Δ
δατάχκουμαι = 1) δίνω οδηγίες 2) κάνω διαθήκη
δέβα(ή) = διάβαση, πέρασμα
δέβα = πήγαινε
δεβάττοι = διαβάτες
δέδ = μοιραίο
δείσα = ομίχλη
δεισόκολε = που έχει τον κώλο του στην ομίχλη
δελινάρι = φαΐ του δειλινού
δερνοκοπάται ή δερνοκοπισκάται = δέρνεται, μαλλιοτραβιέται
δέσσκεσαι = δένεσαι γιατί τρελάθηκες
διαβαίν πλάν = φεύγει γι' αλλού
διαρμενεία = συμβουλή
διάπλωμαν εγέντον = εξαντλήθηκε
δίκλωπος = δόλιος
διπλοκουράζνε = διπλοκουράζουν
δόξα = φήμη, αξία
δουκάλ = καπίστρι
δουκαλεύνε = οδηγούν τα ζώα με το καπίστρι
δύχχερη = φούχτα με τα δυο
δωδεκάρα = υπουργ. συμβούλιο
Ε
εβάρκιξεν = φώναξε δυνατά
εβιτσίασεν = χτύπησε με βίτσα
εβόρρα = ίσκιος
εβουρουλεύτα = ερωτοκτυπήθηκα
εγγαγγρώθεν = έγινε παράλυτος
εγαζάνεψαν (τ) = κέρδισαν
εγαντούρεψες (τ) = έπεισες
εγαραλάϊξεν = φώναξε δυνατά
έγγεψεν = ανάφερε
εγέμ, εγέντζ, εγέμες = έγινα, έγινες, γίναμε
εγιάντζεν = έκλινε, έγειρε
εγκάλεσαν = κατάγγειλαν
έγκεν= έφερε
εγλιάευεν= αργοπορούσε
εγλοίαξεν = γλίστρησε
εγλοιαξία = μέρος ολισθηρό
έγλυσεν = συνέτριψε
εγλύσταν = βγήκαν οι κόκκοι
εγνέφιξεν, εγνέφτσεν = ξύπνησε
εγόνεψεν (τ) = έκατσε
εγούευες (τ) = ήσουν φειδωλός
εγουρνέθεν = ούρλιασε
εγούρτεψεν = εξάρθρωσε
εγράσταν = πάλιωσαν
εγρίλεψεν = θέρισε, αποδεκάτισε
εγροίξεν = κατάλαβε
έγρυνεν = αγρίεψε
εδέβεν = πέρασε
εδέκαν κά = κατέβασαν
εδελίασεν = μπέρδεψε
εδέστεν και ’κ εκραττεύτεν =δέθηκε και δεν κρατήθηκε
εδιάρτσεν = μοίρασε
εδιάσσκευεν = δίδασκε, κατηχούσε
εδοκίασεν = τοποθέτησε δοκάρια
έεις = έχεις
εζαϊφλάεψεν (τ) = έγινε ισχνός
εζεγκοπάτεσεν = πάτησε στον αναβολέα της σέλας
εζουκάτεψεν = θέλησε ν’ αντισταθεί
εθαείς, εθαρείς = νομίζεις
εθερέθεν = εξαγριώθηκε
εΐδος = αιδοίο
εκαλάτσσευαν = μιλούσαν
εκαμάτιζεν = έβαλλε άλλους στη δουλειά του
εκανέθεν = έφτασε
εκαπίτσευεν = άλεθε παίρνοντας τα αλεστικά
εκαράκωσεν = κλείδωσε με μάνδαλο
εκαραμούτωσε = σκυθρώπιασε
εκαρδοκόπεν = τρόμαξε πολύ
εκειαπάν καικά = εκεί πάνω
ε κιτι = ε καημένα
εκόλτσαν = ονόμασαν
εκούζνεν = φώναζε
εκουμουλιάουσαν = μαζεύονταν
εκούρτεσεν = κατάπιε
εκούφαναν = έγιναν βαθουλά
εκρεμίουτον = έπεφτε
εκρέμψεν = έριξε
έλα = ερχομός
ελάγκεψεν = πήδησε
ελάϊσεν = κούνησε
ελαΐστεν = κουνήθηκε
έλαμνεν= όργωνε
ελατάρτσεν = κουνήθηκε
ελείβωσεν = συννέφιασε
ελετσσέγουμ (τ) = θα πεθάνω
ελιγατούρεψεν = έστειλε με τη σύσταση να βιαστούν
ελιγώθεν = λιποθύμησε
έλλαζαν = έκαναν αλλαγή
ελτσσή (τ) = μέτρο
έμ = και
εμάντζεν =έκαψε και το μαύρισε
εμαρτακίασαν = τοποθέτησαν (μαρτάκια = φιντάνια )
εμέντζεν = ειδοποίησε
εμέτσεν = μέθυσε
εμιζιαβιρλιάεψεν (τ) = διέβαλε
έμνεν = φιλοξενήθηκε
έμνοστοι = εύχομαι να είναι νόστιμο
εμποδέα = άκρη φορέματος γυναικών
εμουρδούλιζεν = έβγαζε φωνές
εμπαίντζ = μπαίνεις
έμπρια 'σ καικά = μπροστά σου
εμπροζώσσκεται = βάζει πάνω της κάτι
εμπροϊστός = προεστός
ενέας= αγαθά
ενέγκασεν = κούρασε
ενεπάαν = αναπαύθηκαν
ενεσακίεν = τίναξε το φορτίο για κάθεται στην πλάτη
ενέσκαφτεν = βλαστημούσε τους πεθαμένους
ενέσπαλλεν = ξέχασε
ενιάεις = λιπαίνεις
ένοικα = κατοικία
ενούτζεν επενούντζεν = σκέφθηκε πολύ
εντιδόνεσεν = αντήχησε
εντούκεν = χτυπούσε
εντώκες = κτύπησε
εξέγκεν = έβγαλεν
έξξιαν= έχυσαν
εξεκαμπανίσταμε= απομακρυνθήκαμε τόσο ώστε να μη ακούμε καμπάνα
έξεν= άκουσε
εξιπνόϊσεν = πέθανε
εξουκλούχ (τ) = έλλειψη
εξύαν = χώθηκαν, όρμησαν
εξεπλαμπανίγαμε = απομακρυνθήκαμε πολύ
επαίρνεν κά = υποχωρούσε
επακλαεύτεν =έφυγε, πέθανε
επαλαγώησεν = επισκεύασε, 2) τακτοποίησε
επαρείδα = δεν είδα καλά
επατούρευεν (τ) = βούλιαζε
επάχνιξεν = άρχισε να φυτρώνει
επεβρώτσεν = λέρωσε με περιττώματα
επεγανεύκουτον = έβρισκε της αρεσκείας του
δατάχκουμαι = 1) δίνω οδηγίες 2) κάνω διαθήκη
δέβα(ή) = διάβαση, πέρασμα
δέβα = πήγαινε
δεβάττοι = διαβάτες
δέδ = μοιραίο
δείσα = ομίχλη
δεισόκολε = που έχει τον κώλο του στην ομίχλη
δελινάρι = φαΐ του δειλινού
δερνοκοπάται ή δερνοκοπισκάται = δέρνεται, μαλλιοτραβιέται
δέσσκεσαι = δένεσαι γιατί τρελάθηκες
διαβαίν πλάν = φεύγει γι' αλλού
διαρμενεία = συμβουλή
διάπλωμαν εγέντον = εξαντλήθηκε
δίκλωπος = δόλιος
διπλοκουράζνε = διπλοκουράζουν
δόξα = φήμη, αξία
δουκάλ = καπίστρι
δουκαλεύνε = οδηγούν τα ζώα με το καπίστρι
δύχχερη = φούχτα με τα δυο
δωδεκάρα = υπουργ. συμβούλιο
Δρόμος για την Σαντά |
Ε
εβάρκιξεν = φώναξε δυνατά
εβιτσίασεν = χτύπησε με βίτσα
εβόρρα = ίσκιος
εβουρουλεύτα = ερωτοκτυπήθηκα
εγγαγγρώθεν = έγινε παράλυτος
εγαζάνεψαν (τ) = κέρδισαν
εγαντούρεψες (τ) = έπεισες
εγαραλάϊξεν = φώναξε δυνατά
έγγεψεν = ανάφερε
εγέμ, εγέντζ, εγέμες = έγινα, έγινες, γίναμε
εγιάντζεν = έκλινε, έγειρε
εγκάλεσαν = κατάγγειλαν
έγκεν= έφερε
εγλιάευεν= αργοπορούσε
εγλοίαξεν = γλίστρησε
εγλοιαξία = μέρος ολισθηρό
έγλυσεν = συνέτριψε
εγλύσταν = βγήκαν οι κόκκοι
εγνέφιξεν, εγνέφτσεν = ξύπνησε
εγόνεψεν (τ) = έκατσε
εγούευες (τ) = ήσουν φειδωλός
εγουρνέθεν = ούρλιασε
εγούρτεψεν = εξάρθρωσε
εγράσταν = πάλιωσαν
εγρίλεψεν = θέρισε, αποδεκάτισε
εγροίξεν = κατάλαβε
έγρυνεν = αγρίεψε
εδέβεν = πέρασε
εδέκαν κά = κατέβασαν
εδελίασεν = μπέρδεψε
εδέστεν και ’κ εκραττεύτεν =δέθηκε και δεν κρατήθηκε
εδιάρτσεν = μοίρασε
εδιάσσκευεν = δίδασκε, κατηχούσε
εδοκίασεν = τοποθέτησε δοκάρια
έεις = έχεις
εζαϊφλάεψεν (τ) = έγινε ισχνός
εζεγκοπάτεσεν = πάτησε στον αναβολέα της σέλας
εζουκάτεψεν = θέλησε ν’ αντισταθεί
εθαείς, εθαρείς = νομίζεις
εθερέθεν = εξαγριώθηκε
εΐδος = αιδοίο
εκαλάτσσευαν = μιλούσαν
εκαμάτιζεν = έβαλλε άλλους στη δουλειά του
εκανέθεν = έφτασε
εκαπίτσευεν = άλεθε παίρνοντας τα αλεστικά
εκαράκωσεν = κλείδωσε με μάνδαλο
εκαραμούτωσε = σκυθρώπιασε
εκαρδοκόπεν = τρόμαξε πολύ
εκειαπάν καικά = εκεί πάνω
ε κιτι = ε καημένα
εκόλτσαν = ονόμασαν
εκούζνεν = φώναζε
εκουμουλιάουσαν = μαζεύονταν
εκούρτεσεν = κατάπιε
εκούφαναν = έγιναν βαθουλά
εκρεμίουτον = έπεφτε
εκρέμψεν = έριξε
έλα = ερχομός
ελάγκεψεν = πήδησε
ελάϊσεν = κούνησε
ελαΐστεν = κουνήθηκε
έλαμνεν= όργωνε
ελατάρτσεν = κουνήθηκε
ελείβωσεν = συννέφιασε
ελετσσέγουμ (τ) = θα πεθάνω
ελιγατούρεψεν = έστειλε με τη σύσταση να βιαστούν
ελιγώθεν = λιποθύμησε
έλλαζαν = έκαναν αλλαγή
ελτσσή (τ) = μέτρο
έμ = και
Αγία Κυριακή Ισχανάντων |
εμάντζεν =έκαψε και το μαύρισε
εμαρτακίασαν = τοποθέτησαν (μαρτάκια = φιντάνια )
εμέντζεν = ειδοποίησε
εμέτσεν = μέθυσε
εμιζιαβιρλιάεψεν (τ) = διέβαλε
έμνεν = φιλοξενήθηκε
έμνοστοι = εύχομαι να είναι νόστιμο
εμποδέα = άκρη φορέματος γυναικών
εμουρδούλιζεν = έβγαζε φωνές
εμπαίντζ = μπαίνεις
έμπρια 'σ καικά = μπροστά σου
εμπροζώσσκεται = βάζει πάνω της κάτι
εμπροϊστός = προεστός
ενέας= αγαθά
ενέγκασεν = κούρασε
ενεπάαν = αναπαύθηκαν
ενεσακίεν = τίναξε το φορτίο για κάθεται στην πλάτη
ενέσκαφτεν = βλαστημούσε τους πεθαμένους
ενέσπαλλεν = ξέχασε
ενιάεις = λιπαίνεις
ένοικα = κατοικία
ενούτζεν επενούντζεν = σκέφθηκε πολύ
εντιδόνεσεν = αντήχησε
εντούκεν = χτυπούσε
εντώκες = κτύπησε
εξέγκεν = έβγαλεν
έξξιαν= έχυσαν
εξεκαμπανίσταμε= απομακρυνθήκαμε τόσο ώστε να μη ακούμε καμπάνα
έξεν= άκουσε
εξιπνόϊσεν = πέθανε
εξουκλούχ (τ) = έλλειψη
εξύαν = χώθηκαν, όρμησαν
εξεπλαμπανίγαμε = απομακρυνθήκαμε πολύ
επαίρνεν κά = υποχωρούσε
επακλαεύτεν =έφυγε, πέθανε
επαλαγώησεν = επισκεύασε, 2) τακτοποίησε
επαρείδα = δεν είδα καλά
επατούρευεν (τ) = βούλιαζε
επάχνιξεν = άρχισε να φυτρώνει
επεβρώτσεν = λέρωσε με περιττώματα
επεγανεύκουτον = έβρισκε της αρεσκείας του
επεζτούρεψε με = μ' εκαμε να βαρεθώ
έπ - εϊ (τ) = αρκετά
επεκαικά = από κει
επεκεί = κατόπι
επεκειαπέσ = από κει μέσα
επεκούμψεν = ακούμπησε
επεκρέθαν = κρύωσαν, έχασαν διάθεση
επελίθωσεν = έγινε πέτρα επέμνα = έμεινα
επεξέγκεν = ανταπέδωσε, ξόφλησε
επέρπαξεν = έπιασε ξαφνικά
επέρπαξαν = διέκοψαν με άσχημο τρόπο
επεπίρνιξεν = σηκώθηκε πολύ πρωί
επέρνιξεν = πέρασε το ποτάμι
επεστέγασεν = ξεσκέπασε
επεφόβσεν = έχασε το φόβο
επέφυεν = ξέφυγε
επεχωρίεν = χώρισε
επιδέβεν = 1)παράτησε, 2) πέρασε το ύψωμα, τη στροφή
επλούτωνε = απλωνόταν
επουγαλεύκουσαν (τ) = βαρέθηκαν
επουσσμάνεψα (τ) = μετάνοιωσα
επουσστίρτσαν = ψιθύρισαν
εποταμίεν = παρασύρθηκε από το ποτάμι
εράευεν (τ) = ζητούσε
ερδουβάντζεν = έβγαλε το βούτυρο από το ανθόγαλα
έρθεν κι επέμνεν = τα χρειάστηκε
έρκιαντιαν (τ) = νωρίς
ερούξεν = έπεσε έρουξαν έξ = βγήκαν έξω, βγήκαν τρέχοντας
έρται = έρχεται
έρχαλ (τ) = ίσως
εσαβούσσεψαν = παραμέρισαν
εσάεψεν (τ) = υπολόγισε, λογάριασε
εσάρεψεν (τ) = έφραξε, 2) κύκλωσε
εσαριλάευεν (τ) = κιτρίνιζε
εσέβαν = μπήκαν
εσεβταλανεύτεν (τ) = ερωτεύθηκε
εσέγκεν = έβαλε
εσέρευαν = μάζευαν
εσιζιλεύτεν = γλίστρησε
εσίνεψεν = έπεσε αθόρυβα
εσκάλωσεν = σκάλωσε κάπου
εσκουτούλτσεν = μοσχομύρισε
έσκωσαν ποδάρ = επιτάχυναν το βήμα
εσολτόκοβεν = έκοβε σε λωρίδες 20 πόντους
εσουμαρλάεψεν = παράγγειλε
έσπρυναν = έγιναν άσπρα
εσσιά (τ) = περιουσία
εσσιασσίρεψεν (τ) = τάχασε
εσσιάφλιζεν = άφριζε, σαλιάριζε
εσσιασσχαλάεψεν = τάχασε
εσσινεύταν = φαγώθηκαν οι ανωμαλίες της μυλόπετρας
εσσιόπον (τ) = ταίρι
εσσ - κιογουλτιάν (τ) μέ όλη την καρδιά
εσσκίουτον = ράγισε
εσσκυλογέρασα = γέρασα
εσσοχοχοχό = προτρεπτικό να προχωρήσουν
εστερίεσεν = σταμάτησε
εστρέφτεν = συγκατετέθη
εσυνεσέβεν = του μπήκε
έσυρεν = επέσυρεν, υπόφερε πολύ
εταγιανεύτεν (τ) = έκατσε (;)
εταγιάνεψεν (τ) = βάσταξε
εταγουτεύτεν (τ) = σκορπίσθηκε
εταγούτεψαν = σκόρπισαν
ετάβιζαν = μάλλωναν
εταίρος = σύντροφος, φίλος
ετάραξεν = ανακάτωσε
ετέρεσεν = ανέθρεψε
ετέρνεν = περιποιόταν
ετιαβγαλάευαν (τ) = κατέφευγαν στο δικαστήριο
ετιασσεύτεν = τρύπησε
ετίζεψεν = έβαλε στη σειρά
ετοπλάεψαν (τ) = μάζεψαν
ετοπλαεύταν (τ) = μαζεύτηκαν
ετσακοποδίαν = έσπασαν τα πόδια
ετσαντζάρεψεν = σκαρφάλωσε
ετσαραμπούλιζεν = έλαμπε
ετσαρκέλιζεν = βοτάνιζε
ετσίλτεψεν = κατούρησε
ετσουνάξαν = έβγαλαν σπίθες
ετσουρμούγκλιζεν = έκλαιγε δυνατά
ετσουρώθεν = έκλεισαν
ετσούρωσεν άτο = δεν έβγαλε μιλιά
ετσσιάϊζεν = φώναζε δυνατά
ετσσιάλεψεν = δεν τον έδωσε σημασία,αδιαφόρησε
ετσσιάμπλιζεν = τσίμπλιαζε ,ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα
ετσσιάντζαν = σκόρπισαν
ετσσιάτεψαν (τ)= συνάντησαν
έτσσιουξαν = λυπήθηκαν
ετσσίτιζεν = κοίταζε από τις χαραμάδες
εύκαιρος = άδειος, χωρίς φορτίο, ο ελαφρύς και στο μυαλό
ευτάγνε = έκανε
ευτάει = κάνει
εφάζνεν = τάιζε
εφκιάρ (τ) = πάθος
εφκιαρόπον = μικρό πάθος
εφόσσιξεν = έβαλε βαθιά,έθαψε
εφουρκίοταν = πνιγόταν
εφουσκαλιδίασεν = έφερε φούσκες
έφραζα = εφάρμοσα
εφτουλάξαν = έσκασαν
εφτύρκουσαν = τρόμαζαν κι έφευγαν
εφτουλίγαν= ξέσχιζαν τα ρούχα τους.
εφώτιζεν = βάπτιζε
εχαϊκούρευεν = αλάλαζε
εχαντιλιάγαν = θάμπωσαν
εχχεμένος = ευκατάστατος
εχχέρεψεν = χήρευσε
εχπαράεν = τρόμαξε
έχπασαν = ξερίζωσαν, απέσπασαν
εχπάσκουσαν = ξεκινούσαν
εχπάστεν = ξεκίνησε
εχτάρεψαν = σκάλισαν
εχτέθεν = απέκτησε, έπαθε
εχώρτσαν = διάλεξαν
έψψεν= άναψε
έψψεν απάν = επέμενε
(τ) λέξη τουρκική
(τ) λέξη τουρκική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου