοιαύτα δικαιολογούν την υποψίαν μας. Δηλοποιούμεν εν τέλει υμίν ότι έχομεν όλην την καλήν διάθεσιν να έλθωμεν εις συννενόησιν μετά της Σεβαστής Κυβερνήσεως και ότι τα πάντα κατορθούνται όταν υπάρχη αμοιβαία ειλικρίνεια. Ευθύς ως βλέπομεν τον στρατόν αποσυρόμενον είμεθα έτοιμοι να συννενοηθώμεν και να κατορθωθή κάτι τι. Αυτά εν συντόμω.
Διατί άραγε δεν περιμένει η Κυβέρνησις την επιστροφήν των απεσταλμένων; Διατί άραγε η Κυβέρνησις δεν περιμένει τουλάχιστον πέντε ημέρας ακόμη;
Αφού δεν γνωρίζει ακόνη την διάθεσιν μας και πριν λάβη απάντησιν εκ μέρους ημών συγκεντρώνει στρατόν εις Λιβεράν , εις Καπήκιοϊ, εις Σίμωναν και τα εις διάφορα άλλα μερη;
Το αυτό έγινε και εις τας πρώτας ημέρας της ανοίξεως και τα τοιαύτα δικαιολογούν την υποψίαν μας. Δηλοποιούμεν εν τέλει υμίν ότι έχομεν όλην την καλήν διάθεσιν να έλθωμεν εις συννενόησιν μετά της Σεβαστής Κυβερνήσεως και ότι τα πάντα κατορθούνται όταν υπάρχη αμοιβαία ειλικρίνεια. Ευθύς ως βλέπομεν τον στρατόν αποσυρόμενον είμεθα έτοιμοι να συννενοηθώμεν και να κατορθωθή κάτι τι. Αυτά εν συντόμω.
Εν Σαντά τη 14 Οκτωβρίου 1922
Ευκλείδης Κουρτίδης
Η είδηση πως φάνηκε τούρκικος στρατός σε διάφορα σημεία γύρω της Σαντάς κατατρόμαξε τον χωροφύλακα. Σηκώθηκε πάνω ωχρός , πελιδνός και είπε στους αντάρτες: "Δικαιούσθε κύριοι να μας κάνετε ότι θέλετε. Αφού η κυβέρνηση μας κατήντησε άτιμη με τις πονηριές της και με την κακία της και μας στέλνει εδώ την στιγμή που πολιορκεί τα μέρη σας, σας δίδω το δικαίωμα να μας καταδικάσετε σε θάνατο εμάς τους απεσταλμένους της. Είστε ελεύθεροι να μας σκοτώσετε παιδιά".
Τα λόγια αυτά επέδρασαν κάπως στο ηθικό του αρχηγού, όπως θα δούμε. Το πρωί της 14ης του Οκτώβρη ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Όλοι οι αντάρτες μας ξεπροβόδισαν ως το Κοιλαδί ρακάν. Εκεί με πήρε παράμερα ο αρχηγός και με ρώτησε με κάποια νευρικότητα: "Δάσκαλε μπορούμε στο ζήτημα της παραδόσεώς μας να ελπίζομε ειλικρίνεια από την τούρκικη κυβέρνηση;"
Η κάπως αλλόκοτη στάση του αρχηγού μ' έβαλε σε κάποια υποψία αλλά δεν του απέκρυψα την αλήθεια και του είπα: "Κύριε Ευκλείδη, να τα πούμε αναμεταξύ μας, οι Τούρκοι είναι προαιώνιοι εχθροί μας. Εγώ δεν τους εμπιστεύομαι και σας συμβουλεύω να μην παραδοθείτε γιατί θα κινδυνέψει η ζωή σας".
Ο αθεόφοβος αρχηγός που τον ήξερα για πολύ εχέμυθο μέσα σε 2 δευτερόλεπτα κοινοποίησε σ' όλους τους αντάρτες και είδα με έκπληξη τον Γιάννη Κουφατσή να με κυνηγάει για να με ρωτήσει τι είπα και τι δεν είπα στον αρχηγό. Δεν τόλμησα να πω στον Κουφατσή τίποτε, γιατί ήξερα που δεν είναι εχέμυθος. Κατά περίεργη σύμπτωση είδα τον Κουφατσή μετά 5 μέρες στην Τραπεζούντα και δόξασα τον θεό που δεν είπα τίποτε, γιατί αν τυχαία τον έπιαναν οι Αρχές θα με πρόδιδε και θα πηγαίναμε κατά διαόλου και εγώ και εκείνος.
Όταν ξεκινήσαμε από το Κοιλαδί το ρακάν μαζί με το χωροφύλακα για την Τραπεζούντα, οι αντάρτες ρίξανε πολλές τουφεκιές σε ένδειξη λύπης για τον αποχωρισμό μας. Μόλις ανεβήκαμε με τον χωροφύλακα στο Κιμισλή και κατηφορίσαμε κατά την πλευρά της Γαλίανας συναντήσαμε μια μεγάλη βρύση με πολλές γούρνες όπου έκατσε ο χωροφύλακας πήρε βαθιά πολύ βαθιά αναπνοή και μου είπε: "Δάσκαλε τι να το κρύψουμε φοβόμουν πολύ τους αντάρτες σας και τώρα που φθάσαμε σε ασφαλές μέρος θαρρώ πως σήμερα γεννήθηκα στον κόσμο!"
Όταν την άλλη μέρα κατεβήκαμε στην Τραπεζούντα και παρουσίασα το γράμμα των ανταρτών στον μητροπολίτη τον είδα συνοφρυωμένο. Ο Δημήτριος Σεράσης μόλις με είδε, συγκλονίστηκε , ταράχτηκε και μου είπε: "Μπράβο στους αντάρτες σας που απάντησαν τόσο περήφανα. Δεν μπορεί βέβαια κανένας να εμπιστεύεται σε μια τέτοια κυβέρνηση που η ζωή της είναι γεμάτη προδοσίες και ανομίες. Όλα του κόσμου τα κακά τα συναντά κανείς στην Τούρκικη κυβέρνηση, που μπροστά σε μια χούφτα ανταρτών επέδειξε όλη την ανανδρία και την ατιμία της".
Όταν μάλιστα διηγήθηκα στον Δ. Σεράση τα της ομιλίας μου με τον αρχηγό μου είπε: " Ο θεός σε φώτισε εκείνη τη στιγμή η νευρικότητα του αρχηγού έδειχνε πως αν τον συμβούλευες να έλθει σε συνεννόηση με την κυβέρνηση θα σε σκότωνε".
Τα λόγια αυτά επέδρασαν κάπως στο ηθικό του αρχηγού, όπως θα δούμε. Το πρωί της 14ης του Οκτώβρη ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Όλοι οι αντάρτες μας ξεπροβόδισαν ως το Κοιλαδί ρακάν. Εκεί με πήρε παράμερα ο αρχηγός και με ρώτησε με κάποια νευρικότητα: "Δάσκαλε μπορούμε στο ζήτημα της παραδόσεώς μας να ελπίζομε ειλικρίνεια από την τούρκικη κυβέρνηση;"
Η κάπως αλλόκοτη στάση του αρχηγού μ' έβαλε σε κάποια υποψία αλλά δεν του απέκρυψα την αλήθεια και του είπα: "Κύριε Ευκλείδη, να τα πούμε αναμεταξύ μας, οι Τούρκοι είναι προαιώνιοι εχθροί μας. Εγώ δεν τους εμπιστεύομαι και σας συμβουλεύω να μην παραδοθείτε γιατί θα κινδυνέψει η ζωή σας".
Ο αθεόφοβος αρχηγός που τον ήξερα για πολύ εχέμυθο μέσα σε 2 δευτερόλεπτα κοινοποίησε σ' όλους τους αντάρτες και είδα με έκπληξη τον Γιάννη Κουφατσή να με κυνηγάει για να με ρωτήσει τι είπα και τι δεν είπα στον αρχηγό. Δεν τόλμησα να πω στον Κουφατσή τίποτε, γιατί ήξερα που δεν είναι εχέμυθος. Κατά περίεργη σύμπτωση είδα τον Κουφατσή μετά 5 μέρες στην Τραπεζούντα και δόξασα τον θεό που δεν είπα τίποτε, γιατί αν τυχαία τον έπιαναν οι Αρχές θα με πρόδιδε και θα πηγαίναμε κατά διαόλου και εγώ και εκείνος.
Όταν ξεκινήσαμε από το Κοιλαδί το ρακάν μαζί με το χωροφύλακα για την Τραπεζούντα, οι αντάρτες ρίξανε πολλές τουφεκιές σε ένδειξη λύπης για τον αποχωρισμό μας. Μόλις ανεβήκαμε με τον χωροφύλακα στο Κιμισλή και κατηφορίσαμε κατά την πλευρά της Γαλίανας συναντήσαμε μια μεγάλη βρύση με πολλές γούρνες όπου έκατσε ο χωροφύλακας πήρε βαθιά πολύ βαθιά αναπνοή και μου είπε: "Δάσκαλε τι να το κρύψουμε φοβόμουν πολύ τους αντάρτες σας και τώρα που φθάσαμε σε ασφαλές μέρος θαρρώ πως σήμερα γεννήθηκα στον κόσμο!"
Εξώτειχα Τραπεζούντας |
Όταν μάλιστα διηγήθηκα στον Δ. Σεράση τα της ομιλίας μου με τον αρχηγό μου είπε: " Ο θεός σε φώτισε εκείνη τη στιγμή η νευρικότητα του αρχηγού έδειχνε πως αν τον συμβούλευες να έλθει σε συνεννόηση με την κυβέρνηση θα σε σκότωνε".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου