Β
βάϊναση = θόρυβος με κλάματα
βακούφ (τ) κτήμα ναού, μονής, τζαμιού ή συναγωγής
βαλής (τ) =γεν. διοικητής
βάλλω κά = θάφω
βαρέα = 1) πολύ, 2) συχνά
βαριάμ (τ) = φυματίωση
βαριαμλής (τ)= φυματικός
βάρκιγμαν = κραυγή
βασιλοσκάμν = πρωτεύουσα
βαρκίζ = φωνάζει δυνατά
βαρυκανόνα = μέγας κανών
βερβερίζω = τρομάζω
βεσικά (τ) = χαρτί απαλλαγής από τη στράτευση
βεσιαϊάτ = διαθήκη
βίος = ζώα
βιτσοκοπά = χτυπά με βίτσα
βοτάν = φάρμακο
βουκεντρέα = χτύπημα με βουκέντρι
βουκόλ = βοσκού
βούρα = φούχτα
βουριάστ = πάρε με τις φούχτες
βραχχιάλ = βραχιόλι
βραχχιόνα = βραχίονας
βρούχνα = μούχλα
βρουχνιασμένον = μουχλιασμένο
βυζορώι = ρωγοβύζι
Γ
γαβαλί = φλογέρας
γαβουρμά = κρέας τσιγαρισμένο με λίπος
γαγγρούται = γίνεται παράλυτος
γαΐπ (τ) = άφαντος
γαϊτιάν (τ) καϊτάνι, παρυφή
γαλαφόρα = όμορφη σαν το μελισσοφάγο
γαλαπαλούχ (τ) = βάρος περιττό
γαλενόν = ήσυχο
γαλιάμια (τ) κόκαλα των άκρων
γαλόψωμον = ψωμί με βούτυρο
γαμψψίν (τ) = μάστιγα
γαντουρεύω (τ) = πείθω
γαρά (τ) = ξηρά
γαράχουλαχ (τ) = μεγάλο γυριστό μαχαίρι
γαρή (τ) = γυναίκα
γαρήδες = γυναίκες
γαρίπην (τ) = ξένο
γαρίπκα = όπως ο ξένος
γαρίπκον = έρημο
γαρίψ (τ) = ξένος, έρημος
γαρκόν = ταύρος
γαρσσί (τ) = αντίκρυ
γαρσσιλαμάδας = απαντήσεις στα δίστιχα άλλου
γάρταλος = γύπας
γατ (τ) = πλήρης, τέλειος
γατιρττζήδες (τ) = αγωγιάτες
γερά = πληγή
γερανόφορος = με ρούχα γαλάζια
γεργάνια (τ) =παπλώματα
γερίτσος = γεροντάκος
γιαβάντζ (τ) = λιγόμυαλος
γιάβριμ ή γιαβρόπο μ (τ) = μικρό μου
γιαγμαλαεύνε (τ) = λεηλατούν
γιαγούζ (τ) = με μαύρο χρώμα
γιαζϊν (τ) — κάμπος
γιαϊλίμ (τ) = βοσκότοπος
γιάλ = για έλα
γιαλός = παραλία
γιάμ (τ) = μήπως
γιαμιαττσσιά = ανίατη πληγή
γιάν (τ) = πλάι, πλαινό
γιαπία (τ) = κτίρια
γιάρ (τ) = αγαπητό πρόσωπο
γιαραεύ (τ) = χρησιμεύει
γιαρτίμ (τ) = βοήθεια
γιασίρ (τ) = σκλάβος
γιαχάδες = γιακάδες
γιλτουρούμ (τ) = κεραυνός
γιόκ (τ) = όχι
γιολτζήδες (τ) = διαβάτες
γιόξα (τ) = ή, είτε
γιοσμάδες (τ) νέοι με ίσιο ανάστημα και κομψά ντυμένοι
γιοσμαλούχ (τ) = κομψότητα
γλυκοκαλάτσσευτος = γλυκομίλητος
γλύσκουν = συνθλίβονται
γολάϊα (τ) = εύκολα
γομάρ(τ) = φορτίο
γονάχ= μέγαρο
γονικά= πατρικά
γονουσευτά = ενώ μιλούσαν σιγά
γορόσσ = το εκατοστό της τουρκικής λίρας
γλυπισμέντσαν = γδαρμένη
γορουχτζζής (τ) =δασοφύλακας
γούδουλα = χωρίς κορυφή
γουΐα (τ) = 1) λάκκοι, 2) πηγάδια
γούλα = λαιμός
γουλάβ = το τελευταίο μαλακό ακόνημα
γουλέας = λαίμαργος
γουντάχ =σπαρμανωμένο βρέφος
γουρεύνε (τ) =στήνουν
γουρζούλ = της πανούκλας
γουρζουλάς = προσωποποίηση των επιδημιών χολέρας
γουρνίν =τόπος συγκέντρωσης νερού για τα ζώα ως επί το πλείστον
γουρπάντζ (τ)= θυσία για σένα
γουρταρεύκεται (τ)= γλιτώνει
γουρταρέψτεν = γλιτώστε
γουρταρομονή = γλιτωμός
γρά-γρά = θόρυβος
γρα- γρού (τ) = οχλοβοή
γραιΐτζα = γριούλα
γριζομάκελλον = αξίνα, κασμάς
γριλεύω (τ) = αποδεκατίζω
γριντζίλια = ούλα
γυρευός = ζητιάνος
γωνέα = αγκωνάρι
(τ) λέξη τουρκική
βάϊναση = θόρυβος με κλάματα
βακούφ (τ) κτήμα ναού, μονής, τζαμιού ή συναγωγής
βαλής (τ) =γεν. διοικητής
βάλλω κά = θάφω
βαρέα = 1) πολύ, 2) συχνά
βαριάμ (τ) = φυματίωση
βαριαμλής (τ)= φυματικός
βάρκιγμαν = κραυγή
βασιλοσκάμν = πρωτεύουσα
βαρκίζ = φωνάζει δυνατά
βαρυκανόνα = μέγας κανών
βερβερίζω = τρομάζω
βεσικά (τ) = χαρτί απαλλαγής από τη στράτευση
βεσιαϊάτ = διαθήκη
βίος = ζώα
βιτσοκοπά = χτυπά με βίτσα
βοτάν = φάρμακο
βουκεντρέα = χτύπημα με βουκέντρι
βουκόλ = βοσκού
βούρα = φούχτα
βουριάστ = πάρε με τις φούχτες
βραχχιάλ = βραχιόλι
βραχχιόνα = βραχίονας
βρούχνα = μούχλα
βρουχνιασμένον = μουχλιασμένο
βυζορώι = ρωγοβύζι
Παρχάρια στη Σαντά |
Γ
γαβαλί = φλογέρας
γαβουρμά = κρέας τσιγαρισμένο με λίπος
γαγγρούται = γίνεται παράλυτος
γαΐπ (τ) = άφαντος
γαϊτιάν (τ) καϊτάνι, παρυφή
γαλαφόρα = όμορφη σαν το μελισσοφάγο
γαλαπαλούχ (τ) = βάρος περιττό
γαλενόν = ήσυχο
γαλιάμια (τ) κόκαλα των άκρων
γαλόψωμον = ψωμί με βούτυρο
γαμψψίν (τ) = μάστιγα
γαντουρεύω (τ) = πείθω
γαρά (τ) = ξηρά
γαράχουλαχ (τ) = μεγάλο γυριστό μαχαίρι
γαρή (τ) = γυναίκα
γαρήδες = γυναίκες
γαρίπην (τ) = ξένο
γαρίπκα = όπως ο ξένος
γαρίπκον = έρημο
γαρίψ (τ) = ξένος, έρημος
γαρκόν = ταύρος
γαρσσί (τ) = αντίκρυ
γαρσσιλαμάδας = απαντήσεις στα δίστιχα άλλου
γάρταλος = γύπας
γατ (τ) = πλήρης, τέλειος
γατιρττζήδες (τ) = αγωγιάτες
γερά = πληγή
γερανόφορος = με ρούχα γαλάζια
γεργάνια (τ) =παπλώματα
γερίτσος = γεροντάκος
γιαβάντζ (τ) = λιγόμυαλος
γιάβριμ ή γιαβρόπο μ (τ) = μικρό μου
γιαγμαλαεύνε (τ) = λεηλατούν
γιαγούζ (τ) = με μαύρο χρώμα
γιαζϊν (τ) — κάμπος
γιαϊλίμ (τ) = βοσκότοπος
γιάλ = για έλα
γιαλός = παραλία
γιάμ (τ) = μήπως
γιαμιαττσσιά = ανίατη πληγή
γιάν (τ) = πλάι, πλαινό
γιαπία (τ) = κτίρια
γιάρ (τ) = αγαπητό πρόσωπο
γιαραεύ (τ) = χρησιμεύει
γιαρτίμ (τ) = βοήθεια
γιασίρ (τ) = σκλάβος
γιαχάδες = γιακάδες
γιλτουρούμ (τ) = κεραυνός
γιόκ (τ) = όχι
γιολτζήδες (τ) = διαβάτες
γιόξα (τ) = ή, είτε
γιοσμάδες (τ) νέοι με ίσιο ανάστημα και κομψά ντυμένοι
γιοσμαλούχ (τ) = κομψότητα
γλυκοκαλάτσσευτος = γλυκομίλητος
γλύσκουν = συνθλίβονται
γολάϊα (τ) = εύκολα
γομάρ(τ) = φορτίο
γονάχ= μέγαρο
γονικά= πατρικά
γονουσευτά = ενώ μιλούσαν σιγά
γορόσσ = το εκατοστό της τουρκικής λίρας
γλυπισμέντσαν = γδαρμένη
γορουχτζζής (τ) =δασοφύλακας
γούδουλα = χωρίς κορυφή
γουΐα (τ) = 1) λάκκοι, 2) πηγάδια
γούλα = λαιμός
γουλάβ = το τελευταίο μαλακό ακόνημα
γουλέας = λαίμαργος
γουντάχ =σπαρμανωμένο βρέφος
γουρεύνε (τ) =στήνουν
γουρζούλ = της πανούκλας
γουρζουλάς = προσωποποίηση των επιδημιών χολέρας
γουρνίν =τόπος συγκέντρωσης νερού για τα ζώα ως επί το πλείστον
γουρπάντζ (τ)= θυσία για σένα
γουρταρεύκεται (τ)= γλιτώνει
γουρταρέψτεν = γλιτώστε
γουρταρομονή = γλιτωμός
γρά-γρά = θόρυβος
γρα- γρού (τ) = οχλοβοή
γραιΐτζα = γριούλα
γριζομάκελλον = αξίνα, κασμάς
γριλεύω (τ) = αποδεκατίζω
γριντζίλια = ούλα
γυρευός = ζητιάνος
γωνέα = αγκωνάρι
(τ) λέξη τουρκική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου