3. - Το πρωί ήλθαν οι δύο στρατιώται μας και λένε ότι όλοι οι αστυνομικοί εκύκλωσαν την Δαφνούντα και δεν αφήνουν κανένα Έλληνα να βγη έξω της συνοικίας, διότι λέγουν ότι κάνουν έρευναν διά να ιδούν αν υπάρχουν ασθενείς. Αλλά ο κυρίως σκοπός των ήτο διά ημάς, διότι υποψιάζοντο ότι βρισκόμεθα εκεί. Αν και ήλθαν στο σπίτι που ήμεθα, εν τούτοις δεν μπόρεσαν να μας αναγνωρίσουν στα χάλια που ήμεθα και έφυγαν.
12 - Τέλος πάντων εμάθαμε ότι έφθασε η επιτροπή και ησυχάσαμε λίγο.
15 - Εστείλαμε τον Ιεροκλήν Γωνιάδην να πάη να βρη τον κ. Λαμπριανίδην και να του πη ότι είμεθα εδώ και να φροντίση δι’ εμάς.
Ήλθε αμέσως και μας βρήκε και μας καθησύχασε, ειπών ότι έχουν εντολήν προσωπικήν του Παπαναστασίου, όπως πάση θυσία μας στείλουν εις την Ελλάδα και ότι μετά τρεις ημέρας θα φθάσουν πλοία και θα μας στείλουν. Πήγε αμέσως στο γραφείον τους και μας έστειλε πιστοποιητικά με ξένα ονόματα διά κάθε ενδεχόμενον. Και ανήγγειλε και στον πρόεδρον της επιτροπής Ελβετόν κ. Σάλτμαν το γεγονός, διότι αυτοί ενόμιζαν ότι ακόμη βρισκόμεθα στα βουνά και θα ζητούσαν παρά της τουρκικής κυβερνήσεως να έλθουν να μας πάρουν εκείθεν.
18 - Περιμέναμε ανυπομόνως τα πλοία σήμερα, αλλά δεν ήλθαν· ούτε και την επομένην, αν και είχε τηλεγράφημα η επιτροπή εκ Κων/πόλεως.
20 - Μετά το απόγευμα, ενώ καθήμεθα μέσα στο σπίτι, ακούσαμε ένα δυνατόν κρότον εις την εξώθυραν και φωνές πολλές και είδαμε να γεμίζη η αυλή από αστυνομικούς και αξιωματικούς του στρατού με προτεταμένα τα πιστόλια τους φωνάζοντας «Τεσλίμ». Τρεις ζανταρμάδες που είχαν μαζί έφθασαν στην πόρτα και επρότειναν τα όπλα φωνάζοντες «βγείτε έξω». Τους φωνάξαμε κι εμείς ότι δεν έχομε κανένα όπλον και αδίκως φοβούνται και βγήκαμε έξω, ήτο το θέαμα λυπηρόν μεν δι’ εμάς, αλλά μεγαλοπρεπές, διότι δεν υπήρχε κανείς στρατιώτης εκτός των τριών ζανταρμάδων, οίτινες προσωπικώς μας εγνώριζαν και μας πήραν. Μαζί όλοι οι άλλοι ήσαν παραπάνω από εκατόν όλοι αξιωματικοί και μαζί τους ο διευθυντής της Αστυνομίας. Μας ερωτούσαν ποίοι είμεθα, διότι τα ρούχα μας τους έβαζαν σε υποψία μήπως και τους γέλασε ο καταδότης.
Όταν τους είπαμε ότι είμεθα οι αντάρται της Σάντας, μας εκοίταζαν περίεργα. Μας πήραν από εκεί και ξεκινήσαμε διά το σαράι. Επειδή όμως το είχε μάθει ο κόσμος, επλημμύρισε από παντού τους δρόμους και δυσκόλως τον ήνοιγε το πλήθος και μας έφεραν εις το Ταξίμ, όπου σταματήσαμε λίγο απάνω στον δρόμον. Άκουγες πέρα πέρα στο Ουζούν σοκάκ να κλείνουν τα καταστήματα και να τρέχουν να μας δουν. Και τι να δουν; Ανθρώπους κουρελήδες που ούτε ήθελες να ιδής. Και μάλιστα ένας καλοενδεδυμένος χότζας με έναν άλλον κύριον επλησίασαν και ιδόντες τόσον πλήθος και εμάς να έχουν στο μέσον τόσοι αξιωματικοί, ερώτησε ο χότζας ένα αξιωματικόν τι συμβαίνει και ποίοι είναι αυτοί. Εις απάντησιν του αξιωματικού ότι είναι οι Σανταίοι αντάρται, ο χότζας έπτυσε κατά γης και είπε: «Να ντρέπεται αυτό το δικό μας το έθνος και η κυβέρνησις. Από αυτούς εφοβούντο επί τόσα χρόνια και ετρόμαζαν. Μα αυτοί δεν μοιάζουν καν άνθρωποι». Γελών ο αξιωματικός είπε : «Τι να σου πω χότζα εφέντη, αφού δεν ξέρεις κάτω από τα παλαιά αυτά ρούχα τι κρύπτεται».
Εξακολουθήσαμε την οδόν Ουζούν σοκάκ, ότε βλέπομε ότι μαζί με το πλήθος ήρχοντο και οι σύντροφοί μας Τούρκοι Αλή Οσμάν και Ιλιάς Φαλτσή ογλού οπλισμένοι, οπότε μας πλησιάζει ο Αλή Οσμάν και λέγει: «Είδατε, είδατε. Αυτήν την δουλειά θα παθαίνατε στο λημέρι σας, αλλά το πάθατε εδώ».
«Είδαμε» του απαντώ, «πόσον παμπέσηδες είσθε και πόσον άνανδροι. Αν μπορούσατε στο λημέρι να μας κάνετε αυτήν την δουλειά, θα είσθε πραγματικώς παλικάρια αλλά εδώ, χωρίς όπλα, και γυναίκες ακόμη μπορούσαν να το κατορθώσουν αυτό». Και τον εξύβρισα κατ’ αυτόν τον τρόπον φωνάζοντας, ώστε επενέβη ο διευθυντής της Αστυνομίας και τον απεμάκρυνε από εμάς, ο δε κόσμος γελούσε εις βάρος του.
Εφθάσαμε εις το σαράι και μας έφεραν εις την διεύθυνσιν της Αστυνομίας και προσωρινώς και τυπικώς μας ανέκριναν. Εκείθεν τους συντρόφους μας έφεραν στην φυλακή. Τον Ευκλείδη όμως και εμέ έφεραν κοντά στον βαλή προς ανάκρισιν. Επί δύο ώρας μας ερωτούσαν διάφορες ερωτήσεις και κυρίως ήθελαν να μάθουν ποίοι Τούρκοι ήρχοντο εις επαφήν μαζί μας και ποίοι μας τροφοδοτούσαν, και πόθεν εφοδιαζόμεθα με όπλα και πολεμοφόδια και πολλά τέτοια.
Μας έφεραν κι εμάς κατόπιν στην φυλακή, στο κρατητήριον, όπου ήσαν και οι σύντροφοί μας και μερικοί άλλοι Έλληνες φυλακισμένοι καθώς και καμιά σαράντα Τούρκοι. Μόλις καθίσαμε, τα παιδιά μας είπαν ότι οι Τούρκοι κατέβασαν από το απάνω πάτωμα, όπου και εκεί ήσαν φυλακισμέοι και εχωρίζετο ο όροφος μόνον διά του πατώματος των σανίδων, τρία μαχαίρια και απειλούσαν να μας σκοτώσουν και ότι περίμεναν και εμάς. Εκαθίσαμε και συσπειρωθήκαμε σ’ ένα μέρος, όπως εν ανάγκη αμυνθούμε. Βλέπαμε και κάτω στους σοφάδες που καθήμεθα ένα φτυάρι και ένα κασμάν και τα φυλάγαμε καλά, όπως εν ώρα ανάγκης μας χρησιμεύσωσι.
Μέχρι τα μεσάνυχτα η αγωνία αυτή μας κατέτρεχε, οπότε διακρίνομε στην πόρτα, διότι ήτο μόνον με κάγκελα, στρατιώτας με εφ’ όπλου λόγχην και τον διευθυντήν της φυλακής να φωνάζη τα ονόματα Ευκλείδης και Κων/τίνος Κουρτίδης, να έλθουν έξω. Σαν βόμβα έπεσε αναμεταξύ μας το γεγονός, διότι πριν από μία ώρα ήλθαμε και τώρα μεσάνυχτα μας καλούσαν έξω με απόσπασμα- επέρασεν σε όλους μας η ιδέα ότι πρόκειται περί εκτελέσεως και όλων τα μάτια βούρκωσαν. Εις ερώτησιν προς τον διευθυντήν, διατί τώρα νύχτα μας φωνάζουν, αφού μόλις μας έφεραν εδώ, μας απήντησε ότι ο βαλής σας θέλει. Αλλά μπορούσαμε να τον πιστεύσωμε; Και τι το όφελος, αφού ήμαστε στην διάθεσίν τους; Διά νευμάτων μόνον αποχαιρετίσαμε τους συντρόφους μας και βγήκαμε έξω, όπου μας πέρασαν τις χειροπέδες και, κυκλώσαντες εμάς οι στρατιώται, ξεκινήσαμε προς την πόρτα του σαραγιού, οπόθεν ανέβαινε και η σκάλα διά το γραφείον του βαλή και μόλις στρίψαμε διά την σκάλαν «σωθήκαμε και τώρα» είπαμε αναμεταξύ μας.
Μας παρουσίασαν πάλιν στο γραφείον του βαλή, όπου ευρίσκοντο και πολλοί άλλοι σημαίνοντες και αξιωματικοί ανώτεροι, και διέταξε ο βαλής να μας βγάλουν τις χειροπέδες- και μας επρόσφερε από ένα τσιγάρο. Και κατόπιν άρχισε πάλι η ανάκρισις, αλλά σχεδόν με τα ίδια ερωτήματα. Επί μίαν ώρα μας ερωτούσαν διά τα αίτια της ανταρσίας μας και τον τρόπον της ζωής μας και εν τέλει μας είπε ο βαλής: «Δοξάστε τον Θεόν που βρέθηκα εγώ εδώ και έστειλα να σας συλλάβουν μόνον αξιωματικοί και όχι ζανταρμάδες ή στρατιώτες, διότι ασφαλώς δεν θα φθάνατε μέχρι εδώ ζωντανοί. Το πρόβλεψα και σας γλίτωσα, διότι έχουν καρδίαν καμένην από σας».
Τον ευχαριστήσαμε διά την ενέργειάν του αυτήν και πριν φύγωμε, τον παρεκάλεσα, αν είναι δυνατόν, να με ακούση δύο λεπτά και προθύμως εδέχθη. Αμέσως του εξέθεσα την κατάστασιν και το περιστατικόν της φυλακής, ειπών: «Βέη μ'. Η κυβέρνησις μας συνέλαβε και μπορεί να μας τιμωρήση ή και να μας εκτελέση, όπως θέλει, αλλά δεν είναι σωστόν άνθρωποι που βρίσκονται σαν κι εμάς στην φυλακήν να μας δολοφονήσουν».
«Πάτε», λέγει, «και μην φοβάσθε· εγώ θα διατάξω καταλλήλως». Και μας έφεραν πάλιν πίσω στην φυλακήν. Μόλις άνοιξε η πόρτα και μας είδαν τα παιδιά από την χαράν των δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο διευθυντής αμέσως φωνάζει τον αρχηγόν του διαμερίσματος και τον πηγαίνει στον βαλήν και μετά μισήν ώραν ήλθε πάλιν και εκάθισε κοντά μας και έπιασε κουβέντα μαζί μας· καταλάβαμε ότι θα του εσύστησε ο βαλής να μας προσέχη. Αργότερα μας είπε να κοιμηθούμε και να μην φοβούμεθα, διότι αυτός ήτο εκεί και μας φύλαγε. Αλλά μπορούσαμε να δώσωμε πίστιν στα λόγια του; και μόνον εναλλάξ εκοιμήθησαν λίγο τα παιδιά, ενώ φυλάγαμε. Την επομένην ήλθε πάλιν ο διευθυντής και φωνάξας όλους τους Τούρκους, τους έβαλε όλους μέσα στο τεμίρ καπού, δηλ. την καθαυτό φυλακήν, αφήσας μόνον εμάς και δύο τρία μικρά Τουρκόπουλα, συλληφθέντα ως λωποδύτας.
Επίσης αδειάσθηκε και το άνωθεν διαμέρισμα, διότι εφοβούντο εκείθεν δολοφονία εναντίον μας με πιστόλια ή με άλλα μέσα. Και έτσι εμείναμε εν ησυχία. Αλλά καθημερινώς ανακρινόμενοι. Κατά τις ανακρίσεις βλέπαμε και τον Γιακούπ Ζαλούμογλου, όστις και αυτός εφυλακίσθη και εμάθαμε πώς έγινε η σύλληψίς μας και υπό ποιων επροδόθημεν. Κατά την απουσίαν μας εκ της Σάντας προς το Λυκάστ, η κυβέρνησις, υπεσχέθη εις τους συντρόφους μας Τούρκους αμνηστίαν και δώρα. Έτσι αυτοί παραλαβόντες μαζί των ένα αξιωματικόν και μερικούς στρατιώτας, άρχισαν την καταδίωξίν μας. Επειδή όμως εφοβούντο να πλησιάσουν στα λημέρια μας, έστηναν ενέδρας εις τους δρόμους, οπόθεν πηγαίναμε σε φιλικά τουρκικά σπίτια, διότι αυτοί εγνώρισαν όλους μαζί μας όντες και έτσι επί δέκα πέντε ημέρας εφύλαγαν τον δρόμον της Ούζης προς το σπίτι του Αλή Οσμάν Ζαλούμογλου.
Τας ημέρας αυτάς, ενώ εμείς ήμαστε εις το Λυκάστ, αυτοί μη ευρόντες κανένα πήγαν εις την Τραπεζούντα, διά να επιστρέψουν αργότερον. Όταν φύγαμε εμείς διά την Τραπεζούντα και αφήσαμε τα όπλα μας εις την Ούζην, ο Αλέξανδρος Σπυριδόπουλος εχάρισε μίαν ταμπακέραν από ασήμι εις τον Γιακούπ Ζαλούμογλου. Και όταν μίαν ημέραν κατέβαινε εις Τραπεζούντα διά εργασίαν του, εις τον δρόμον συνήντησε τον Αλή Οσμάν με τους συντρόφους του ζανταρμάδες και κάθισαν λίγο να κουβεντιάσουν. Ο Γιακούπ, μη υποψιασθείς, έβγαλε την ταμπακέραν, διά να κάνουν τσιγάρο και την επρότεινε και στον Αλή Οσμάν, όστις, αναγνωρίσας αυτήν, τον ερωτά: «πόθεν την πήρες αυτήν την ταμπακέραν; είναι καλή». Του είπε ότι την αγόρασε από την Τραπεζούντα, αλλά ο Αλή Οσμάν του είπε να του πη την αλήθειαν, διότι αυτός εγνώριζε τίνος είναι και πόθεν την πήρε. Εις την άρνησίν του, ο Αλή Οσμάν εφώναξε τον αξιωματικόν και του έδωσε την ταμπακέραν, λέγων ότι αυτή είναι του Αλεξάνδρου Σπυριδόπουλου, την γνωρίζει καλά, αλλά αυτός το ηρνείτο. Αμέσως συλλαμβάνεται ο Γιακούπ και δένεται και δέρνεται ανηλεώς μέχρι αιματώσεως, διά να ομολογήση.
Ευρεθείς στην ανάγκην ο άνθρωπος και ιδών το ανώφελον της αρνήσεως, ωμολόγησε την αλήθειαν λέγων ότι γνωρίζει και το μέρος που βρίσκονται. Τον έφεραν στο σπίτι του και έγινε έρευνα και βρέθηκαν τα όπλα μας και, κατεβάσαντες αυτόν εις την Τραπεζούντα, ήλθε και υπέδειξε το μέρος μας και αυτός επίσης εκλείσθη στη φυλακή.
12 - Τέλος πάντων εμάθαμε ότι έφθασε η επιτροπή και ησυχάσαμε λίγο.
15 - Εστείλαμε τον Ιεροκλήν Γωνιάδην να πάη να βρη τον κ. Λαμπριανίδην και να του πη ότι είμεθα εδώ και να φροντίση δι’ εμάς.
Ήλθε αμέσως και μας βρήκε και μας καθησύχασε, ειπών ότι έχουν εντολήν προσωπικήν του Παπαναστασίου, όπως πάση θυσία μας στείλουν εις την Ελλάδα και ότι μετά τρεις ημέρας θα φθάσουν πλοία και θα μας στείλουν. Πήγε αμέσως στο γραφείον τους και μας έστειλε πιστοποιητικά με ξένα ονόματα διά κάθε ενδεχόμενον. Και ανήγγειλε και στον πρόεδρον της επιτροπής Ελβετόν κ. Σάλτμαν το γεγονός, διότι αυτοί ενόμιζαν ότι ακόμη βρισκόμεθα στα βουνά και θα ζητούσαν παρά της τουρκικής κυβερνήσεως να έλθουν να μας πάρουν εκείθεν.
18 - Περιμέναμε ανυπομόνως τα πλοία σήμερα, αλλά δεν ήλθαν· ούτε και την επομένην, αν και είχε τηλεγράφημα η επιτροπή εκ Κων/πόλεως.
20 - Μετά το απόγευμα, ενώ καθήμεθα μέσα στο σπίτι, ακούσαμε ένα δυνατόν κρότον εις την εξώθυραν και φωνές πολλές και είδαμε να γεμίζη η αυλή από αστυνομικούς και αξιωματικούς του στρατού με προτεταμένα τα πιστόλια τους φωνάζοντας «Τεσλίμ». Τρεις ζανταρμάδες που είχαν μαζί έφθασαν στην πόρτα και επρότειναν τα όπλα φωνάζοντες «βγείτε έξω». Τους φωνάξαμε κι εμείς ότι δεν έχομε κανένα όπλον και αδίκως φοβούνται και βγήκαμε έξω, ήτο το θέαμα λυπηρόν μεν δι’ εμάς, αλλά μεγαλοπρεπές, διότι δεν υπήρχε κανείς στρατιώτης εκτός των τριών ζανταρμάδων, οίτινες προσωπικώς μας εγνώριζαν και μας πήραν. Μαζί όλοι οι άλλοι ήσαν παραπάνω από εκατόν όλοι αξιωματικοί και μαζί τους ο διευθυντής της Αστυνομίας. Μας ερωτούσαν ποίοι είμεθα, διότι τα ρούχα μας τους έβαζαν σε υποψία μήπως και τους γέλασε ο καταδότης.
Όταν τους είπαμε ότι είμεθα οι αντάρται της Σάντας, μας εκοίταζαν περίεργα. Μας πήραν από εκεί και ξεκινήσαμε διά το σαράι. Επειδή όμως το είχε μάθει ο κόσμος, επλημμύρισε από παντού τους δρόμους και δυσκόλως τον ήνοιγε το πλήθος και μας έφεραν εις το Ταξίμ, όπου σταματήσαμε λίγο απάνω στον δρόμον. Άκουγες πέρα πέρα στο Ουζούν σοκάκ να κλείνουν τα καταστήματα και να τρέχουν να μας δουν. Και τι να δουν; Ανθρώπους κουρελήδες που ούτε ήθελες να ιδής. Και μάλιστα ένας καλοενδεδυμένος χότζας με έναν άλλον κύριον επλησίασαν και ιδόντες τόσον πλήθος και εμάς να έχουν στο μέσον τόσοι αξιωματικοί, ερώτησε ο χότζας ένα αξιωματικόν τι συμβαίνει και ποίοι είναι αυτοί. Εις απάντησιν του αξιωματικού ότι είναι οι Σανταίοι αντάρται, ο χότζας έπτυσε κατά γης και είπε: «Να ντρέπεται αυτό το δικό μας το έθνος και η κυβέρνησις. Από αυτούς εφοβούντο επί τόσα χρόνια και ετρόμαζαν. Μα αυτοί δεν μοιάζουν καν άνθρωποι». Γελών ο αξιωματικός είπε : «Τι να σου πω χότζα εφέντη, αφού δεν ξέρεις κάτω από τα παλαιά αυτά ρούχα τι κρύπτεται».
Εξακολουθήσαμε την οδόν Ουζούν σοκάκ, ότε βλέπομε ότι μαζί με το πλήθος ήρχοντο και οι σύντροφοί μας Τούρκοι Αλή Οσμάν και Ιλιάς Φαλτσή ογλού οπλισμένοι, οπότε μας πλησιάζει ο Αλή Οσμάν και λέγει: «Είδατε, είδατε. Αυτήν την δουλειά θα παθαίνατε στο λημέρι σας, αλλά το πάθατε εδώ».
«Είδαμε» του απαντώ, «πόσον παμπέσηδες είσθε και πόσον άνανδροι. Αν μπορούσατε στο λημέρι να μας κάνετε αυτήν την δουλειά, θα είσθε πραγματικώς παλικάρια αλλά εδώ, χωρίς όπλα, και γυναίκες ακόμη μπορούσαν να το κατορθώσουν αυτό». Και τον εξύβρισα κατ’ αυτόν τον τρόπον φωνάζοντας, ώστε επενέβη ο διευθυντής της Αστυνομίας και τον απεμάκρυνε από εμάς, ο δε κόσμος γελούσε εις βάρος του.
Εφθάσαμε εις το σαράι και μας έφεραν εις την διεύθυνσιν της Αστυνομίας και προσωρινώς και τυπικώς μας ανέκριναν. Εκείθεν τους συντρόφους μας έφεραν στην φυλακή. Τον Ευκλείδη όμως και εμέ έφεραν κοντά στον βαλή προς ανάκρισιν. Επί δύο ώρας μας ερωτούσαν διάφορες ερωτήσεις και κυρίως ήθελαν να μάθουν ποίοι Τούρκοι ήρχοντο εις επαφήν μαζί μας και ποίοι μας τροφοδοτούσαν, και πόθεν εφοδιαζόμεθα με όπλα και πολεμοφόδια και πολλά τέτοια.
Λιμάνι Τραπεζούντας |
Μέχρι τα μεσάνυχτα η αγωνία αυτή μας κατέτρεχε, οπότε διακρίνομε στην πόρτα, διότι ήτο μόνον με κάγκελα, στρατιώτας με εφ’ όπλου λόγχην και τον διευθυντήν της φυλακής να φωνάζη τα ονόματα Ευκλείδης και Κων/τίνος Κουρτίδης, να έλθουν έξω. Σαν βόμβα έπεσε αναμεταξύ μας το γεγονός, διότι πριν από μία ώρα ήλθαμε και τώρα μεσάνυχτα μας καλούσαν έξω με απόσπασμα- επέρασεν σε όλους μας η ιδέα ότι πρόκειται περί εκτελέσεως και όλων τα μάτια βούρκωσαν. Εις ερώτησιν προς τον διευθυντήν, διατί τώρα νύχτα μας φωνάζουν, αφού μόλις μας έφεραν εδώ, μας απήντησε ότι ο βαλής σας θέλει. Αλλά μπορούσαμε να τον πιστεύσωμε; Και τι το όφελος, αφού ήμαστε στην διάθεσίν τους; Διά νευμάτων μόνον αποχαιρετίσαμε τους συντρόφους μας και βγήκαμε έξω, όπου μας πέρασαν τις χειροπέδες και, κυκλώσαντες εμάς οι στρατιώται, ξεκινήσαμε προς την πόρτα του σαραγιού, οπόθεν ανέβαινε και η σκάλα διά το γραφείον του βαλή και μόλις στρίψαμε διά την σκάλαν «σωθήκαμε και τώρα» είπαμε αναμεταξύ μας.
Μας παρουσίασαν πάλιν στο γραφείον του βαλή, όπου ευρίσκοντο και πολλοί άλλοι σημαίνοντες και αξιωματικοί ανώτεροι, και διέταξε ο βαλής να μας βγάλουν τις χειροπέδες- και μας επρόσφερε από ένα τσιγάρο. Και κατόπιν άρχισε πάλι η ανάκρισις, αλλά σχεδόν με τα ίδια ερωτήματα. Επί μίαν ώρα μας ερωτούσαν διά τα αίτια της ανταρσίας μας και τον τρόπον της ζωής μας και εν τέλει μας είπε ο βαλής: «Δοξάστε τον Θεόν που βρέθηκα εγώ εδώ και έστειλα να σας συλλάβουν μόνον αξιωματικοί και όχι ζανταρμάδες ή στρατιώτες, διότι ασφαλώς δεν θα φθάνατε μέχρι εδώ ζωντανοί. Το πρόβλεψα και σας γλίτωσα, διότι έχουν καρδίαν καμένην από σας».
Τον ευχαριστήσαμε διά την ενέργειάν του αυτήν και πριν φύγωμε, τον παρεκάλεσα, αν είναι δυνατόν, να με ακούση δύο λεπτά και προθύμως εδέχθη. Αμέσως του εξέθεσα την κατάστασιν και το περιστατικόν της φυλακής, ειπών: «Βέη μ'. Η κυβέρνησις μας συνέλαβε και μπορεί να μας τιμωρήση ή και να μας εκτελέση, όπως θέλει, αλλά δεν είναι σωστόν άνθρωποι που βρίσκονται σαν κι εμάς στην φυλακήν να μας δολοφονήσουν».
«Πάτε», λέγει, «και μην φοβάσθε· εγώ θα διατάξω καταλλήλως». Και μας έφεραν πάλιν πίσω στην φυλακήν. Μόλις άνοιξε η πόρτα και μας είδαν τα παιδιά από την χαράν των δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο διευθυντής αμέσως φωνάζει τον αρχηγόν του διαμερίσματος και τον πηγαίνει στον βαλήν και μετά μισήν ώραν ήλθε πάλιν και εκάθισε κοντά μας και έπιασε κουβέντα μαζί μας· καταλάβαμε ότι θα του εσύστησε ο βαλής να μας προσέχη. Αργότερα μας είπε να κοιμηθούμε και να μην φοβούμεθα, διότι αυτός ήτο εκεί και μας φύλαγε. Αλλά μπορούσαμε να δώσωμε πίστιν στα λόγια του; και μόνον εναλλάξ εκοιμήθησαν λίγο τα παιδιά, ενώ φυλάγαμε. Την επομένην ήλθε πάλιν ο διευθυντής και φωνάξας όλους τους Τούρκους, τους έβαλε όλους μέσα στο τεμίρ καπού, δηλ. την καθαυτό φυλακήν, αφήσας μόνον εμάς και δύο τρία μικρά Τουρκόπουλα, συλληφθέντα ως λωποδύτας.
Επίσης αδειάσθηκε και το άνωθεν διαμέρισμα, διότι εφοβούντο εκείθεν δολοφονία εναντίον μας με πιστόλια ή με άλλα μέσα. Και έτσι εμείναμε εν ησυχία. Αλλά καθημερινώς ανακρινόμενοι. Κατά τις ανακρίσεις βλέπαμε και τον Γιακούπ Ζαλούμογλου, όστις και αυτός εφυλακίσθη και εμάθαμε πώς έγινε η σύλληψίς μας και υπό ποιων επροδόθημεν. Κατά την απουσίαν μας εκ της Σάντας προς το Λυκάστ, η κυβέρνησις, υπεσχέθη εις τους συντρόφους μας Τούρκους αμνηστίαν και δώρα. Έτσι αυτοί παραλαβόντες μαζί των ένα αξιωματικόν και μερικούς στρατιώτας, άρχισαν την καταδίωξίν μας. Επειδή όμως εφοβούντο να πλησιάσουν στα λημέρια μας, έστηναν ενέδρας εις τους δρόμους, οπόθεν πηγαίναμε σε φιλικά τουρκικά σπίτια, διότι αυτοί εγνώρισαν όλους μαζί μας όντες και έτσι επί δέκα πέντε ημέρας εφύλαγαν τον δρόμον της Ούζης προς το σπίτι του Αλή Οσμάν Ζαλούμογλου.
Τας ημέρας αυτάς, ενώ εμείς ήμαστε εις το Λυκάστ, αυτοί μη ευρόντες κανένα πήγαν εις την Τραπεζούντα, διά να επιστρέψουν αργότερον. Όταν φύγαμε εμείς διά την Τραπεζούντα και αφήσαμε τα όπλα μας εις την Ούζην, ο Αλέξανδρος Σπυριδόπουλος εχάρισε μίαν ταμπακέραν από ασήμι εις τον Γιακούπ Ζαλούμογλου. Και όταν μίαν ημέραν κατέβαινε εις Τραπεζούντα διά εργασίαν του, εις τον δρόμον συνήντησε τον Αλή Οσμάν με τους συντρόφους του ζανταρμάδες και κάθισαν λίγο να κουβεντιάσουν. Ο Γιακούπ, μη υποψιασθείς, έβγαλε την ταμπακέραν, διά να κάνουν τσιγάρο και την επρότεινε και στον Αλή Οσμάν, όστις, αναγνωρίσας αυτήν, τον ερωτά: «πόθεν την πήρες αυτήν την ταμπακέραν; είναι καλή». Του είπε ότι την αγόρασε από την Τραπεζούντα, αλλά ο Αλή Οσμάν του είπε να του πη την αλήθειαν, διότι αυτός εγνώριζε τίνος είναι και πόθεν την πήρε. Εις την άρνησίν του, ο Αλή Οσμάν εφώναξε τον αξιωματικόν και του έδωσε την ταμπακέραν, λέγων ότι αυτή είναι του Αλεξάνδρου Σπυριδόπουλου, την γνωρίζει καλά, αλλά αυτός το ηρνείτο. Αμέσως συλλαμβάνεται ο Γιακούπ και δένεται και δέρνεται ανηλεώς μέχρι αιματώσεως, διά να ομολογήση.
Ευρεθείς στην ανάγκην ο άνθρωπος και ιδών το ανώφελον της αρνήσεως, ωμολόγησε την αλήθειαν λέγων ότι γνωρίζει και το μέρος που βρίσκονται. Τον έφεραν στο σπίτι του και έγινε έρευνα και βρέθηκαν τα όπλα μας και, κατεβάσαντες αυτόν εις την Τραπεζούντα, ήλθε και υπέδειξε το μέρος μας και αυτός επίσης εκλείσθη στη φυλακή.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
(Αδελφός του Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου